Ελλάδα: Περισσότερες θυσίες χωρίς κανένα αντίκρυσμα


Ελλάδα: Περισσότερες θυσίες χωρίς κανένα αντίκρυσμα - Αξίζει το ευρώ το κόστος μιας προκυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής και μιας εσωτερικής υποτίμησης;

Η Ελλάδα σε δύσκολη καμπή. Δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο έτσι, αλλά υπάρχει και ο φόβος του άλματος στο κενό.

Τα βασικά σημεία μελέτης (paper) των  Weisbrot και Montecino, του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής και Έρευνας (C.E.P.R.)., σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να μιμηθεί την επιτυχία της Αργεντινής.


Αυτή την εβδομάδα (στμ. η μελέτη γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 2012) η ελληνική κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία δανεισμού με τις ευρωπαϊκές αρχές και το ΔΝΤ ύψους 130 δισ. ευρώ, μέρος ενός νέου πακέτου που θα αντικαταστήσει το σημερινό πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που ξεκίνησε το Μάιο του 2010. Παρά το ότι η συμφωνία θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποφύγει το Μάρτιο τη στάση πληρωμών,εντούτοις υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για το αν το συμφωνηθέν πρόγραμμα θα καταφέρει να επαναφέρει τη χώρα στο δρόμο της ανάπτυξης, σε ένα βιώσιμο επίπεδο δανειακής επιβάρυνσης, καθώς και την πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων δανεισμού.



Η αποτυχία του προγράμματος

Το πιο σοβαρό πρόβλημα ως προς τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική της είναι προκυκλική – δηλαδή, η κυβέρνηση ήταν και παραμένει προσηλωμένη στην μείωση του προϋπολογισμού, ενώ η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Το 2010-11, η ελληνική κυβέρνηση πήρε μέτρα μείωσης  των δαπανών ύψους  8,7 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται και αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την επίτευξη των στόχων των εσόδων. Το ΔΝΤ υποβάθμισε την πτώση του ΑΕΠ στην Ελλάδα, μειώνοντας τις αρχικές του εκτιμήσεις κατά 6,9 τοις εκατό, το Σεπτέμβριο του 2010. Τα δύο τρίτα της πτώσης σημειώθηκαν μέσα σε διάστημα πέντε μηνών μεταξύ τέταρτης  και πέμπτης αναθεώρησης του προγράμματος (Δεκέμβριος 2011).

Παρά το  ότι το μεγαλύτερο μέρος της προβλεπόμενης προσαρμογής για το 2012 ήταν με τη μορφή της αύξησης των εσόδων, η πέμπτη αναθεώρηση του ΔΝΤ αναφέρει ότι στο 2013-2014 πρέπει να υπάρξει μια στροφή προς τις περικοπές των δαπανών. Αυτό θα αυξήσει τους κινδύνους μιας παραπέρα παράτασης της ύφεσης.

Το πρόγραμμα του ΔΝΤ προβλέπει επίσης μεγάλα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις – γύρω στα 15 τοις εκατό του ΑΕΠ για τα επόμενα δύο χρόνια, και 22 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2017. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια τα έσοδα από τις  ιδιωτικοποιήσεις ήταν ελάχιστα, και η πέμπτη αναθεώρηση σημειώνει ότι και από μόνα τους  τα μειωμένα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις
θα μπορούσαν  να ανεβάσουν το λόγο χρέους / ΑΕΠ στο 138 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2020, αντί του 120 τοις εκατό, όπως αναμενόταν.

Το πρόγραμμα θα μπορούσε εύκολα να αποτύχει λόγω της μειωμένης ανάπτυξης. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα οικονομική ύφεση στη ζώνη του ευρώ, αυτό μοιάζει απολύτως εφικτό.
Τη Δευτέρα, δημοσιεύματα  στο Τύπο έκαναν λόγο για ένα εμπιστευτικό έγγραφο που προοριζόταν για τους υπουργούς οικονομικών του Ecofin, το οποίο περιέγραφε ένα σενάριο για την ελληνική οικονομία πολύ πιο απαισιόδοξο. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το χρέος θα έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις  και η Ελλάδα θα χρειαζόταν «γύρω στα 245 δισεκατομμύρια ευρώ ως βοήθεια, πολύ μεγαλύτερη από τα  170 δισεκατομμύρια ευρώ όπως εκτιμήούσαν οι υπουργοί της ζώνης του ευρώ». Το δε χρέος
το 2020 θα εκτοξευθεί στο 160 τοις εκατό του ΑΕΠ . Με δεδομένη την μέχρι τώρα μεγάλη υποτίμηση της πτώσης του ΑΕΠ από μεριάς ΔΝΤ, και την αποτυχία των ευρωπαϊκών αρχών να αναγνωρίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής συρρίκνωσης, το πιο απαισιόδοξο σενάριο θα μπορούσε να είναι το πιο ρεαλιστικό.

