
Πώς ο λόγος των ελίτ κατασκευάζει τον “α ν ώ ρ ι μ ο π ο λ ί τ η / λ α ό"
Υπάρχει μια φράση που επανέρχεται σταθερά, από τον Κοραή μέχρι τα μνημόνια και τον Πάγκαλο έως και τις μέρες μας: «ο ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος».
Άλλες φορές λέγεται ευθέως, άλλες φορές ντύνεται με πιο «ευγενικές» εκδοχές: «δεν έχουμε πολιτική παιδεία», «είμαστε συναισθηματικός λαός», «δεν θέλουμε αξιολόγηση», «μας αρέσει η χαλαρότητα», «είμαστε τεμπέληδες».
Από τον Θ. Πάγκαλο με το «όλοι μαζί τα φάγαμε», αυτή την εμβληματικότερη φράση της μνημονιακής περιόδου, τον Γιώργο Παπανδρέου του «Λεφτά υπάρχουν» που έλεγε σε διεθνή φόρα πως «Κυβερνώ έναν διεφθαρμένο λαό», τον Λουκά Παπαδήμο που υποστήριζε πως «Οι Έλληνες πρέπει να ωριμάσουν», τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που έλεγε πως «Η χώρα χρειάζεται πειθαρχία», «Οι Έλληνες δεν έχουν κουλτούρα αξιολόγησης», «Η κοινωνία αντιστέκεται επειδή δεν καταλαβαίνει», «Ο λαός είναι συναισθηματικός, πρέπει να σκέφτεται ορθολογικά» ή διανοούμενους σαν τον Στέλιο Ράμφος που είχε την άποψη πως
«Ο Έλληνας δεν έχει αίσθηση ευθύνης», «Ο Έλληνας ζει στο συναίσθημα», «Είμαστε καθηλωμένοι στην παιδικότητα», «Δεν έχουμε ωριμάσει πολιτικά» ή δημοσιογράφους σαν τον Γιάννη Πρετεντέρη που εκτιμούσε πως «ο κόσμος δεν καταλαβαίνει»,
«ο λαϊκισμός φταίει», «ο Έλληνας βολεύεται», «οι διαμαρτυρίες είναι ανευθυνότητα» και τον Τάκη Θεοδωρόπουλο της Καθημερινής με τις συχνές αναφορές του σε «ψυχική καθυστέρηση του δημόσιου λόγου», «πρωτογονισμό της κοινωνίας», «ανωριμότητα του Έλληνα», μέχρι ηθοποιούς σαν τον Αντώνη Καφετζόπουλο που έλεγε πως «Ο Έλληνας είναι τεμπέλης», «Σιχάθηκα να ακούω τις ανοησίες του κόσμου», «Φταίμε όλοι, είμαστε άρρωστοι» και τον ψυχίατρο Γιωσαφάτ που όριζε τους Έλληνες ως «καθηλωμένους στο πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης» και όσους όριζαν τα Μνημόνια ως ευλογία ή ξεστόμισαν το αδιανόητο για τα Τέμπη «Όλοι μαζί τους σκοτώσαμε», όλοι αυτοί διαχέουν στο ελληνικό συλλογικό μια δηλητηριώδη ενοχή.
Όλες αυτές οι φράσεις έχουν κάτι κοινό: δεν περιγράφουν απλώς μια κατάσταση, κατασκευάζουν ένα συλλογικό υποκείμενο. Φτιάχνουν, ξανά και ξανά, την εικόνα του Έλληνα ως ανώριμου παιδιού που χρειάζεται πατρική επιτήρηση και με τον τρόπο αυτό νομιμοποιούν/κανονικοποιούν τις χυδαιότερες συμπεριφορές των κυρίαρχων ελίτ. Γιατί "τέτοιοι που είμαστε αυτοί μας αξίζουν".
Ψυχοδυναμικά ή μάλλον ψυχοπολιτικά πρόκειται για την εδραίωση του «Επικριτικού Γονέα» ως δομή εξουσίας
Στη συναλλακτική ανάλυση του Eric Berne, ο ψυχικός μας κόσμος περιγράφεται με τρεις βασικές «θέσεις»: Γονέας (Προστατευτικός ή Επικριτικός), Ενήλικος, Παιδί (Ελεύθερο ή Υποτελές/Υποταγμένο)
Ο Επικριτικός Γονέας είναι η φωνή που κανοναρχεί, επιπλήττει,
κρίνει, επικρίνει, ηθικολογεί, ενοχοποιεί, ξέρει πάντα «τι είναι σωστό» και αντιμετωπίζει τον άλλον ως κατώτερο, ανώριμο ή ελλιπή.
Στις διαπροσωπικές σχέσεις, αυτό είναι ένας ρόλος. Όμως στην πολιτική, γίνεται μηχανισμός εξουσίας.
Όταν ένας πρωθυπουργός, ένας διανοούμενος, ένας διάσημος καλλιτέχνης, ένας «έγκριτος» δημοσιογράφος, μιλά για τον λαό σαν να τον μαλώνει, σαν να του εξηγεί «το μάθημά του», τότε δεν κάνει απλώς κριτική.
