Από Σεπτέμβρη τα σπουδαία




Αυτή τη φορά δεν έχουμε πολλά να προσθέσουμε. Απλά,θα περιοριστούμε στο να παρουσιάσουμε αυτό το άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Milano Finanza - που δεν είναι ασφαλώς κάποιο όργανο των μπολσεβίκων- επειδή διασαφηνίζει τους συγκεκριμένους όρους της τρέχουσας συστημικής κρίσης πολύ καλύτερα από ό, τι δεν μπορούν να κάνουν πολλοί «μαρξιστές» οι οποίοι περιορίζονται (όταν μπορούν) να τσιτάρουν τον Μαρξ χωρίς να τον καταλαβαίνουν.


Τα σημεία του άρθρου που έχουν ιδιαίτερη αξία, ένα άρθρο  που γράφτηκε από τον Maurizio Novelli, διευθυντή του ελβετικού επενδυτικού ταμείου Lemanik Global Strategy, τονίστηκαν με έντονους ή πλάγιους χαρακτήρες. Και όπως θα παρατηρήσετε, είναι πολλά.

Φυσικά ο Novelli δεν προβλέπει - αντίθετα φοβάται - ότι η συστημική κρίση μπορεί να οδηγήσει και πάλι σε μια μακρά περίοδο κρατικού παρεμβατισμού στην πραγματική οικονομία, όπως συνέβη μετά την κρίση του 1929, με την υιοθέτηση κεϋνσιανών πολιτικών (και στις δύο εκδοχές, τη Ναζί-Φασιστική και τη Δημοκρατικο-Ρουσβελτιανή εκδοχή)


*************************************************************************

Η κρίση? Θα αρχίσει το Σεπτέμβρη. Και δυστυχώς μοιάζει με το 1929
Maurizio Novelli, Lemanik – Milano Finanza

Το τέλος του λοκντάουν μπορεί σίγουρα να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η κρίση τώρα τελειώνει και ότι από εδώ και πέρα μπορούμε να αρχίσουμε να θεωρούμε ως δεδομένη μια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την επιστροφή στην κανονικότητα.

Στην πραγματικότητα, όμως, η κρίση τώρα αρχίζει.

Όσο περισσότερο χρόνος περνά , τόσο πιο ξεκάθαρη γίνεται η αίσθηση ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει τον αντίκτυπο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των γεγονότων ή τι θα συμβεί στην πραγματική οικονομία.

Αν και οι αναλύσεις επικεντρώνονται κυρίως στους κινδύνους υποτροπών λόγω πιθανών επιστροφών της λοίμωξης, είναι πολύ πιο σημαντικό να σκεφτούμε τις οικονομικές συνέπειες που θα υπάρξουν χωρίς περαιτέρω υποθέσεις.

Το να υποθέτουμε ότι θα υπάρξουν κι άλλες καταστροφικές συνέπειες από τους κινδύνους της επιστροφής της λοίμωξης δεν νομίζω ότι είναι μια χρήσιμη άσκηση, γιατί ακόμα κι αν γίνει κάτι τέτοιο, όλοι αντιλαμβανόμαστε τι θα μπορούσε να σημαίνει. Αντ 'αυτού, είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι μπορούμε να περιμένουμε, υποθέτοντας ότι το πρόβλημα της πανδημίας έχει επιλυθεί και συνεπώς υποθέτοντας ένα σενάριο «χωρίς τον ιό».

Η παγκόσμια οικονομία στο ραντεβού με τον Covid 19 βρέθηκε στη χειρότερη δυνατή κατάσταση, με μεγάλη ευπάθεια στο χρέος και στην κερδοσκοπική μόχλευση, και η πανδημία είχε καταλυτική επίδραση σε μια ολόκληρη σειρά προβλημάτων που ήταν εμφανή εδώ και χρόνια.

Οι κερδοσκοπικές φούσκες σε πιστωτικό σύστημα και σε ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια που κυκλοφορούσαν στο σύστημα περίμεναν μια θρυαλλίδα για να εκραγούν και η οικονομική κρίση θα είχε έρθει ούτως ή άλλως, ακόμη και σαν μια απλή ύφεση. 

