του Claudio Conti
Μα πώς; Ο Πρόεδρος
της ΕΚΤ ξεκινά την αγορά ομολόγων υψηλού ρίσκου, ομόλογα σκουπίδια (Abs, ομόλογα
του Ελληνικού Δημοσίου, του Κυπριακού, κλπ) για να καθαρίσει κάπως τις αγορές και
να χαρίσει χρήματα στις τράπεζες, ενώ τα χρηματιστήρια καταρρέουν;
Το Μιλάνο έχασε σχεδόν 4%, άλλες ευρωπαϊκές αγορές λίγο λιγότερο, αλλά πάντως αρκετά (Φρανκφούρτη -2, Παρίσι σχεδόν -3, μόνο η Νέα Υόρκη και το Τόκιο παραμένουν στα ίδια). Τι έγινε;
Θα πρέπει να κοιτάξουμε έξω από το βασιλικό ανάκτορο του Capodimonte - όπου τη χθεσινή συνάντηση της ΕΚΤ, χαιρέτησε μια διαδήλωση συναρπαστική, από πολλές πλευρές - για να καταλάβουμε κάποια πράγματα. Η Ευρώπη, ως περιοχή οικονομικά ισχυρή, ολοκληρωμένη, που κυβερνάται "σοφά", αυτές τις μέρες επέστρεψε και πάλι στο κέντρο του γενικού σκεπτικισμού των αγορών λόγω της εγωιστικής στάσης της Γερμανίας και την άρνηση ης Γαλλίας που αποφάσισε να μην εφαρμόσει τον περιορισμό του 3% του λόγου ελλείμματος / ΑΕΠ, καταγγέλλοντας το γερμανικό πλεόνασμα ως εξίσου σημαντική αιτία των ανισορροπιών της ηπείρου. Ή ακόμα και της Ιταλίας του Ρέντσι, ο οποίος λέει ότι θέλει να σεβαστεί αυτή την υποχρέωση, αλλά δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες του Συμφώνου Σταθερότητας (Fiscal Compact) για μείωση του χρέους (πάνω από 50 δισεκατομμύρια το χρόνο, επί είκοσι χρόνια), διότι θα βύθιζε αυτή τη χώρα - και όλη την Ευρώπη σε μια ύφεση χωρίς τέλος. Προσθέστε σε αυτό τη γενική στασιμότητα, τον αποπληθωρισμό σε διάφορες χώρες, τη κατάρρευση και των προσδοκιών της γερμανικής οικονομίας, και η εικόνα θα αρχίσει να γίνεται πιο καθαρή.
Η δυσπιστία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την "αποτελεσματικότητα" των τρόπων λειτουργίας της - από καθαρά καπιταλιστική σκοπιά- επέστρεψε έτσι στα επίπεδα που ήταν πριν από τρία χρόνια, όταν λίγοι θα στοιχημάτιζαν στη διατήρηση του ευρώ (και επομένως και της 'Ένωσης), και μόνο η απειλή τουΝτράγκι ("θα κάνω ό, τι χρειαστεί", δηλαδή η ΕΚΤ θα κινηθεί ως πραγματικός πιστωτής έσχατης ανάγκης, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπρζα των ΗΠΑ) σταμάτησε την πορεία του τρένου προς το γκρεμό.
Αυτή τη φορά όμως δεν λειτούργησε ούτε η εκκίνηση - σε δέκα μέρες - του σχεδίου αγοράς των τίτλων "junk", με όριο αγοράς έως τα 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ (το 65% του ετήσιου ΑΕΠ της Ιταλίας). Είναι η Ευρωζώνη ως τέτοια που δείχνει πάρα πολύ εύθραυστη.Τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα.
