Λάκκος λεόντων




Δημήτρης Νανούρης


Επεσε στα χέρια μου το πόνημα «Η Ελλάδα στο λάκκο των λεόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης», που κυκλοφόρησε εσχάτως από τις εκδόσεις «matura» σε επιμέλεια του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης. Πρόκειται για τόμο 264 σελίδων με πρωτοποριακά κείμενα που δημοσιεύτηκαν από το 1945 έως το 1962, με θέμα τις περιπέτειες της χώρας μας στην Κοινή Αγορά των Εξ, αργότερα ΕΟΚ και πιο πρόσφατα Ε.Ε. Ποιος θυμάται, αλήθεια, τον Γιάννη Ιμβριώτη, τον Νίκο Κιτσίκη, τον Δημοσθένη Στεφανίδη, τον Δημήτρη Μπάτση, ίσως ακόμα και τον Ηλία Ηλιού, διανοούμενους υψηλού διαμετρήματος που συντόνισαν το βήμα τους με την πορεία της πληθυντικής Αριστεράς. Πρόκειται για τους συγγραφείς του βιβλίου, μαζί με τον Νίκο Ζαχαριάδη που οι περισσότεροι θυμόμαστε όχι για τη θεωρητική του συνεισφορά, αλλά για τον τραγικό του βίο και θάνατο. Στοχαστές με εμπεριστατωμένο προγραμματικό λόγο διέβλεψαν νωρίς τις συνέπειες, μένοντας πιστοί στην άρνηση της εισόδου μας στην Ε.Ε. Περιγράφουν προφητικά στις σελίδες τους ό,τι ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες και βιώνουμε με οδυνηρό τρόπο στις μέρες μας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εισαγωγή του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας, Θόδωρου Μαριόλη.

Οξυδερκής αναλυτής ο Ηλίας Ηλιού συγκεφαλαιώνει εναργώς της επιπτώσεις της αμφιλεγόμενης επιλογής στο έργο «Η Ελλάς στον λάκκο των λεόντων», που αποτελεί σύνθεση αγορεύσεών του στη Βουλή περί τις αρχές του ’60. Ιδού δεινό απόσπασμα: Εχουμε δηλαδή εδώ μια περίπτωση, όπου ο καπιταλισμός υψώνει τις τρίχες της χαίτης του σαν λιοντάρι, γίνεται επιθετικός, γίνεται ιμπεριαλισμός. Οσον αφορά το ειδικώτερο επιχείρημα ότι έληξε ή λήγει η αποικιοκρατία και ότι συνεπώς για την αντικατάσταση των χαμένων καταναλωτών του πρώην αποικιακού χώρου, θα αναγκασθούν οι ανεπτυγμένοι οικονομικώς συνεταίροι της Κοινής Αγοράς να επιδιώξουν την οικονομική ανάπτυξη των υποαναπτύκτων μελών για να δημιουργήσουν έτσι νέους καταναλωτές, πιστεύουμε ότι το επιχείρημα αυτό αντιστρέφεται, διότι ακριβώς, όταν στερεύη μια αποικία, δημιουργούνται προϋποθέσεις και όρια αποικιακής εκμεταλλεύσεως άλλων πληθυσμών, όπου έως τώρα είχαν παραμεληθή.

Και πιστεύουμε ότι η Ελλάς, που σύρεται στην Κοινή Αγορά, όχι μόνο προορίζεται γι’ αυτού του είδους την εκμετάλλευση, αλλά συγχρόνως με την εισροή των ανέργων και υποαπασχολουμένων προς τις χώρες τις βιομηχανικώς ανεπτυγμένες –γιατί κι αυτό θα γίνη– δημιουργούνται προϋποθέσεις αυξήσεως της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων και επομένως προϋποθέσεις αποικιοκρατικής μορφής κατά του ίδιου του πληθυσμού των εξ χωρών. [...] Κοινή Αγορά δεν θα ειπή και κοινή περιουσία και κοινή παραγωγή και κοινή διανομή. Αλλά θα ειπή ένα χώρο στον οποίο εκείνος που θα είναι ανεπτυγμένος και δεν έχει ανάγκη δασμολογικής προστασίας συντρίβει τον εισερχόμενο στον ίδιο χώρο που με την κατάργηση των δασμών μένει απροφύλαχτος, του διαλύει την οικονομία του και επιβάλλει στη χώρα εκείνη την πώληση των δικών του προϊόντων. Ωστε ερχόμαστε στην επαλήθευση ότι στους κοινούς τελωνειακούς χώρους οι πλούσιοι γίνονται πλουσιώτεροι και οι πτωχοί πτωχότεροι

