Ανδρονίκη

 

Υπάρχει ένα λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό, που αποτελεί την πρώτη καταγγελία γυναικοκτονίας στην ιστορία της χώρας. Ένα τραγούδι που απλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Ελληνισμού κι έγινε κομμάτι της τοπικής παράδοσης ακόμα κι αν το γεγονός που περιγράφει αφορά μια ιστορία που έγινε πολλά χιλιόμετρα μακριά τους, σε μια εποχή που τα μεγάλα ταξίδια ζούσαν μόνο στις περιηγήσεις των βιβλίων, σάλπαραν μόνο στην φαντασία των αλαφροΐσκιωτων και των παιδιών.

Αυτό το τραγούδι έχει πολλές εκδοχές, το θύμα άλλοτε αναφέρεται ως Φεβρωνία (μάλλον το πιο σωστό),άλλοτε ως Πεφρωνία, άλλοτε ως μια ανώνυμη αδερφής κι άλλοτε -και το επικρατέστερο- ως Ανδρονίκη, η νίκη του ανδρός δηλαδή. Το μόνο που μένει σταθερό είναι ότι ο γυναικοκτόνος είναι ο Βαγγέλης, ο αδερφός της.

Αυτή η γυναικοκτονία έλαβε χώρα μάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα άντε αρχές του 20ου, υπολογίστε προπολεμικά, γύρω στα 1930, και μεταφέρθηκε ως τραγούδι από στόμα σε στόμα σε όλη την χώρα, σε όλο το έθνος. Ήταν μια είδηση που έγινε viral σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε οι μεγάλοι όμιλοι των ΜΜΕ ούτε φυσικά το διαδίκτυο και τα ΜΚΔ. Είναι φοβερό ότι αυτό το τραγούδι με διάφορες παραλλαγές θα το βρει κανείς στην Πάτρα, στην Μικρά Ασία, στην Λακωνία, στην Ρόδο, στην Κύπρο. Ένα τραγούδι που ακούγεται σε άλλο ρυθμό, σε άλλη διάλεκτο, με άλλη «σκηνοθεσία», άλλες φορές πιο δωρικά, πιο δημοσιογραφικά, άλλες φορές μέσα στον λυρισμό και στον σπαραγμό.

Ένα κορίτσι, λοιπόν, κατά πάσα πιθανότητα από ένα χωριό της Λακωνίας, αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο «σκάνδαλο» για την εποχή της, μια φεμινιστική επίθεση αυτοκτονίας. Φόρεσε ρούχα ευρωπαϊκά, παντελόνι δηλαδή, κι έκατσε μαζί με τον άνθρωπό της (σύζυγος, αρραβωνιαστικός, εραστής, μάλλον αναφέρεται στον λοχία Πετροπουλάκη) στο καφενείο, έπαιξε χαρτιά, παρήγγειλε καφέ από τον άντρα σερβιτόρο, κάπνισε και ναργιλέ. Ένας από τους καφενόβιους εκεί σκανδαλίστηκε, άφησε την πρέφα του κι έπιασε τον αδερφό της να «καταγγείλει» κείνο το ατόπημα της κοπελούδας που ξεπέρασε κάθε όριο. «Ζήτημα τιμής» θα έλεγαν οι ρεπόρτερ σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι στα 90s. Ο αδερφός έπρεπε να ξεπλύνει την ντροπή με αίμα. Είτε με μαχαίρι είτε με τουφέκι φτάνει στον καφενέ και βρίσκει την αδερφή του. Αυτή τον απαξιώνει, ούτε ζητάει ταπεινά συγγνώμη, ούτε «συμμαζεύεται», αλλά του ζητάει να αποχωρήσει και να τελειώσει την παρτίδα της. Άντε να αντέξει την προσβολή πάνω στην προσβολή ο Βαγγέλης, οπότε σε άλλα τραγούδια την πυροβολεί σε άλλα την μαχαιρώνει σε άλλα την σκοτώνει και με τα δυο όπλα.

Το ιδιαίτερο σε αυτό το τραγούδι έρχεται μετά. Ο φονιάς, σε αντίθεση με τα «νέα της Αλεξάνδρας» που το θύμα παρουσιάζεται σαν ξελογιάστρα, δεν δικαιώνεται στο ελάχιστο, δεν έρχεται να μας πει την οπτική του, δεν παρουσιάζεται ως κάθαρση το φονικό. Οι στίχοι τον στήνουν στο εδώλιο, το θύμα ήταν ένα καμάρι, το θρηνούν όλοι, στην Ρόδο ακόμα κι οι εχθροί οι άσπλαχνοι οι Τούρκοι (ως σύμβολο) κλαίνε τον χαμό της. Σε κάποιες εκδοχές απαξιώνεται τόσο ο φονιάς ώστε να μην μάθουμε τι απέγινε, σε άλλες τον κρεμάνε, η δική του τιμωρία αποτελεί την κάθαρση, όχι η δολοφονία της αδερφής του. 

Δυο μεγάλοι εργάτες της Τέχνης, δυο άνθρωποι που έχουν πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, με μερικά χρόνια διαφορά ανέσκαψαν αυτό το τραγούδι από τα χαλάσματα, το πήραν από το λαϊκό ασυνείδητο και το έφεραν σκονισμένο και λαμπερό στο βιομηχανοποιημένο σήμερα. Η Μάρθα Φριντζήλα το 2009 από την Ελευσίνα της, εκεί που νανουρίζει ο Γκάτσος την Περσεφόνη, το σήκωσε σημαία στο δίσκο της «2 Νύχτες στα Μέγαρα» από το αίθριο του Μεγάρου Μουσικής. Ο Μιχάλης Τερλικκάς από το κατεχόμενο Καπουτί της Μόρφου το εξύψωσε λίγο νωρίτερα το 1991 στον δίσκο του «Στ' αγνάρκα των τζαιρών».

Να μην ξεχάσουμε ποτέ την Ανδρονίκη, ποτέ το μοιρολόι της, ποτέ τα χαμένα της νιάτα, μέχρι να μην ξεμείνει κανείς Βαγγέλης στα καφενεία του ντουνιά.