13/04/2015
Ο μεγάλος Ουρουγουανός δημοσιογράφος και συγγραφέας έφυγε στις 13 Απριλίου του 2015.
Κυνηγημένος από τις περισσότερες
δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα αλλά και σύμβουλος, μαζί με τον Ταρίκ Αλί, στο δίκτυο Telesur.
[--->]
ΤΟ ΒΟΛΙΒΙΑΝΙΚΟ ΓΑΪΤΑΝΑΚΙ
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα il manifesto 20/10/2003
του Εντουάρντο Γκαλεάνο
Μια τρομακτική έκρηξη αερίου. Αυτό ήταν η λαϊκή εξέγερση που
συγκλόνισε την Βολιβία και κατέληξε στην παραίτηση του προέδρου Σάντσεζ ντε
Λοζάντα που τόσκασε αφήνοντας πίσω του μια εκατόμβη πτωμάτων. Το αέριο θα
τόστελναν στη Καλιφόρνια σε πάρα πολύ χαμηλή τιμή, με αντάλλαγμα κάποια ψίχουλα
και θα περνούσε μέσα από χιλιάνικα εδάφη που κάποτε ανήκαν στη Βολιβία.
Η
εξαγωγή του αερίου από ένα λιμάνι της Χιλής, λειτούργησε όπως το αλάτι στην
πληγή μιας χώρας που εδώ και ένα αιώνα ζητάει μάταια μια διέξοδο στη θάλασσα,
την οποία είχε χάσει το 1883 κατά τη διάρκεια του πολέμου της με τη Χιλή. Αλλά
ο προορισμός του φυσικού αερίου δεν ήταν ο βασικός λόγος της οργής που ξέσπασε
σε όλη τη χώρα.
Η αιτία της λαϊκής αγανάκτησης, την οποία η κυβέρνηση ως
συνήθως την αντιμετώπισε γεμίζοντας με νεκρούς τους δρόμους, ήταν άλλη. Ο
κόσμος ξεσηκώθηκε γιατί αρνιόταν να δεχτεί ότι με το αέριο πρέπει να γίνει ότι
έγινε και με το ασήμι, τη νιτρική ποτάσα (νίτρο), τον κασσίτερο και όλα τα
υπόλοιπα.
Η μνήμη βλάπτει και διδάσκει: οι φυσικοί μη ανανεώσιμοι πόροι φεύγουν
μακριά χωρίς να μας χαιρετίσουν και δεν επιστρέφουν ποτέ πια.
Στο μακρινό
1870,στη Βολιβία, κάποιος άγγλος διπλωμάτης είχε μια άσχημη εμπειρία. Ο τότε
δικτάτορας Μαριάνο Μελγκαρέχο, του πρόσφερε ένα ποτήρι τσίτσα, ένα αλκοολούχο
τοπικό ποτό, ο διπλωμάτης τον ευχαρίστησε αλλά του είπε ότι προτιμάει τη
σοκολάτα.
Τότε ο Μελγκαρέχο με την παροιμιώδη του ευγένεια, τον υποχρέωσε να
πιει μια τεράστια κανάτα με σοκολάτα και στη συνέχεια τον υποχρέωσε να
καβαλήσει ανάποδα ένα γάιδαρο και να κάνει το γύρω της Λα Παζ.
Όταν τα μαντάτα
έφτασαν στ' αυτιά της βασίλισσας Βικτωρίας, στο Λονδίνο, αυτή διέταξε να της
φέρουν ένα παγκόσμιο χάρτη, έγραψε με μια κιμωλία ένα σταυρό πάνω στη Βολιβία
και έβγαλε την απόφαση : « Η Βολιβία δεν υπάρχει».
Tην ιστορία την έχω
ακούσει άπειρες φορές. Έγιναν η δεν έγιναν έτσι τα πράγματα; Ίσως ναι, ίσως
όχι. Αλλά αυτή η φράση που αποδίδεται στην αυτοκρατορική αδιαλλαξία μπορούμε
και να την εννοήσουμε και σαν μια σύνθεση της ταραγμένης ιστορίας του
βολιβιανού λαού.