Εάν συνεχίσουμε να αποδίδουμε τον λόγο εμφάνισης της αναμενόμενης κρίσης σε έναν ιό, δηλαδή έναν εξωτερικό παράγοντα, τότε συνεχίζουμε να αρνούμαστε το πασιφανές, δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία ενός χρηματοοικονομικού και οικονομικού μοντέλου που λειτουργεί μόνο με υπερβολική μόχλευση, συμπίεση εισοδημάτων, μεγάλο κερδοσκοπικό χρέος και λίγες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, ένα μοντέλο που δεν είναι βιώσιμο.

Είναι εντελώς παραπλανητικό να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι η ισχύς μιας οικονομίας εξαρτάται μόνο από το πόσο χρέος είναι σε θέση να παράγει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα αυτού του χρέους και, πάνω απ 'όλα, πώς χρησιμοποιείται και αν βελτιώνει το πραγματικό εισόδημα.

Εάν το χρέος αυξάνεται πολύ περισσότερο από το εισόδημα που πρέπει να το εξυπηρετήσει, είναι προφανές ότι το μοντέλο αυτό οδηγεί σε ολοένα και πιο συστημικές αναπόφευκτες κρίσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του καπιταλισμού.

Τα τελευταία δέκα χρόνια ο καθένας έχει δανειστεί υπερβολικά μόνο για να στηρίξει την κατανάλωση κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν τα πραγματικά εισοδήματα, ειδικά στις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, και για κερδοσκοπία.

Για τους οικονομολόγους της κυρίαρχης άποψης, είναι απολύτως λογικό να αποδεχτούμε ότι το 30% της κατανάλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να εξαρτάται μόνο από την αύξηση του χρέους και όχι από την αύξηση του εισοδήματος και ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα εκμεταλλευτεί την οικονομία χωρίς όρια και χωρίς ελέγχους, χάρη στις ρυθμιστικές αρχές που χαίρονται να βλέπουν τις αγορές να ανεβαίνουν συνεχώς και την τάση να κινδυνεύουν να εκραγούν σε συνεχείς κερδοσκοπικές φούσκες.

Όμως, όπως υπογραμμίστηκε αρκετές φορές, το πρόβλημα δεν είναι αν ένα οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να περάσει μια κρίση, αλλά αν το σύστημα μπορεί να την αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τις ζημιές σε αποδεκτούς χρόνους.

Εάν τώρα οι χρόνοι αποκατάστασης δεν είναι αποδεκτοί για όσους υπέστησαν τη ζημία (εταιρείες και εργαζόμενοι), το σύστημα δεν αντέχει τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη και ξεκινά μια περίοδος μακροπρόθεσμης αστάθειας.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις Κεντρικές Τράπεζες για την αντιμετώπιση των κρίσεων με πράξεις που βασίζονται σε ενέσεις ρευστότητας (Quantitative Easing) και για το λόγο αυτό προχωρούν σε αποσταθεροποιητικές κερδοσκοπικές υπερβολές, με την πεποίθηση ότι το σύστημα δεν κινδυνεύει και η ρευστότητα είναι η λύση για τα πάντα.

Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλουν να πιστεύουν. Αυτός ο τρόπος σκέψης και λειτουργίας, με την υποστήριξη των ρυθμιστικών αρχών, συγχέει τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας.

Η ρευστότητα μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι όσοι την έχουν θα την κατευθύνουν σε όσους τη χρειάζονται, αν αυτοί δεν έχουν τη δυνατότητα να την επιστρέψουν επειδή δεν είναι φερέγγυοι. Ποιος από εσάς θα δάνειζε χρήματα σε όσους κινδυνεύουν να πτωχεύσουν;

Η φερεγγυότητα ενός συστήματος εξαρτάται αποκλειστικά από την τάση για ρίσκο όσων δανείζουν (τράπεζες, επενδυτικά ταμεία και επενδυτές) και μεγάλο μέρος της ρευστότητας που κυκλοφορεί στο σύστημα εξαρτάται επομένως μόνο από την τάση για ρίσκο των τραπεζών και των επενδυτών και συνεπώς θα μπορούσε να μη μετατραπεί σε δανεισμό για όσους το χρειάζονται.

Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που η προσφορά χρήματος Μ2 σκάει σε συνδυασμό με τις κρίσεις, ο δανεισμός  συρρικνώνεται.

Η κρίση που βιώνουμε θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην τάση για ρίσκο και συνεπώς στην κυκλοφορία της ρευστότητα που εισάγεται στο σύστημα. Εάν όλη η ρευστότητα που εισάγεται με το QE δεν μετατραπεί σε πίστωση σε σύντομο χρονικό διάστημα, το σύστημα θα υποστεί πιστωτική κρίση ακόμη και σε φάση επέκτασης των ισολογισμών των Κεντρικών Τραπεζών.