Το οικονομικό κόστος της προσαρμογής στην Ελλάδα είναι ήδη αρκετά υψηλό. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ που παίρνουν υπόψη τους  τα τελευταία στοιχεία, αν η οικονομία φέτος βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης θα έχει χάσει το 15,8 τοις εκατό του ΑΕΠ της προ της ύφεσης χρονιάς. Αυτό θα καθιστούσε την Ελλάδα μία από τις χειρότερες περιπτώσεις πτώσης του ΑΕΠ λόγω οικονομικής κρίσης τον 20ο
και τον 21ο αιώνα.
Η Ελλάδα υφίσταται ήδη το βάρος των υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ, στο 6,8 τοις εκατό του ΑΕΠ. Μόνο δύο άλλες χώρες φτάνουν στο 4 τοις εκατό (Ιταλία και Πορτογαλία). Ελάχιστες  χώρες στον κόσμο επιβαρύνονται με μεγαλύτερους τόκους από την Ελλάδα, και είναι απίθανο να πέσουν κάτω από 6 τοις εκατό, ακόμη και με τη σχεδιαζόμενη αναδιάρθρωση του χρέους.

Το κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος της ύφεσης στην Ελλάδα, έχει σοβαρές επιπτώσεις. Σύμφωνα με τις εθνικές στατιστικές, η ανεργία το Νοέμβριο έφθασε σε επίπεδα ρεκόρ, στο 20,9 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού, ενώ οι τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ δείχνουν ότι η ανεργία στην Ελλάδα το 2016 θα εξακολουθείσει να κινείται στο 17 τοις εκατό. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ σχετικά με το ποσοστό ανεργίας το 2013 μεταξύ της πρώτης και της πέμπτης αναθεώρησης του προγράμματος αυξήθηκαν  πάνω από το ένα τρίτο, από 14,5 τοις εκατό στο 19,5 τοις εκατό. Το ποσοστό του απασχολούμενου πληθυσμού σε εργάσιμη ηλικία είναι σήμερα κάτω από αυτό του 1994, ενώ παρατηρείται μεγάλη  αύξηση των αυτοκτονιών και της εγκληματικότητας και η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη έχει μειωθεί.

Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει τους δημοσίους υπαλλήλους κατά 150.000 εργαζόμενους  έως το 2015, να περικόψει τον κατώτατο μισθό κατά 20 τοις εκατό (και 32 τοις εκατό για τους νέους κάτω των 25 ετών), και να αποδυναμώσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και την αναδιανομή του εισοδήματος προς τα πάνω.
Το σκεπτικό που βρίσκεται  πίσω από όλες αυτές τις αλλαγές είναι η «εσωτερική υποτίμηση», όπου το κόστος εργασίας, υπό την πίεση του υψηλού ποσοστού ανεργίας και την ύφεση, θα συρρικνωθεί  τόσο που η οικονομία θα γίνει περισσότερο ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο και θα ανακάμψει μέσω των εξαγωγών. Μετά όμως από τέσσερα χρόνια ύφεσης  και ρεκόρ υψηλής ανεργίας, η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι υψηλότερη από ό, τι ήταν το 2006. Με άλλα λόγια, ακόμα δεν έχει υπάρξει εσωτερική υποτίμηση.


Υπάρχουν άλλες λύσεις;