Η τραγωδία επαναλαμβάνεται, ο τροχός γυρίζει ξανά και ξανά:
εδώ και πέντε αιώνες τα αμύθητα πλούτη της Βολιβίας είναι η δυστυχία των
βολιβιανών που είναι και οι φτωχότεροι της Νοτίου Αμερικής. «Η Βολιβία δεν
υπάρχει» :δεν υπάρχει για τα παιδιά της.
Την εποχή της αποικιοκρατίας, για
περισσότερο από δύο αιώνες, το ασήμι του Ποτοσί ήταν ο κυριότερος αιμοδότης της
ανάπτυξης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Έλεγαν: «Αξίζει ένα Ποτοσί» και εννοούσαν
ότι ήταν ανεκτίμητης αξίας.
Στα μέσα του 16ου αιώνα η πιο μεγάλη πόλη, η πιο ακριβή
και η πιο σπάταλη σε όλο τον κόσμο, φτιάχτηκε και μεγάλωσε στους πρόποδες του
βουνού απ’όπου έβγαζαν το ασήμι. Αυτό το βουνό, το λεγόμενο Τσέρο Ρίκο,
καταβρόχθιζε ιθαγενείς.
«Στους δρόμους υπήρχε μια τέτοια κοσμοπλημμύρα που
νόμιζες ότι όλη η Χώρα μετακόμιζε», έγραφε ένας πλούσιος ιδιοκτήτης ορυχείου
του Ποτοσί: τα χωριά άδειαζαν από τους άντρες και απ’όλα τα σημεία του ορίζοντα
άνθρωποι περπατούσαν σαν υπνωτισμένοι προς την τρύπα που οδηγούσε στις
γαλαρίες. Έξω, θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν. Μέσα, η ίδια η κόλαση. Από τους
δέκα που έμπαιναν, μόνο οι τρεις έβγαιναν ζωντανοί.
Αλλά οι καταδικασμένοι στα
ορυχεία, που δεν είχαν και πολύ ζωή, ήταν αυτοί που έφτιαχναν τα πλούτη των
φλαμανδών, των γενοβέζων, των γερμανών, τραπεζιτών, των πιστωτών του ισπανικού
στέμματος και ήταν αυτοί οι ιθαγενείς που έκαναν δυνατή τη συσσώρευση κεφαλαίων
που έκανε την Ευρώπη αυτό που είναι σήμερα.
Απ’όλα αυτά τι έμεινε στη Βολιβία;
Έμεινε ένα ξεκοιλιασμένο βουνό, ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός νεκρών ιθαγενών
από τις κακουχίες και ορισμένα μέγαρα που τα κατοικούν φαντάσματα. Το 19ο
αιώνα, όταν η Βολιβία νικήθηκε στο λεγόμενο πόλεμο του Ειρηνικού, δεν έχασε
μόνο τη μόνη της διέξοδο προς τη θάλασσα και αποκλείστηκε στη καρδιά της Νοτίου
Αμερικής, αλλά έχασε και το νίτρο.
Σύμφωνα με την επίσημη ιστορική εκδοχή, που
είναι και ιστορία των πολέμων, μπορεί η Χιλή να νίκησε σε εκείνο τον πόλεμο η
πραγματική όμως ιστορία αναφέρει ότι ο πιο κερδισμένος ήταν ο άγγλος
επιχειρηματίας Τόμας Νορθ. Χωρίς να ρίξει ούτε τουφεκιά, χωρίς να ξοδέψει ούτε μια δεκάρα, ο
Νορθ έγινε ο ιδιοκτήτης εδαφών που ανήκαν στη Βολιβία και το Περού και βασιλιάς
του νίτρου, του πολυτιμότερου -για εκείνη την εποχή- λιπάσματος και τόσο απαραίτητου
στα κουρασμένα ευρωπαϊκά χώματα Τον 20ο αιώνα η Βολιβία υπήρξε ο κυριότερος
προμηθευτής της παγκόσμιας αγοράς, σε κασσίτερο. Τα τσίγκινα κουτιά κονσέρβας
που τόσο διάσημο έκαναν τον Άντυ Γουόρχολ, ερχόντουσαν από τα ορυχεία που
παρήγαγαν κασσίτερο και χήρες. Στα βάθη των στοών η τρομερή σκόνη πυριτίου
σκότωνε με ασφυξία.
