Σαπίλα

 antigold@antigoldgreece

Από 35 το 2011, οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος μειώθηκαν σε 19 το 2016.15 στην Επιθεώρηση Ν. Ελλάδας και 4 στη βόρεια.

Για ΧΥΤΑ, βιομηχανίες, εξορύξεις, κτηνοτροφικές, τουριστικές εγκαταστάσεις, υδατοκαλλιέργειες, αυθαίρετα, δάση, ρέματα, αιγιαλό, παραλία και πολλά άλλα

Δεν θα μειωθούν οι συντάξεις


Δεν θα μειωθούν οι συντάξεις επί ΣΥΡΙΖΑ, μας έλεγαν σε όλους τους τόνους και συνεχίζουν να το λένε, μετονομάζοντας τις νέες μειώσεις δίκαιες άρα, αδίκως τώρα παίρνουν πιο πολλά από όσα δικαιούνται οι συνταξιούχοι και η περικοπή του… πλεονάσματος με τον επανυπολογισμό, δεν είναι μείωση!!!
Πήρα μια πραγματική περίπτωση σύνταξης «μεγαλοσυνταξιούχου» και έκανα τον υπολογισμό όλης της διαδρομής της σύνταξης και βγήκαν τα εξής:
  Με 42 χρόνια ένσημα (ΤΕΒΕ) εκ των οποίων τα 20 στην υψηλή κλάση, βγήκε αρχική σύνταξη 2.150€ το μήνα  Χ14 συντάξεις=30.100€ το χρόνο.
  Το 2018 η σύνταξη μετά τις περικοπές από όλες τις κυβερνήσεις, μαζί και του ΣΥΡΙΖΑ, έμεινε 1.250 το μήνα ή 15.000€ το χρόνο με προκρατημένους τους φόρους και την εισφορά υγείας. Μείωση από την αρχική σύνταξη = 50,16%.
  Με βάση το νόμο Κατρούγκαλου το 2019 θα περικοπεί κατά 18% ή κατά 2.700 το χρόνο μένοντας στα 12.300€.
   Το 2019 επίσης, με βάση το νόμο Τσακαλώτου, ο φόρος θα αυξηθεί κατά 650€ λόγω κατάργησης αφορολόγητου.  Αυτό που θα μείνει θα είναι 11.650 για όλο το χρόνο ή 970 το μήνα.
   Με βάση την περικοπή της υπόλοιπης «προσωπικής διαφοράς», μετά το 2019 θα περικοπούν άλλα 1.380 το χρόνο και θα μείνουν 10.270 το χρόνο ή 855 το μήνα.
   Το σύνολο των περικοπών το 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ ανέρχεται σε 3.350€ το χρόνο ή σε 22,33% σε σχέση με το 2018. Με τη μείωση και της υπόλοιπης «προσωπικής διαφοράς» μετά το 2019, η περικοπή θα ανέλθει στα 4.730€ ή σε 31,53% σε σχέση με το 2018!
Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε όλες τις κρατήσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων, πρόσθεσε νέες και νομοθέτησε μελλοντικές!
   -Σύνολο ετήσιας μείωσης συντάξεων από όλες τις  κυβερνήσεις μέχρι το 2018 = 15.100€ ή 50,16%
-Συνολική μείωση από την αρχική σύνταξη μαζί με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2019   = 61,29%!
-Συνολική μείωση από την αρχική σύνταξη, μαζί με τις μειώσεις του 2019 και τις μειώσεις από την «προσωπική διαφορά», μετά το 2019 =  65,88%!
     Αν όμως το ασφαλιστικό δεν έχει έσοδα (μηδενικό έλλειμμα)  οι περικοπές θα συνεχιστούν μέχρι θανάτου!
  Όμως από το 2019, οι ΑΕ για κάθε 100 εκ. κέρδη αντί να πληρώσουν 29 εκ. φόρο όπως το 2018, θα τους χαρίζονται 3 εκ. λόγω μείωσης του συντελεστή φορολόγησης από 29% στο 26%! Οι εφοπλιστές δεν θα πληρώσουν ούτε αυτό γιατί είναι στους… άπορους (όπως και ο Μαρινόπουλος!),  δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις τους είναι στο City! Μάλλον θα δικαιούνται κοινωνικό μέρισμα, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και επίδομα θέρμανσης!

