Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ «ΑΠΑΤΗ» ΜΕ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

 Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων της Γερμανίας, έχει θέσει την αγορά φυσικού αερίου υπό ένα είδος αναγκαστικής διαχείρισης από τις αρχές Ιουνίου – σύμφωνα με τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης που ανακηρύχθηκαν για το φυσικό αέριο. Στα πλαίσια αυτά η εταιρία «Trading Hub Europe» (THE), ένας πολύ μικρός και κατά κύριο λόγο πάροχος τεχνικών υπηρεσιών στην αγορά φυσικού αερίου, έχει αναλάβει το κυρίαρχο καθήκον να αγοράζει κυριολεκτικά ότι βρει στην αγορά, να τη «σκουπίζει» – γεμίζοντας τις αποθήκες φυσικού αερίου της Γερμανίας, με τον τεχνικά μέγιστο όγκο ανά ημέρα. 

Δηλαδή, με 504.000 μεγαβατώρες ημερησίως – με περισσότερες από όσες παρέχει συνολικά η Ρωσία. Την ίδια στιγμή λοιπόν που η Γερμανία, μέσω της Κομισιόν, απαιτεί τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από όλες τις χώρες της ΕΕ κατά 15%, η παραπάνω εταιρία της, η ΤΗΕ, αγοράζει όποιες ποσότητες βρει – σε οποιαδήποτε τιμή της ζητείται! Πώς να μην αυξάνεται λοιπόν η τιμή του φυσικού αερίου, παρά το ότι είναι καλοκαίρι; Πώς να μη φτωχοποιούνται όλοι οι Ευρωπαίοι Πολίτες ακόμη περισσότερο;



Τα δύο σημαντικά γεγονότα που θα έπρεπε να απασχολούν την Ευρώπη, επίσης όλους εμάς τους Έλληνες που όμως βομβαρδιζόμαστε μόνο με ειδήσεις σχετικές με το σκάνδαλο της ΕΥΠ, είναι τα εξής:

 

(α) Η απαίτηση ουσιαστικά της Γερμανίας για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από όλες τις χώρες της ΕΕ, κατά 15% – όπου στην αρχή η Ελλάδα ήταν εναντίον, μαζί με άλλα κράτη του νότου, αλλά τελικά συμβιβάσθηκε και το αποδέχθηκε. Εύλογα ίσως, όπως θα έλεγε κανείς, επειδή η κυβέρνηση της ακολουθεί πιστά τις γερμανικές εντολές – αφού στην αντίθετη περίπτωση δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να δανείζεται και δεν θα της επιτρεπόταν η (θεωρητική) έξοδος από την Ενισχυμένη Εποπτεία στις 20 Αυγούστου, όπως ονομάζεται το 4ο μνημόνιο.

 

(β) Η συνεχής άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου μέσα στο καλοκαίρι, παρά τη μειωμένη ζήτηση, με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων την αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος – όπου η ελληνική κυβέρνηση επιδοτεί μεν τους λογαριασμούς, μεταξύ άλλων από τον προϋπολογισμό, αλλά τις επιδοτήσεις αυτές θα κληθούν να τις πληρώσουν οι φορολογούμενοι με τους φόρους τους, αφού η χώρα λειτουργεί διαρκώς με ζημίες (=ελλείμματα). Σε κάθε περίπτωση, η τιμή του φυσικού αερίου με παράδοση το Σεπτέμβρη είναι στην ΕΕ 62,54 $ ανά εκ. Btu (πηγή), από 49 $ στις 14 Ιουλίου (πηγή), ενώ στις ΗΠΑ «μόλις» 8,30 $ (πηγή) – γεγονός που σημαίνει πως η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, σε σχέση με το συγκεκριμένο δείκτη, είναι στο ναδίρ.

