Ο ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ

Giorgio Agamben

Είναι καλό να προβληματιστούμε για ένα φαινόμενο που μας είναι γνωστό και άγνωστο, αλλά που, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να μας δώσει χρήσιμα στοιχεία για τη ζωή μας ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους: την εξορία.

 Οι ιστορικοί του δικαίου εξακολουθούν να συζητούν αν η εξορία -στην αρχική της μορφή, στην Ελλάδα και τη Ρώμη- πρέπει να θεωρείται ως άσκηση δικαιώματος ή ως ποινική κατάσταση. Στο βαθμό που παρουσιάζεται, στον κλασικό κόσμο, ως η δυνατότητα που παρέχεται σε έναν πολίτη να αποφύγει μια ποινή (συνήθως θανατική ποινή) διαφεύγοντας, η εξορία φαίνεται στην πραγματικότητα αμετάκλητη στις δύο μεγάλες κατηγορίες στις οποίες μπορεί να χωριστεί η σφαίρα του δικαίου από την άποψη των υποκειμενικών καταστάσεων: τα δικαιώματα και τις ποινές.

 Έτσι, ο Κικέρων, ο οποίος είχε γνωρίσει την εξορία, μπορούσε να γράψει: «Exilium non supplicium est, sed perfugium portumque supplicii», «Η εξορία δεν είναι ποινή, αλλά καταφύγιο και οδός διαφυγής από την τιμωρία». Ακόμη και όταν με τον καιρό το κράτος την οικειοποιείται και τη διαμορφώνει ως ποινή (στη Ρώμη αυτό συμβαίνει με τη lex Tullia του 63 π.Χ.), η εξορία εξακολουθεί να αποτελεί de facto μια οδό διαφυγής για τον πολίτη.

Έτσι ο Δάντης, όταν οι Φλωρεντινοί έστησαν εναντίον του μια δίκη προγραφής του, δεν εμφανίστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου και, προλαβαίνοντας τους δικαστές, ξεκίνησε τη μακρά ζωή του ως εξόριστος, αρνούμενος να επιστρέψει στην πόλη του ακόμη και όταν του προσφέρθηκε η ευκαιρία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, από αυτή την άποψη, η εξορία δεν συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη: ο εξόριστος αποκλείει ουσιαστικά τον εαυτό του από την κοινότητα στην οποία ωστόσο εξακολουθεί τυπικά να ανήκει. Η εξορία δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε τιμωρία, αλλά διαφυγή και καταφύγιο. Αν τη θεωρούσε κανείς ως δικαίωμα, πράγμα που στην πραγματικότητα δεν είναι, η εξορία θα οριζόταν ως ένα παράδοξο δικαίωμα να θέτει κανείς τον εαυτό του εκτός νόμου.

Από αυτή την άποψη ο εξόριστος εισέρχεται σε μια περιοχή μη διαφοροποίησης σε σχέση  με τον κυρίαρχο, ο οποίος, αποφασίζοντας για την κατάσταση εξαίρεσης, μπορεί να αναστείλει τον νόμο και είναι, όπως και ο εξόριστος, ταυτόχρονα εντός και εκτός νόμου.

Ακριβώς στο βαθμό που εμφανίζεται ως η ικανότητα του πολίτη να τοποθετείται τον εαυτό του εκτός της κοινότητας των πολιτών και είναι έτσι σε σχέση με το νομικό σύστημα ένα είδος ορίου, η εξορία δεν μπορεί να μην μας ενδιαφέρει σήμερα με ιδιαίτερο τρόπο. Για όποιον έχει μάτια να δει, είναι όντως προφανές ότι τα κράτη στα οποία ζούμε έχουν εισέλθει σε μια κατάσταση κρίσης και προοδευτικής, ασταμάτητης αποσύνθεσης όλων των θεσμών. Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου η πολιτική εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της στην οικονομία και την τεχνολογία, είναι μοιραίο οι πολίτες να καθίστανται εκ των πραγμάτων εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα. Είναι αυτή η εσωτερική εξορία που πρέπει να διεκδικηθεί σήμερα, μετατρέποντάς την από μια κατάσταση που υποφέρουμε παθητικά σε μια μορφή ζωής που την επιλέγουμε και την επιδιώκουμε ενεργά.

 Εκεί όπου οι πολίτες έχουν χάσει ακόμη και τη μνήμη της πολιτικής, αυτοί που θα κάνουν πολιτική θα είναι μόνο όσοι είναι εξόριστοι στην ίδια τους την πόλη. Και είναι μόνο σε αυτή την κοινότητα των εξόριστων, οι οποίοι είναι διασκορπισμένοι μέσα στην άμορφη μάζα των πολιτών, μπορεί να γίνει εδώ και τώρα εφικτή κάτι σαν μια νέα πολιτική εμπειρία.

[---->]