Αυτή η κυβέρνηση φως- φανάρι είναι υπέρ των φτωχών και κατά του κεφαλαίου!!!
Όποιος δεν καταλαβαίνει ότι όλες οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν την ίδια πολιτική και χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα και ψέματα για να αυξήσουν τους φόρους στο λαό και να μειώσουν τους φόρους στο κεφάλαιο, ανεξαρτήτως τι ιδεολογία μας πλασάρουν, δεν έχει καταλάβει τίποτα από την πραγματική λειτουργία του καπιταλισμού. 


Ιδού η «απάτη» της εσωτερικής υποτίμησης


Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που δημοσιεύει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, τα οποία αποδεικνύουν ότι την περίοδο 2010-2016 η περιβόητη εσωτερική υποτίμηση, με τη ραγδαία πτώση των μισθών, όχι μόνο δεν έφερε πτώση τιμών και αύξηση της ανταγωνιστικότητας, όπως διαχρονικά υποστήριζαν δανειστές και κυβερνήσεις, αλλά εκτόξευσε τα περιθώρια κέρδους της βιομηχανίας, ενώ αποτέλεσε και «ευκαιρία» για εκτεταμένες διαδικασίες εκκαθάρισης των πιο αδύναμων κεφαλαίων της μεταποιητικής βιομηχανίας.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στη μεταποίηση η πτώση του δείκτη τιμών στο σύνολο της περιόδου 2010-2016 δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5%(!), τόσο εξαιτίας των μεγάλων μειώσεων στις τρέχουσες αποδοχές όσο και χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Στη δε ευρύτερη βιομηχανία, εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών, στην οποία εκτός από τη μεταποίηση περιλαμβάνονται τα ορυχεία και μεταλλεία, η παραγωγή ενέργειας και ο κλάδος της ύδρευσης, της αποχέτευσης και διαχείρισης απορριμμάτων, ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 4,2% έναντι μείωσης 29,1% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Εξαίρεση αποτελούν οι κλάδοι της οικοδομής και των υπηρεσιών, στους οποίους η μείωση των μισθών συμβαδίζει ως ένα βαθμό με τη μείωση των τιμών.
 Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (Κείμενο Πολιτικής 15/Ιανουάριος 2018), με τίτλο «Κόστος εργασίας και περιθώρια κέρδους στα χρόνια των μνημονίων», την οποία υπογράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου, τα έτη 2010-2016, ασκήθηκε στην Ελλάδα μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης (ή ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού), της οποίας ο διακηρυγμένος στόχος ήταν η γενική μείωση των τιμών των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των αντίστοιχων τιμών στις ανταγωνίστριες χώρες. Η πολιτική αυτή κρίθηκε αναγκαία διότι η ελληνική οικονομία δεν διέθετε την ανταγωνιστικότητα που θα της επέτρεπε να διατηρεί ισοσκελισμένο εξωτερικό ισοζύγιο.
Για να εκκινήσει και να επιταχυνθεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί επέβαλαν μια πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης μείωση των μισθών ‒όχι μόνο των πραγματικών, αλλά και των ονομαστικών‒ είτε απευθείας με διοικητικά μέτρα είτε μέσω της παρατεταμένης και βαθιάς ύφεσης είτε με διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας.
Από τη θεωρία στην… πράξη 
Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης προβλέπει ότι οι μειώσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (που επιτυγχάνονται με μια πολιτική μείωσης του προϊόντος και συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας) μετατρέπονται σε μειώσεις των εγχώριων τιμών, εάν όχι εξ ολοκλήρου, σε μεγάλο βαθμό, και σε κάθε περίπτωση σε βαθμό ικανό να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα.
Στα δεδομένα που εμφανίζονται στο Διάγραμμα 2, στο οποίο φαίνονται για κάθε τομέα παραγωγής το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο αντίστοιχος δείκτης τιμών (πιο συγκεκριμένα ο αποπληθωριστής της προστιθέμενης αξίας) για την περίοδο της εσωτερικής υποτίμησης (2010-2016), διακρίνονται καθαρά δύο περιπτώσεις:

  1. ·        Στην πρώτη περίπτωση, του τομέα των υπηρεσιών και του τομέα των οικοδομών και άλλων κατασκευών, οι εγχώριες τιμές ακολούθησαν πλήρως τις μειώσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
  2. ·        Στην δεύτερη περίπτωση, είτε της μεταποιητικής βιομηχανίας είτε της ευρύτερης βιομηχανίας (εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών), οι εγχώριες τιμές δεν ακολούθησαν τη ραγδαία μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας: Στη μεν μεταποίηση, η πτώση του δείκτη τιμών στο σύνολο της περιόδου δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5%, τόσο εξαιτίας των μεγάλων μειώσεων στις τρέχουσες αποδοχές όσο και χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Στη δε ευρύτερη βιομηχανία, εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών, στην οποία εκτός από τη μεταποίηση περιλαμβάνονται τα ορυχεία και μεταλλεία, η παραγωγή ενέργειας και ο κλάδος της ύδρευσης, της αποχέτευσης και διαχείρισης απορριμμάτων, ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 4,2% έναντι μείωσης 29,1% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Επομένως, ενώ στον τομέα των οικοδομών και άλλων κατασκευών καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών οι τιμές μειώθηκαν κατ’ αναλογία των μειώσεων του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αυτό δεν συνέβη στον τομέα της βιομηχανίας. Είτε πρόκειται για τη μεταποιητική βιομηχανία είτε για την ευρύτερη βιομηχανία εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών, υπήρξε απλώς ραγδαία υποχώρηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και η υποχώρηση αυτή δεν μεταβιβάστηκε στις τιμές. Ως αποτέλεσμα, αντί του προβλεπόμενου ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού, στην περίπτωση της βιομηχανίας πλην κατασκευών, υπήρξε αύξηση των περιθωρίων κέρδους.

Ευκαιρία… εκκαθαρίσεων στη μεταποιητική βιομηχανία
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε ιδιαίτερα στη μεταποιητική βιομηχανία, δηλαδή σε εκείνο τον τομέα της οικονομίας όπου παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτερες μειώσεις του μοναδιαίου κόστους εργασίας.

Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 3, η θεαματική μείωση κατά 37,5% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος οφείλεται μεν στη μείωση κατά 21,8% της μέσης τρέχουσας αμοιβής εργασίας (στο σύνολο της περιόδου 2010-2016) αλλά οφείλεται και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 25,1% την ίδια περίοδο. Η δε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες μικρής μείωσης της παραγωγής, και επομένως προήλθε από μείωση της απασχόλησης: Ο αριθμός των μισθωτών περιορίστηκε κατά περίπου 70 χιλιάδες άτομα μεταξύ 2010 και 2016, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων κατά περίπου 40 χιλιάδες. Οι αυτοαπασχολούμενοι της μεταποιητικής βιομηχανίας είναι σε μεγάλο βαθμό «αυτοαπασχολούμενοι που απασχολούν προσωπικό», δηλαδή εργοδότες μικρών επιχειρήσεων.

Αυτά τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι υπήρξαν εκτεταμένες διαδικασίες εκκαθάρισης των πιο αδύναμων κεφαλαίων της μεταποιητικής βιομηχανίας, είτε με την παύση λειτουργίας μικρών επιχειρήσεων (γεγονός που υποδεικνύει η μεγάλη μείωση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό) είτε με παύση λειτουργίας τμημάτων επιχειρήσεων, με συγχωνεύσεις τμημάτων και με άλλες αναδιαρθρώσεις που εξοικονομούν εργασία (από όπου προέρχεται η μείωση της μισθωτής απασχόλησης κατά περίπου 70 χιλιάδες άτομα).







