Από τους γερμανοτσολιάδες στη χούντα

Η αληθινή ιστορία της δεκαετίας του ’40 εξηγεί τη σημερινή υποστήριξη προς τους εγχώριους ναζί. Βίος και πολιτεία του στρατηγού Επιτήδειου, πατέρα του ευρωβουλευτή της Χρυσής Αυγής. 


     


Μια απορία διατυπώνεται συχνά τα τελευταία χρόνια: πώς είναι δυνατό μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας να ψηφίζουν μια χιτλερική οργάνωση, όταν ο ελληνικός λαός υπέφερε τόσα και τόσα από τη ναζιστική κατοχή στα χρόνια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου; Η έκπληξη κορυφώθηκε στη διάρκεια των τελευταίων εκλογών, όταν δύο απόστρατοι στρατηγοί και κάμποσοι ακόμη αξιωματικοί του ελληνικού στρατού δεν δίστασαν να κατέβουν ως υποψήφιοι της οργάνωσης, επικαλούμενοι έναν «εθνικισμό» που δεν έχει κανένα πρόβλημα να τιμά (και να ταυτίζεται με) τον πιο βάναυσο κατακτητή που γνώρισε τούτη η χώρα.

Η μεγάλη Έξοδος




Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μὲ τὶς μαῦρες τρίχες καὶ το σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη.

Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες. Καὶ ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού `λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα.

Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους, λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ’ τὰ σίδερα, μὲ τὶς μαῦρες κάννες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά `ναι, σφαλῶντας τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τους κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια.

Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο τριάντα.

Η μεγάλη-Έξοδος-Αξιον Εστι-Ο.Ελύτης-Μ. Κατράκης