Η Δημοκρατία ενοχλεί

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ





Οι Κορυσχάδες είναι η Δημοκρατία, κ. Τάκη Θεοδωρόπουλε και όσοι άλλοι «ανησυχούντες»...
 Το πανέμορφο αυτό χωριό της Ευρυτανίας είχε την τύχη να αναχθεί σε   συμβολικό χώρο: εκφράζει την επιμονή στο πρόταγμα της Δημοκρατίας, ακόμα και κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, όπως ήταν αυτές του Β' παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής. Εκεί συνήλθε, τον Μάιο του 1944, το  Εθνικό Συμβούλιο, δηλαδή το σώμα των εκλεγμένων αντιπροσώπων από τα περισσότερα μέρη της τότε κατεχόμενης χώρας, το οποίο συμβολίζει όχι  απλά μια προσπάθεια ανασύστασης της (παραπαίουσας) μεσοπολεμικής Δημοκρατίας, αλλά το βάθεμά της, αφού στις εκλογικές διαδικασίες πήραν μέρος για πρώτη φορά οι γυναίκες, καθώς και οι νέοι από 18 ετών, ενώ αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση για μια σειρά από θεσμικές καινοτομίες,  εκδημοκρατισμού, λαϊκής συμμετοχής, αυτοδιοίκησης.


Οι πολιτικές παραδόσεις, οι αναφορές που ανακαλεί αυτή διαδικασία δημοκρατικής θεσμικής συγκρότησης, ανάγονται προφανώς στη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και στην αρχαία ελληνική Δημοκρατία: το δημόσιο αγαθό της Δημοκρατίας δεν είναι πολυτέλεια, ακόμα και σε καιρούς πείνας, στερήσεων και θανάτου, δεν είναι πολυτέλεια για ένα μαχόμενο (πολιτικά ή και στρατιωτικά) λαϊκό κίνημα, αλλά είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του, συνιστά την ταυτότητά του. Με αυτή την έννοια, οι Κορυσχάδες συμβολίζουν ένα ζήτημα σχεδόν φιλοσοφικής τάξης, ένα ζήτημα κοσμοθεωρίας. Γι’ αυτό, το 1955, έγινε μια απόπειρα το χωριό, δηλαδή αυτός ο συμβολισμός του, να εξαφανιστεί από τον γεωγραφικό και τον ιστορικό χάρτη: μετονομάστηκε σε «Κυψέλη», αλλά η παραχάραξη άντεξε μόλις δέκα χρόνια, αφού το 1965 ο οικισμός επανήλθε στην κανονική ονομασία του.


Αυτό ακριβώς το συμβολισμό, αυτό το ζήτημα κοσμοθεωρίας έρχονται τις τελευταίες μέρες να αμφισβητήσουν εκατοντάδες δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο, αλλά και ο συγγραφέας κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος στα Νέα, με αφορμή τη σχετική αναφορά στις Κορυσχάδες της υποψήφιας του ΣΥΡΙΖΑ, στο επεισόδιο στον «Αντέννα» με πρωταγωνιστή τον Κασιδιάρη.


Κατ’ αρχήν, το όνομα του χωριού είναι γένους θηλυκού, κ. Θεοδωρόπουλε... Άρα, γράφουμε «στις» και όχι «στους» Κορυσχάδες. Κατά δεύτερον, ως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων, τα περισσότερα από τα οποία «ηθογραφούν» την αρχαία ελληνική Δημοκρατία και τις ιδέες της, ο κ. Θεοδωρόπουλος συνεχώς παίρνει θέση σε άπειρα ζητήματα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ζητήματα που έχει μελετήσει ενδελεχώς η παγκόσμια ιστορική κοινότητα. Καλώς κάνει και παίρνει θέση, είναι δικαίωμα της τέχνης αυτό, δικαίωμα που δεν υποκαθιστά την επιστήμη. Τι γίνεται όμως όταν η συζήτηση φθάνει στις Κορυσχάδες;

Εδώ, το άνυσμα της σκέψης και της αφήγησης του κ. Θεοδωρόπουλου συρρικνώνεται απελπιστικά. Αντί, ως συστηματικά ασχολούμενος με την αρχαία ελληνική Δημοκρατία, να φωτίσει το δημοκρατικό πρόταγμα που αποτυπώθηκε στις Κορυσχάδες, στο φόντο εκείνων των αρχαίων ιδεών και της ιστορικότητάς τους, οχυρώνεται πίσω από την «αναρμοδιότητα» του λογοτέχνη: «Ποια είναι η σημασία του ψηφίσματος των Κορυσχάδων για την ελληνική Ιστορία αφήνω άλλους, αρμοδιότερους από μένα, για να την κρίνουν».