Χθες υπήρξε μια άλλη συγκλονιστική απόφαση με παγκόσμιες επιπτώσεις: η Σαουδική Αραβία ξανάρχισε τον πόλεμο των τιμών του πετρελαίου, όπως και πριν από 30 χρόνια, αλλά σε μια συγκυρία αρκετά διαφορετική. Μείωσε τις τιμές των άμεσων προμηθειών στις ασιατικές αγορές, ειδικά της ποιότητας του αργού με τη μεγαλύτερη ζήτηση (το "light", πιο εύκολο στη διύλιση), παρασύροντας έτσι τις τιμές όλων των άλλων ποιοτήτων (Brent, WTI , ΟΠΕΚ, κλπ). Ετσι, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, η τιμή του βαρελιού αναφοράς (Brent) έπεσε κάτω από τα 90 δολάρια που δεν είναι και λίγα, αλλά είναι πολύ λιγότερα από τα 110-120 που είχαμε συνηθίσει. Στις ειδικευμένες αγορές, και στα υπουργεία των χωρών παραγωγής, ετοιμάζονται σενάρια ανταπάντησης σε περίπτωση που η τιμή του βαρελιού πέσει κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Πρόκειται για πόλεμο, σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, γιατί λίγες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες μπορούν να αντέξουν για πολύ σε μια τόσο δραστική μείωση των εσόδων τους από το πετρέλαιο. Δεν μπορεί να το κάνει τη Ρωσία, υπό την πίεση της Δύσης (και πολλοί υποθέτουν - περισσότερο κι από πιθανή - ότι η πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας ήταν σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες). Πόσω μάλλον η Βενεζουέλα, η οποία αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και δέχεται την επίθεση του ιμπεριαλισμού εδώ και χρόνια. Για να μην αναφέρουμε τις αφρικανικές χώρες παραγωγής πετρελαίου. Αλλά αυτό δεν ωφελεί ούτε τις πολυεθνικές των ΗΠΑ οι οποίες κινδυνεύουν να δουν την τιμή του πετρελαίου να πέφτει κάτω από τα κόστη παραγωγής του φυσικού αερίου από σχιστόλιθο (shale gas), μια τελευταία λύση για επιστροφή των ΗΠΑ - πολύ προσωρινή - στην ενεργειακή ανεξαρτησία. Και να πούμε ότι τους τελευταίους μήνες οι Ηνωμένες Πολιτείες ξανάρχισαν μετά από 40 χρόνια, να εξάγουν αργό πετρέλαιο και σε άλλες χώρες (όπως η Ιταλία), έστω και σε αστείες ποσότητες: 400.000 βαρέλια ανά ημέρα, σε σύγκριση με περισσότερα από 90 εκατομμύρια βαρέλια παγκόσμιας κατανάλωσης ημερησίως.
Στον πόλεμο αυτό θα πέσουν πολλά κορμιά, στον πετρελαιοπαραγωγικό τομέα, σε μια οικονομική συγκυρία ήδη αποσταθεροποιημένη. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια πτώση των τιμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάκαμψη την παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και, θεωρητικά, και τη μαζική κατανάλωση (η ενέργεια είναι το μόνο παγκόσμιο εμπόρευμα που έχει μια ενιαία τιμή για όλους και επηρεάζει τις τιμές όλων των άλλων εμπορευμάτων, ενώ του άλλου εμπορεύματος-της εργασίας - η τιμή διαφέρει από χώρα σε χώρα). Αυτό,όμως είναι μια πρόβλεψη καθαρά θεωρητική, που ευνοεί εν μέρει μόνο χώρες - όπως η Κίνα - που συνεχίζουν να αναπτύσσονται, επειδή είναι πολύ πιο πιθανό να συμβάλει στην επιδείνωση του αποπληθωρισμού στην παγκόσμια οικονομία.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μπροστά τους αυτή την εικόνα που περιλαμβάνει και πολλές άλλες μεταβλητές που ούτε καν μας τις αποκαλύπτουν. Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ πολύ λίγα μπορεί να κάνει για να επηρεάσει καταστάσεις.
Το Μιλάνο έχασε σχεδόν 4%, άλλες ευρωπαϊκές αγορές λίγο λιγότερο, αλλά πάντως αρκετά (Φρανκφούρτη -2, Παρίσι σχεδόν -3, μόνο η Νέα Υόρκη και το Τόκιο παραμένουν στα ίδια). Τι έγινε;
Θα πρέπει να κοιτάξουμε έξω από το βασιλικό ανάκτορο του Capodimonte - όπου τη χθεσινή συνάντηση της ΕΚΤ, χαιρέτησε μια διαδήλωση συναρπαστική, από πολλές πλευρές - για να καταλάβουμε κάποια πράγματα. Η Ευρώπη, ως περιοχή οικονομικά ισχυρή, ολοκληρωμένη, που κυβερνάται "σοφά", αυτές τις μέρες επέστρεψε και πάλι στο κέντρο του γενικού σκεπτικισμού των αγορών λόγω της εγωιστικής στάσης της Γερμανίας και την άρνηση ης Γαλλίας που αποφάσισε να μην εφαρμόσει τον περιορισμό του 3% του λόγου ελλείμματος / ΑΕΠ, καταγγέλλοντας το γερμανικό πλεόνασμα ως εξίσου σημαντική αιτία των ανισορροπιών της ηπείρου. Ή ακόμα και της Ιταλίας του Ρέντσι, ο οποίος λέει ότι θέλει να σεβαστεί αυτή την υποχρέωση, αλλά δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες του Συμφώνου Σταθερότητας (Fiscal Compact) για μείωση του χρέους (πάνω από 50 δισεκατομμύρια το χρόνο, επί είκοσι χρόνια), διότι θα βύθιζε αυτή τη χώρα - και όλη την Ευρώπη σε μια ύφεση χωρίς τέλος. Προσθέστε σε αυτό τη γενική στασιμότητα, τον αποπληθωρισμό σε διάφορες χώρες, τη κατάρρευση και των προσδοκιών της γερμανικής οικονομίας, και η εικόνα θα αρχίσει να γίνεται πιο καθαρή.
