Μνημόνιο προστασίας του επενδυτή από τα Αρχαία!






Ηταν καταμεσής του καλοκαιριού (4 Ιουλίου) όταν η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου δέχθηκε στο γραφείο της το Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Σε αυτή τη συνάντηση μεταξύ άλλων σοβαρών θεμάτων που αφορούν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, συζητήθηκε το ζήτημα της κήρυξης των αρχαιοτήτων στο Ελληνικό. Και η υπουργός επ’ αυτού ομολόγησε κυνικά και απερίφραστα:  «υπογράψαμε το μνημόνιο συνεργασίας (σ.σ.  με την Ελληνικό Α.Ε.) για να αποφύγουμε την κήρυξη επειδή κινδύνευε να χαθεί η επένδυση»!!!

Μνημόνιο ακόμα δεν είχε υπογραφεί, απλώς είχε συμφωνηθεί  στις 22 Μαίου στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ)  ένα σχέδιο γενικού Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της εταιρείας Ελληνικό Α.Ε. Συνέβη, όμως, το πρωτοφανές να δημοσιευθεί ως αναγγελία (!) στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 1862/26.5.2017) χωρίς να δημοσιεύεται το ίδιο το περιεχόμενο. 

 Ωστόσο, το τι επρόκειτο να ακολουθήσει, ώστε να παρακαμφθεί ο Αρχαιολογικός Νόμος,  είχε ήδη δρομολογηθεί. Οπερ και εγένετο. Το περίφημο Μνημόνιο με το οποίο η κυβέρνηση προστατεύει τον επενδυτή από τα αρχαία –διότι περί αυτού πρόκειται – υπεγράφη στις 24 Αυγούστου. Χρειάστηκε μόλις μισό καλοκαίρι για να τακτοποιηθούν οι «εκκρεμότητες» και να θωρακιστεί η επένδυση έναντι των ανελέητων αρχαιοτήτων και φυσικά αρχαιολόγων.

Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι αφενός η σε όλα τα επίπεδα μετατροπή των δημόσιων αγαθών  σε εμπορεύσιμη ύλη και αφετέρου η θεώρησή τους ως δυσάρεστα εμπόδια, εκεί όπου η κερδοφορία επιδιώκεται από άλλες, εκτός των μνημείων, πηγές δεν συνιστούν τυχαίες επιλογές μιας κάποιας κυβέρνησης, αλλά κορυφαία στρατηγική επιλογή του συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι οι κυβερνήσεις που πρέπει να προσαρμοστούν στους νόμους, αλλά οι νόμοι που χρειάζεται να αναπροσαρμοστούν (και αν δεν υπάρχει χρόνος, ακόμα και να παρακαμφθούν) στις απαιτήσεις των «επενδυτών».

Το εν λόγω Μνημόνιο είναι ένα κείμενο το οποίο δεν δεσμεύει σε τίποτα τη Lamda Development, η οποία άλλωστε δεν είναι στα συμβαλλόμενα μέρη. Δηλαδή, η Lamda Development δεν εμφανίζεται να πληρώνει ούτε δεκάρα για τις ανασκαφές σε μια τεράστια έκταση που υπεξαιρέθηκε από τον ελληνικό λαό και ουσιαστικά της χαρίστηκε.

Αλλά, τελικά, δε δεσμεύει ούτε την Ελληνικό Α. Ε., η οποία είναι εταιρεία του Δημοσίου, η οποία συμβάλλεται για να υπερασπιστεί τα συμφέρονται ενός ιδιώτη – επενδυτή, ο οποίος δεν εμφανίζεται ως υπογράφων.

 Μάλιστα από το προοίμιο ήδη φροντίζει ο συντάκτης του κειμένου να περιβάλλει την Ελληνικό Α.Ε. με υποχρεώσεις τις οποίες μπορεί να μεταβιβάσει γενικώς και αορίστως σε μεταγενέστερο κύριο ή κάτοχο. Δηλαδή, η Ελληνικό ΑΕ θα αποφασίζει αν ο ιδιώτης και ποιος ιδιώτης θα πληρώνει την ανασκαφή και όχι το άρθρο 37 του Αρχαιολογικού Νόμου που προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες.

Συγκεκριμένα αναφέρει:  «οι όροι του παρόντος μνημονίου και οι απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις και δικαιώματα της ΕΛΛΗΝΙΚΟ δύναται κατά περίπτωση και κατά την κρίση της ΕΛΛΗΝΙΚΟ να ισχύουν και δεσμεύουν οποιονδήποτε ειδικό ή καθολικό διάδοχο αυτής, μεταγενέστερο κύριο ή κάτοχο οποιουδήποτε εμπράγματου δικαιώματος ή έστω χρήστη οποιουδήποτε τμήματος οικοπέδου, κτηρίου ή χώρου εντός του Ακινήτου, προστηθέντα αυτής, εργολάβο ή υπεργολάβο αυτής και γενικά κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο η ΕΛΛΗΝΙΚΟ μεταβιβάζει δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ του παρόντος (Προοίμιο, παρ. 1.3)». Κάτι σαν «το λέω στο σκύλο μου και ο σκύλος στην ουρά του»….