 

Σε σχέση με τα παραπάνω, θα ξεκινήσουμε από το ότι η συνεργασία της Γερμανίας με τη Ρωσία στο φυσικό αέριο έχει μεγάλη ιστορία – αφού ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι γερμανικές εταιρίες χάλυβα αψήφησαν τις αμερικανικές απαγορεύσεις των εξαγωγών τους στη Σοβιετική Ένωση, παραδίδοντας ειδικούς σωλήνες για την ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δυτική Σιβηρία.

 

Αργότερα, το 1962, οι ΗΠΑ προέτρεψαν την κυβέρνηση Adenauer να επιβάλλει εμπάργκο στην εξαγωγή σωλήνων μεγάλου μεγέθους στη Σοβιετική Ένωση – θυμίζοντας πως ανέκαθεν ο φόβος των ΗΠΑ ήταν η συνεργασία/συμμαχία της Γερμανίας με τη Ρωσία: δύο συμπληρωματικών οικονομιών, όπου η μεν πρώτη έχει τεχνολογική και βιομηχανική ισχύ (όπως η Κίνα σήμερα), ενώ η δεύτερη φυσικούς πόρους και πρώτες ύλες.

 

Η Γερμανία επέβαλε πράγματι εμπάργκο, το οποίο όμως άρθηκε το 1969 από τη νέα κυβέρνηση τότε του W. Brandt που δρομολόγησε τη γνωστή ως Ostpolitik – ενώ ένα χρόνο αργότερα, οι όμιλοι της δυτικής Γερμανίας Mannesmann και Ruhrgas, με τη χρηματοδότηση της Deutsche Bank, συνήψαν τη συμφωνία του αιώνα με τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι τέθηκε η βάση για την τροφοδοσία της δυτικής Γερμανίας και αργότερα άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, με ρωσικό φυσικό αέριο – μέσω ενός διαρκώς διευρυνόμενου δικτύου αγωγών.

 

Η απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου

Συνεχίζοντας, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου καθοριζόταν αποκλειστικά μέσω μακροπρόθεσμων ρητρών τιμών που βασίζονταν κυρίως στην τιμή του πετρελαίου – ενώ έτσι προσέφεραν ασφάλεια μελλοντικού σχεδιασμού στους αγοραστές και στους πωλητές, καθώς επίσης στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας «τύπου ΔΕΗ» και στους τελικούς πελάτες τους.

 

Θεωρείται βέβαια γεγονός το ότι, οι τιμές ήταν υψηλότερες κατά περίπου 20%, λόγω της μονοπωλιακής δομής της αγοράς – κάτι που όμως δεν ήταν τόσο αρνητικό, με την έννοια πως όλοι οι εμπλεκόμενοι μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Εν τούτοις, στη δεκαετία του 1990 επικράτησε και στην ΕΕ ο νεοφιλελευθερισμός – η πεποίθηση δηλαδή ότι, η αγορά μπορούσε να ρυθμίσει τα πράγματα καλύτερα.

 

Στα πλαίσια αυτά, η αγορά φυσικού αερίου «απελευθερώθηκε» το 1998 επίσημα – με την τροποποίηση του ενεργειακού νόμου της ΕΕ (πηγή). Επτά χρόνια αργότερα όμως η γερμανική κυβέρνηση επιτάχυνε τις διαδικασίες για την απελευθέρωση της αγοράς του φυσικού αερίου – εν πρώτοις, με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων το 2005. Το 2006, όλες οι συμβάσεις τελικών πελατών θεωρήθηκε πως παραβιάζουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία – ενώ το 2007 ξεκίνησε το εμπόριο φυσικού αερίου με ημερήσιες τιμές (spot) και με συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, στο ενεργειακό χρηματιστήριο ΕΕΧ της Λειψίας (η σχετικά ανάλογη διαδικασία ξεκίνησε στην Ελλάδα επί ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε το 2019 επί ΝΔ από τον κ. Χατζηδάκη – από τον εκκαθαριστή και εκτελεστή της χώρας μας, ανάλυση).

