Από τον Μάρκο Μπουλάτοβιτς στον Αλέξη Γρηγορόπουλο



Δέκα χρόνια πριν τη δολοφονία του μικρού Αλέξη,στις 23 Οκτωβρίου 1998, ένας Σέρβος μαθητής, ο Μάρκο Μπουλάτοβιτς, που βρισκόταν με το σχολείο του για εκδρομή στη Θεσσαλονίκη έπεφτε νεκρός με μία σφαίρα στο στήθος από το όπλο του αστυνομικού Κυριάκου Βανδούλη.

Ο 17χρονος Μάρκο (φωτο 2 και 4) χάζευε βιτρίνες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με τους συμμαθητές του, μέρα-μεσημέρι, όταν ο Βανδούλης, ντυμένος με πολιτικά, κατευθύνθηκε προς τα πάνω τους, με το όπλο στο χέρι, αφού μια κυρία σε άλλο μέρος είχε καταγγείλει ότι της έκλεψαν την τσάντα κι ότι ο δράστης μιλούσε σέρβικα. Λίγο μετά, ο Μάρκο, άοπλος και άσχετος με το περιστατικό, βρέθηκε με μια σφαίρα στο στήθος, νεκρός (βλ. φωτο 1)

Η Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης δήλωσε αρχικά ότι ο Μπουλάτοβιτς και οι συμμαθητές του είχαν "ασκήσει πίεση" στον αστυνομικό με αποτέλεσμα να εκπυρσοκροτήσει το όπλο του. Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: "Εκτιμούμε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό, κάτω από τις συνθήκες τις οποίες εξελίχθηκε, μαρτυρά ότι δεν υπήρχε πρόθεση από τον αστυνομικό ... Η δικαιοσύνη πρέπει, με την απαραίτητη σοβαρότητα και υπευθυνότητα που τη διακρίνει, τάχιστα να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις δικαστικές ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα πραγματικά περιστατικά του συγκεκριμένου γεγονότος."

Το συμβάν ακολούθησε φοιτητική πορεία οργής στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με συνθήματα ενάντια στην αστυνομία.

Ενώπιον, των εισαγγελικών αρχών, ο αστυνομικός Κυριάκος Βανδούλης (φώτο 4) ισχυρίστηκε ότι η εκπυρσοκρότηση έγινε τυχαία όταν κρατώντας στο ένα του χέρι το πιστόλι, το άπλωσε μαζί με το άλλο προς τον Μπουλάτοβιτς προκειμένου να τον κρατήσει για να μη διαφύγει. Τί παράξενο που ένας 17χρονος μαθητής από ξένη χώρα που κάνει την εκδρομή του με το σχολείο τρομοκρατείται στη θέα ενός άνδρα με πολιτικά που κρατάει ένα πιστόλι στο χέρι και κατευθύνεται προς τα πάνω του...

Ο Βανδούλης μεταφέρθηκε στο δικαστήριο, με αντιπερισπασμό για να αποφύγει τις κάμερες και χωρίς χειροπέδες γεγονός που προκάλεσε αίσθηση στην οικογένεια του θύματος. Στη διάρκεια της δίκης, η έκθεση Σέρβων ιατροδικαστών και βαλλιστικών επιστημόνων, που προσκόμισαν οι γονείς του Μπουλάτοβιτς, απέρριπτε το σενάριο της τυχαίας εκπυρσοκρότησης και υποστήριξαν ότι ο Βανδούλης ακινητοποίησε τον Μάρκο Μπουλάτοβιτς πιέζοντας το πιστόλι στο στήθος του ενώ ήταν οπλισμένο και απασφαλισμένο ενώ η σκανδάλη τραβήχτηκε από το δάχτυλό του. Οι συμμαθητές του Μάρκο κατέθεσαν ότι πυροβολήθηκε από μικρή απόσταση ενώ δεν πρόβαλλε καμία αντίσταση. Αντιθέτως, αστυνομικοί συνάδελφοι του Βανδούλη κατέθεσαν ότι το όπλο εκπυρσοκρότησε επειδή δέχτηκε σπρώξιμο.

Το 2000, το δικαστήριο έκρινε τελικά τον Βανδούλη ένοχο δολοφονίας από αμέλεια καταδικάζοντάς τον σε 27 μήνες με τριετή αναστολή. Ένας εισαγγελέας, προς τιμήν του άσκησε έφεση ζητώντας υψηλότερη ποινή αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε το 2002 κι η ποινή παρέμεινε ίδια. Ο αστυνομικός Κυριάκος Βανδούλης δεν εξέτισε ούτε μία μέρα στη φυλακή αφού αρχικά αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους και αργότερα λόγω της αναστολής που προέβλεπε η ποινή του.