Απόψεις : ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ

του Κυριάκου Κατζουράκη

Εκτίμηση για το μετεκλογικό τοπίο

1. Οι βουλευτικές εκλογές θα κρίνουν το νέο κυβερνητικό διαχειριστή της μνημονιακής πολιτικής, τη διάταξη και το συσχετισμό του αστικού διπολισμού και την αντιπολίτευση εναντίον τους. Θα ανοίξουν το δρόμο, όχι μόνο για τη συνέχιση αλλά και για μια κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης του κεφαλαίου, με κυβέρνηση αυτοδύναμη ή «με κορμό» τη ΝΔ. Η χώρα εισέρχεται σε μια νέα κατάσταση, σε μια νέα ιστορική φάση.


2. Η κυβέρνηση που θα προκύψει καλείται να διαχειριστεί ως κύρια προβλήματα 

α) το εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα (47% του πληθυσμού σε φτώχεια, μισθοί πείνας, δομική ανεργία, ελαστική και εξουθενωτική εργασία, χρέη 4 εκατομμυρίων εργαζομένων, 1,4 εκατ. κατασχέσεις, ξεχαρβαλωμένο σύστημα υγείας και πρόνοιας κ.α.), β) το πρόβλημα του χρέους και των τραπεζών, γ) το πρόβλημα των επενδύσεων, δ) την ένταση των ανταγωνισμών με την Τουρκία στην Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο, ε) την κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τον ανταγωνισμό με ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και τη θέση της ελληνικής αστικής τάξης.

3. Το πρόγραμμα της ΝΔ κινείται προς α) τη νομοθετική γενίκευση της επέκτασης του εργάσιμου χρόνου και άρα, την τυπική κατάργηση του ήδη διάτρητου 8ωρου, β) την προσέλκυση επενδύσεων με τη μείωση της φορολογίας των κερδών και των μεγάλων επιχειρήσεων, σε συμμαχία με τη μεσαία και μικρή αστική τάξη, γ) την επέκταση και εμβάθυνση της ιδιωτικής υγείας, παιδείας και πρόνοιας, δ) μια επαναδιαπραγμάτευση για το χρέος με τη μορφή της ελάφρυνσης των πλεονασμάτων, ε) τη συνέχιση της υποταγής στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με μια τάση συνδιαλλαγής με την Τουρκία αλλά και επιθετικότερης στάσης στα Βαλκάνια (αναδιαπραγμάτευση Συμφωνίας Πρεσπών) και στ) την αυταρχική αντιμετώπιση των αναμενόμενων λαϊκών αντιδράσεων («νόμος και τάξη»).

4. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπει σε μια φάση κρίσης της σχέσης του με ευρύτερες λαϊκές μάζες και επαναπροσδιορισμού της θέσης του, ενώ θα παρέμβει με όποιες δυνάμεις έχει στο μαζικό κίνημα για να επανεγκλωβίσει μάζες στο συμβιβαστικό πρόγραμμά του για μια επάνοδο στην κυβέρνηση, σε ανταγωνισμό με το ΚΙΝΑΛ. Η αριστερή εργατική λαϊκή βάση του μπορεί να παίξει ρόλο στη νέα κατάσταση, στο βαθμό που απεγκλωβίζεται από το πρόγραμμά του και στρέφεται, αντί για την κοινοβουλευτική αναμονή, στο συλλογικό μαζικό αγώνα. Το ΜέΡΑ25, με τα αρχηγικά, αστικά και κοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά του δεν μπορεί να παίξει ρόλο στο μαζικό κίνημα. Φιλοδοξεί να καλύψει το κενό μια «ρεαλιστικής» αντιπολίτευσης, που κατείχε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015, σε πιο συμβιβαστική κατεύθυνση.