 

Περαιτέρω, το 2010  μόνο το 15% των συμβάσεων προμήθειας μεταξύ της Gazprom και των Ευρωπαίων πελατών της συνδέονταν με την τιμή ανταλλαγής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό χρηματιστήριο – ενώ τα υπόλοιπα ήταν παλαιά συμβόλαια που συνδέονταν ακόμη με τις τιμές του πετρελαίου. Το 2015 ήταν ήδη στο 87% – ενώ σήμερα σχεδόν όλες οι συμβάσεις προμήθειας μεταξύ της Gazprom και των Γερμανών πελατών της, έχουν μία ρήτρα που συνδέει την τιμή του φυσικού αερίου με την τιμή στο ενεργειακό χρηματιστήριο.

 

Αυτός είναι λοιπόν ο πραγματικός λόγος, για τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου – οι οποίες είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά, πριν ακόμη τα ρωσικά στρατεύματα εισβάλουν στην Ουκρανία. Παρά το ότι δε σήμερα όλες οι παραδόσεις φυσικού αερίου τιμολογούνται με βάση την τιμή ανταλλαγής στο ενεργειακό χρηματιστήριο, μόνο το  30% διαπραγματεύεται εκεί πραγματικά – ενώ το 70% συμπεριλαμβάνεται στον όγκο των μακροπρόθεσμων συμβάσεων προμήθειας, μεταξύ της Gazprom και των Ευρωπαίων χονδρεμπόρων που με τη σειρά τους προμηθεύουν τους τελικούς καταναλωτές, άμεσα ή έμμεσα μέσω των δημοσίων επιχειρήσεων κοινωνικής ωφελείας.

 

Συμπερασματικά λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του φυσικού αερίου στη Γερμανία, δεν διαπραγματεύεται καθόλου στο χρηματιστήριο – αλλά τιμολογείται με βάση την τιμή ανταλλαγής σε αυτό (αντίθετα, στην Ελλάδα διαπραγματεύεται το 100% μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας και οργιάζει η αισχροκέρδεια – ανάλυση).

 

Το πότε τώρα θα διαπραγματευθεί πραγματικά το φυσικό αέριο στο γερμανικό χρηματιστήριο και όχι μόνο, έχει σχέση με τη μικροοικονομία – με την έννοια πως η ζήτηση για φυσικό αέριο δεν είναι σταθερή και επομένως είναι δύσκολο να προγραμματισθεί η αγορά ποσοτήτων. Ειδικότερα, εάν ο χειμώνας είναι ήπιος, καταναλώνεται πολύ λιγότερο φυσικό αέριο από τα νοικοκυριά – ενώ η κατανάλωση της βιομηχανίας έχει σχέση με την πορεία της Οικονομίας.

 

Εν τούτοις, τα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου των μεγάλων εισαγωγέων, όπως είναι η Uniper (ανάλυση), διέπονται από τη ρήτρα «πάρε ή πλήρωσε» (take or pay) – η οποία σημαίνει ότι, οι εισαγωγείς πρέπει να πληρώσουν το συμβατικά προσυμφωνημένο ποσόν, ακόμη και αν δεν αγοράσουν τις ποσότητες που έχουν συμφωνηθεί. Ως εκ τούτου, έχουν κίνητρο να αντισταθμίσουν μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων, όσο λιγότερο φυσικό αέριο είναι εγγυημένο πως θα πουλήσουν – όπου όμως, εάν ο χειμώνας είναι παγωμένος για τα νοικοκυριά ή εάν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός για τις επιχειρήσεις, υποχρεώνονται να αγοράσουν τις απαραίτητες επί πλέον ποσότητες από το ενεργειακό χρηματιστήριο, σε τιμές spot.

