Επιστολή του ΣΕΒ στο ΔΝΤ δια χειρός Τσίπρα



του Λεωνίδα Βατικιώτη

Μνημείο όχι μόνο επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων αλλά και πολιτικής εξαπάτησης είναι η επιστολή που έστειλε η κυβέρνηση, με τις υπογραφές της Αγίας Τριάδας της δημοσιονομικής σταθερότητας (πρωθυπουργού, υπουργού Οικονομικών και διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας) στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αρκεί να ανατρέξει κανείς σε όσα κατά καιρούς υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ για το ΔΝΤ.
Αρχικά ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί την παραμονή του ιμπεριαλιστικού οργανισμού στο πρόγραμμα. Αντιλαμβανόμενος πλήρως την αποστροφή που προκαλεί το ΔΝΤ στην κοινωνία ο πρωθυπουργός ήθελε να αποκλείσει τη συμμετοχή του για να εμφανίσει μετά ως πολιτική επιτυχία κι ελάφρυνση των μνημονιακών υποχρεώσεων ένα δάνειο αποκλειστικά και μόνο εκ μέρους των Ευρωπαίων. Κι ας περιελάμβανε τις ίδιες αντιλαϊκές προϋποθέσεις! Η μάχη αφορούσε τις εντυπώσεις…

Άλλες ήταν όμως οι βουλές του κυρίου …Σόιμπλε. Δηλώνοντας ότι δεν μπαίνει σε ένα δωμάτιο με πυρίτιδα κρατώντας ένα αναμμένο σπίρτο στο χέρι του, με άλλα λόγια δεν αναλαμβάνει τον κίνδυνο να επιβάλλει μόνη της η ΕΕ τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, ξεκαθάρισε ότι δάνειο δεν υπάρχει χωρίς το ΔΝΤ. 

Τότε κι ο έλληνας πρωθυπουργός τα …αλλάζει! Εμφανίζεται να συμπλέει με το ΔΝΤ και παρουσιάζει ως ελληνικές θέσεις τις απαιτήσεις του Ταμείου για ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, ώστε να είναι βιώσιμο. Εξ ου και η επιστολή τον Ιούλιο του 2015 με την οποία η κυβέρνηση ζητούσε τη συμμετοχή του Ταμείου. Τι κι αν στις πάγιες θέσεις του ΔΝΤ περιλαμβάνεται η εφαρμογή αντεργατικών μέτρων, ενώ είναι γνωστό σε όλους του παροικούντες  ότι το ΔΝΤ το παίρνεις …πακέτο. Μόνο λεφτά χωρίς μεταρρυθμίσεις κανείς δεν κατάφερε να εξασφαλίσει. Γιατί να το πετύχει η Ελλάδα;

Κι έτσι δια των ολισθήσεων φτάνουμε στην επιστολή (letter of intent) προς την Κριστίν Λαγκάρντ που αποκάλυψε η Καθημερινή με τα 21 μέτρα που η κυβέρνηση δεσμεύεται να εφαρμόσει μέχρι τον Ιούνιο του 2018. Η επιστολή βρομάει παρασκήνιο και συνδιαλλαγή, καθώς έρχεται να υποδηλώσει την περίφημη «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων.

 Έναν μετα-αποικιοκρατικής επινόησης όρο, που εξασφαλίζει την ενεργή κι όχι εξ ανάγκης αποδοχή των περίφημων αιρεσιμοτήτων από την κυβέρνηση που θα τις εφαρμόσει. Η «ιδιοκτησία» του προγράμματος, μέσω της πλήρους ανάληψης της ευθύνης πολύ πριν την ψήφισή τους («χωρίς καν να το ζητήσει το ΔΝΤ» θα μπορεί να αντιτείνει το Ταμείο σε περίπτωση επικρίσεως για πιέσεις) ακυρώνει εξ αρχής πιθανές αποστασιοποιήσεις εκ μέρους υπουργών της κυβέρνησης που έχουν επιφορτιστεί στο παιχνίδι ρόλων την εκπροσώπηση της υποτιθέμενης αριστερής πτέρυγας η οποία θα ενσωματώνει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες (βλ. Πολάκη, κ.α.). 

Και υπ’ αυτή την έννοια η επιστολή είναι αποκαλυπτική καθώς κανένας βουλευτής ή υπουργός της κυβέρνησης Τσίπρα στο εξής δεν θα μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα. Όποιος το κάνει θα είναι μέγιστος πολιτικός απατεώνας!