Η κρίση λοιπόν δεν τελειώνει με το τέλος του λοκντάουν αλλά ξεκινά όταν αρχίζουν να εκδηλώνονται πιστωτικά γεγονότα (χρεοκοπίες) και επομένως τώρα αρχίζει. 

Τα πιστωτικά γεγονότα στην πραγματικότητα επηρεάζουν την τάση για ρίσκο όσων πρέπει να δανείσουν. Κατά μέσο όρο, η ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες διαρκεί περίπου 13 μήνες, αλλά το 2008 κράτησε 18, και θα μπορούσε να κρατήσει πολύ περισσότερο 13/18 μήνες λόγω της πιθανής ανισορροπίας μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας.

Στα τέλη του 2019, η αμερικανική οικονομία διέτρεχε ένα κερδοσκοπικό πιστωτικό κίνδυνο με μεγάλη πιθανότητα αθέτησης πληρωμών της τάξης των 5200 δισεκατομμυρίων δολαρίων (25% του ΑΕΠ)  και αυτό στην περίπτωση μιας φυσιολογικής ύφεσης.

Οι πρόσφατες πιστοληπτικές  υποβαθμίσεις πολλών εταιρειών αύξησαν πρόσφατα αυτό το ποσό σε πάνω από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια (+ 20% σε έναν μόνο μήνα και τώρα το 30% του ΑΕΠ). Το 2008, το οποίο όλοι θυμούνται ως μια κρίση οδυνηρή, αυτό το ποσοστό ήταν 12%.

Οι μονεταριστικές θεωρίες, πολύ δημοφιλείς στις κεντρικές τράπεζες, αλλά όχι πολύ ενημερωμένες προκειμένου να κινηθούν σε μια οικονομία όπου κυριαρχούν χρέος και χρηματοπιστωτικό σύστημα (Debt Driven Economy), δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας, επειδή θεωρούν δεδομένο ότι όσοι διαθέτουν  ρευστότητα δεν έχουν τάση για ρίσκο και είναι έτοιμος να δανείσει χρήματα στο σύστημα σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται αυτό.

Πραγματικά πιστεύω ότι μας περιμένουν καταστάσεις που θα τονίσουν αυτή τη διαφορά, ακόμα κι αν είμαι απόλυτα βέβαιος ότι, οι οικονομολόγοι της κυρίαρχης άποψης θα συνεχίσουν να παραμένουν προσκολημένοι στις θεωρίες τους.

Τους τελευταίους δύο μήνες, χρεοκόπησαν 1.600 εταιρείες την ημέρα (!) μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά το γεγονός ότι η ρευστότητα που εισήχθη στο σύστημα βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών (Πηγή: USA Census Bureau / Deutsche Bank Ec. Research).

Η καταναλωτική πίστη για τον Αμερικανό καταναλωτή έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, οι τράπεζες έχουν περάσει από την εκταμίευση 15/20 δισεκατομμυρίων δολαρίων το μήνα σε αφαίρεση 12 δισεκατομμυρίων από τον τομέα καταναλωτικής πίστης (η κατανάλωση αντιπροσώπευε το 75% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, στα τέλη του 2019).

Κανείς δεν θέλει να δώσει περισσότερη πίστωση στους ανέργους που αυξάνονται εκρηκτικά δεδομένου ότι οι τράπεζες, οι οποίες έχουν λάβει ρευστότητα από την FED, έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι όσοι παραμένουν άνεργοι δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις και ως εκ τούτου δεν είναι πλέον φερέγγυοι όπως πριν (να ένα πρώτο παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας).

Στην Wall Street μπορεί να ισχυριστούν ότι ο ποταμός των επιδόματα ανεργίας που καταβάλλονται θα λύσουν το πρόβλημα, αλλά εγώ πιστεύω ότι όποιος ζει με επίδομα ανεργίας δεν έχει σαν άμεση προτεραιότητα την αποπληρωμή του χρέους και, ως εκ τούτου, οι αθετήσεις πληρωμών αναγκαστικά θα αυξηθούν ανεξέλεγκτα.