 

Στα πλαίσια αυτά, όπως κατά τη διάρκεια των lockdowns που η Οικονομία βυθίστηκε απρόβλεπτα σε ύφεση, οι παραπάνω ποσότητες που αγοράζονται παρά τους συντηρητικούς υπολογισμούς, πωλούνται στο ενεργειακό χρηματιστήριο – γεγονός που σημαίνει πως οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί της τιμής ανταλλαγής του φυσικού αερίου είναι ασταθείς, ακόμη και όταν δεν χειραγωγούνται καθόλου. Δηλαδή, διακυμαίνονται υπερβολικά προς τα επάνω ή προς τα κάτω, όταν αλλάζουν οι συνθήκες – οπότε η «απελευθέρωση» της αγοράς και η τιμολόγηση μέσω του χρηματιστηρίου, δεν έχει κανένα νόημα.

 

Εκτός αυτού, δεν είναι η αποτελεσματικότητα των συμμετεχόντων στη χρηματιστηριακή αγορά αυτή που καθορίζει την άνοδο ή την κάθοδο τω τιμών τους, εάν πρόκειται δηλαδή για «αγορά ταύρων ή αρκούδων», αλλά αποκλειστικά και μόνο οι εξωτερικές συνθήκες – όπως το κλίμα και η Οικονομία. Αυτοί οι όροι ισχύουν για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά – οδηγώντας σε «βρόχους ανατροφοδότησης», θετικής ή αρνητικής ανάδρασης καλύτερα και σε παράλογες διακυμάνσεις των τιμών.

 

Εύλογα λοιπόν οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύθηκαν στα ύψη το 2021 ξαφνικά – επειδή η οικονομία ανέκαμψε μετά την πανδημία, πολλοί Ευρωπαίοι προμηθευτές δεν είχαν εξασφαλισθεί επαρκώς με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, αγόρασαν τις επί πλέον ποσότητες φυσικού αερίου από τα χρηματιστήρια ενέργειας, αυξήθηκε έντονα η ζήτηση και επομένως οι τιμές.

   

Παραδόξως τώρα, η Δύση ανέμενε πως η Ρωσία θα μετέφερε μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου στην Ευρώπη, επί πλέον των μακροπρόθεσμων συμβολαίων προμήθειας που είχαν συμφωνηθεί – έτσι ώστε να μπορούν να αγορασθούν από τα χρηματιστήρια. Εν τούτοις, η Gazprom δεν λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο, όπως φαίνεται από το γράφημα των εισροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία σε GWh ανά ημέρα – επειδή, με δεδομένο το ότι ο μεγάλος όγκος των μακροπρόθεσμων συμβολαίων ήταν πλέον συνδεδεμένος με τη χρηματιστηριακή τιμή, δεν είχε πλέον κανένα επιχειρηματικό συμφέρον να μειώσει ξανά την τιμή του χρηματιστηρίου μέσω των πρόσθετων παραδόσεων, βλάπτοντας έτσι τον εαυτό της και τα κέρδη της.

 


Πόσο μάλλον όταν η σύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου με τα ενεργειακά χρηματιστήρια δεν ήταν ποτέ η δική της επιθυμία – αλλά των Ευρωπαίων που επέμεναν στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της πλήρους αποτελεσματικότητας της ελεύθερης αγοράς. Εύλογα λοιπόν η Gazprom εκμεταλλεύθηκε την άνοδο των τιμών, για να αυξήσει τα κέρδη της – όπως κάθε καπιταλιστική επιχείρηση.

 

Όμως, αυτό που κυκλοφόρησε στη Δύση ως αιτία της αύξησης των τιμών, ήταν πως επρόκειτο για έναν περίτεχνο εκβιασμό της Ρωσίας – έτσι ώστε να επιταχυνθεί η λειτουργία του Nord Stream 2. Προφανώς εκ μέρους των Αμερικανών που αφενός μεν ήταν αντίθετοι με τη λειτουργία του Nord Stream 2 σχεδιάζοντας επί πλέον να πουλήσουν το δικό τους LNG, αφετέρου ήθελαν να κατηγορήσουν ως υπεύθυνο τον Putin και να σταματήσουν την προσέγγιση της Γερμανίας με τη Ρωσία – η οποία θα ισχυροποιούσε σε μεγάλο βαθμό και τις δύο χώρες.

