Επιστολή Ασάντζ: «Σε τελευταία ανάλυση δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά η αλήθεια»



Έκκληση βοήθειας από τον φυλακισμένο ιδρυτή των Wikileaks

Σε συνθήκες απομόνωσης υπό εξαιρετικά σκληρούς όρους συνεχίζει να κρατείται ο Τζούλιαν Ασάντζ μετά την βίαιη απομάκρυνσή του από την πρεσβεία του Ισημερινού στη Βρετανία. Παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και του ΟΗΕ,  τίποτε δεν έχει αλλάξει στους όρους κράτησής του που μοιάζουν περισσότερο με ψυχολογικά βασανιστήρια, όπως καταγγέλλει εμπειρογνώμονες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών,  ενώ το κατηγορητήριο σε βάρος, ιδιαίτερα από πλευράς ΗΠΑ, διογκώνεται διαρκώς και οι σουηδικές αρχές, εντελώς τυχαία, ξανάνοιξαν τον φάκελο με τις καταγγελίες περί βιασμού που είχαν κλείσει.
Η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνεται διαρκώς και σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, είναι τόσο άρρωστος που δεν είναι σε θέση καν να παραστεί με βιντεοκλήση στη δικαστική διαδικασία που θα γίνει για αυτές τις καταγγελίες.
Την ίδια ώρα, όμως, τίποτε δεν φαίνεται να γίνεται προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα υγείας του ή έστω κάπως να απαλυνθούν, κατά παραβίαση κάθε έννοιας ανθρωπίνου δικαιώματος.

Είναι προφανές ότι πολλά και πολύ ισχυρά, αν όχι τα ισχυρότερα κέντρα εξουσίας, θέλουν τον Ασάντζ καταχωνιασμένο σε ένα μπουντρούμι, βαθύτατα ταπεινωμένο, γονατισμένο, ως παράδειγμα προς αποφυγή για κάθε έναν που θα τολμήσει να σκεφτεί ότι υπάρχει τρόπος να γίνουν αποκαλύψεις για το πώς λαμβάνονται και υλοποιούνται διαφόρων ειδών αποφάσεις από κυβερνήσεις, πολιτικούς και στρατό σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας. 

Η προσπάθεια ηθικής, πνευματικής, ψυχικής και τελικά και βιολογικής εξόντωσης του Ασάντζ δεν αφορά μόνο τον ίδιο, και στην τελική ούτε μόνο τα Wikileaks, μέσα από τα οποία αποκαλύφθηκαν πολλές ανατριχιαστικές πτυχές του τι σημαίνει ισχύς, εξουσία, συμφέροντα, καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός προς μεγάλη δυσαρέσκεια πολλών.

 Αφορά τη δημοσιογραφία συνολικά καθώς αν τελικά δεχτεί κανείς ότι ο Ασάντζ είναι ένοχος γιατί αποκάλυψε στοιχεία που αφορούν κυβερνητικές και κρατικές αποφάσεις (κατασκοπεία και υπονόμευση της δυνατότητας της χώρας να αμυνθεί) ή αν ενοχοποιούνται αυτοί που του τα έδωσαν ή αυτός που δεν αποκαλύπτει τις πηγές του, τότε πρακτικά υπονομεύεται, αν δεν αναιρείται ολοκληρωτικά, η έννοια της ελευθερίας του Τύπου και της  δημοσιογραφίας.

Παραθέτουμε παρακάτω επιστολή που ο Ασάντζ απευθύνει στον ανεξάρτητο δημοσιογράφο Gordon Dimmack, την οποία αναπαράγουμε από το pressenza.gr , η οποία γράφει τα εξής:

«Μου αρνούνται κάθε δυνατότητα προετοιμασίας για την υπεράσπισή μου. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχω πρόσβαση σε φορητό υπολογιστή, στο ίντερνετ, σε βιβλιοθήκη, αλλά ακόμα κι αν είχα, θα ήταν για μισή μόλις ώρα σε εβδομαδιαία βάση και μαζί με άλλους. 

Μπορείτε να με επισκεφτείτε μόνο δύο φορές το μήνα αλλά χρειάζονται εβδομάδες για να γραφτεί κάποιος στη λίστα των κλήσεων και με τρόπο μάλιστα άσκοπο, όπου όλα τα δεδομένα μεταφέρονται στο κέντρο ελέγχου ασφαλείας.

 Συν τοις άλλοις, όλες οι τηλεφωνικές κλήσεις συν του δικηγόρου ηχογραφούνται κι είναι περιορισμένες στα 10 λεπτά την ημέρα, μέσα σ’ένα περιθώριο των 30 λεπτών στα οποία όλοι οι κρατούμενοι συναγωνίζονται για το τηλέφωνο.

Οι εισερχόμενες κλήσεις απαγορεύονται. Όσο για τα χρήματα που χρειάζονται για τις τηλεφωνικές κλήσεις; Αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ενώ επιτρέπονται μερικά μόλις βιβλία για κάθε εβδομάδα.

Εδώ και 9 χρόνια, μία υπερδύναμη προετοιμάζεται για τη δίκη με εκατοντάδες ανθρώπους και αμέτρητα εκατομμύρια. Δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και στηρίζω τις ελπίδες μου σε εσάς και σε άλλα άτομα καλής θέλησης και ηθικής, για να διασφαλίσω τη ζωή και την ακεραιότητά μου.

Παραμένω σώος, αλλά βρίσκομαι ανάμεσα σε εγκληματίες. Οι ημέρες που θα μπορούσα να μελετήσω, να μιλήσω και να αμυνθώ, να υπερασπιστώ τις ιδέες μου και τον κόσμο μου έχουν περάσει, έχουν χαθεί, μέχρι τη στιγμή που θα είμαι και πάλι ελεύθερος. Θα πρέπει τώρα εσείς να το κάνετε για μένα.

Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, ή οι άθλιες δυνάμεις που απεχθάνονται την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια, προτιμούν να χρησιμοποιούν την απάτη και τη νοθεία για να ενθαρρύνουν την έκδοσή μου, ακόμα και τον θάνατό μου από το να επιτρέψουν στον κόσμο να γνωρίσει την αλήθεια για την οποία έχω λάβει κατά καιρούς τις υψηλότερες δημοσιογραφικές διακρίσεις και υπήρξα επτά φορές υποψήφιος  για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Σε τελευταία ανάλυση, δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά η αλήθεια.»