«Προληπτικό χτύπημα» κατά της απεργίας και των συνδικάτων





Έχουμε να κάνουμε με μια ρύθμιση η οποία στην πραγματικότητα πλήττει κυρίως τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου, που έχουν δείξει ικανότητα να κινητοποιούνται και να δημιουργούν προβλήματα σε κυβερνήσεις και «επενδυτές». Ούτε είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση στο ίδιο νομοσχέδιο φέρνει και το «αυτόματο» πέρασμα στο Υπερταμείο όλων των ΔΕΚΟ ουσιαστικά ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Θα έλεγε κανένας ότι επειδή η κυβέρνηση γνωρίζει ότι σύντομα θα υπάρξουν αντιδράσεις από σωματεία που όταν απεργούν κάνουν αισθητή την παρουσία τους (π.χ. αυτά των συγκοινωνιών) σπεύδει να τους απαγορεύσει ουσιαστικά το δικαίωμα στην απεργία. 



Προληπτικό χτύπημα» κατά της απεργίας και των συνδικάτων

 του Παναγιώτη Σωτήρη

 Οι αλλαγές στους όρους με τους οποίους θα προκηρύσσουν απεργία τα πρωτοβάθμια σωματεία είναι μία από τις σημαντικότερες τομές που φέρνει το νέο πολυνομοσχέδιο για την τρίτη αξιολόγηση. Για την ακρίβεια, είναι η μεγαλύτερη ανατροπή στο δίκαιο περί της απεργίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Όπως είναι γνωστό το άρθρο 211 του νομοσχεδίου για την τρίτη αξιολόγηση αναφέρει τα εξής:
«Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Ειδικά για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών”».

Η κυβέρνηση λέει ότι ουσιαστικά η αλλαγή αφορά μόνο την απαρτία που από το ένα τρίτο (1/3) πάει στο ένα δεύτερο (1/2). Βέβαια, και αυτό το 1/3 δεν ισχύει μια που στην πραγματικότητα το ισχύον καθεστώς για τα πρωτοβάθμια σωματεία ουσιαστικά όριζε το 1/5. Η ισχύουσα διατύπωση για την απαρτία είναι η ακόλουθη:
«Με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 του Α.Κ. όπως και κάθε άλλης διάταξης µε την οποία προβλέπεται ειδική απαρτία και εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση και για να ληφθεί απόφαση, κατά τις Συνελεύσεις, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τρίτου (1/3) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση συγκαλείται νέα συνέλευση µέσα σε δύο (2) µέχρι δεκαπέντε (15) µέρες, κατά την οποία απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τετάρτου (1/4) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών. Εάν δεν υπάρξει απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση συγκαλείται µέσα σε δύο (2) µέχρι δεκαπέντε µέρες Τρίτη κατά την οποία είναι αρκετή η παρουσία του ενός πέµπτου (1/5) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών».

Βλέπουμε ότι το ισχύον καθεστώς δεν όριζε το 1/3 όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά το 1/5, έναν αριθμό που και η εμπειρία όποιας/ου έχει περάσει έστω και από συνέλευση δείχνει ότι είναι ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικός και τεχνικά εφικτός. Αντίθετα, τώρα η κυβέρνηση φέρνει αυξημένη πλειοψηφία για τις αποφάσεις για απεργία, καθώς ορίζεται ως απόλυτο όριο η παρουσία του 1/2 των ταμειακώς τακτοποιημένων μελών.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει εξασφαλίσει ότι η ρύθμιση δεν αφορά τα πανελλαδικά σωματεία ή τα σωματεία που εκπροσωπούν εργαζομένους επιχείρησης ή κλάδου σε ευρύτερη περιφέρεια. Για την ακρίβεια αυτό δεν το εξασφάλισε η κυβέρνηση αλλά υπήρχε ως διατύπωση από ήδη στο άρθρο 20, παρ. 1 του ν. 1264/1982: «Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται µε απόφαση του διοικητικού συµβουλίου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.»

