Oι αξιωματούχοι της γαλλικής αποικιακής διοίκησης στην Αλγερία, αφοσιωμένοι καθώς ήταν στην καταστροφή της ιδιαιτερότητας του λαού, και υπό το καθεστώς οδηγιών να επιφέρουν, με οποιοδήποτε κόστος, την αποσύνθεση των μορφών ύπαρξης που θα μπορούσαν, άμεσα ή έμμεσα, να φέρουν στον νου μια εθνική πραγματικότητα, επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στο χιτζάμπ. [...] Στο αρχικό στάδιο, υπήρξε μια καθαρή και απλή υιοθέτηση του γνωστού σλόγκαν "Ας κερδίσουμε τις γυναίκες και τα υπόλοιπα θα έρθουν." [...]
Αυτό έφερε την αποικιακή διοίκηση στη θέση να ορίσει ένα ακριβές πολιτικό δόγμα: "αν θέλουμε να καταστρέψουμε τη δομή της αλγερινής κοινωνίας, την ικανότητά της για αντίσταση, τότε πρέπει πρώτα από όλα να κατακτήσουμε τις γυναίκες. Πρέπει να πάμε και να τις βρούμε, πίσω από το χιτζάμπ, εκεί όπου κρύβονται, και μέσα στα σπίτια, όπου τις κρύβουν οι άντρες."
Έτσι, η αποικιακή δράση επικεντρώθηκε στην κατάσταση της γυναίκας. Η κυρίαρχη διοίκηση ανέλαβε με πάσα επισημότητα να υπερασπιστεί αυτή τη γυναίκα, την οποία παράσταινε ως ευτελισμένη, απομονωμένη, κλεισμένη σε ένα είδος μοναστήρι.
Η αποικιοκρατία περιέγραψε τις τεράστιες δυνατότητες που έχει η γυναίκα, την οποία δυστυχώς ο Αλγερινός μετέτρεψε σε ένα αδρανές, άνευ χρηματιστικής σημασίας, απανθρωποποιημένο αντικείμενο. Η συμπεριφορά του Αλγερινού έτυχε αυστηρής αποκήρυξης και περιγράφηκε ως μεσαιωνική, βάρβαρη. Με ατέρμονη επιστημονικότητα, προετοιμάστηκε μια γενική καταδίκη της "σαδιστικής και βαμπιρικής" αλγερινής συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες. Γύρω απ΄ την οικογενειακή ζωή του Αλγερινού, ο κατακτητής σώρευσε μια ολόκληρη μάζα από κρίσεις, αξιολογήσεις, αιτίες, ανέκδοτα και ηθικώς ωφέλιμα παραδείγματα, προσπαθώντας έτσι να εγκλείσει τον Αλγερινό σε ένα κύκλο ενοχών.
Φύτρωσαν εταιρίες συμπαράστασης στις αλγερινές γυναίκες. Οργανώθηκαν θρήνοι. "Θέλουμε να κάνουμε τον Αλγερινό να ντρέπεται για τη μοίρα που επιφυλάσσει στις γυναίκες." Ήταν μια περίοδος συναρπαστική, μια περίοδος όπου μπήκε σε εφαρμογή μια ολόκληρη τεχνική διείσδυσης, στα πλαίσια της οποίας ορδές από κοινωνικούς λειτουργούς και φιλάνθρωπες κυρίες όρμηξαν στους αραβικούς συνοικισμούς.
Πρώτα, πολιορκήθηκαν οι φτωχές και πεινασμένες. Κάθε κιλό σιμιγδάλι που μοιράστηκε, συνοδευόταν από μια δόση αγανάκτησης ενάντια στο χιτζάμπ και τον εγκλεισμό. Η αγανάκτηση έδινε τη θέση της στις πρακτικές συμβουλές. Οι γυναίκες της Αλγερίας έπρεπε να παίξουν έναν "λειτουργικό, κεντρικό ρόλο" στον μετασχηματισμό της μοίρας τους. Πιέστηκαν να πουν όχι στην προαιώνια υποταγή. Τους περιέγραψαν τον τεράστιο ρόλο που καλούνταν να παίξουν. Σ' αυτή τη μάχη, η αποικιακή διοίκηση επένδυσε πολύ χρήμα. Αφού τέθηκε ότι η γυναίκα ήταν το κέντρο της αλγερινής κοινωνίας, κατεβλήθη κάθε προσπάθεια να αποκτηθεί έλεγχος πάνω της. [...] Η μεταστροφή της γυναίκας, το να κερδηθεί από τις ξένες αξίες, να αποκολληθεί από το στάτους που είχε, ήταν ταυτόχρονα επίτευξη μιας πραγματικής εξουσίας πάνω στον άντρα, ένα πρακτικό και αποτελεσματικό μέσο αποδόμησης της κουλτούρας της Αλγερίας.