Τα πνευμόνια των εργατών σάπιζαν για να μπορεί ο κόσμος να
καταναλώνει φτηνό κασσίτερο. Στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βολιβία συνέβαλλε στον
αντιφασιστικό αγώνα, πουλώντας το μετάλλευμα της σε τιμή 10 φορές μικρότερη από
την ήδη χαμηλή τιμή πώλησης του. Τα εργατικά μεροκάματα έπεσαν στο μηδέν,
ξέσπασαν απεργίες και τα πολυβόλα ξέρασαν φωτιά.
Ο Σιμόν Πατίνιο, ο
πλουσιότερος επιχειρηματίας και αφεντικό όλης της χώρας, δεν χρειάστηκε να
ξοδευτεί σε αποζημιώσεις γιατί ο θάνατος από σφαίρα πολυβόλου δεν θεωρείται
εργατικό ατύχημα. Εκείνη την εποχή, για τα εισοδήματα του, ο ντον Σιμόν πλήρωνε
50 δολάρια το χρόνο στην εφορία αλλά πλήρωνε πολύ περισσότερα στον πρόεδρο του
έθνους και την κυβέρνηση του. Ήταν ένας πάμπτωχος που τον είχε ερωτευθεί η θεά
Τύχη. Τα εγγόνια του μπήκαν στο τημ της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, παντρεύτηκαν
γόνους καλών οικογενειών, κόμηδες, μαρκησίους, μέλη βασιλικών οίκων. Όταν η
επανάσταση του 1952 έβαλε στην άκρη τον Πατίνιο και εθνικοποίησε τον κασσίτερο,
το μετάλλευμα ήταν πλέον ελάχιστο.
Μετά από μισό σχεδόν αιώνα υπερεντατικής
εκμετάλλευσης, για να εξυπηρετηθεί η παγκόσμια αγορά. Πριν από εκατό χρόνια
περίπου, ο ιστορικός Γκαμπριέλ Ρενέ Μορένο ανακάλυψε ότι οι βολιβιανοί «έχαναν
νοητικά».
Είχε ζυγίσει τον εγκέφαλο ενός ιθαγενή και ενός μιγάδα και είχε
διαπιστώσει ότι ζύγιζαν πέντε, εφτά ως και δέκα ουγκιές λιγότερο από τον
εγκέφαλο ενός λευκού. Τα χρόνια περνούσαν
και η ανύπαρκτη χώρα εξακολουθεί να είναι άρρωστη από το ρατσισμό. Πάντως, μια χώρα
που θέλει να υπάρχει, μια χώρα όπου η πλειοψηφία της αποτελείται από ιθαγενείς
που δεν ντρέπονται να είναι ό,τι είναι, δεν φτύνει στον καθρέφτη. Αυτή η
Βολιβία, που τόσο κουράστηκε για να πλουταίνει τους άλλους, αυτή είναι η πραγματική
χώρα.
Η ιστορία της είναι πλούσια από ήττες και προδοσίες, αλλά και με θαύματα
που μπορούν και κάνουν οι περιφρονημένοι όταν παύουν να περιφρονούν τον ίδιο τους
τον εαυτό και όταν παύουν τις μεταξύ τους φιλονικίες. Εκπληκτικά γεγονότα,
ιδιαίτερης ζωντάνιας, συμβαίνουν αυτό το διάστημα, χωρίς να θέλουμε να
επεκταθούμε περισσότερο. Το έτος 2000 συνέβη κάτι μοναδικό σε ολόκληρο τον
κόσμο: ο κόσμος από-ιδιωτικοποίησε το νερό. Ο αποκαλούμενος «πόλεμος για το
νερό» ξέσπασε στην Κοτσαμπάμπα.