Μπαίνει στον ρόλο του Επικριτικού Γονέα έναντι ενός λαού-Παιδιού, δηλαδή νηπιοποιεί το συλλογικό σώμα.
Κι εκεί ξεκινά η ψυχοπολιτική παθολογία ή μάλλον η ψυχοπολιτική χειραγώγηση.
Και αυτή η ψυχοπολιτική χειραγώγηση είναι από τα πιο σταθερά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, από τον ιστορικό «κηδεμόνα» έως τον σύγχρονο «εκσυγχρονιστή». Αν δούμε τη νεοελληνική ιστορία, το μοτίβο είναι σταθερό. Ο Κοραής ως διαφωτιστής μιλά για έναν λαό που πρέπει να «εκπολιτιστεί» και να γίνει "Γκρεκογάλλος". Οι Βαυαροί αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως ανώριμους για Σύνταγμα.
Οι ξένες δυνάμεις, σε όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα, λειτουργούν ως «επιτηρητές». Στη μνημονιακή περίοδο, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιμετωπίζουν το ελληνικό κράτος σαν μαθητή υπό εξετάσεις.
Και βέβαια, οι εγχώριες ελίτ, αντί να αμφισβητήσουν αυτό το σχήμα, το εσωτερικεύουν. Και γίνονται οι ίδιες «ενδιάμεσοι γονείς» προς τον λαό που τον υποτιμούν και τον απαξιώνουν.
Ο λόγος αυτός δεν είναι ουδέτερος. Είναι λόγος αυτο-αποικιοποίησης. Ο ντόπιος «μορφωμένος» υιοθετεί το βλέμμα του ξένου επιτηρητή και το γυρίζει προς τα μέσα, πάνω στον λαό του.
Και κάπως έτσι κατασκευάζεται ο ανώριμος πολίτης. Ψυχαναλυτικά, ο άνθρωπος γίνεται αυτό που ακούει συνεχώς πως είναι. Όπως ένα παιδί που ακούει «δεν αξίζεις», «δεν ξέρεις»,
«είσαι άχρηστος», θα μάθει να ζει σαν μικρός και ανεπαρκής, ακόμη κι αν έχει ικανότητες, ανάλογα συμβαίνει σε συλλογικό επίπεδο. Όταν, επί δεκαετίες, ο λαός βομβαρδίζεται με μηνύματα ότι δεν είναι ώριμος για δημοκρατία, δεν είναι ικανός να κρίνει,
είναι εγωιστής, τεμπέλης, αμόρφωτος, είναι «λαϊκιστής» κάθε φορά που διαφωνεί, τότε γεννιέται μέσα του ένας εσωτερικός Επικριτικός Γονέας που λέει «Μην μιλάς, δεν ξέρεις. Κάτσε στον καναπέ. Οι άλλοι είναι πιο κατάλληλοι.»
Έτσι, ο άνθρωπος παύει να λειτουργεί ως Ενήλικος Πολίτης και μετατρέπεται σε Υποταγμένο νήπιο, αποσύρεται, δεν εμπιστεύεται τη φωνή του, νιώθει ότι «δεν έχει νόημα» να κάνει κάτι, βιώνει την πολιτική ως χώρο ενοχής, όχι ως χώρο ευθύνης.
Αυτό είναι η ψυχολογική βάση της απάθειας και του κυνισμού:
όχι ότι ο λαός «είναι αδιάφορος», αλλά ότι έχει μάθει να αμφισβητεί τη δική του αξία και δύναμη.
Αλλά το ξέρουμε πια αυτό. Αυτός είναι ο ρόλος της ελίτ: η επιβολή, όχι σχέση. Το ξέρουμε ότι οι ελίτ (πολιτικές, πολιτισμικές, τεχνοκρατικές) σπάνια μιλούν σε έναν λαό ως ισότιμο Ενήλικο. Γιατί επιδιώκουν πολύ συστηματικά, μεθοδικά και οργανωμένα να τον κρατήσουν για πάντα σε μια θέση ανεπαρκούς νηπίου.
Ο πολίτης δεν προσκαλείται να σκεφτεί. Καλείται να υπακούσει, να ενοχοποιηθεί ή να βολευτεί. Κι όταν αυτό γίνεται για χρόνια
οικοδομείται μια κουλτούρα πολιτικής ανωριμότητας, κανονικοποιείται η "αντιπροσώπευση" χωρίς πραγματική συμμετοχή και εν τέλει "παράγεται" ένας λαός που αισθάνεται ότι μιλά πάντα “απ’ έξω”.
Γιατί όλη αυτή η διαχεόμενη ψυχοπολιτική προπαγάνδα, αυτός ο αυτο-ενοχοποιητικός λόγος δεν πέφτει στο κενό. Αντίθετα, συναντάται με υπαρκτά ιστορικά τραύματα, ήττες, εμφύλιες συγκρούσεις, χρεοκοπίες, εξαρτήσεις από ξένες δυνάμεις, αποτυχίες θεσμών (Τέμπη, Μάτι, διαφθορά, ατιμωρησία) και συγκροτεί ένα νέο συλλογικό τραύμα αυτοϋποτίμησης και εθνικής μειονεξίας.