Έστω. Θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε την άρνηση του λογοτέχνη να εμπλακεί σε ζητήματα της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, αφού ειδικεύεται και προτιμά μόνο τα υψιπετή και τα διαχρονικά... Ναι, θα μπορούσαμε, αλλά την παραπάνω φράση του ακολουθεί απνευστί η επόμενη: «Όμως, όσο ελάχιστη Ιστορία κι αν ξέρεις, δεν μπορεί, κάτι θα έχεις ακούσει για τον Δεκέμβρη του '44 ή για το αιματοκύλισμα που ακολούθησε το 1946».

Τώρα, ο λογοτέχνης παίρνει θέση, δημιουργώντας μάλιστα και μια ιστορική αλληλουχία. Αν δεχθούμε την «ιστορική» λογική του κ. Θεοδωρόπουλου, η Γαλλική Επανάσταση θα πρέπει να κατηγορηθεί για τους ευρωπαϊκούς πολέμους που ακολούθησαν, ίσως και για τους δύο Παγκοσμίους πολέμους. Αλλά και η αρχαία ελληνική Δημοκρατία θα πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παρακμή του αρχαίου κόσμου, για τη ρωμαϊκή κατάκτηση, για τον βυζαντινό σκοταδισμό, για την άλωση της Πόλης, για τα 400 χρόνια σκλαβιάς, ακόμα και για τον Δεκέμβρη του 2008, που έλαβε χώρα στις παρυφές της Ακροπόλεως...

Δεν είναι σχήμα λόγου. Τον Δεκέμβρη του 2008, ο κ. Θεοδωρόπουλος, μαζί με τους επίσης λογοτέχνες κ.κ. Δοξιάδη και Μάρκαρη, σε σχετικό μανιφέστο τους, διαμαρτύρονταν για τη «δυνατότητα» που απολάμβανε «κάθε ομάδα ‘επαναστατημένων’ νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητη την Ακρόπολη»...

Ναι, η Δημοκρατία ενοχλεί. Ενοχλεί πρωτίστως τη μουσειακή «τακτοποίησή» της, γιατί μόνο ως ζώσα συνείδηση, ως κίνηση και ενέργημα πολιτών, ως αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα υπάρχει. Αλλιώς, μετατρέπεται σε μουσειακή λατρεία παρελθόντων μεγαλείων, σε μήτρα από την οποία βλασταίνουν ποικίλες αντιλήψεις, συγγενείς όμως μεταξύ τους: ο ιστορικοφανής (και φυσικά όχι καλλιτεχνικός-αισθητικός, ούτε καν ιστορικός) αριστοκρατισμός του κ. Θεοδωρόπουλου και του Κασιδιάρη μήπως είναι «ομογάλακτοι»;

Ο πρόεδρος της ΠΕΕΑ των Κορυσχάδων, ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αλέξανδρος Σβώλος, αυτός ο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού, αλλά και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν και παραμένει απέναντί τους, ως μέτρο της Δημοκρατίας. Αλλά μαζί με την εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων, με τον ίδιο σκαιό και ανιστόρητο τρόπο διασύρεται και ο ομοφώνως ψηφισθείς πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου της, ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, επικεφαλής των «Αριστερών Φιλελευθέρων», ενός από τα κόμματα που στελέχωσαν το ΕΑΜ και εν συνεχεία την ΕΔΑ, αναδεικνύοντας μια διαφορετική αλλά επίσης ουσιώδη συγγένεια: ανάμεσα στην Αριστερά και τη δημοκρατική παράδοση που καταφάσκει τις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο Γρηγοριάδης, φυσικά, δεν υπήρξε κάποιος θρυλούμενος ως αιμματοβόρος κονσερβοκούτης. Υπήρξε, όμως, εξέχουσα φυσιογνωμία τού αγώνα για πολιτικό αυτοκαθορισμό. Αυτός ο τελευταίος, όταν λείπει, η ιστορία κακοπαθαίνει.