Σύσσωμοι λοιπόν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεσμεύονται πριν απ’ όλα να απαγορεύσουν το δικαίωμα στην απεργία! Αναθεωρώντας το νόμο 1264/1982, απόφαση για απεργία θα λαμβάνεται υπό τον αυστηρό όρο να τον έχει αποδεχθεί το 50% συν ένας των εργαζομένων! Πρόκειται για μέτρο που ισχύει σε ελάχιστες χώρες. Το πόσο ανεφάρμοστο είναι αποκαλύπτεται αν δούμε τις συνέπειες που θα είχε τυχόν εφαρμογή του στις ψηφοφορίες στη Βουλή.

 Με αυτή την αλλαγή, που συμπεριλαμβάνεται στα 113 προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης, ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να μετατραπεί στο κατ’ εξοχήν κόμμα της εργοδοσίας. Αν ψηφιστεί αυτό το τερατούργημα τότε Τσίπρας και Καμμένος θα μπορούν να καυχώνται στο ΣΕΒ, που αναμφισβήτητα κρύβεται πίσω από το μέτρο, ότι ψήφισαν ένα μέτρο που καμιά άλλη κυβέρνηση δεν τόλμησε ούτε να το συζητήσει: ΓΑΠ, Παπαδήμος και Σαμαράς θα μπορούν να κατηγορηθούν από τον Τσίπρα για ολιγωρία μπροστά στο πολιτικό κόστος!

Η προθυμία του όλου ΣΥΡΙΖΑ να ξεμπερδεύει με τις απεργίες, δείχνει πόσο υποκριτικές και θεατρινίστικες ήταν οι αντιδράσεις του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εργασίας, Ανδρέα Νεφελούδη, μετά την αυτοκτονία της επί 15 μήνες απλήρωτης 42χρονης εργαζόμενης στο σούπερ μάρκετ του Καρυπίδη. Το πρώην στέλεχος της ΔΗΜΑΡ με την ανάρτησή του απευθυνόταν στην ελληνική δικαιοσύνη.
 Τώρα που η «πρώτη φορά Αριστερά» θα αναλάβει τη βρόμικη δουλειά της απαγόρευσης των απεργιών πού θα απευθυνθεί; Στο ΔΝΤ;

Η άμεση και συγκεκριμένη ευθύνη που αναλαμβάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων εκατομμυρίων εργαζομένων φαίνεται επίσης από τις δηλώσεις πρωτοκλασάτων υπουργών, όπως για παράδειγμα του Δημήτρη Παπαδημητρίου.  Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Νέα Σελίδα στις 9 Ιουλίου ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης απαντώντας σε ερώτηση μήπως οι επενδυτές περιμένουν να πέσουν κι άλλο οι αποτιμήσεις και γι’ αυτό δεν έρχονται απάντησε: «Οι ευκαιρίες υπάρχουν τώρα. Έχουμε εργατικό δυναμικό εξειδικευμένο και ανταγωνιστικό»! 

Τι εννοεί ο υπουργός λέγοντας ανταγωνιστικό; «Ο μισθός του μέσου εργαζόμενου έχει χάσει το 20% της πραγματικής αξίας του στα χρόνια της κρίσης, όταν ο αντίστοιχος μισθός στην ΕΕ έχει αυξηθεί την ίδια περίοδο»! 

Εύκολα συμπεραίνουμε έτσι με ποια επιχειρήματα ζητούν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ από τους επενδυτές να φέρουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα! «Εμείς έχουμε φθηνούς μισθούς» διαλαλούν δεξιά και αριστερά, αναλαμβάνοντας να προμοτάρουν όσα πέτυχε το δεύτερο Μνημόνιο το Φεβρουάριο του 2012, μειώνοντας οριζόντια μισθούς και ημερομίσθια.

Τούτων δοθέντων πρέπει να είναι πολύ αφελής κάποιος για να πιστεύει ότι η ροζ Αριστερά και η ψεκασμένη Δεξιά σκοπεύουν να ακυρώσουν το μνημονιακό οικοδόμημα στις εργασιακές σχέσεις, όπως τάζουν στους ψηφοφόρους τους μήπως και καταφέρουν να βάλουν ένα φρένο στη δημοσκοπική κατρακύλα.

Εξ ίσου αντιλαϊκά είναι και τα επιπλέον μέτρα που περιλαμβάνει η επιστολή της κυβέρνησης στο ΔΝΤ: νέα μείωση μέσω επανυπολογισμού των συντάξεων, ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ώστε να αρχίσει μια ώρα νωρίτερα το δράμα χιλιάδων οικογενειών που θα γίνουν άστεγοι και θα δουν το σπίτι τους να πουλιέται έναντι πινακίου φακής στα funds, πλαφόν στον αριθμό των συμβασιούχων για φέτος και το 2018, κοκ.