5. Η νέα φάση στην οποία μπαίνουμε, βρίσκει τις εργατικές και λαϊκές οργανώσεις, τα συνδικάτα, τους μαζικούς φορείς, τη μαχόμενη, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά, σε χειρότερη κατάσταση. Οι τριπλές εκλογές της 26ης Μαΐου έδωσαν το πρώτο μήνυμα. Οι βουλευτικές πολύ πιθανό θα αποτυπώσουν ακόμη βαθύτερα αυτή την κατάσταση και για τους τρεις κύριους σχηματισμούς της. Είναι απαραίτητο ένα πολιτικό πρόγραμμα πάλης και διεκδικήσεων που θα αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη νέα κατάσταση και επίθεση.

Η κατάσταση στην Αριστερά

6. Η ΛΑΕ τελεί υπό διάλυση και συνεπώς δεν θα μπορεί να επηρεάσει βαθιά τις εξελίξεις, πολύ περισσότερο να παίξει το ρόλο του εμπνευστή και οργανωτή της αντιπολίτευσης και αντεπίθεσης. Το ΚΚΕ βρίσκεται σε εσωτερικό αναβρασμό. Παρόλα αυτά θα αποτελεί τη μοναδική αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και την κύρια οργάνωση στο μαζικό κίνημα. Όμως, η μέχρι τώρα στρατηγική και τακτική του δεν δίνουν δυνατότητες για μια μαζική ενωτική πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων.

7. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται σε ανοιχτή κρίση. Όμως, θα παραμείνει μια βασική εξωκοινοβουλευτική δύναμη της Αριστεράς με επαναστατική αντικαπιταλιστική αναφορά. Στις προεκλογικές διακηρύξεις της υπόσχεται αόριστα μια «μαχητική εργατική αντιπολίτευση», όμως δεν διαθέτει ούτε την προγραμματική κατεύθυνση, ούτε την ενότητα στο εσωτερικό της, ούτε την αξιοπιστία που απαιτείται, για να ηγηθεί της αναγκαίας ενωτικής, εργατικής – λαϊκής αντιπολίτευσης και αντεπίθεσης. Το ίδιο και οι μικρότεροι σχηματισμοί.

8. Το πρόβλημα για όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς είναι ταυτόχρονα προγραμματικό, στρατηγικό, πολιτικό και οργανωτικό. Δεν μπορεί να ξεπεραστεί εκ των έσω. Η ανάγκη μεγάλης συγκέντρωσης εργατικών, λαϊκών, νεανικών, μαζικών και διανοητικών δυνάμεων για μια νικηφόρα αντιπολίτευση και αντεπίθεση απαιτεί μια βαθιά τομή, μια ποιοτική αλλαγή, μια νέα πολιτική δύναμη στην Αριστερά. Το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, η Αναμέτρηση, η Μετάβαση και ο Κομμουνιστικός Συντονισμός και άλλες δυνάμεις που κατανοούν το πρόβλημα, καλούνται να συμβάλουν σε μια υπέρβαση.

Η υπέρβαση: από προσανατολισμός σε πρακτικό καθήκον

9. Μέχρι τώρα, η «υπέρβαση» έμπαινε με γενικούς όρους, ως θεωρητική προετοιμασία και ως πολιτικός προσανατολισμός. Μετά τις εκλογές, χωρίς ακόμη να έχουν πλήρως ολοκληρωθεί τα προηγούμενα, η «υπέρβαση» τίθεται ως πρακτικό καθήκον. Σε αυτό συμφωνούμε σχεδόν όλοι. Η συζήτηση και οι διαφορετικές γνώμες σχετίζονται με τα πεδία, το περιεχόμενο, τις δυνάμεις και τον χρονικό ορίζοντα.