Φυσικά είναι εξωφρενικό όταν στην υπόθεση Γρηγορόπουλου ο φόνος επιχειρείται να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι ο 15χρονος συμμετείχε στο αναρχικό κίνημα και βρισκόταν στα Εξάρχεια αλλά ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να κινηθεί εντός αυτής της χυδαίας λογικής. Πώς δικαιολογούν όλοι αυτοί τον φόνο Μπουλάτοβιτς, τη συγκάλυψη και ατιμωρησία του Βανδούλη από τις αστυνομικές αρχές και τη δικαστική εξουσία;

Ο 100% αθώος και άσχετος με το συμβάν της κλοπής μίας τσάντας Μάρκο Μπουλάτοβιτς έχασε τη ζωή του από έναν αστυνομικό με πολιτικά ο οποίος κυνηγούσε έναν τσαντάκια στο γεμάτο κόσμο κέντρο της Θεσσαλονίκης με απασφαλισμένο το όπλο του και το χέρι στη σκανδάλη. Οι γονείς του που έστειλαν το παιδί τους εκδρομή και ειδοποιήθηκαν ότι είναι νεκρό κέρδισαν μόνο χρηματική αποζημίωση από τα διοικητικά δικαστήρια, την οποία δήλωσαν (τί ειρωνεία) ότι θα κατέθεταν σε εκκλησίες και οικογένειες αστυνομικών που είχαν χάσει τους δικούς τους. Τα ρεπορτάζ αναφέρουν ότι οι γονείς του Μάρκο επιστρέφουν κάθε χρόνο στον τόπο δολοφονίας του γιου τους για να συντηρήσουν τη μνήμη του αδικοχαμένου παιδιού τους.

Οι οικογένειες, οι συμμαθητές, οι φίλοι των θυμάτων και όλοι οι στοιχειωδώς ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι ζητούσαν και ζητούν τα αυτονόητα. Να μη μένουν ατιμώρητοι οι δράστες κι οι ηθικοί αυτουργοί, εντολοδόχοι τους ώστε να μη θρηνούμε αθώα θύματα λόγω αστυνομικής αυθαιρεσίας κάθε λίγα χρόνια.

Θα θυμόμαστε τους ανήλικους Μιχάλη Καλτεζά, Μάρκο Μπουλάτοβιτς και Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και τα ονόματα των δολοφόνων τους δε θα σβηστούν: Αθανάσιος Μελίστας, Κυριάκος Βανδούλης, Επαμεινώνδας Κορκονέας.

 Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και άτομα στέκονται Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κοντινό πλάνοΗ εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και τηλέφωνοΗ εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, κοντινό πλάνο 


«Ανυψώσαμεν εις θρησκείαν τον σωβινισμόν»...



Παντελής Μπουκάλας  

Στην ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «Δειλοί και σκληροί στίχοι», του 1928, ο στίχος «Δε ζει χωρίς πατρίδες / η ανθρώπινη ψυχή», του ποιήματος «Γνώμες, καρδιές, όσοι Ελληνες», μοιάζει σαν να αποκρίνεται στο σαρωτικά χλευαστικό «Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων» που εξαπολύει ο Γύφτος στον «Δωδεκάλογό» του.

Αναλογικά, ο στίχος «Να ζεις χωρίς πατρίδα δε μπορείς», στο ποίημα «Ο χορός της Πρωτοχρονιάς» της ίδιας συλλογής, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν απάντηση στο εξειδικευμένα σαρκαστικό «Γιούχα και πάλε γιούχα της πατρίδας», στον ενικό αριθμό πια.

Τρία χρόνια αργότερα, στη συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί» (1931), η διακύμανση ανάμεσα στον ενικό και στον πληθυντικό φαίνεται να βρίσκει το τέλος της ήδη στον τίτλο του ποιήματος «Η Πατρίδα». Λίγοι στίχοι: «Σαν πατρίδες μού μιλάνε λαοί / μες στην ιστορία, κι εσείς, βιβλία, / και οι βωμοί που υψώνω. – Παντού θεοί. / Μα η Πατρίδα, μία».