Η δυσπιστία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την "αποτελεσματικότητα" των τρόπων λειτουργίας της - από καθαρά καπιταλιστική σκοπιά- επέστρεψε έτσι στα επίπεδα που ήταν πριν από τρία χρόνια, όταν λίγοι θα στοιχημάτιζαν στη διατήρηση του ευρώ (και επομένως και της 'Ένωσης), και μόνο η απειλή τουΝτράγκι ("θα κάνω ό, τι χρειαστεί", δηλαδή η ΕΚΤ θα κινηθεί ως πραγματικός πιστωτής έσχατης ανάγκης, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπρζα των ΗΠΑ) σταμάτησε την πορεία του τρένου προς το γκρεμό.
Αυτή τη φορά όμως δεν λειτούργησε ούτε η εκκίνηση - σε δέκα μέρες - του σχεδίου αγοράς των τίτλων "junk", με όριο αγοράς έως τα 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ (το 65% του ετήσιου ΑΕΠ της Ιταλίας). Είναι η Ευρωζώνη ως τέτοια που δείχνει πάρα πολύ εύθραυστη.Τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα.
Χθες υπήρξε μια άλλη συγκλονιστική απόφαση με παγκόσμιες επιπτώσεις: η Σαουδική Αραβία ξανάρχισε τον πόλεμο των τιμών του πετρελαίου, όπως και πριν από 30 χρόνια, αλλά σε μια συγκυρία αρκετά διαφορετική. Μείωσε τις τιμές των άμεσων προμηθειών στις ασιατικές αγορές, ειδικά της ποιότητας του αργού με τη μεγαλύτερη ζήτηση (το "light", πιο εύκολο στη διύλιση), παρασύροντας έτσι τις τιμές όλων των άλλων ποιοτήτων (Brent, WTI , ΟΠΕΚ, κλπ). Ετσι, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, η τιμή του βαρελιού αναφοράς (Brent) έπεσε κάτω από τα 90 δολάρια που δεν είναι και λίγα, αλλά είναι πολύ λιγότερα από τα 110-120 που είχαμε συνηθίσει. Στις ειδικευμένες αγορές, και στα υπουργεία των χωρών παραγωγής, ετοιμάζονται σενάρια ανταπάντησης σε περίπτωση που η τιμή του βαρελιού πέσει κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι.
Πρόκειται για πόλεμο, σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, γιατί λίγες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες μπορούν να αντέξουν για πολύ σε μια τόσο δραστική μείωση των εσόδων τους από το πετρέλαιο. Δεν μπορεί να το κάνει τη Ρωσία, υπό την πίεση της Δύσης (και πολλοί υποθέτουν - περισσότερο κι από πιθανή - ότι η πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας ήταν σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες). Πόσω μάλλον η Βενεζουέλα, η οποία αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και δέχεται την επίθεση του ιμπεριαλισμού εδώ και χρόνια. Για να μην αναφέρουμε τις αφρικανικές χώρες παραγωγής πετρελαίου. Αλλά αυτό δεν ωφελεί ούτε τις πολυεθνικές των ΗΠΑ οι οποίες κινδυνεύουν να δουν την τιμή του πετρελαίου να πέφτει κάτω από τα κόστη παραγωγής του φυσικού αερίου από σχιστόλιθο (shale gas), μια τελευταία λύση για επιστροφή των ΗΠΑ - πολύ προσωρινή - στην ενεργειακή ανεξαρτησία. Και να πούμε ότι τους τελευταίους μήνες οι Ηνωμένες Πολιτείες ξανάρχισαν μετά από 40 χρόνια, να εξάγουν αργό πετρέλαιο και σε άλλες χώρες (όπως η Ιταλία), έστω και σε αστείες ποσότητες: 400.000 βαρέλια ανά ημέρα, σε σύγκριση με περισσότερα από 90 εκατομμύρια βαρέλια παγκόσμιας κατανάλωσης ημερησίως.
Στον πόλεμο αυτό θα πέσουν πολλά κορμιά, στον πετρελαιοπαραγωγικό τομέα, σε μια οικονομική συγκυρία ήδη αποσταθεροποιημένη. Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια πτώση των τιμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάκαμψη την παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και, θεωρητικά, και τη μαζική κατανάλωση (η ενέργεια είναι το μόνο παγκόσμιο εμπόρευμα που έχει μια ενιαία τιμή για όλους και επηρεάζει τις τιμές όλων των άλλων εμπορευμάτων, ενώ του άλλου εμπορεύματος-της εργασίας - η τιμή διαφέρει από χώρα σε χώρα). Αυτό,όμως είναι μια πρόβλεψη καθαρά θεωρητική, που ευνοεί εν μέρει μόνο χώρες - όπως η Κίνα - που συνεχίζουν να αναπτύσσονται, επειδή είναι πολύ πιο πιθανό να συμβάλει στην επιδείνωση του αποπληθωρισμού στην παγκόσμια οικονομία.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μπροστά τους αυτή την εικόνα που περιλαμβάνει και πολλές άλλες μεταβλητές που ούτε καν μας τις αποκαλύπτουν. Στα πλαίσια αυτά, η ΕΚΤ πολύ λίγα μπορεί να κάνει για να επηρεάσει καταστάσεις.