10. Το πρώτο ζήτημα που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί είναι να πειστούν ευρύτερες από εμάς μάζες και δυνάμεις για την αναγκαιότητα και χρησιμότητα αυτής της «υπέρβασης». Τα αποτελέσματα των εκλογών θα «ανοίξουν αυτιά» και θα εντείνουν τους προβληματισμούς. Όμως, παρότι η δυσαρέσκεια στο ΚΚΕ είναι βαθιά, παρότι η κρίση, όχι μόνο στη ΛΑΕ, αλλά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ανοιχτή, η υπέρβαση της συνήθειας, των «δοσμένων», των προγραμμάτων, των δομών της προηγούμενης δεκαετίας δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζεται πειθώ για το «συστημικό», το δομικό, τον προγραμματικό χαρακτήρα της ανεπάρκειάς τους. Χρειάζονται και έμπρακτες κινήσεις – προτάσεις - προκλήσεις που θα αναδεικνύουν αυτή την ανεπάρκεια, ώστε να πείθονται αγωνιστές και να μην εγκλωβίζονται στο «παλιό». Αυτή η διαπάλη αφορά τον όγκο της «κρίσιμης μάζας» που θα στρατευθούν στην πορεία της υπέρβασης.

11. Πάνω από όλα, όμως, χρειάζονται οι συγκεκριμένες, τολμηρές και προσεκτικές, πολιτικές και μαζικές πρωτοβουλίες που θα ανοίγουν το δρόμο, θα δίνουν διέξοδο. Οι μετεκλογικές συνθήκες είναι «η ώρα» για την ανάληψη πρωτοβουλιών. Είναι «η ώρα» του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου, της Αναμέτρησης, του Κομμουνιστικού Συντονισμού. Όμως, παρά την αναγκαιότητα για τολμηρές πρωτοβουλίες «στην ώρα τους», χρειάζεται η κατανόηση ότι η «υπέρβαση» αφορά μια ολόκληρη ιστορική φάση και όχι μια ιστορική συγκυρία, πολύ περισσότερο δεν είναι ζήτημα «τάιμινγκ», μιας «πετυχημένης» κίνησης.

Η ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση και τα τρία πεδία της υπέρβασης

12. Με βάση αυτά, το ζήτημα για την εργατική τάξη και το λαό είναι η ενωτική μαχητική αντιπολίτευση στη νέα κυβέρνηση και το διπολισμό, η αποτελεσματική αντίσταση στη νέα επίθεση και η δημιουργία όρων για μια αντεπίθεση που θα απαιτεί ουσιαστική οικονομική, κοινωνική και πολιτική βελτίωση της θέσης τους, την προάσπιση της ειρήνης, για μια αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική, δημοκρατική ανατροπή των συσχετισμών. Σε αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΚΙΝΑΛ, ενώ οι ακροδεξιές δυνάμεις θα ενισχύσουν την επίθεση. Σε αυτό το ζήτημα καλούνται να συμβάλουν όλες οι δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι για προγραμματικούς και πολιτικούς λόγους, ούτε το ΚΚΕ, ούτε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε, πολύ περισσότερο, η ΛΑΕ μπορούν να ηγηθούν σε μια τέτοια προσπάθεια συγκέντρωσης δυνάμεων. Σε αυτό το «καθήκον» καλείται να ανταποκριθεί το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο και ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων, μαζί με εκείνες τις δυνάμεις που θα κατανοήσουν τη σημασία του.

13. Η πορεία προς μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση για την αντεπίθεση και την ανατροπή, απαιτεί μια αποφασιστική υπέρβαση που αφορά τρία αλληλένδετα, αλλά διακριτά πεδία: α) στη στρατηγική αναζήτηση και τη μετωπική συγκέντρωση κομμουνιστικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε έναν πόλο «προς το κόμμα» της εποχής μας, β) στη συμμαχία των μαχόμενων και ανυπότακτων αριστερών δυνάμεων «προς το πολιτικό αριστερό μέτωπο» της ιστορικής περιόδου και γ) στη μαζική συγκέντρωση ταξικών δυνάμεων στο κίνημα «προς το κοινωνικό μέτωπο της εργασίας». Για να αντιμετωπιστεί νικηφόρα η επίθεση του κεφαλαίου απαιτούνται συγκεκριμένα βήματα και στα τρία επίπεδα.