Θα πρέπει, ωστόσο, να δούμε προσεχτικά ποιο ακριβώς νόημα δίνει στη φιλοπατρία ο Παλαμάς. Στο άρθρο του «Η θρησκεία του σωβινισμού», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις Εσπερινή» στις 16 Σεπτεμβρίου 1897, δηλαδή σε περίοδο εθνικής κατάρρευσης και κατάθλιψης, παρατηρεί με σαφήνεια δραματικά επίκαιρη, και όχι σαν προφήτης, αλλά σαν οξυδερκής αναγνώστης των πραγμάτων:

«Μας τρώγει και η αρχαιομανία· όχι η αρχαιογνωσία, αλλ’ η παντού και πάντοτε, η επιπόλαιος και ανάρμοστος και ανερμάτιστος επίκλησις των αρχαίων και καταφυγή υπό την σκέπην των και προσφυγή εις το κύρος των, και διά ψύλλου πήδημα, και εκεί όπου δεν έχουν τίποτε να κάμουν οι αρχαίοι. Διά να πεισθώμεν ότι θα κατισχύσωμεν του [Τούρκου αρχιστράτηγου] Ετέμ εις τας Θερμποπύλας, μας φθάνει ο Λεωνίδας με τους τριακοσίους του. Είμεθα ικανοί να αντικρούσωμεν τον Δάρβιν με φράσεις του Αριστοτέλους. [...]

«Καμμία απόπειρα φωτισμού, εξαγνισμού, ανυψώσεως του λαού, και συγκινήσεως αυτού όχι με την προαιωνίαν φανφαρονάδαν “του Ελληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”, αλλά με την αποκάλυψιν της πραγματικότητος. Εις ένα λόγον· απωλέσαμεν όλως διόλου το αίσθημα του πραγματικού. Εφονεύσαμεν την αληθή φιλοπατρίαν και ανυψώσαμεν εις θρησκείαν τον σωβινισμόν».

Την ποιότητα του πατριωτισμού που τον συγκινεί την προσδιορίζει ο Παλαμάς και σε μία από τις καταγραφές των «Πεζών δρόμων Α΄», πρωτοδημοσιευμένη το 1908 και ανατυπωμένη το 1928:

«Ο παπουτσής που φτιάνει σωστά και στέρεα και καλοσυνείδητα τα παραγγελμένα ποδήματα βαραίνει για του Γένους το ξανάνθισμα περισσότερο και είναι πιο πολύ πατριώτης από το φουσκωμένο και το φαντασμένο αρθροτυμπανιστή στις εφημερίδες και στα συλλαλητήρια». Μα ναι.

Ενας τέτοιος λόγος, που σπάει και τσακίζει με την ειρωνεία του τα ταμπούρλα και τις σάλπιγγες των πατριδοκάπηλων όποιας εποχής, το πιο πιθανό είναι να κατακριθεί σήμερα σαν προάγγελος του λαϊκισμού.

Αν ο Κωστής Παλαμάς, ο λυρικός, ο επικός και ο σατιρικός από κοινού, αχώριστα, ηχεί πάντα επίκαιρος, είναι επειδή υπήρξε πάντα έγκαιρος. Οι ιδέες του δεν είναι απολιθωμένα δόγματα ή εμμονές αλλά συναρτώνται με τον χρόνο, προσλαμβάνουν και αποκωδικοποιούν τα μηνύματά του. Και, χωρίς να είναι καιροσκοπικές, συνυπολογίζουν την ιστορία κατά τη διαμόρφωσή τους. Ποτίζονται από αυτήν, δεν σχηματίζονται ερήμην της. Ετσι εξηγείται, μερικώς τουλάχιστον, η πληθωρικότητα της γραφής του –η οποία, ως αφιερωμένη στην αποστολή της, δεν δικαιούται τη μακρά σιωπή–, καθώς και η παρουσία και μέτριων λογοτεχνικών δοκιμών, με τρόπο που προαναγγέλλει τον Γιάννη Ρίτσο.