Σε αυτό το σημείο, με δεδομένη την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ καταναλωτικής πίστης και κατανάλωσης, και μεταξύ της κατανάλωσης και των κερδών των εισηγμένων εταιρειών, είναι πιθανή μια εταιρική κρίση φερεγγυότητας εταιρειών λόγω μιας κρίσης ρευστότητας της καταναλωτικής πίστης, όπως τονίστηκε και από την Ρανά Φορουχάρ στους Financial Times της 10ης Μαΐου (Gambling on US equities is becoming more difficult).

Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω δει μια αύξηση της πίστωσης σε μια περίοδο αύξησης των πτωχεύσεων, αν και σε φάσεις κρίσης η ρευστότητα που εισάγεται στο σύστημα από την κεντρική τράπεζα αυξάνεται, αλλά προφανώς δεν μετατρέπεται σε πίστωση (ένα κρίσιμο σημείο των νομισματικών θεωριών που χρησιμοποιούμε για να διαχειριστούμε την οικονομία μας).

Είναι επομένως απαραίτητο να γίνεται μια διάκριση μεταξύ ρευστότητας, πίστωσης και φερεγγυότητας, διότι δεν είναι το ίδιο, όπως αντίθετα η Wall Street προσπαθεί να κάνουν να πιστέψει μια μάζα επενδυτών τυφλωμένη από την απλότητα (μόνο επιφανιακά) του τρόπου λειτουργίας της νομισματικής οικονομίας.

Ένα άλλο κραυγαλέο παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ ρευστότητας και φερεγγυότητας είναι η πτώχευση της Λήμαν Μπράδερς, το Σεπτέμβρη του 2008, με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της FED σε πλήρη λειτουργία και με την οικονομική κρίση που έχει ήδη ξεκινήσει πριν εννέα μήνες. Με όλη την ρευστότητα που κυκλοφορούσε στο σύστημα, η Λήμαν δεν θα έπρεπε να είχε χρεοκοπήσει ... αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση η ρευστότητα δεν είχε μετατραπεί σε πίστωση για ορισμένους και πολλοί ενδιάμεσοι, συμπεριλαμβανομένης της Λήμαν, χρεοκόπησαν παρά το εν εξελίξει πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η πρόσφατη πτώχευση της Hertz (ενοικίαση αυτοκινήτου) συνέβη ταυτόχρονα με την αγορά από την FED εταιρικών ομολόγων που ήταν μέρος του προγράμματος Εταιρικών πιστωτικών διευκολύνσεων δευτερογενούς αγοράς ( Secondary Market Corporate Credit Facilities ) της FED και τώρα η FED είναι πιστωτής της πτωχευμένης  Hertz η οποία υποτίθεται ότι, ακριβώς χάρη σε αυτό το σχέδιο, δεν θα έπρεπε να είχε πτωχεύσει.

Αλλά τότε τι νόημα έχουν όλες αυτές οι παρεμβάσεις, αφού έτσι κι αλλιώς οι πτωχεύσεις συνεχίζονται ; Χρησιμεύουν ώστε να μείνουν τα χρήματα των επενδυτών στο σύστημα, κατατείνοντας στο συμπέρασμα ότι ρευστότητα και φερεγγυότητα είναι ένα και το αυτό.

Αυτός ο ψυχολογικός μηχανισμός κάνει τους επενδυτές να μην πουλούν και με αυτόν τον τρόπο είναι οι ίδιοι οι επενδυτές που, διατηρώντας τη ρευστότητά τους επενδυμένη, υποστηρίζουν ένα σύστημα που διαφορετικά θα χρεοκοπούσε με την πρώτη.

Πρακτικά, η στρατηγική συνίσταται στο να παραμείνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι επενδυτές, επειδή η ρευστότητά σας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της FED και στην πραγματικότητα δεν είναι η ρευστότητα της FED που υποστηρίζει το σύστημα, αλλά η δική σας.

Οι παρεμβάσεις της FED από το 2008 μέχρι σήμερα υπολογίζονται σε 7 χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά το στοκ των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κυκλοφορούν μόνο στην αμερικανική αγορά είναι ίσο με περίπου 120 χιλιάδες δισεκατομμύρια (5,5 φορές το ΑΕΠ).

Είναι απολύτως σαφές ότι η δύναμη πυρός των Κεντρικών Τραπεζών είναι ελάχιστη σε σύγκριση με το μέγεθος της αγοράς και ως εκ τούτου η πραγματική ρευστότητα που κυκλοφορεί στο σύστημα παρέχεται κυρίως πάντα από την αγορά και συνεπώς από επενδυτές, τράπεζες και επενδυτικά ταμεία και από την τάση τους για ρίσκο.