Το έγγραφο κάνει και μια σύντομη αναφορά στην εναλλακτική λύση μιας ελεγχόμενης στάσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί,  λόγω των επαναλαμβανόμενων κρίσεων και της συνεχόμενης ύφεσης.
Η επιτυχία της παύσης πληρωμών και της υποτίμησης του νομίσματος στη Αργεντινή  αποτελεί  ένα σοβαρό μέτρο σύγκρισης.
Η Αργεντινή επιχείρησε  μάταια μια εσωτερική υποτίμηση επί τρεισήμισι χρόνια ύφεσης, ξεκινώντας από τα μέσα του 1998. Μετά την παύση πληρωμών τον Δεκέμβριο του 2001 και την υποτίμηση του νομίσματος της λίγες εβδομάδες αργότερα, η οικονομία της συρρικνώθηκε για ένα μόνο τρίμηνο (μείωση του ΑΕΠ κατά  4,9% ), στη συνέχεια όμως ανέκαμψε και αναπτύχθηκε πάνω  από 63 τοις εκατό τα επόμενα έξι χρόνια. Αν η Αργεντινή χρειάστηκε τρία χρόνια, για να ανακτήσει το προ της ύφεσης ΑΕΠ, τότε η Ελλάδα με το πρόγραμμα που εφαρμόζεται σήμερα προβλέπεται ότι θα χρειαστεί  πάνω από μια δεκαετία.


Κόντρα στα στερεότυπα, η ανάκαμψη της Αργεντινής δεν ήταν μια «έκρηξη της τιμής των πρώτων υλών» με βάση τις εξαγωγές της σόγιας, αλλά ούτε μία ανάπτυξη με βάση τις εξαγωγές. Σε πραγματικούς όρους, οι εξαγωγές συνεισέφεραν μόνο κατά 12% στην ανάπυξη, και μόνο το ήμισυ των εξαγωγών  ήταν πρώτες ύλες.

Φυσικά, οφείλουμε να τονίσουμε ότι οι εξαγωγές συνέβαλαν με άλλο τρόπο, και κυρίως  επειδή  παρείχαν  ξένο νόμισμα κάτι αναγκαίο για τη χρηματοδοτηση σημαντικών  εισαγωγών. Αυτό είναι ένα σημαντικό εμπόδιο για μια χώρα χωρίς το δικό της «ισχυρό» νόμισμα, όπως είναι για παράδειγμα, το αμερικανικό δολάριο. Μια χώρα μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς της σε εγχώριο νόμισμα, πρέπει όμως να διαθέτει  αρκετό ξένο νόμισμα ώστε να αποφύγει μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών της. Ο φόρος επί των κερδών των εξαγωγέων έπαιξε και αυτός ένα σημαντικό ρόλο στα φορολογικά  έσοδα την πρώτη περίοδο της επέκτασης.

Αλλά οι εξαγωγές θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν παρόμοιο ρόλο και στην ελληνική ανάκαμψη. Στην πραγματικότητα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, είναι σχεδόν διπλάσιες, ως προς το ΑΕΠ, από ό, τι ήταν στην Αργεντινή την περίοδο της παύσης πληρωμών και της υποτίμησης του νομίσματος της. Και όπως στην Αργεντινή, οι εξαγωγές αυτές θα μπορούσαν να παίξουν ένα τεράστιο ρόλο στην οικονομία, όχι μόνο επειδή είναι πιο συμφέρουσες (στμ. πιο φτηνές)  για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και επειδή με το κάθε ευρώ ή το κάθε δολάριο από τις εξαγωγές θα μπορούσαν να εισαχθούν προϊόντα  από το εξωτερικό. Ο μύθος ότι η Ελλάδα δεν θα έχει τόσα κέρδη από τις εξαγωγές όσα η Αργεντινή, «επειδή δεν έχει τίποτα να εξάγει»  είναι λάθος από κάθε άποψη: είτε επειδή η  Ελλάδα ήδη εξάγει, και σε σχέση με την οικονομία της, πολύ περισσότερο από ό, η Αργεντινή, είτε επειδή η ανάκαμψη της Αργεντινής δεν ήταν μια ανάκαμψη που οφειλόταν  στις εξαγωγές.

Αλλά τότε, πως ανέκαμψε η Αργεντινή, αν όχι από την «έκρηξη της τιμής των πρώτων υλών» όπως συνηθίζουν  να λένε, λαθεμένα; Πολλές πολιτικές έπαιξαν σημαντικό ρόλο, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι η Αργεντινή είχε απαλλαγεί από το τεράστιο χρέος της, και, ίσως το πιο σημαντικό, ότι απαλλάχθηκε από την εφαρμογή προκυκλικών πολιτικών που κέκαναν αδύνατη την όποια ανάκαμψη, οπότε και μπόρεσε να υιοθετήσει αντικυκλικές πολιτικές για την ανάπτυξη της.Αυτές ήταν οι αλλαγές- που θα μπορούσε  να υιοθετήσει και  η Ελλάδα αν αποφάσιζε τη στάση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ - που έκαναν τη διαφορά μεταξύ μιας ύφεσης / στασιμότητας δίχως τέλος, και μιας σημαντικής οικονομικής ανάκαμψης.