Και να σκεφτεί κανείς ότι μετά την ψήφιση του 4ο Μνημονίου υπόσχονταν πώς δεν θα εφαρμοστούν στο εξής άλλα μέτρα! Τόσο πολιτικοί απατεώνες…

Πηγή: kommon

Γιατί ο σκληρός πυρήνας των δανειστών ευνοεί τη δοκιμαστική έξοδο – Η αδημονία της επιχειρηματικής ελίτ και ο γρίφος του ΔΝΤ



Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

«Να βγει κανείς ή να μη βγει;» Το… διασκευασμένο αλά ελληνικά σεξπιρικό δίλημμα εξακολουθεί και βασανίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το κουαρτέτο, τις αγορές κι ένα πλήθος παραγόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει εμπλακεί με ζήλο στη διχοστασία για το αν η Ελλάδα πρέπει να αποπειραθεί και πότε δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, όχι απλώς πολύ πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά ακόμη και τις προσεχείς εβδομάδες. Αν δεν επρόκειτο για μια συρρικνωμένη και καθημαγμένη από σχεδόν μια δεκαετία εξουθενωτικής λιτότητας οικονομία όπως η ελληνική, θα νόμιζε κανείς ότι το debate αφορά την Κίνα, τις ΗΠΑ ή τη Γερμανία που, όταν δανείζονται το κάνουν σε τεράστια μεγέθη, δεκάδων δισ., όχι 2-3 δισ.

Η διάταξη των δυνάμεων σ’ αυτή τη διχοστασία είναι αρκετά περίεργη. Η Κομισιόν, για παράδειγμα, παρουσίασε ευθέως την εισήγησή της για έξοδο της χώρας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία βρίσκεται από το 2008, ως μια από τις προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ο επίτροπος Ντομπρόβσκις μίλησε φανερά ενθαρρυντικά σε αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, αν και δεν αναφέρθηκε ευθέως στα σενάρια δανεισμού από τις αγορές, υπογράμμισε με πολλούς τρόπους την «επιστροφή στην κανονικότητα».

Οι υπέρ και οι (σχεδόν) κατά
Ευπρόσδεκτη χαρακτήρισε μια έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΔΝΤ, παρότι το Ταμείο δεν έχει αλλάξει καθόλου τις εκτιμήσεις του για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτή η δημόσια παρότρυνση από το κορυφαίο στέλεχος του ΔΝΤ προκαλεί ερωτήματα, όταν είναι γνωστό ότι εκκρεμεί η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του (μέχρι τις 27 Ιουλίου) πάνω στο επίσημο πλέον αίτημα της Ελλάδας για χρηματοδότηση ύψους 1,6 δισ. ευρώ, με τους γνωστούς όρους, και με ένα Μνημόνιο διάρκειας κατά μερικές μέρες μικρότερης των 14 μηνών. Εντός της προσεχούς εβδομάδας η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) θα είναι στα χέρια των στελεχών του ΔΝΤ. Κι αν οι εκτιμήσεις για τη δυναμική του χρέους είναι αρνητικές, θα βρεθούν σε αντίφαση με τη δημόσια ενθάρρυνση να δοκιμάσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών σε ένα χρέος που το ίδιο το ΔΝΤ δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται.

Άλλο πεδίο αντίφασης στο επίμαχο δίλημμα είναι η στάση του τραπεζικού «καρτέλ». Τα στελέχη των συστημικών τραπεζών, σχεδόν στο σύνολό τους, δηλώνουν αισιόδοξα για τις αναπτυξιακές προοπτικές και τα μεγέθη της οικονομίας και «ψηφίζουν» υπέρ της αξιοποίησης του θετικού momentum της συνεχούς πτώσης στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Οι τραπεζίτες διαβεβαιώνουν εμμέσως ότι θα αγοράσουν ομόλογα, όποτε αυτά εκδοθούν. Και το ίδιο δηλώνουν εκπρόσωποι ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, με κυνικά επιχειρήματα του τύπου: «Ξεχάστε ό,τι κουτσομπολιά έχετε ακούσει για εγχώρια αστάθεια στην κυβέρνηση ή για τέταρτη διάσωση στα σκαριά. Η νέα έκδοση (σ.σ. ομολόγων) θα έχει ένα μεγάλο, ζουμερό κουπόνι πάνω από 4%, στο οποίο απλά δεν θα αντισταθείτε».

 Στον αντίποδα αυτής της αδημονίας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας προειδοποιεί για δυσμενή αποτελέσματα μιας «βιαστικής εξόδου». Εικάζεται ότι η άποψή του απηχεί ευρύτερα την ηγεσία της ΕΚΤ, στελέχη της οποίας όμως έχουν πει ακριβώς το αντίθετο (Κερέ, Κονστάντσιο).
Τέλος, σταθερός στη γραμμή της σύντομης δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές παραμένει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, κατόχου του 51% του ελληνικού χρέους πλέον και θεωρητικά βασικού εγγυητή της εξυπηρέτησής του.