Το μέσο περιθώριο κέρδους στη μεταποιητική βιομηχανία αυξήθηκε κατά 56%!
 Τα παραπάνω στοιχειοθετούν την άποψη ότι η μεταποιητική βιομηχανία διήλθε κατά τα χρόνια της εσωτερικής υποτίμησης από περίοδο αμυντικής αναδιάρθρωσης, δίχως να επιδιώξει αύξηση των πωλήσεών της μέσω μείωσης των τιμών των προϊόντων της, επομένως χωρίς αύξηση του προϊόντος της αλλά με αύξηση της κερδοφορίας της. Αυτή η εκτίμηση ενισχύεται από τα στοιχεία του μέσου περιθωρίου κέρδους στους βασικούς παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.


Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 4, το μέσο περιθώριο κέρδους στη μεταποιητική βιομηχανία (υπολογισμένο με βάση το κόστος εργασίας) αυξήθηκε κατά 56% στην υπό εξέταση περίοδο, ενώ παρέμεινε πρακτικά αμετάβλητο στον τομέα των υπηρεσιών και μειώθηκε στον τομέα των οικοδομών και άλλων κατασκευών.

Στο Διάγραμμα 5 φαίνεται το μέσο περιθωρίου κέρδους, όχι μόνο με βάση το κόστος εργασίας αλλά και με βάση τις συνολικές δαπάνες για μισθοδοσία και για ενδιάμεσες αναλώσεις (πρώτες ύλες και υπηρεσίες που αγόρασαν οι επιχειρήσεις). Ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού του μέσου περιθωρίου κέρδους, επιβεβαιώνεται ότι η μεταποιητική βιομηχανία δεν στράφηκε σε μια πολιτική επιθετικής αναδιάρθρωσης που θα αποσκοπούσε στη διεύρυνση των μεριδίων της στις αγορές του εξωτερικού αλλά σε μια πολιτική αύξησης των περιθωρίων κέρδους επί του ίδιου αμετάβλητου όγκου παραγωγής.
 

Τα κέρδη δεν πήγαν σε επενδύσεις

Το τι απέδωσε αυτή η πολιτική της αύξησης της κερδοφορίας φαίνεται στο Διάγραμμα 6: Κατακόρυφη αύξηση παρουσίασαν, στη διάρκεια εφαρμογής της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, τρεις δείκτες κερδοφορίας, δηλαδή το μέσο περιθώριο κέρδους ως προς το κόστος εργασίας και ενδιάμεσων αναλώσεων (στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε παραπάνω), το μερίδιο των κερδών στην καθαρή προστιθέμενη αξία, και ο κυριότερος δείκτης κερδοφορίας, που είναι η απόδοση κεφαλαίου (δηλαδή το κέρδος προ φόρων, μετά τις αποσβέσεις ως ποσοστό του καθαρού κεφαλαιακού αποθέματος σε τιμές αντικατάστασης).
 

Η εκτίμηση ότι η μεταποιητική βιομηχανία κατά τα έτη 2010-2016 περιορίστηκε σε μια πολιτική αμυντικής αναδιάρθρωσης ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι δεν μετέτρεψε τα κέρδη της περιόδου σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 7, η εξέλιξη της κερδοφορίας (που αναφέρεται στο διάγραμμα ως απόδοση παγίου κεφαλαίου) έρχεται σε έντονη αντίθεση με την εξέλιξη των ακαθάριστων και των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στη μεταποιητική βιομηχανία: ενώ η κερδοφορία παρουσίασε αλματώδη αύξηση, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν αρνητικές από το 2012 έως το 2015, που σημαίνει ότι συρρικνώθηκε το παραγωγικό δυναμικό της μεταποίησης. Η φάση αποεπένδυσης στη μεταποιητική βιομηχανία φαίνεται ότι έληξε το 2016, αν και η βελτίωση είναι δυσδιάκριτη στα στοιχεία (Διάγραμμα 7).