 

Όσον αφορά τους Ευρωπαίους ηγέτες, είτε δεν έχουν καταλάβει καθόλου την παγίδα, στην οποία έχουν οδηγηθεί με την «απελευθέρωση» της αγοράς του φυσικού αερίου, καθώς επίσης με την τιμολόγηση των μακροπρόθεσμων συμβάσεων με βάση την τιμή του χρηματιστηρίου αντί του πετρελαίου, είτε το έχουν καταλάβει πολύ καλά, αλλά υπηρετούν τα ενεργειακά καρτέλ – ενώ θέλουν να αποσπάσουν την προσοχή των Πολιτών από τις δικές τους σκοπιμότητες ή αποτυχίες, κατηγορώντας ως υπεύθυνο τον Putin.

 

Το γερμανικό τέχνασμα

Συνεχίζοντας, αφού είχαν προηγηθεί όλα τα παραπάνω, ξέσπασε ο πόλεμος – ενώ ακολούθησαν οι απειλές της ΕΕ να επιβάλει εμπάργκο φυσικού αερίου στη Ρωσία το συντομότερο δυνατόν. Εύλογα λοιπόν, οι τιμές του φυσικού αερίου στα χρηματιστήρια ξεπέρασαν τα ανώτατα όρια τους – αφού επικράτησε η απόλυτη αβεβαιότητα, σχετικά με το πώς θα εξελισσόταν η παροχή φυσικού αερίου στο άμεσο μέλλον.

 

Γενικότερα τώρα, το καλοκαίρι η αγορά φυσικού αερίου είναι συνήθως υποτονική – επειδή οι ποσότητες που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά είναι πολύ μικρές. Στη συνέχεια, οι προμηθευτές χρησιμοποιούν αυτές τις χαμηλές τιμές, για να αγοράσουν φυσικό αέριο για το χειμώνα – αποθηκεύοντας το στους αντίστοιχους χώρους τους.

 

Σήμερα όμως κανένας λογικός προμηθευτής ή χονδρέμπορος δεν θέλει να αγοράσει στις τιμές της αγοράς, επειδή είναι πάρα πολύ υψηλές – ενώ υπάρχει ο φόβος να αυξήσει ξαφνικά τις ποσότητες εξαγωγής της η Gazprom το Φθινόπωρο, η τιμή του φυσικού αερίου στα χρηματιστήρια να καταρρεύσει και όσοι αγόρασαν, αποθηκεύοντας το, φυσικό αέριο στις τιμές ρεκόρ του καλοκαιριού, να υποστούν τεράστιες απώλειες. Έτσι θα συνέβαινε αυτό που έπρεπε να συμβεί – η αγορά θα κατέρρεε, χωρίς η Ρωσία να φταίει για την απελευθέρωση της, για τις ιδιωτικοποιήσεις και για τη σύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου με τα χρηματιστήρια.

 

Υπάρχουν επί πλέον αμφιβολίες, σχετικά με το εάν η Gazprom εξυπηρετεί επί του παρόντος τις υπάρχουσες συμβάσεις προμήθειας – ενώ, επειδή οι όροι πλαίσιο έχουν επίσης αλλάξει από την πλευρά των πελατών, ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων της εταιρίας δικτύου, δεν υπάρχει εικόνα στους μη ειδικούς σχετικά με τις συμβάσεις.

 

Αυτό που όμως συνέβη σίγουρα είναι το ότι, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων της Γερμανίας έχει θέσει την αγορά φυσικού αερίου υπό ένα είδος αναγκαστικής διαχείρισης από τις αρχές Ιουνίου – σύμφωνα με τις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης που ανακηρύχθηκαν για το φυσικό αέριο.