Οι χωρικοί από τις κοιλάδες έφταναν στις πόλεις
και τις απέκλειαν, οι πόλεις οι ίδιες ξεσηκώθηκαν. Τους απάντησαν με σφαίρες
και δακρυγόνα, η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά η συλλογική
εξέγερση επεκτάθηκε, ασυγκράτητη μέχρις ότου, στην τελική σύγκρουση, ξαναπήραν
το νερό από τα χέρια της πολυεθνικής Μπεχτέλ και ο κόσμος μπόρεσε και πάλι να
πλύνει το σώμα του και να ποτίσει τις καλλιέργειες του.(Τώρα, την εταιρεία
Μπεχτέλ, με έδρα της την Καλιφόρνια, την παρηγορεί ο Μπους, χαρίζοντας της
συμβόλαια δισεκατομμυρίων στο Ιράκ). Λίγους μήνες πριν, μια άλλη λαϊκή έκρηξη
σε όλη τη Βολιβία νίκησε ούτε λίγο ούτε πολύ το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο.
Το ΔΝΤ εκδικήθηκε δολοφονώντας πάνω από τριάντα ανθρώπους από τα λεγόμενα όργανα της τάξης, ο κόσμος
όμως τελικά νίκησε: η κυβέρνηση δεν κατάφερε παρά να ακυρώσει τη φορολόγηση των
μισθών που είχε διατάξει το ΔΝΤ. Σειρά τώρα έχει το φυσικό αέριο. Η Βολιβία
διαθέτει πλούσια αποθέματα φυσικού αερίου.
Ο Σάντσεζ ντε Λοζάντα την ιδιωτικοποίηση
την είπε κεφαλαιοποίηση, η χώρα ,όμως, που θέλει να υπάρχει, απέδειξε ότι
διαθέτει καλή μνήμη. Πάλι, αυτή η παλιά ιστορία του πλούτου που εξαφανίζεται
στα χέρια άλλων; «Το αέριο είναι δικό μας», έγραφαν τα πανό στις διαδηλώσεις. Ο
κόσμος απαιτούσε και εξακολουθεί να απαιτεί, να εξυπηρετήσει το αέριο τους
ίδιους τους βολιβιανούς και να μην υποστεί για μια ακόμα φορά η Βολιβία, την δικτατορία
του υπεδάφους της.
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που τόσο το επικαλούνται και
τόσο λίγο το σέβονται, ξεκινάει ακριβώς από εκεί. Η λαϊκή ανυπακοή έφερε χασούρα
στην πολυεθνική Πασίφικ LNG, η οποία είχε κάνει κοινοπραξία με την Ρεπσόλ, την Μπρίτιζ Gs και
την Παναμέρικαν Gas,το συνέταιρο της
Ένρον, την διάσημη για τις γνωστές συνήθειες της.
Απ’ ότι φαίνεται, της
πολυεθνικής θα της μείνει τελικά μόνο η διάθεση να κερδίσει για κάθε
επενδυόμενο δολάριο, δέκα δολάρια και τίποτα άλλο. Από τη μεριά του, ο φυγάς
Σάντσεζ ντε Λοζάντα έχασε μόνο την προεδρία. Δεν έχασε βέβαια τον ύπνο του. Τη
συνείδηση του τη βαραίνει η δολοφονία τουλάχιστον 80 διαδηλωτών, αυτή όμως δεν
ήταν η πρώτη σφαγή που είχε διατάξει και αυτός ο σημαιοφόρος του εκσυγχρονισμού
δεν αισθάνεται τύψεις για κάτι που δεν βγάζει κέρδος. Σε τελευταία ανάλυση,
αυτός μιλάει και σκέφτεται στα αγγλικά, όχι τα αγγλικά του Σαίξπηρ, αλλά τα
αγγλικά του Μπους.
Από την εφημερίδα il manifesto 20/10/2003