Ακόμη και σήμερα, το 1959, το όνειρο μιας πλήρους υπόταξης της αλγερινής κοινωνίας με μέσο τις "χωρίς χιτζάμπ γυναίκες που βοηθούν και προστατεύουν τον κατακτητή" συνεχίζει να στοιχειώνει τις αποικιακές αρχές.
Όσο για τους Αλγερινούς, αποτελούν στόχο κριτικής των Ευρωπαίων ομολόγων τους, αλλά συχνότερα των αφεντικών τους. Δεν υπάρχει ευρωπαίος εργαζόμενος που, στα πλαίσια των σχέσεων στους χώρους εργασίας, να μην θέτει στον Αλγερινό τα τελετουργικά ερωτήματα: "Η γυναίκα σου, φοράει χιτζάμπ; Γιατί δεν την παίρνεις σινεμά, στο μποξ, στο καφέ;"
Τα αφεντικά απ' την Ευρώπη δεν περιορίζονται στην ύπουλη ερώτηση ή στην πρόσκληση με κλείσιμο του ματιού. Χρησιμοποιούν την πανουργία για να στριμώξουν τον Αλγερινό, να τον πιέσουν να πάρει επώδυνες αποφάσεις. Στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, το αφεντικό προσκαλεί τον Αλγερινό υπάλληλο και τη γυναίκα του. Η πρόσκληση δεν είναι συλλογική. Κάθε Αλγερινός καλείται στο γραφείο του διευθυντή και λαμβάνει ονομαστική πρόσκληση να έρθει με "τη μικρή του οικογένεια". "Αφού η εταιρεία είναι μια μεγάλη οικογένεια, δεν θα ήταν ωραία κάποιοι να μην έρθουν με τις γυναίκες τους, βλέπετε;"
Μπροστά από αυτή την επίσημη πρόσκληση, ο Αλγερινός αντιμετωπίζει διλήμματα. Αν πάει με τη γυναίκα του, παραδέχεται την ήττα, σημαίνει πως "εκπορνεύει τη γυναίκα του", την επιδεικνύει, εγκαταλείπει ένα μοντέλο αντίστασης. Από την άλλη, αν πάει μόνος αρνείται να δώσει ικανοποίηση στο αφεντικό. Δηλαδή, ρισκάρει να χάσει τη δουλειά του. Η μελέτη μιας τυχαίας περίπτωσης--η περιγραφή των παγίδων που στήνει ο Ευρωπαίος για να αναγκάσει τον Αλγερινό να εκτεθεί, να δηλώσει: "η γυναίκα μου φοράει χιτζάμπ, δεν θα βγει έξω", ή αλλιώς να προδώσει: "αφού θες να τη δεις, να' τη"--θα έφερνε στην επιφάνεια τον σαδιστικό και διεστραμμένο χαρακτήρα αυτών των επαφών και σχέσεων και θα έδειχνε, σε μικροκλίμακα, την τραγωδία της αποικιακής κατάστασης στο ψυχολογικό επίπεδο, τον τρόπο με τον οποίο συγκρούονται δύο συστήματα, το έπος της αποικιοκρατούμενης κοινωνίας, με τους ιδιαίτερους τρόπους ύπαρξης της, απέναντι στο πρόσωπο της αποικιοκρατικής λερναίας ύδρας.
Φραντς Φανόν, "Η Αλγερία χωρίς το πέπλο της", ΜΙΑ ΘΝΗΣΚΟΥΣΑ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ, 1959