Σημαδιακή υπήρξε για τον Παλαμά η ανάγνωση του βιβλίου του Νίτσε «Πέρα από το καλό και το κακό», αρχές του 1899, και ειδικά του κεφαλαίου «Λαοί και Πατρίδες». Η γνωριμία του με τις νιτσεϊκές ιδέες περί αναμείξεως των φυλών επηρέασε σαφώς το κείμενό του «Η φιλολογία διά των φυλών και των πατρίδων» («Ακρόπολις», Αύγουστος του 1899), καθώς και το ποίημα-σάλπισμα «Μπαλκανική συμπολιτεία», το οποίο, εκτός από υπόμνηση και αναδιαπραγμάτευση της ιδέας του Ρήγα Φεραίου για τα ενωμένα Βαλκάνια, πάντως σε στενότερη εκδοχή τώρα, αποτελεί τη λογοτεχνική υπεράσπιση του πολιτικού οράματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Στο ποίημα αυτό ο Παλαμάς είναι διεθνιστής χωρίς να πάψει να είναι πατριώτης, άλλωστε εμφανίζεται βέβαιος για τη διανοητική υπεροχή των Ελλήνων και τον ηγετικό τους ρόλο στην αντιοθωμανική πολεμική συμμαχία.

Οι ιδέες του Νίτσε, όπως γνωρίζουμε από τις σχετικές μελέτες, επηρέασαν επίσης καθοριστικά τους διάσημους για την αντισυμβατικότητά τους στίχους των «Σατιρικών Γυμνασμάτων», που πρωτοδημοσιεύτηκαν στον «Νουμά» το 1909): «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Μια ενόχληση εσαεί για τους κήρυκες της αιματικής καθαρότητας. Που είναι επιπλέον αναγκασμένοι να κρίνουν απαράδεκτο το «Δώρο ασημένιο ποίημα» του Οδυσσέα Ελύτη, αφού περιέχει τους εξής «εθνικά απαράδεκτους στίχους»: «Κι η πατρίδα / μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές». Μα είν’ αυτοί εθνικοί ποιητές;

Αναμφίβολα, ο Παλαμάς είναι από τους παθητικότερους τραγουδιστές της πατρίδας. Τα γραπτά του πάντως οδηγούν στη σκέψη ότι υπήρξε πατριδολάτρης με έναν δύσκολο τρόπο: τον τρόπο του μη δημοκόλακα και του μη πατριδοκόπου. Παραμένουν καίρια όσα υπογράμμιζε σε ένα από τα πρώτα κριτικά κείμενά του, γραμμένο το 1899, για τον «Ορκο» του Μαρκορά:

«Ο πατριωτισμός είναι το ευγενέστερον των αισθημάτων, αλλά και το προχειρότερον εις εκμετάλλευσιν υπό των φωνασκών, των αγυρτών και των επιτηδείων παντός είδους. Εν τω καθ’ ημέραν βίω ο πατριωτισμός δύναται να χρησιμεύση ως πρόσχημα προς θεραπείαν και των ιδιοτελεστέρων συμφερόντων· εν τη φιλολογία υπό την αιγίδα του συχνότατα κρύπτεται η στειρότης του πνεύματος και πάσης φιλολογικής ιδιοφυΐας η έλλειψις».

Δεν είναι πολλοί οι Ελληνες λογοτέχνες που δεν δίστασαν να εκτεθούν με τη δημόσια γραφή τους επί τόσον πολύ χρόνο και για τόσο πολλά και κρίσιμα ζητήματα. Ο ποιητής-πολίτης Κωστής Παλαμάς έτσι εννόησε και βίωσε την αποστολή του. Χωρίς να παραλείπει να καθιστά ρητό τον ίδιο τον εσωτερικό διχασμό του. Είναι χαρακτηριστικοί ως προς αυτό ορισμένοι στίχοι του από το τρίτο ποίημα της «Ηρωικής τριλογίας», με τον τίτλο «Γαριβάλδης (1807-1907)»:

«Εβίβα Γαριβάλδη, εβίβα, Λευτεριά! Από τότε / κι η φαντασία μου σε κρατά, γιομίζεις την καρδιά μου /κι ένα μου δείχνεις όραμα, και δεν καλογνωρίζω / κι αν πρέπει να τ’ αγκαλιαστώ, κι αν πρέπει να το διώξω, / το μακρινότατο όραμα του κόσμου που δεν έχει / πατρίδες πια, του κόσμου πια που είν’ όλος μια πατρίδα».

Ανάμεσα στα δύο «πρέπει», του ενστερνισμού και της επιφύλαξης, ο Παλαμάς σχημάτισε –με στίχους και πεζά, με λέξεις και πράξεις– μιαν ολόκληρη λογοτεχνική περιοχή που διατηρεί ακέραιη τη σημασία της και αξιώνει αμέριστη την προσοχή μας. Δεν είναι άγαλμα ο ποιητής. Λόγος είναι. 

[---->] 

 




Του ίδιου :  Ο Παλαμάς ως πολίτης του κόσμου και ως πατριώτης