Επίσης κακοπαθαίνει η λογοτεχνία, από τα αυτάρεσκα και «αφυπνιστικά» ιστορικά μυθιστορήματα, αρχής γενομένης με το «ιπποτικό μυθιστόρημα» Ο Αυθέντης του Μωρέως, του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, μια παράδοση που για ενάμιση αιώνα καλά κρατεί, φθάνοντας μέχρι τον κ. Θεοδωρόπουλο. Πρόκειται για μια ακόμη, χαρακτηριστική συγγένεια, η οποία βέβαια, ήδη από εκείνα τα χρόνια, έχει απέναντί της τον ριζοσπαστικό ευρωπαϊσμό του Εμμανουήλ Ροΐδη και το πρόταγμα του αισθητικού αυτοκαθορισμού. Αλλά αυτή, όπως λένε, είναι μια άλλη συζήτηση. Ε, λοιπόν, δεν είναι...


[--->]

Το εργαστήριο του φόβου

(από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής 15-17/62012)

Η κλεψύδρα αδειάζει. Πρόθυμοι, οξύθυμοι, βαρύθυμοι και άθυμοι, περίπου επτά εκατομμύρια Έλληνες πολίτες πρέπει να βρουν τον τρόπο να φτάσουν την Κυριακή μέχρι τις κάλπες. Να δείξουν την ταυτότητά τους στον δικαστικό αντιπρόσωπο, να πάρουν τα ψηφοδέλτια, να μπουν πίσω από το μπλε παραβάν και ν’ αποφασίσουν – δεν είναι δα και δύσκολο, η δημοκρατία τα κάνει όλα τόσο εύκολα… Αλλά πρέπει ν’ αποφασίσουν κουβαλώντας στους ώμους όλο το βάρος του κόσμου. Δεν είναι και πολύ δίκαιο αυτό.

Καλό είναι να νιώθει κανείς πολίτης του κόσμου, αλληλέγγυος και αλληλένδετος, με μια αίσθηση ευθύνης για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια πράξη του εδώ, στην Ελλάδα, σε έναν ανυποψίαστο Κινέζο εργάτη ευρωπαϊκής ή αμερικανικής πολυεθνικής στη Σανγκάη. Κι αυτή την αίσθηση αναπόφευκτα την έχει όταν επιλέγει μια συσκευή «made in China» – έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πολλές άλλες επιλογές. Αλλά, αυτή η επιλογή έχει συγκεκριμένες, μετρήσιμες επιπτώσεις. Κι είναι μάλλον απίθανο να λειτουργήσει σύμφωνα με το κλισέ της θεωρίας του χάους: το πέταγμα μιας πεταλούδας στην Καλιφόρνια προκαλεί καταιγίδα στην Κίνα. Διαχρονικά, και στην κλίμακα των πολλών εκατομμυρίων καταναλωτών που διαλέγουν κάτι «made in China», μπορεί αυτές οι ασήμαντες επιλογές να οδηγήσουν σε μια ιστορική μετατόπιση του παγκόσμιου κέντρου ισχύος στην Ανατολή. Αλλά αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.

Αν πιστέψει, όμως, κανείς τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, τον Μπαρόζο, τη Λαγκάρντ, την Αυστριακή υπουργό Οικονομικών, τον Καναδό πρωθυπουργό, τον Αμερικανό πρόεδρο, τον Κινέζο κεντρικό τραπεζίτη, το IIF, κάθε αναλυτή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που θέλει να δικαιολογήσει το παχυλό του μεροκάματο κι όλους όσοι «ψηφίζουν» εδώ και δύο μήνες καθημερινά και άτσαλα στην Ελλάδα, αυτή την Κυριακή παίζονται οι τύχες του κόσμου. Κι εξαρτώνται απ’ αυτή την απειροελάχιστη επιλογή πίσω από το μπλε παραβάν, από το τυπωμένο χαρτί που θα μπει στον φάκελο και θα πέσει στη διάφανη κάλπη. Απ’ αυτή την επιλογή, υποτίθεται, εξαρτάται το αν οι τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου θα στραγγίξουν από ευρώ, το αν θα υπάρχουν χρήματα για τις συντάξεις και τους μισθούς, το αν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη, αν όλη η Ευρώπη θα μπει σε μια βαθιά και μακρόχρονη ύφεση, αν η Γερμανία θα «αγριέψει» σε μια ενδεχόμενη ελληνική «λιποταξία», αν οι ΗΠΑ θα ξαναζήσουν το κραχ της Lehman Brothers, αν θα μειωθούν οι κινεζικές εξαγωγές, αν θα πέσει η ζήτηση για ρωσικό πετρέλαιο και αέριο, αν θα στριμωχτούν περισσότερα παιδιά σε κάθε θρανίο στα σχολεία του Νίγηρα, αν θα πυκνώσουν τα μέτωπα του πολέμου στην Ασία και στην Αφρική, αν ο εθνικισμός θα ξαναγυρίσει δριμύς στα Βαλκάνια, αν αυτά θα ξαναγίνουν πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, αν η Γερμανία θα ξαναγίνει το ολοκαύτωμά της και αν τελικά ο ουρανός θα πέσει στο κεφάλι μας.