14. Το «κλειδί» είναι το πρώτο πεδίο. Ο λόγος είναι ότι η ρίζα της ήττας της προηγούμενης περιόδου δεν αφορά τις τακτικές κινήσεις, το ένα ή το άλλο «λάθος», αλλά το συνολικό πρόγραμμα, το γενικό προσανατολισμό, τη φυσιογνωμία της Αριστεράς. Εδώ βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα «ποια Αριστερά» μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τόσο της περιόδου που μπαίνουμε, όσο και της εποχής στην οποία έχουμε εισέλθει προ πολλού. Η περίοδος και η εποχή μας, η κινηματική και πολιτική αντιπολίτευση για την αντεπίθεση και την ανατροπή, χρειάζονται μια νέα αριστερή πολιτική δύναμη, έναν πόλο στρατηγικής αναζήτησης, πολιτικής πάλης, κέντρο συγκέντρωσης αγωνιστών και δυνάμεων γύρω από αυτά, ένα «εργαστήρι» ιδεών και πολιτικής πράξης, που θα οργανώνει:

Η στρατηγική αναζήτηση

15. Πρώτο, την «ανοιχτή» αναζήτηση και συζήτηση για την εποχή μας, τις επιστήμες, τον πολιτισμό και τον μαρξισμό αυτής της εποχής, για τη σύγχρονη εργατική τάξη, τις επαναστάσεις, τον κομμουνισμό και την τακτική, για την ιστορία και το μέλλον, για το εργατικό – δημοκρατικό κομμουνιστικό κόμμα, το αντικαπιταλιστικό – αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο και το ταξικό – μαζικό κίνημα της εποχής μας. Οι εμπειρίες της δεύτερης, «τρομερής» δεκαετίας του 21ου αιώνα, τα άλυτα προβλήματα του 20ου, οι νέες, σκληρές – γυμνές κοινωνικές αντιθέσεις και οι αναμετρήσεις που ωριμάζουν, σπρώχνουν χιλιάδες αγωνιστές, ειδικά νέους, σε αυτές τις αναζητήσεις. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπήκε ποτέ σε αυτή τη συζήτηση και κατέληξε εκεί που κατέληξε. 

Η ΛΑΕ την υποτίμησε στο όνομα του «μετώπου» και το πλήρωσε. 

Το ΚΚΕ, αλλά και οι άλλες μικρότερες δυνάμεις, που πιστεύουν ότι είναι «κόμμα», την έχουν κλείσει. Σε αυτό απέτυχε και το ΝΑΡ, διότι ενώ εξήγγειλε, μετέτρεψε την κομμουνιστική αναζήτηση σε εσωτερική καρικατούρα, σε εκφυλιστικό ανταγωνισμό, διότι απέκοψε τη συζήτηση για το κόμμα από το μέτωπο και το κίνημα, καταδικάζοντας και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε παρακμή κι εκφυλισμό. Όλοι μαζί χαντάκωσαν το εργατικό και λαϊκό κίνημα, που το πλήρωσε η εργατική τάξη, η νεολαία και ο λαός με την πρωτοφανή κοινωνική οπισθοδρόμηση. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η επιδίωξη χρειάζεται ταυτόχρονη θεωρητική, πολιτική και οργανωτική ρήξη, τόσο με τον οπορτουνισμό, όσο και με το σεχταρισμό. Χρειάζεται «απελευθέρωση» των δυνάμεων του κομμουνισμού και της επανάστασης της εποχής μας, τόσο από την ηγεμονία του ρεφορμισμού όσο και από την ηγεμονία του επαναστατικού βερμπαλισμού.

Δημοκρατική και μετωπική αντίληψη

16. Δεύτερο, θα οργανώνει τη δημοκρατική μετωπική λειτουργία, το συντροφικό εργατικό πολιτισμό στο εσωτερικό του και την ενωτική δράση στο εξωτερικό του. 
Χρειάζεται να βγουν συμπεράσματα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το τι πρέπει να αποφύγουμε. 
Η ταπεινωτική συνθηκολόγηση του πρώτου, η διάλυση της δεύτερης και η κρίση της τρίτης, δεν οφείλονται στην πολυμορφία και τη μετωπική λειτουργία, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, αλλά (με διαφορετικό τρόπο στο καθένα) στην άρνηση επαναστατικής αναζήτησης, στην απομάκρυνση από την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα και τα συμφέροντά τους και από εκεί, στη μετατροπή τους σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς «ειδικών», στην υποκατάσταση της βάσης από τις ηγεσίες, στη μετατροπή τους από «μέτωπα μελών» σε συγκολλήσεις φραξιών, «πλατφορμών» και κορυφών. Και από εκεί, σε ανταγωνισμούς στη δράση. Για αυτό, χρειάζεται αποφασιστική υπέρβαση του οργανωτικού πολιτισμού και των αρχών τους, σε κατεύθυνση δημοκρατική - μετωπική, με ουσιαστικό ρόλο και έλεγχο της βάσης προς την ηγεσία, με επιτροπές προσανατολισμένες πρώτα από όλα στους κλάδους παραγωγής, υπηρεσιών και αναπαραγωγής της εργασίας. 