Οι πολιτικές των Κεντρικών Τραπεζών από το 2008 και μετά έχουν μετατρέψει τους διαχειριστές χαρτοφυλακίου σε απλούς κυνηγούς αποδόσεων αναγκάζοντάς τους να μετατρέψουν την επενδυτική δραστηριότητα σε μια απλή επιλογή χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που θα παρήγαγαν υψηλές αποδόσεις χωρίς εμφανές ρίσκο, με την πεποίθηση ότι οι Κεντρικές Τράπεζες θα απέτρεπαν οποιαδήποτε κρίση.

Ο μηχανισμός αυτός αύξησε σημαντικά την τάση του συστήματος για ρίσκο και φούσκωσε την κερδοσκοπική πίστωση, επιτρέποντας την έκδοση περίπου 19 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ομολόγων από εκδότες οι οποίοι, με τα κέρδη τους, δεν μπορούσαν καν να πληρώσουν τα έξοδα του  επιτοκίου του χρέους ακόμη και σε φάςεις επέκτασης της οικονομίας.

Εάν πολλές από αυτές τις εκδόσεις ομολόγων καταλήξουν να μην πληρωθούν, σίγουρα δεν θα ευθύνεται ένας ιός, αλλά ένα εντελώς εκτός ελέγχου σύστημα. 
Σε αυτό το σημείο η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ μετατράπηκε από πιστωτής έσχατης ανάγκης σε πιστωτή έσχατης ανάγκης για να παρακινήσει το σύστημα να μην πουλήσει και να παραμείνει επενδυμένο: αλλά αυτό δεν αποτρέπει τις χρεοκοπίες.

Σε ένα σύστημα όπου όλοι έχουν αγοράσει, κανείς δεν μπορούσε να πουλήσει και η Fed αναγκάστηκε να εισέλθει σε μια χρηματοοικονομική αγορά που λειτουργεί μόνο όταν ανεβαίνει, ενώ όταν κατεβαίνει, τινάζεται στον αέρα.

Ετσι λοιπόν οι κεντρικές τράπεζες αγοράσουν εταιρικά ομόλογα (Corporate Bonds )υψηλών αποδόσεων και ούτω καθεξής, για να σώσουν ένα σύστημα που αυτές οι ίδιες έχουν δημιουργήσει βάσει νομισματικών πολιτικών που δεν έχουν πλέον κανένα όριο. Αλλά το πιο σημαντικό μέρος των παρεμβάσεων, όπως πάντα, γίνεται για τη Wall Street και όχι για τον απλό κόσμο, ο οποίοςμε αυτήν την κρίση ήδη μετράει 36 εκατομμύρια άνεργους που σίγουρα θα λάβουν πολύ λιγότερη βοήθεια από αυτή που παρέχεται σε ένα άθλιο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Αν και οι θεσμικοί παράγοντες των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι που σώζονται και το ίδιο το σύστημα, βραχυπρόθεσμα, φαίνεται να επωφελείται από αυτό, ωστόσο συσκοτίζεται ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος αυτού του τρόπου διαχείρισης της οικονομίας και της χρηματοδότησης.

Ξέρετε γιατί υπάρχει μια μάζα δανείων που κινδυνεύουν με χρεοκοπία όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία; Επειδή η τοποθέτηση σε μοχλευμένα δάνεια ( Leverage Loans), τίτλους από τιτλοποίηση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων (Mortgage Backed securities — MBS) , τίτλους από τιτλοποίηση περιουσιακών στοιχείων (Asset Backed Securities — ABS), τίτλους από τιτλοποίηση ενυπόθηκων εμπορικών δανείων (Commercial Mortgage Backed securities — CMBS), εγγυημένα δανειακά ομόλογα (Collateralised Loan Obligations — CLO)  και σε τίτλους υψηλού ρίσκου κάθε τύπου φέρνει τεράστια κέρδη στη Wall Street που συγκεντρώνει προμήθειες έως και 4% -5% (συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών αξιολόγησης) για οργάνωση, τιτλοποίηση, τοποθέτηση και στη συνέχεια τη διαχείριση αυτών των εργαλείων που διανέμονται σε επενδυτές που αναζητούν υψηλές αποδόσεις.