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι, επειδή από κυβερνητική πλευρά έχουν γραφτεί διάφορα. Η έννοια της ευρύτερης περιφέρειας του 1982 αναφερόταν σε σωματεία που κάλυπταν σημαντικό μέρος της χώρας π.χ. σωματεία που είχαν αναφορά στη «Βόρεια Ελλάδα» ή «Αττική και νήσοι». Δεν αναφερόταν στην Αττική και γενικά στα όρια ενός νομού ή μιας περιφέρειας.

Από κυβερνητική πλευρά η ρύθμιση αυτή έχει γίνει προσπάθεια να ωραιοποιηθεί μέσα από αναφορές στην ανάγκη να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι, να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα. Πρόκειται για μια ιδιότυπη ιησουίτικη καζουιστική που αντιστρέφει την πραγματικότητα.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα ως προς το ποια σωματεία αφορά πραγματικά η ρύθμιση. Λέμε λοιπόν ότι η ρύθμιση αυτή δεν φτιάχτηκε για ένα επιχειρησιακό σωματείο σε μια επιχείρηση με 200 εργαζομένους όπου ψηφίζουν (και άρα καταβάλουν εισφορές και άρα είναι ταμειακώς τακτοποιημένοι) 100 εργαζόμενοι το οποίο μπορεί να έχει απαρτία με 51 εργαζομένους και απόφαση με 26.

 Ο λόγος είναι ότι ένα τέτοιο σωματείο ούτως ή άλλως είχε πάντα άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει σημαντικότερα από το θέμα της απαρτίας: την εργοδοτική τρομοκρατία και το γεγονός ότι θα κινδύνευαν να βρεθούν απολυμένοι, ούτως ή άλλως, οι συμμετέχοντες. Ένα τέτοιο σωματείο από μόνο του θα επεδίωκε πολύ μεγάλη συμμετοχή στη συνέλευση, δέσμευση ότι θα υπάρξει πλειοψηφική συμμετοχή, θα ζητούσε στήριξη από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα. Ούτε φτιάχτηκε η ρύθμιση αυτή για ένα κλαδικό σωματείο των 200 ψηφισάντων σε έναν κλάδο 5000, όπου θα αρκούσε απαρτία 101 μελών και ψήφοι υπέρ 51.

 Και εδώ, εάν το σωματείο δεν θα ήθελε να είναι σφραγίδα ή απλώς «πολιτική πρωτοβουλία» (ή ακόμη χειρότερα μηχανισμός διαμόρφωσης συσχετισμών σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο), η έγνοια θα ήταν για ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή. Ή για να το πω διαφορετικά: τέτοια σωματεία χωρίς σκληρή δουλειά και συστηματική απεύθυνση απλώς με τα ενεργά τους μέλη δεν μπορούν να κάνουν απεργία με επιπτώσεις: δεν κατορθώνουν να κλείσουν ρολά ή να κατεβάσουν διακόπτες. Για να το κάνουν σημαίνει όντως πολύ μαζική συνέλευση και συσπείρωση.

Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ρύθμιση αυτή βάζει εμπόδια και σε αυτά τα σωματεία. Για παράδειγμα κλαδικά σωματεία του ιδιωτικού τομέα με αναφορά στην Αττική, που προσπαθούν να κάνουν μια μαζική δουλειά και να ανασυνθέσουν συνδικαλιστικές πρακτικές, και που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αρκετές εκατοντάδες ή και παραπάνω ενεργά μέλη και αυτά δυσκολεύονται να κηρύξουν απεργία ή υποχρεώνονται να ζητήσουν κάλυψη από τις ομοσπονδίες (να προκηρύξουν απεργία για λογαριασμό τους), παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοια σωματεία φτιάχτηκαν ακριβώς για να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις των ομοσπονδιών και των εργατικών κέντρων.

Πολύ χειρότερα, όμως, θα γίνουν τα πράγματα σε μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία και του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ όπου όχι μόνο υπάρχει μαζική συμμετοχή στις εκλογές αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οι εισφορές στα συνδικάτα εισπράττονται από όλους τους εργαζομένους κάθε αντίστοιχου κλάδου ή επιχείρησης, μέσω της μισθοδοσίας. Σε αυτά τα σωματεία «ταμειακώς τακτοποιημένοι» μπορεί να είναι το σύνολο των εργαζομένων, αφού τους παρακρατείται εισφορά υπέρ του σωματείου. Σε αυτά τα σωματεία είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί συνέλευση με το 50%+1 των εργαζομένων για τη λήψη απόφασης.