Κατά κάποιο τρόπο, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλλίτερη θέση από την Αργεντινή. Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της βρίσκεται στα χέρια ξένων οργανισμών, κάτι που θα περιορίσει τις επιπτώσεις της παύσης πληρωμών στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό της σύστημα . Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της διέπεται από την εσωτερική της νομοθεσία, που μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα των πιστωτών να ασκήσουν αγωγές κατά της ελληνικής κυβέρνησης.
Επιπλέον, αν οι ευρωπαϊκές αρχές αποφασίσουν να τιμωρήσουν την Ελλάδα για την παύση πληρωμών και την έξοδο της  από το ευρώ, τότε η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει πολλές πιθανές πηγές ξένου συναλλάγματος (περισσότερες  από όσες είχε η Αργεντινή, μετά την παύση πληρωμών, η οποία τα πρώτα χρόνια δεν ήξερε πού να απευθυνθεί για να δανειστεί), αφού υπάρχουν πολλές χώρες με πλεόνασμα χρημάτων που θα μπορούσαν ευχαρίστως να επενδύσουν στην Ελλάδα, αν οι προοπτικές ανάπτυξης βελτιωθούν, παρά την προθυμία των πιστωτών να τιμωρήσουν την Ελλάδα.

Η Αργεντινή αποκόπηκε από τις διεθνείς δανειοδοτικές και δανειοληπτικές αγορές μετά την στάση πληρωμών. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και σχεδόν όλος ο Τύπος προέβλεπαν  ότι η Αργεντινή θα ζούσε ένα μακρύ εφιάλτη μετά την παύση πληρωμών / υποτίμηση του νομίσματος. Το ΔΝΤ άσκησε φοβερές πιέσεις στην Αργεντινή, για να πληρώσει περισσότερα στους  ξένους πιστωτές της, και να αποδεχθεί τις οικονομικές πολιτικές κάτι που η κυβέρνηση της Αργεντινής αρνήθηκε επειδή θα υπονόμευαν την ανάκαμψη. Όταν η Αργεντινή αρνήθηκε να παραδοθεί, και σταμάτησε να πληρώνει το  ΔΝΤ το Σεπτέμβριο του 2003 αντί να δεχθεί τους όρους του, πολλοί φοβήθηκαν  ότι η χώρα θα αποκοπεί και από τις εμπορικές πιστώσεις - αφού θεωρήθηκε ότι το ΔΝΤ θα είχε την εξουσία να το κάνει. Καμία χώρα μεσαίου μεγέθους, και μη πτωχευμένη τεχνικά, δεν είχε ποτέ κηρύξει αδυναμία πληρωμών στο ΔΝΤ. Οταν όμως η Αργεντινή ανακοίνωσε στάση πληρωμών στο Ταμείο το 2003, το ΔΝΤ υποχώρησε αμέσως και συμφώνησε μια επιμήκυνση πληρωμής του χρέους της χώρας.

Αυτή η πλευρά  της ιστορίας είναι σημαντική, διότι δείχνει ότι οι προσπάθειες ακόμα και των πιο ισχυρών πιστωτών να τιμωρήσουν την παύση πληρωμών δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Στην πρόσφατη ιστορία, τουλάχιστον, κάποιες χώρες που δεν συμμορφώθηκαν πήγαν καλά ή πολύ καλά, όπως η Αργεντινή το 2001, η  Ρωσία το 1998 και το Εκουαδόρ το 2008. Ενα θέμα κοινό στην πρόσφατη εμπειρική βιβλιογραφία για την στάση πληρωμών είναι η αδυναμία να προσδιοριστούν στατιστικά σημαντικές δαπάνες που να συνδέονται με επεισόδια στάσης πληρωμών.

Και η Ελλάδα βρίσκεται  ήδη σε αυτό το σημείο,με βάση το μέγεθος της αναμενόμενης υποτίμησης που ισχύει, και τις  ζοφερές προοπτικές για το μέλλον, οπότε θα χρειαστεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να ανακτήσει και πάλι την πρόσβαση στις αγορές. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να επανέλθει πιο γλήγορα στις αγορές, αν η κυβέρνηση μπορούσε να διαγράψει μεγαλύτερο μέρος του χρέους της και να επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Οσο για τα  αρνητικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο που ορισμένοι  έχουν επισημάνει είναι  ότι η Ελλάδα δεν έχει πλέον το δικό της νόμισμα και ότι θα πρέπει να επαναφέρει τη δραχμή. Αν και αυτό δημιουργεί κάποια λογιστικά προβλήματα δυνητικά σοβαρά, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι, αυτό από μόνο του, θα καθιστούσε την Ελλάδα διαφορετική από όλες τις άλλες χώρες που έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις.