Στο κείμενο του Μνημονίου, αναφορικά με όλες τις δαπάνες που προβλέπονται , δηλαδή το κόστος των μελετών που θα χρειαστούν (άρθ.2 παρ.5),  το κόστος της προστασίας των υφιστάμενων μνημείων (άρθ. 2. παρ. 9), το κόστος για την προστασία αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται (άρθ. 3 παρ 13), για την αποθήκευση, συντήρηση και τεκμηρίωση κινητών ευρημάτων (άρθ. 5), για την προμήθεια υλικοτεχνικής υποδομής (άρθ. 7) προστίθεται  η παραπομπή στην ανωτέρω παρ. 1.3 του Προοιμίου.

Αλλά στο Μνημόνιο περιέχονται και άλλες διατάξεις οι οποίες θα ήταν κωμικές, αν δεν συνιστούσαν επικίνδυνα προηγούμενα για μελλοντικά ανάλογα επενδυτικά σχέδια και ως εκ τούτου τραγικές.
  • Η Ελληνικό Α.Ε «διατηρεί το δικαίωμα» (δηλαδή πως το διατηρεί; Το είχε από πάντα;) να ορίσει δικό της αρχαιόλογο – σύμβουλο του έργου (αρθρ. 1, παρ. 4), δηλαδή τον «δικό της άνθρωπο», ο οποίος θα παρακολουθεί το έργο σε συνεργασία με τον Υπεύθυνο Αρχαιολόγο που ούτως ή άλλως έχει υποχρέωση να ορίσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δηλαδή, ο αρχαιολόγος που έχει από την πολιτεία τη θεσμική υποχρέωση παρακολούθησης και προστασίας των αρχαίων δεν αρκεί; Όπως, επίσης, έχει δικαίωμα να αναθέτει μελέτες για την προστασία, συντήρηση, ανάδειξη μνημείων σε εξειδικευμένο γραφείο, το οποίο θα επιλεγεί με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Τμήματος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
  • Κατά την εκτέλεση του αρχαιολογικού έργου, αλλά και στην περίπτωση που για λόγους επιτάχυνσης του έργου χρειαστεί υπερωριακή απασχόληση ή απασχόληση οργανωμένη σε βάρδιες προβλέπεται το πρωτάκουστο να ορίζεται «υπεύθυνος για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας  εργαζόμενων και τρίτων εντός του χώρου ανασκαφής και φέρει όλη την ευθύνη λήψης και τήρηση των κανόνων ασφαλείας», όχι ο εργολάβος, αλλά ο υπεύθυνος αρχαιολόγος!
  • Ανασκαφές διεξάγονται μόνο για τις ανάγκες του τεχνικού έργου. Τις δοκιμαστικές τομές της κάνει (με δικά της έξοδα) η αρχαιολογική Υπηρεσία και μόνο αν της επιτρέψει η Ελληνικό ΑΕ. Άλλωστε, το μνημόνιο προβλέπει και πού απαγορεύονται οι δοκιμαστικές τομές ( άρθρο 3 παρ.1). Δηλαδή η Ελληνικό Α.Ε. και όχι η Αρχαιολογική Υπηρεσία κρίνει που χρειάζεται να γίνουν δοκιμαστικές έρευνες και ειδικότερα«οπου δεν υπάρχουν ορατές αρχαιότητες ή επιφανειακές ενδείξείς (όστρακα και άλλα) και η κατασκευή γίνεται με επίχωμα χωρίς κανενός είδους εκσκαφική εργασία στην επιφάνεια του εδάφους ή του πυθμένα της θάλασσα, εφόσον πρόκειται για λιμενικές εργασίες δεν διενεργείται δοκιμαστική έρευνα» (!)
  • Το χρονοδιαγράμματα είναι ασφυκτικά, τέτοια που καταστρατηγούν κάθε έννοια επιστημονικού χειρισμού των ανασκαφικών αποτελεσμάτων και της προστασίας, αλλά εξυπηρετούν στο μέγιστο βαθμό τις fasttruck διαδικασίες. Πρακτικά μέσα σε διάστημα 22 ημερών από την ολοκλήρωση μιας σωστικής ανασκαφής θα πρέπει να έχει συνταχθεί ο σχετικός φάκελος, διαβιβαστεί στην αρμόδια κεντρική Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά και στην Ελληνικό Α.Ε., να έχει συνταχθεί η  εισήγηση ώστε το θέμα «κατ’ απόλυτη προτεραιότητα» να συζητηθεί στο Κεντρικό Αρχαιολογική Συμβούλιο, να συνταχθεί το σχετικό πρακτικό και να εκδοθεί η υπουργική απόφαση.

Με λίγα λόγια,  ένα ολόκληρος αρχαιολογικός και επιστημονικός μηχανισμός τίθεται στην υπηρεσία του επενδυτή, ως διεκπεραιωτής ενός αντικειμένου  με το οποίο πρέπει το συντομότερο να «ξεμπερδεύουμε» για να συνεχιστεί η επένδυση. Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο  επιδιώκεται, με σειρά νόμων και διατάξεων τα τελευταία η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον κορυφαίο θεσμικό παράγοντα στη διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς να μετατραπεί σε διαμεσολαβητή και διεκπεραιωτή «επενδυτικών οραμάτων».