Ο πολίτης ζει μια διαρκή πραγματικότητα συνεχούς θεσμικής προδοσίας, και την ίδια στιγμή ακούει ότι ο ίδιος φταίει.
Αυτό δημιουργεί ένα σχίσμα: “Υποφέρω από πράγματα που δεν ελέγχω-κι όμως κατηγορούμαι ότι εγώ είμαι η αιτία.”
Οπότε, όταν το θύμα νιώθει ότι είναι και ο θύτης, η φυσική αντίδραση δεν είναι εξέγερση, αλλά η ντροπή, το μούδιασμα, η παραίτηση, η αυτοκαταστροφικότητα (εξαρτήσεις, τζόγος, κυνισμός, λάθος πολιτικές επιλογές).
Έτσι, ο λόγος των ελίτ που παριστάνουν τον «Επικριτικό Γονέα»
δεν παράγει ωριμότητα. Παράγει ψυχική κατάρρευση.
Και αυτό συμφέρει εξαιρετικά το σύστημα. Ο “ανώριμος πολίτης”, ο "ανώριμος λαός" συντηρεί και αναπαράγει το σύστημα που θα συνεχίσει να τον ορίζει ως “ανώριμο πολίτη”, ως "ανώριμο λαό" σ' ένα φαύλο καθοδικό σπιράλ επαναλαμβανόμενων τραυματισμών (trauma vortex).
Ένας πολίτης που πιστεύει ότι δεν ξέρει, δεν αξίζει, δεν μπορεί,
είναι ένας πολίτης εύχρηστος, ευάλωτος στην εξαπάτηση και στη χειραγώγηση των εξουσιαστών του. Είναι ένας πολίτης που δεν διεκδικεί, δεν οργανώνεται, δεν εμπιστεύεται τον διπλανό του για να κάνει κάτι μαζί. Στρέφεται εναντίον του εαυτού του ή των διπλανών του και όχι εναντίον των δομών που τον καταπιέζουν.
Ο «ανώριμος πολίτης» είναι ιδανικός για πελατειακά δίκτυα,
χειραγώγηση, life-style πολιτική, ψευδο-συμμετοχή (likes, τηλε-δημοκρατία, δημοσκοπική «έκφραση» χωρίς πραγματική δύναμη).
Άρα, η ρητορική του Επικριτικού Γονέα δεν είναι απλώς ψυχολογικό στυλ. Είναι εργαλείο διατήρησης της εξουσίας.
Ποια είναι άραγε η έξοδος απ' όλο αυτό;
Πως πάμε από το Παιδί στον Ενήλικο. Τον Ενήλικο ως άτομο και ως συλλογικό υποκείμενο.
Και τι σημαίνει αυτό πολιτικά;
1. Να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε τον λόγο που μας μειώνει.
Κάθε φορά που ακούμε: «εσείς φταίτε», «είστε ανώριμοι», «δεν ξέρετε τι θέλετε», αξίζει να ρωτάμε: Ποιον εξυπηρετεί αυτή η αφήγηση; Εμένα ή εκείνον που την λέει;
2. Να απομυθοποιήσουμε τον “επικριτικό πατέρα”. Ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης, ο πολιτικός που μιλά από τον ηθικό του θρόνο, χωρίς να αναλαμβάνει ο ίδιος ευθύνη, δεν είναι «καθοδηγητής». Είναι φορέας μιας παραδοσιακής εξουσίας που επιδιώκει να μας κρατά "μικρούς".
3. Να μεταφέρουμε την κουβέντα από την ενοχή στην ευθύνη.
Η ενοχή λέει: «είμαι σκάρτος». Η ευθύνη λέει: «τι μπορώ να κάνω εγώ, μαζί με τους άλλους;».
4. Να ξαναχτίσουμε σχέσεις, όχι “καθοδηγούμενα ποίμνια”.
Εκεί που η πολιτική γίνεται σχέση (κινήματα, συνελεύσεις, πραγματικές κοινότητες), ο άνθρωπος παύει να είναι παιδί που δέχεται επίπληξη και γίνεται πρόσωπο που συμμετέχει.
Τελικά, όσο οι ελίτ μιλούν σε έναν λαό σαν να είναι παιδί,
ο λαός θα ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξάρτηση και στην έκρηξη.
Η θεραπεία αρχίζει όταν ο λόγος του “Επικριτικού Γονέα” αναγνωριστεί ως βίαιος, ο πολίτης πάψει να τον εσωτερικεύει ως αλήθεια και η συλλογικότητα αρχίσει να μιλά στον εαυτό της ισότιμα, σαν ενήλικος προς ενήλικο.
Ίσως τότε να γίνει αυτό που φοβάται κάθε εξουσία: Ο «ανώριμος πολίτης» να ανακαλύψει ότι ήταν ώριμος εδώ και πολύ καιρό-απλώς κάποιος τον χρειαζόταν να νιώθει "κακομαθημένο παιδί" που πρέπει να τιμωρηθεί...και αυτό του "έκανε".