Η απόδοση για τον τελικό επενδυτή είναι σαφώς μειωμένη από τις πλούσιες προμήθειες των ενδιάμεσων οι οποίοι στη συνέχεια μεταδίδουν τον κίνδυνο στο σύστημα μέσω μιας έντονης διανομής και εμπορίας του κινδύνου, χωρίς καμία πραγματική εποπτεία για το πού καταλήγουν αυτοί οι κίνδυνοι.

Η κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου υψηλού ρίσκου, δηλαδή του εύκολου χρήματος της κερδοσκοπικής χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας αλλά όχι για επενδύσεις, και η συμπίεση των αποδόσεών του,  έχει θέσει σε κίνδυνο την κερδοφορία ενός κεφαλαίου που ζητά πάντα να διασωθεί από τους κινδύνους που αναλαμβάνει ενώ οι επιχειρηματίες της πραγματικής οικονομίας πολύ συχνά δεν έχουν το ίδιο προνόμιο.

Εάν τώρα είστε αναγκασμένοι να δραστηριοποιείστε σε αγορές που λειτουργούν μόνο όταν οι αποδόσεις ανεβαίνουν και δεν λειτουργούν πλέον όταν οι αποδόσεις πέφτουν, αυτό σημαίνει ότι μπαίνουμε στο έδαφος της καλυμμένης κατάσχεσης κεφαλαίου.

Ουσιαστικά, μπορείτε μόνο να αγοράσετε, αλλά δεν μπορείτε ποτέ να πουλήσετε, γιατί όταν θέλετε να πουλήσετε, θα μπορείτε να το κάνετε μόνο με απαράδεκτες απώλειες. Ως εκ τούτου, τα επενδυμένα κεφάλαια που εμφανίζουν απώλειες παραμένουν παγωμένα εν αναμονή καλύτερων περιόδων, με προφανείς συνέπειες για τη μακροπρόθεσμη απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου.

Σήμερα, οι διαδικτυακές συναλλαγές από επενδυτές λιανικής είναι ο σημαντικότερος ανταγωνιστής του PlayStation. Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί μεσίτες δεν πληρώνουν πλέον καν προμήθειες μεσιτείας, επειδή τα μεγαλύτερα κέρδη γίνονται χρηματοδοτώντας τους πελάτες για μόχλευση 2 ή 3 ή 5 φορές του επενδυμένου κεφάλαιου (εάν δανείζεσαι παίζεις δωρεάν).

Πρόσφατη έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι οι πρόσφατες επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν σε ιδιώτες από την κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποιήθηκαν, από τους λήπτες  που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες εισοδήματος από 35 χιλιάδες-100 χιλιάδες δολάρια, για τους ακόλουθους σκοπούς: 1) για αποταμίευση, 2 ) για τα τρέχοντα έξοδα, 3) διαδικτυακές συναλλαγές (Πηγή: Yodlee Data Analytics).

Αν κάποιος θέλει να κάνει συγκρίσεις με το 1929, έχει άφθονο υλικό.

Η αποτυχία αυτού του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού μοντέλου είναι εμφανής και οι πρόσφατες παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών δείχνουν ότι η κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως εργαλείο για την παραγωγή πλούτου δεν λειτουργεί.

Η λαϊκιστική οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, που  χρησιμοποιεί το δείκτη του χρηματιστηρίου για εκλογικούς λόγους, δεν έχει δημιουργήσει ευημερία στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο οικονομικές πολιτικές που θα δώσουν προτεραιότητα  στο εισόδημα από εργασία θα αποτελέσουν το σημείο καμπής.

Η αύξηση των εισοδημάτων είναι απαραίτητη για την εξυπηρέτηση ενός χρέους που δεν είναι πλέον βιώσιμο με την έκδοση ενός άλλου χρέους, ένα είδος συστήματος Ponzi όπως το 2008, όταν το σύστημα επανεκκίνησε με το ίδιο αποτυχημένο μοντέλο που είχε προκαλέσει την κατάρρευση, για να δημιουργήσει στη συνέχεια ένα άλλο.

Η κρίση λόγω του κορονοϊού ανοίγει μια φάση μετασχηματισμού της οικονομίας υψηλής αστάθειας μέχρι να βρεθεί ένα καλύτερο μοντέλο διαχείρισης της ανάπτυξης.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει απλώς να αναγνωρίσουμε ότι το μοντέλο που βασίζεται στα κέρδη από υπερβολική μόχλευση και μια ανεξέλεγκτη χρηματιστικοποίηση απέτυχε και είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: την εθνικοποίηση του συστήματος που προκάλεσε η υπερβολική κερδοσκοπία, ακριβώς όπως μετά την κρίση του 1929.