Η επιλογή της «πολιτικής σταθερότητας»
Τι νόημα έχει όλη αυτή η διχοστασία; Οικονομικά, μια έκδοση πενταετών ομολόγων 2 δισ. ευρώ έναντι ενός χρέους 325 δισ., δεν έχει καμιά βαρύτητα, ακόμη κι αν αποτύχει. Ο πολιτικός συμβολισμός είναι προφανής: κατά κάποιο τρόπο οι αγορές, και για την ακρίβεια τα επενδυτικά κεφάλαια που κερδοσκοπούν εις βάρος του δημοσίου χρέους, καλούνται να επικυρώσουν σε «δημοψήφισμα» την ανακατασκευή του ελληνικού success story, που εξόκειλε μετά το 2014. Επίσης, καλούνται να επιβραβεύσουν τη διαδικασία πολιτικής πειθάρχησης και επιστροφής στον δρόμο της «μεταρρυθμιστικής αρετής» μιας κυβέρνησης που πριν δυο χρόνια θεωρήθηκε «παγκόσμια απειλή». Τα εγκώμια Γιούνκερ στη Θεσσαλονίκη είναι χαρακτηριστικά: «Σήμερα η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη έχουν επιστρέψει».

Αυτή η στάση, για την οποία επιζητείται και η επιδοκιμασία των αγορών, σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαίων δανειστών, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής ηγεσίας, δεν ευνοεί οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτή η επιλογή συνιστά ένα πλεονέκτημα για την κυβέρνηση, παρά την κακή δημοσκοπική της εικόνα και το αντίστοιχο προβάδισμα της ΝΔ. Κατά κάποιο τρόπο, η έμμεση σύσταση των δανειστών προς την αντιπολίτευση είναι να βάλει λίγο νερό στο κρασί της.

Τα κίνητρα των δανειστών, βεβαίως, είναι λίγο πιο περίπλοκα από τον «ξαφνικό έρωτα» με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Πέραν του προφανούς σιωπητηρίου που επιβάλλουν οι γερμανικές εκλογές της 24/9, δεν θέλουν να διαταραχθεί από επεισόδια πολιτικής αστάθειας η θετική συγκυρία για την Ευρωζώνη, σε μια περίοδο μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για τη ριζική μεταρρύθμισή της (βλέπε συνομιλίες Μέρκελ – Μακρόν).

Για τις αγορές, από την άλλη πλευρά, αυτή η θετική συγκυρία επιφυλάσσει χρήμα, πολύ χρήμα: η πρωτοφανής ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει -χάρη και στο σχεδόν δωρεάν χρήμα της ΕΚΤ- αναζητεί κερδοσκοπικές διεξόδους σε ομόλογα και μετοχές. Κι ακόμη, για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που επιχειρούν ανάδυση από τον βυθό της ύφεσης και της αποεπένδυσης, είτε έχουν περάσει σε άλλα χέρια είτε παραμένουν στους παλιούς ιδιοκτήτες τους, η πειραματική έξοδος της Ελλάδας στις αγορές χρησιμοποιείται ως «δόλωμα» για να επιτύχουν αμέσως μετά τη δική τους χρηματοδότηση με φθηνότερα επιτόκια, με τις δικές τους εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.

Το ρίσκο του ΔΝΤ
Βεβαίως, το όλο σενάριο έχει ακόμη ένα υψηλό ρίσκο: τον παράγοντα ΔΝΤ, που θα πει την επόμενη λέξη του μέχρι το τέλος του μήνα. Ο Πολ Τόμσεν, πριν μερικές μέρες, διαβεβαίωσε ότι 20 του μηνός θα είναι έτοιμη η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Θα δοθεί στη δημοσιότητα; Ή θα περιοριστεί στην εσωτερική πληροφόρηση των στελεχών του Ταμείου, σε μια κίνηση πολιτικής διευκόλυνσης των Ευρωπαίων δανειστών; Κι αν δοθεί στη δημοσιότητα και επαναλαμβάνει τα αναμενόμενα για το αβίωτο του ελληνικού χρέους, ποια πολιτική αξιοπιστία θα έχουν οι διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων δανειστών για την ετοιμότητα της Ελλάδας να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη των αγορών; Το προφανές, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι το «πείραμα» παγώνει για αρκετούς μήνες. Το λιγότερο προφανές είναι ότι ανοίγει πάλι το παράθυρο για να μπει τέλος στη εταιρική σχέση Ευρωζώνης – ΔΝΤ. Άλλωστε, όπως υπενθύμισε ο επίτροπος Ντομπρόβσκις (σε συνέντευξη στο euro2day.gr), «η Συνθήκη του ESM λέει ότι εργάζεται σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, όταν και εφόσον χρειαστεί».