 

Στα πλαίσια αυτά η εταιρία «Trading Hub Europe» (THE), ένας πολύ μικρός και κατά κύριο λόγο πάροχος τεχνικών υπηρεσιών στην αγορά φυσικού αερίου, έχει αναλάβει το κυρίαρχο καθήκον να αγοράζει κυριολεκτικά ότι βρει στην αγορά, να τη σκουπίζει (πηγή) – γεμίζοντας τις αποθήκες φυσικού αερίου της Γερμανίας με τον τεχνικά μέγιστο όγκο ανά ημέρα. Δηλαδή με 504.000 μεγαβατώρες ημερησίως – με περισσότερες από όσες παρέχει συνολικά η Ρωσία.

 

 Την ίδια στιγμή λοιπόν που η Γερμανία μέσω της Κομισιόν απαιτεί τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από όλες τις χώρες της ΕΕ κατά 15%, η παραπάνω εταιρία της, η ΤΗΕ, αγοράζει όποιες ποσότητες βρει σε οποιαδήποτε τιμή της ζητείται, όπως φαίνεται από το γράφημα – με την πλειοψηφία σήμερα των εισαγωγών της να προέρχεται από την Ολλανδία, τη Νορβηγία και το Βέλγιο που τροφοδοτούνται κυρίως με παραδόσεις LNG, οι οποίες οδηγούνται στο δίκτυο μέσω της Αμβέρσας.

 


Με δεδομένο τώρα το ότι, οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση, οι τιμές του φυσικού αερίου αυξάνονται στην ΕΕ παρά το καλοκαίρι – ακριβώς επειδή η γερμανική ΤΗΕ αγοράζει ότι βρει, σε οποιαδήποτε τιμή. Με απλά λόγια, όταν όλοι οι πωλητές γνωρίζουν πως η ΤΗΕ θα αγοράζει καθημερινά 504.000 μεγαβατώρες ούτως ή άλλως, σε οποιαδήποτε τιμή, είναι λογική η άνοδος τους – ενώ είναι γνωστή η εγωιστική, εκμεταλλευτική και μη αλληλέγγυα πολιτική της Γερμανίας απέναντι στους εταίρους της στην ΕΕ, ήδη από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης.

 

  Συμπερασματικά λοιπόν, δεν είναι τυχαία η άνοδος εν μέσω καλοκαιριού της τιμής διαπραγμάτευσης του φυσικού αερίου – η οποία, από περίπου 80 € ανά μεγαβατώρα, πριν από την κήρυξη έκτακτης ανάγκης από τη Γερμανία και πριν εμπλακεί η ΤΗΕ ως ο σημαντικότερος εθνικός αγοραστής της Γερμανίας, μέσα σε δύο μήνες έχει υπερβεί τα 200 € ανά μεγαβατώρα (γράφημα).

 


Φυσικά δε η νορβηγική Statoil, η ολλανδική Gasunie και οι πολυάριθμοι, κυρίως Αμερικανοί πάροχοι LNG, κερδίζουν πάρα πολλά από τις αγορές της Γερμανίας – οπότε δεν έχουν κανένα λόγο να το αναφέρουν επίσημα ή/και να την αμποδίσουν. Χαμένοι είμαστε όλοι εμείς οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι – ενώ αυτοί που διατηρούν την ψευδαίσθηση πως οι χώρες της ΕΕ μπορούν να συνυπάρξει με αυτήν τη Γερμανία εντός της, είναι πραγματικά αιθεροβάμονες, εάν όχι ηλίθιοι.

 

Η χρηματοδότηση της ΤΗΕ

Περαιτέρω, το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιος πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς της ΤΗΕ – αφού πρόκειται για μία μικρή εταιρία που δεν έχει τα απαιτούμενα κεφάλαια. Εν προκειμένω, υπεισέρχεται ως συνήθως η κρατική γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα – η KfW, η οποία της παρέχει πιστωτική γραμμή ύψους 15 δις €.