Πιστεύω ότι μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για τη διαχείριση αυτής της κρίσης θα μπορούσε να είναι η αναθεώρηση των πολιτικών του New Deal, υποθέτοντας ότι τώρα η παρουσία του κράτους στην οικονομία αναπόφευκτα θα αυξηθεί, η φορολογία θα αυξηθεί και η παγκοσμιοποίηση εδώ και πολύ καιρό δέχεται επίθεση.

Οι γεωπολιτικές τάσεις φαίνεται επίσης να οξύνουν αυτά τα φαινόμενα επειδή ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι στην πραγματικότητα μια γεωπολιτική σύγκρουση που θα συνεχιστεί και θα ενταθεί, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία.

Το τελευταίο προπύργιο άμυνας αυτού του αποτυχημένου οικονομικού μοντέλου παραμένει το ακριβό δολάριο, όταν αντίθετα ο κόσμος χρειάζεται ένα αδύναμο δολάριο, επειδή είναι το κύριο νόμισμα χρηματοδότησης παγκοσμίως. Εάν η αξία του δολαρίου μειωθεί, τότε θα μειωθεί και το κόστος του χρέους για όσους δανείστηκαν σε δολάρια.

Αλλά ενώ πριν την κρίση ο Τραμπ επικαλέστηκε ένα αδύναμο δολάριο, τώρα συνειδητοποιεί ότι η δύναμη του νομίσματος εγγυάται μια ροή κεφαλαίων που έχει ζωτική σημασία για το κολοσσιαίο αμερικανικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), το οποίο χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τις ξένες αποταμιεύσεις.

Η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Κίνα ρίχνουν ποταμούς χρημάτων σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία για να στηρίξουν ένα οικονομικό μοντέλο που περνάει κρίση. Η ισχύς του δολαρίου κρύβει την ευθραυστότητα του συστήματος: η Αμερική χωρίς ξένα κεφάλαια πρακτικά θα χρεοκοπούσε, αφού το εξωτερικό της χρέος είναι ίσο με το 45% του ΑΕΠ.

Για να μειωθεί αυτή η εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο, οι Αμερικανοί θα πρέπει να αυξήσουν την εσωτερική αποταμίευση και να μειώσουν το χρέος, αποδεχόμενοι μια μακρά περίοδο προσαρμογής των συσσωρευμένων ανισορροπιών τα τελευταία δέκα χρόνια και τη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη. Δεδομένου ότι η επιλογή αυτή είναι προς το παρόν απαράδεκτη, έρχεται η FED να παρέμβει για να υποστηρίξει το σύστημα και να ελπίζει ότι όλα θα γίνουν όπως παλιά.

Δυστυχώς, χρόνος για την επιδιόρθωση του συστήματος δεν υπάρχει και ήδη σήμερα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures ) των FED Funds που λήγουν τον Δεκέμβριο του 2020 και τον Μάρτιο του 2021, αποδίδουν αρνητικά επιτόκια στο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αν και η FED συνεχίζει να υποστηρίζει ότι για το δολάριο αρνητικά επιτόκια δεν μπορούν να υπάρχουν.

Ισως ένα μέρος της αγοράς κατάφερε να ξεφύγει από τη σοβιετικοποίηση και προαναγγέλλει την αρχή της κατάρρευσης του τελευταίου κομματιού που θα παράξει μια πλήρη αναδιάρθρωση του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η λεγόμενη φάση 2, η περίοδος μετάβασης μετά το λοκντάουν για τη διεθνή οικονομία, δεν έχει ξεκινήσει καν και το πιο εύκολο κομμάτι διαχείρισης της κρίσης (δηλαδή το τύπωμα χρήματος) έχει ήδη τελειώσει. Ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει μια γρήγορη και εύκολη ανάκαμψη, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η ανάκαμψη θα είναι αργή και απογοητευτική. 
Το να ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά όλα θα λυθούν τυπώνοντας χρήμα είναι καθαρή οικονομική αλαζονεία. Το να υπερασπιζόμαστε υπεράσπιση μέχρι τέλους ενός μοντέλου ανάπτυξης που δεν παράγει πλέον πλούτο (παρά μόνο για λίγους) αλλά μόνο χρέη (για πολλούς) θα είναι πιθανώς το μοιραίο λάθος.