Αυτό δεν σημαίνει μετατροπή του «μετώπου» σε καρικατούρα «κόμματος», με «υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία», αλλά μια δυναμική διαδικασία ενότητας και αυτοτέλειας της κάθε δύναμης και ρεύματος, όπου το βάρος θα πέφτει στη σύνθεση, την πλατιά «πλειοψηφία» και όπου η κάθε «μειοψηφία» θα δρα στο όνομα του εαυτού της, σεβόμενη την «πλειοψηφία» του μετώπου/πόλου. Μέχρι την επίτευξη του στόχου για το «κομμουνιστικό κόμμα της εποχής μας», είμαστε αναγκασμένοι να βαδίσουμε σε αυτό το δρόμο.

Συμμαχία με άλλες αριστερές δυνάμεις

17. Τρίτο, θα οργανώνει τη συγκέντρωση δυνάμεων σε μια «αριστερή πολιτική συμμαχία» για τη λαϊκή αντιπολίτευση «στους δρόμους». Αυτό είναι το δεύτερο καθήκον του προαναφερόμενου πόλου. Μέχρι τώρα, πολλές οργανώσεις απέφευγαν ή, ακόμη χειρότερα, ταύτιζαν αυτό το πολιτικό – κινηματικό καθήκον με το επιχείρημα ότι αποτελεί «ευκαιριακή εκλογική συγκόλληση». Και ανέθεταν την πολυδιαφημισμένη «κοινή δράση στο κίνημα» στον αυτόματο πιλότο του κάθε συνδικαλιστή. Με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ποτέ η κοινή αγωνιστική δράση, το «ενιαίο μέτωπο αγώνα», να μην μπορεί να συγκεντρώνονται δυνάμεις πυρός για να ακυρώνεται το τάδε ή δείνα μέτρο. Ακόμη χειρότερα, καταδίκασε το μαζικό κίνημα να αμύνεται διαρκώς και ανεπιτυχώς, να μην μπορεί ποτέ να θέσει «θετικά/επιθετικά» αιτήματα στα συνδικάτα, στο μαζικό κίνημα. Για όλους αυτούς του λόγους, μέσα σε μια πορεία, αλλά με συγκεκριμένα βήματα και προτάσεις, απαιτείται να συγκροτείται μια πολιτική τακτική συνεργασία με συγκεκριμένους στόχους, όσο το δυνατόν πιο μόνιμη, χωρίς απαιτήσεις δομής από πάνω προς τα κάτω, που θα δρα όμως από κοινού, στη βάση των συμφωνιών, στο μαζικό κίνημα. Σε αυτή τη συμμαχία θα έχουν θέση όσες δυνάμεις δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο περιεχόμενο του «πόλου».

Μετωπική δράση στο μαζικό κίνημα

18. Τέταρτο και κρίσιμο ζήτημα που χρειάζεται να οργανωθεί από αυτόν τον «πόλο» είναι η κοινή, μετωπική δράση του στα πεδία του μαζικού κινήματος: στο εργατικό κίνημα, στο αντιπολεμικό κίνημα ειρήνης, στη νεολαία, το φοιτητικό και μαθητικό κίνημα, στις δημοτικές – περιφερειακές κινήσεις, στο δημοκρατικό – αντιφασιστικό κίνημα. Σε μια πορεία και στο κίνημα για το περιβάλλον, για τις γυναίκες και στο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Δεν μπορεί να είσαι σε ένα πολιτικό μέτωπο / πόλο και να κατεβαίνεις αιώνια με διαφορετικά ψηφοδέλτια, να δρας αλλού και με άλλους. Φυσικά, δεν μπορεί να παραβλέπονται ιδιομορφίες, προϊστορίες, στροφές και διαφορετικές πρακτικές ανά χώρους. Είναι όμως κρίσιμο να κινείται σε μια κατεύθυνση ενότητας στη δράση. Εκεί κρίθηκαν και απέτυχαν τόσο η ΛΑΕ, όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκεί το ΚΚΕ εμφανίζεται με τις λιγότερες αντιφάσεις και μπορεί να ξεπερνάει την πίεση «από τα αριστερά του».

