Η απόφαση της ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων «για να περιοριστεί ο πληθωρισμός» είναι κάτι μεταξύ παραφροσύνης και εγκληματικής πράξης. Παραφροσύνης, γιατί οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με την υπερβολική ζήτηση (που ούτως ή άλλως δεν θα δικαιολογούσε την επιλογή) αλλά πηγάζουν αποκλειστικά από παράγοντες που έχουν να κάνουν με την προσφορά: πρώτον, τα προβλήματα στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που μας ακολουθούν από το παγκόσμιο λοκντάουν των τελευταίων δυόμιση χρόνων και oι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και οι (αυτο)κυρώσεις στη Ρωσία (δηλαδή σ’ εμάς τους ίδιους).
Σε μια συγκυρία όπως η σημερινή η αύξηση των επιτοκίων όχι μόνο θα συρρικνώσει οικονομίες που βρίσκονται ήδη στα όριά τους, τιμωρώντας τις κατηγορίες χαμηλού εισοδήματος που ήδη υποφέρουν περισσότερο από την αύξηση των τιμών - και αυτή είναι η εγκληματική πλευρά της ιστορίας - αλλά θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την προσφορά, τα οποία προφανώς για να ξεπεραστούν απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις (δηλαδή το αντίθετο από τις προβλεπόμενες περιοριστικές πολιτικές) για να αυξηθεί η προσφορά και η παραγωγή σε πολλούς τομείς και να μειωθεί κατά το δυνατόν η εξάρτηση από το εξωτερικό, πέρα από σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση των αυξήσεων στις τιμές και την άμεση οικονομική ενίσχυση των οικογενειών.
Εν ολίγοις, όπως έγραφε η
σπουδαία μετα-Κεϋνσιανή οικονομολόγος Τζόαν Ρόμπινσον τη δεκαετία του '70,
δηλαδή εν μέσω πληθωριστικής κρίσης με πολλές ομοιότητες με την τωρινή: «Δεν
είναι η ευημερία, αλλά η σπάνη που προκαλεί πληθωρισμό». Δυστυχώς, όπως και τη
δεκαετία του '70, ο στόχος των κυρίαρχων τάξεων δεν είναι πραγματικά η επίλυση
του προβλήματος του πληθωρισμού, αλλά μάλλον το πως θα εκμεταλλευτούν το φόβητρο
του πληθωρισμού για να πετύχουν πολιτικούς και οικονομικούς στόχους πολύ
διαφορετικής φύσης.