Ακόμη και εάν πάμε με τον αριθμό των ψηφισάντων στις τελευταίες αρχαιρεσίες πάλι πάμε σε τεράστιους αριθμούς που καθιστούν ανέφικτη την αυτοτελή κήρυξη απεργιών. Για παράδειγμα η ΕΙΝΑΠ είχε 3870 ψηφίσαντες στις τελευταίες αρχαιρεσίες της που σημαίνει ότι η απαρτία για απόφαση από συνέλευση είναι 1936!

Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια ρύθμιση η οποία στην πραγματικότητα πλήττει κυρίως τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου, που έχουν δείξει ικανότητα να κινητοποιούνται και να δημιουργούν προβλήματα σε κυβερνήσεις και «επενδυτές». Ούτε είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση στο ίδιο νομοσχέδιο φέρνει και το «αυτόματο» πέρασμα στο Υπερταμείο όλων των ΔΕΚΟ ουσιαστικά ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Θα έλεγε κανένας ότι επειδή η κυβέρνηση γνωρίζει ότι σύντομα θα υπάρξουν αντιδράσεις από σωματεία που όταν απεργούν κάνουν αισθητή την παρουσία τους (π.χ. αυτά των συγκοινωνιών) σπεύδει να τους απαγορεύσει ουσιαστικά το δικαίωμα στην απεργία.

Ναι, αλλά δεν πρέπει η απόφαση για κινητοποίηση να γίνεται από τις/τους ίδιες/ους τις/τους εργαζόμενες/ους; Σωστό, αλλά αυτό αφορά τη δημοκρατία στα συνδικάτα, αφορά την προσπάθεια να οργανώνονται συνελεύσεις και να είναι όσο πιο μαζικές, αφορά πρακτικές που να εξασφαλίζουν ότι οι διοικήσεις των σωματείων είναι υπόλογες απέναντι στα μέλη και δεν αποφασίζουν ερήμην των μελών. Αυτό δεν έχει σχέση με τη θέσπιση ορίων απαρτίας που απλώς καθιστούν απαγορευτική την κήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμια σωματεία.

Και βέβαια όλες κι όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοιες ρυθμίσεις είναι μόνο η αρχή. Η προσπάθεια να περιοριστεί το δικαίωμα στην απεργία, κύρια μέσα από ρυθμίσεις που επιβάλλουν μεγάλες πλειοψηφίες και κάθε λογής υποχρεωτικής διαβουλεύσεις πριν από την κήρυξη, υπήρξε βασική πλευρά των αστικών πολιτικών και διεκδίκηση των εργοδοτικών ενώσεων, σε παγκόσμια κλίμακα, εδώ και δεκαετίες.

 Εάν περάσει αυτή τη ρύθμιση, ανοίγει ο δρόμος για ακόμη μεγαλύτερες ανατροπές και συνολική αποδόμηση του εργατικού δικαίου. Ανοίγει ο δρόμος για αποφάσεις για επέκταση αυτή της ρύθμισης και στα πανελλαδικά ή «ευρύτερης περιφέρειας» σωματεία (που σημαίνει μεγάλο μέρος των ενεργών σήμερα σωματείων των τραπεζών, των Υπουργείων, ορισμένων ΔΕΚΟ), για ρυθμίσεις καθολικής ψηφοφορίας όλων των εργαζομένων, για επέκταση τέτοιων πρακτικών και στις ομοσπονδίες και συνολικά για ένα τοπίο όπου θα είναι πολύ πιο δύσκολο να απεργήσει οποιοσδήποτε κλάδος.

Ένας λόγος παραπάνω για να κατέβουμε στο δρόμο αυτές τις μέρες. Γιατί όντως για κάποια δικαιώματα χύθηκε πολύ αίμα, κυριολεκτικά, για να τα αφήσουμε να καταργηθούν.


[--->]