Τα συγκεκριμένα βήματα και οι πρωτοβουλίες

19. Όσα περιγράφονται αποτελούν μια γενική κατεύθυνση που αντλεί από τις εμπειρίες. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρχει η αυταπάτη ότι θα γίνουν όλα «με μιας» και «με τάξη», μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, με δυνάμεις με τις οποίες «τώρα γνωριζόμαστε» ή «δεν έχουμε ακόμη γνωριστεί». Ο προσανατολισμός αυτός πρέπει να υλοποιηθεί με συγκεκριμένα βήματα και τολμηρές πρωτοβουλίες. Αποφασιστικός μοχλός είναι ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων. Σε αυτόν και σε όλες τις δυνάμεις του, ανήκει η πρωτοβουλία κινήσεων. Είναι «η ώρα του» - για αυτό δημιουργήθηκε. 

Προτείνονται τα εξής βήματα: α) να τεθεί αυτό το σχέδιο, σε περιεχόμενο και μορφές, άμεσα σε συζήτηση με όλες τις δυνάμεις του, να γίνει «σύνθεση σε ανώτερο επίπεδο συμφωνίας», β) να παρουσιαστεί σε γενικές γραμμές αμέσως μετά τις εκλογές σε μια πλατιά σύσκεψη – συζήτηση - εκδήλωση, με αγωνιστές και άλλες δυνάμεις, γ) να γίνει πιο συγκεκριμένο σε προγραμματική κατεύθυνση και πολιτική συμφωνία μέσα στο καλοκαίρι και από Σεπτέμβριο να οργανωθούν συνελεύσεις αγωνιστών και δυνάμεων στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, με οργανωμένες διαδικασίες βάσης που θα «εγγυάται» ο Συντονισμός και που θα οδηγήσουν σε κοινές μόνιμες επιτροπές με πολιτικό περιεχόμενο και μάχιμο αγωνιστικό προσανατολισμό.

20. Το σχέδιο αυτό να τεθεί στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ και μέσω αυτής ανοιχτά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενόψει των διαδικασιών της, ως πρόταση για την υπέρβασή της και με γνώση ότι το πρόβλημά της είναι δομικό και δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια «αλλαγή πλειοψηφίας». Αντίστοιχα, προτείνουμε να τεθεί και στη ΛΑΕ από τις δυνάμεις του Κομμουνιστικού Συντονισμού που συμμετέχουν σε αυτή, όπως και στη βάση του ΚΚΕ. Ειδική συζήτηση χρειάζεται με τη ΔΕΑ. Χρειάζεται, επίσης, να τεθεί και στη Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά, γνωρίζοντας όμως, ότι αποτελεί μια ανομοιογενή δύναμη, με συγκεκριμένα όρια. Τέλος, χρειάζεται να τεθεί σε γνώση και διάλογο και με το ΚΚΕ (μ-λ) με τα όρια που εκφράζει το γεγονός ότι θεωρεί τον εαυτό του «κόμμα». Πάνω από όλα, όμως, χρειάζεται να τεθεί στους ανένταχτους αγωνιστές, που αποτελούν το μεγαλύτερο «κόμμα» της Αριστεράς, φυσικά, με τα δικά τους όρια.

21. Τα νέα αυτά καθήκοντα αναβαθμίζουν την ανάγκη για μια Προγραμματική Πρόταση του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου με στόχο μια Συνδιάσκεψη προς τα τέλη του έτους / αρχές του επόμενου. Για μια συζήτηση που θα οργανώνεται στο εσωτερικό μας και ταυτόχρονα με τις δυνάμεις που φαίνεται να είναι «πιο κοντά». Για αυτό χρειάζεται νέο σχέδιο και πανελλαδική συνέλευση, που οφείλουμε να προετοιμάσουμε άμεσα.