Είναι άδικο. Κανείς ψηφοφόρος δεν μπορεί να σηκώσει όλο το βάρος του κόσμου σε μια διαδικασία που στις καθωσπρέπει κοινοβουλευτικές δημοκρατίες είναι πολιτική ρουτίνα. Και κανείς δεν μπορεί να σηκώσει όλο το φορτίο του φόβου που προσπαθούν να εμπνεύσουν οι κυνικοί εισβολείς της πολιτικής συνείδησης – άλλοι τρομαγμένοι κι οι ίδιοι από την ανεξέλεγκτη κατασκευή τους που λέγεται ευρώ, κι άλλοι λειτουργώντας ως κοινοί απατεώνες, διαδοσίες ψεύδους, ιδεολογικοί τρομοκράτες. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο φόβος, θεμελιώδες κίνητρο άθλων και αθλιοτήτων, γίνεται ένα ιδιότυπο σύνορο, μια διαχωριστική γραμμή που διασχίζει την ελληνική κοινωνία προ της κάλπης.

Ο μανιχαϊσμός τον οποίο επέλεξαν οι δυνάμεις του «καλού» ως γήπεδο αναμέτρησης με τις δυνάμεις του «κακού» προκάλεσε αντιδράσεις δύο ταχυτήτων στην ελληνική κοινωνία, που για δυόμισι χρόνια έχει γίνει ένα ιδιότυπο εργαστήριο του φόβου. Εκείνοι που έχουν χάσει ήδη πολλά και νομίζουν πως δεν έχουν πια τίποτε άλλο να χάσουν περνούν τολμηρά το σύνορο του φόβου. Τον παίρνουν στους ώμους, συνοδοιπόρο σε μια αχαρτογράφητη πορεία, σαν τον μυθολογικό Φόβο και τον αδελφό του Δείμο (=τρόμος) που συνόδευαν αδιαλείπτως τον θεό-πατέρα τους Άρη και στόλιζαν τις ασπίδες των διόλου ειρηνόφιλων Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κι οι άλλοι, αυτοί που έχουν (ή νομίζουν πως έχουν) κάτι πολύτιμο να χάσουν -έναν αποταμιευτικό λογαριασμό, μια μικρομεσαία περιουσία, μια δουλειά- μένουν αγκυλωμένοι στην άλλη πλευρά, όμηροι του φόβου που χρησιμοποιείται ως αποκλειστικό εργαλείο προπαγάνδας, εκμαυλισμού, στρέβλωσης αυτής της ελάχιστης επιλογής που λέγεται ψήφος. Αυταπάτες και ψευδαισθήσεις υπάρχουν και στις δύο πλευρές: καμιά εγγύηση δεν υπάρχει ότι όσοι υποκύψουν στον φόβο θ’ αποφύγουν τα χειρότερα. Και καμιά βεβαιότητα ότι όσοι τον ξεπεράσουν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα πια. Τα ρίσκα υπάρχουν σε ένα παράδοξα ακριβές ισοζύγιο και στις δύο πλευρές.

Κι αυτό, γιατί στον φόβο υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Οι φοβισμένοι άνθρωποι πολλές φορές, ενώ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις «απειλές», αυξάνουν την έκθεσή τους στον κίνδυνο. Για παράδειγμα, αν ο κυριότερος φόβος ενός αποταμιευτή είναι να καταρρεύσουν οι τράπεζες και να χάσει τις οικονομίες του, η έφοδός του στο γκισέ, μαζί με χιλιάδες ανάλογα φοβισμένους ανθρώπους, απλώς θα επιταχύνει αυτό που φοβάται. Οι τράπεζες πράγματι θα καταρρεύσουν κι ο ίδιος θα χάσει τις οικονομίες του, εκτός αν είναι από τους λίγους τυχερούς που θα προλάβουν τα τελευταία διαθέσιμα. Ισχύει και για φοβισμένες ηγεσίες: ο φόβος τους ότι το ευρώ θα επηρεαστεί από μια ελληνική «εκτροπή», μέσα σε δύο χρόνια έχει εκθέσει το σκοτεινό αντικείμενο του φόβου τους σε πολλαπλάσιους κινδύνους.