Φυσικά υπάρχουν και άλλες χώρες εκτός της Αργεντινής που έχουν υποστεί σοβαρές οικονομικές κρίσεις και υποτιμήσεις του νομίσματος τους,όπως η Νότια Κορέα, η Ινδονησία και η Ταϊλάνδη κατά την ασιατική οικονομική κρίση του 1997-98. Αλλά καμία από αυτές δεν υπέστη ταυτόχρονα μείωση της παραγωγής και επιβράδυνση της ανάκαμψης όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.

Η επιλογή της στάσης πληρωμών / εξόδου από το ευρώ για την Ελλάδα είναι μια δύσκολη απόφαση, και, φυσικά, ενέχει πολλούς κινδύνους. Πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο και την ταχύτητα με την οποία οι αρχές θα καταφέρουν να βγουν από την χρηματοπιστωτική κρίση και να προχωρήσουν προς την οικονομική ανάκαμψη. Όπως προαναφέρθηκε, στην Αργεντινή χρειάστηκε  μόνο ένα τρίμηνο, για να ξαναπάρει η οικονομία μπροστά και να αναπτυχθεί μετά τη  στάση πληρωμών και την  υποτίμηση του νομίσματός της.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης, και την μείωση της παραγωγής και της απασχόλησης, αν  η κυβέρνηση αποφασίσει παύση πληρωμών και έξοδο της χώρας από το ευρώ. Και αυτό είναι που κάνει δύσκολη αυτή την απόφαση για την κυβέρνηση ή το όποιο πολιτικό κόμμα : από την άλλη μεριά της εξίσωσης, είναι άγνωστο πότε η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει, σύμφωνα με το ισχύον πρόγραμμα. Έτσι, αν και το σημερινό πρόγραμμα έχει αποτύχει παταγωδώς και αναμένεται να συνεχίσει  να αποτυγχάνει και στο μέλλον, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις συνέπειες  της μίας ή της άλλης επιλογής. Και για την πολιτική ηγεσία είναι πιο βολικό να αποδεχθεί το πρόγραμμα της τρόικας, σα να μην υπήρχε - όπως υποστηρίζουν οι  ευρωπαϊκές αρχές και τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης - άλλη επιλογή.

Αλλά η άποψη ότι η παύση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ θα ήταν μια καταστροφή του μεγέθους μιας Μεγάλης Ύφεσης είναι αβάσιμη. Η Μεγάλη Ύφεση, δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός και μόνο γεγονότος, αλλά το αποτέλεσμα μιας μακράς σειράς κακών πολιτικών αποφάσεων στη διάρκεια του χρόνου -  όπως έγινε περίπου και με την πολιτική της «εσωτερική υποτίμηση» που  οι αρχές της ΕΕ εφαρμόζουν σήμερα στην Ελλάδα . Μια στάση πληρωμών / έξοδος από το ευρώ ενδεχομένως να οδηγήσει σε  οικονομική κρίση, αλλά δεν θα μπορούσε από μόνη της να ποδηγήσει σε Μεγάλη Ύφεση. Λαμβάνοντας υπόψη την πρόγνωση για την Ελλάδα στα πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος, και την πιθανότητα να πληγεί από επαναλαμβανόμενες κρίσεις, καθώς και ότι μπορεί να καταλήξει και σε μια  ανεξέλεκτη στάση πληρωμών, ο στόχος της στάσης πληρωμών και της εξόδου από το ευρώ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η πιο συνετή επιλογή και θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως εναλλακτική λύση στα προβλεπόμενα για τη συγκυρία  σενάρια.


 ΠΗΓΗ :   More Pain, No Gain for Greece: Is the Euro Worth the Costs of Pro‐Cyclical FiscalPolicy and Internal Devaluation?



υ.γ. Για το ίδιο θέμα  και ο Paul Krugman στο άρθρο του The Conscience of a Liberal










 το περγάδι είναι υπό άδεια Creative Commons Αναφορά προέλευσης-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα. Awesome Inc. πρότυπο