 

Φυσικά αυτά τα χρήματα που διαθέτει η ΤΗΕ μέσω της KfW θα επιστραφούν, όταν οι προμηθευτές θα πρέπει να αγοράσουν φυσικό αέριο από τις αποθήκες της – ενώ οι προμηθευτές θα πρέπει να τα εισπράξουν από τους πελάτες τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που διπλασιάζουν ήδη προληπτικά τις τιμές λιανικής – συμπαρασύροντας όλες τις υπόλοιπες αντίστοιχες εταιρίες της ΕΕ.

 

Επομένως, όλα τα χρήματα που ξοδεύονται στα χρηματιστήρια ενέργειας σήμερα είναι αυτά, με τα οποία θα αυξηθούν οι τιμές καταναλωτή τους επόμενους μήνες – οπότε στην ουσία είναι οι Πολίτες αυτοί που τελικά θα πληρώσουν τις τρομακτικά υπερτιμημένες τιμές χωρίς λόγο και χωρίς να οφείλονται στον πόλεμο του Putin.

 

Όσον αφορά τους προμηθευτές φυσικού αερίου από την Ολλανδία, τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ, είναι εξαιρετικά ευτυχείς – ενώ οι κυβερνήσεις δεν κατηγορούν τις μεθοδεύσεις της Γερμανίας, την απάτη της καλύτερα, αλλά απλά τον Putin. Γιατί; Αφενός μεν για να μην πληρώσουν πολιτικά τα λάθη τους, αφετέρου επειδή παραμένουν πιόνια της Γερμανίας – εξαρτώμενες από δανεικά και από την ΕΚΤ, όπου κυριαρχεί η Γερμανία.

 

Εν τούτοις, εάν η Ρωσία άνοιγε ξανά τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου το Φθινόπωρο, θα μπορούσαν να αλλάξουν πολλά πράγματα – κάτι που όμως μάλλον δεν θα επιτρέψει η Γερμανία, μη στέλνοντας ενδεχομένως τις τουρμπίνες της Siemens, αφού θα ήταν αναγκασμένη να υποστεί μεγάλες ζημίες, λόγω των σημερινών αγορών φυσικού αερίου εκ μέρους της ΤΗΕ.

 

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, όποιος υποστηρίζει την ενωμένη ΕΕ, πόσο μάλλον την Ευρωζώνη, με αυτήν τη Γερμανία στο εσωτερικό της, θα πρέπει να αναζητάει τις λύσεις για τη χώρα του εντός αυτού του πλαισίου – στο οποίο όμως δεν υπάρχει καμία λύση, εάν δεν αποδεχθεί την κυριαρχία της Γερμανίας και τη μετατροπή όλων των υπολοίπων κρατών σε προτεκτοράτα της.

 

Εν προκειμένω ειδικά η Ελλάδα, η οποία είναι απόλυτα εξαρτημένη οικονομικά – ενώ χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, δεν υπάρχει εθνική κυριαρχία. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε μεν θεωρητικά η Ελλάδα να γίνει ενεργειακά ανεξάρτητη, αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα εντός της γερμανικής ΕΕ – ενώ αυτοί που θεωρούν πως το γερμανικό οικονομικό μοντέλο έχει αποτύχει, λόγω των προβλημάτων του φυσικού αερίου, απλά αεροβατούν.

 

Η συγκεκριμένη χώρα θα βρει τις λύσεις της, όπως αναφέραμε παραπάνω – ενώ θα συνεχίσει την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση) και τη μερκαντιλιστική της στρατηγική, παρά το ότι έχει υποστεί μία ακόμη ήττα από τις ΗΠΑ, στα σχέδια της μετατροπής της σε κέντρο διανομής ρωσικού φυσικού αερίου της ΕΕ, μέσω του Nord Stream 2.

 [---->]