Αλλά στον μηχανισμό του φόβου υπάρχει ακόμη μια αντίφαση που οδηγεί σε αντίστροφη στάση. Οι μηχανισμοί που διαχειρίζονται τον φόβο φροντίζουν πάντα απλώς να υποκαθιστούν την υποτιθέμενη πηγή του με μια νέα. Ποτέ δεν τον εξαλείφουν πραγματικά. Στη διετία του πειράματος Ελλάδα αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές: Αν δεν ψηφιζόταν το πρώτο μνημόνιο, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε. Αν δεν ψηφιζόταν το Μεσοπρόθεσμο πάλι θα χρεοκοπούσε η Ελλάδα και θα αποπεμπόταν από το ευρώ. Το ίδιο αν δεν ψηφιζόταν το 2ο μνημόνιο, αν δεν γινόταν ανεκτή η κυβέρνηση Παπαδήμου, αν οι εκλογές του Μαΐου δεν έβγαζαν κυβέρνηση. Πολλά Σαββατοκύριακα ορίστηκαν από προφήτες της αγοράς ως «D-Day» χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχμή. Και τα τηλεοπτικά σενάρια της δραχμής εικονογραφούνται με γελοίες εσχατολογικές προβλέψεις. Στο τέλος, λοιπόν, η ακατάπαυστη διασπορά του φόβου γίνεται σχεδόν διασκεδαστική, με τον τρόπο που μας ψυχαγωγούν ακόμη και τα horror movies τσιγκλίζοντας τους βαθύτερους φόβους μας, διεγείροντας τα ανακλαστικά μας για να τους αντιμετωπίσουμε και να τους σαρκάσουμε: «Εμείς θα ζήσουμε κι ας έχουμε δραχμή…»

Η εκλογική αναμέτρηση, λοιπόν, ανεξάρτητα από το ποιος θα κόψει το νήμα, θα αποτυπώσει τελικά, εκτός από μια οικονομική, και μια ψυχολογική διχοτόμηση της κοινωνίας ως προς τη διαχείριση του φόβου. Προς το παρόν. Γιατί αν ακολουθήσουν μερικοί ακόμη μήνες επιλεκτικής υλοποίησης του μνημονίου ή κάποιου υποκατάστατού του, τότε δεν θα μιλάμε για κάποια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στους άφοβους χαμένους και τους έντρομους survivors, αλλά για ένα ασυγκράτητο πλήθος. Που πιθανότατα δεν θα έχει την υπομονή να διαχειριστεί τον φόβο του, ούτε να κάνει μια ψύχραιμη επιλογή ψήφου. Και θα του είναι αδιάφορο όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του.











 ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Δικαιολογημένα φοβόμαστε. Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν ανιαρός. Μας εμβάλλει σε προβληματισμό η ιδέα ενός κόσμου όπου οι γονείς δεν θα φοβούνται για τα παιδιά τους ή όπου ο θάνατος θα ήταν τόσο ασήμαντος όσο το να τρως… Κόσμος χωρίς φόβο θα ήταν κόσμος χωρίς αγάπη. Ο φόβος υπήρξε από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις στην ιστορία, που ενθάρρυνε τα άτομα να σκέφτονται βαθύτερα και τα ωθούσε σε δράση. Μεγάλο μάλιστα μέρος της παρόρμησης του ανθρώπου προς τη δημιουργικότητα εξαρτάται από τον φόβο – τον φόβο μήπως «πεθάνουμε πάνω στην ακμή μας», μήπως μας απορρίψουν, μήπως δεν καταλάβουμε πώς θα αντιδράσει ο αγαπημένος μας ή η αγαπημένη μας, τον φόβο της αυτογνωσίας. «Το άγχος είναι η ζάλη της ελευθερίας», κατά τον φιλόσοφο Κίρκεγκορ.

Joanna Bourke, «Φόβος, Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και 20ού αιώνα» 



[--->]