Το τέλμα μετά τα μνημόνια

Του Κώστα Λαπαβίτσα


Με το τυπικό τέλος των μνημονίων ήρθε στο προσκήνιο το βαθύτερο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα και δεν υπάρχουν οι συνθήκες για ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Τα μνημόνια έχουν βάλει την Ελλάδα για τα καλά στον σκληρό πυρήνα των Βαλκανίων.  

Τα δομικά οικονομικά προβλήματα

Οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστές και τεκμηριωμένες στη διεθνή βιβλιογραφία. Μετά την είσοδο στην ΕΕ σταδιακά εμφανίστηκε υπερδιόγκωση των υπηρεσιών και εξασθένηση της βιομηχανίας. Ο τομέας των υπηρεσιών έχει όμως χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα κι έτσι η χώρα δε μπόρεσε να σταθεί στην παγκόσμια αγορά. Η ελληνική οικονομία κυριαρχήθηκε από τα λεγόμενα «μη εμπορεύσιμα» αγαθά και στράφηκε προς την εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη χειρότερη η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Φαύλος κύκλος. 

Μετά την είσοδο στη ΟΝΕ ακολούθησε μια παραπλανητική περίοδος παχιών αγελάδων που έκανε πολλούς να νομίσουν ότι το ευρώ «μας έβαλε στην πρώτη κατηγορία». Τα χαμηλά επιτόκια έφεραν τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης και ισχυρή ανάπτυξη. Η Ελλάδα δε γνώρισε πιστωτική φούσκα, όπως λανθασμένα λέγεται, αλλά σίγουρα η επέκταση της πίστωσης στήριξε την ανάπτυξη. 

Πίσω όμως από την πλασματική ευμάρεια υπήρχε πλήρης κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας, η κύρια αιτία της οποίας ήταν οι παγωμένοι μισθοί στη Γερμανία. Μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ η Ελλάδα δε μπορούσε να αντισταθμίσει την ανταγωνιστική πίεση με μια υποτίμηση του νομίσματος, όπως έκανε στο παρελθόν. Το κοινό νόμισμα αποδείχθηκε ιστορική παγίδα που αποκάλυψε τις βαθύτερες δομικές αδυναμίες της χώρας. 

Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί, η Ελλάδα παρουσίασε τεράστια εξωτερικά ελλείμματα και αναγκαστικά δανείστηκε γιγαντιαία ποσά για να τα χρηματοδοτήσει. Όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2007-9, βρέθηκε καταχρεωμένη, με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Αυτός ήταν ο κύριος μακροοικονομικός μηχανισμός της κρίσης και όχι οι συνήθεις φλυαρίες για το «κακό» δημόσιο.

Τι έκαναν τα μνημόνια;

Τα μνημόνια επιβλήθηκαν με την απόλυτη παραδοχή ότι η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ. Αναγκαστικά λοιπόν αντιμετώπισαν την κρίση με τον χειρότερο τρόπο, σταθεροποιώντας την οικονομία μέσω της φτώχειας. Οι περικοπές των μισθών και των συντάξεων, η συντριβή των δημοσίων δαπανών και η τεράστια αύξηση της φορολογίας απάλειψαν το δημοσιονομικό έλλειμμα. Τα μέτρα αυτά έπληξαν βαριά την εσωτερική ζήτηση συντρίβοντας τις εισαγωγές, άρα συρρίκνωσαν και το εξωτερικό έλλειμμα. Παράλληλα το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε, μπήκε κάτω από ξένη νομοθεσία, επιμηκύνθηκε και μειώθηκε το μέσο του επιτόκιο, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική διαγραφή. Η σταθεροποίηση μέσω της κοινωνικής καταστροφής έφερε σταδιακά και το τέλος των μνημονίων.

Το αναπτυξιακό πλαίσιο όμως που δημιούργησαν τα μνημόνια μόνο ως τραγικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Κανένα από τα δομικά προβλήματα δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών παραμένει συντριπτική, ο βιομηχανικός τομέας έχει δεχθεί καίρια πλήγματα, ενώ η γεωργία συνεχίζει να μη μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς. Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σταθερά. Η ανταγωνιστικότητα σταμάτησε να βελτιώνεται από το 2013. Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων, η καθαρή αποταμίευση μιας πολύ φτωχότερης Ελλάδας παραμένει αρνητική, άρα δεν υπάρχει η πρώτη ύλη για τη δημιουργία νέου κεφαλαίου. 

Το εξωφρενικό είναι ότι το Τρίτο Μνημόνιο αναγκάζει την καθημαγμένη χώρα να ασκεί εξωπραγματική λιτότητα μέχρι το 2022 και για δεκαετίες αργότερα, ώστε να εξυπηρετείται το ακόμη τεράστιο δημόσιο χρέος. Το αποτέλεσμα είναι η υπερφορολόγηση και η περικοπή των δημοσίων δαπανών που τσακίζουν την κατανάλωση. Οι τράπεζες, από τη άλλη, είναι φαντάσματα καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στο 45% του ισολογισμού τους, αναγκάζοντάς τες να μειώνουν σταθερά την παροχή πιστώσεων. Χωρίς τραπεζικές πιστώσεις και με αρνητική καθαρή αποταμίευση είναι απολύτως αδύνατον να υπάρξει αύξηση των επενδύσεων, που παραμένουν ουσιαστικά καθηλωμένες. 

Η καταστολή της κατανάλωσης και των επενδύσεων λόγω της λιτότητας, τέλος,  εξασθενίζει δραματικά την εγχώρια ζήτηση και άρα δεν επιτρέπει τη γρήγορη μείωση της θηριώδους ανεργίας. Οι θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται είναι κακής ποιότητας και κακοπληρωμένες. Η εκπαιδευμένη νεολαία φεύγει στο εξωτερικό μειώνοντας και άλλο τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης. 

Τίποτε ουσιαστικό δεν έχει βελτιωθεί σε μια οικονομία που ήταν ήδη στρεβλή όταν τη χτύπησε η κρίση. Επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η άποψη του Κέυνς ότι η φτώχεια είναι κάκιστη βάση για γρήγορη ανάπτυξη. Η σταθεροποιημένη Ελλάδα βρίσκεται σε ιστορικό τέλμα που θα συνεχιστεί για όσο η χώρα παραμένει στο μνημονιακό πλαίσιο. 

Τι χρειάζεται για αλλαγή πορείας;

Το πρώτο και απολύτως απαραίτητο βήμα για να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης είναι να απαλλαγεί από τη λιτότητα και τα εξωπραγματικά πλεονάσματα του 3,5%. Μόνο έτσι θα μπορέσει να μειώσει την υπέρογκη φορολογία επιτρέποντας την ανάκαμψη της κατανάλωσης και την τόνωση της εγχώριας αγοράς. Μόνο έτσι επίσης θα μπορέσει να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις δημιουργώντας ευνοϊκό πεδίο και για τις απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις. Με ισχυρότερη κατανάλωση και επενδύσεις θα μειωθεί γρήγορα η ανεργία και θα αυξηθεί το εθνικό εισόδημα. Αυτή είναι η αναγκαία βάση για μακροχρόνια ανάπτυξη. 

Το δομικό πρόβλημα της χώρας όμως δε μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει τη βιομηχανία της δημιουργώντας τις βάσεις για συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Για το σκοπό αυτό απαιτείται επενδυτικό άλμα.

Όσοι νομίζουν ότι το επενδυτικό άλμα μπορεί να βασιστεί σε ξένες επενδύσεις δεν έχουν συναίσθηση ούτε του κενού που υπάρχει, ούτε των συνθηκών στην παγκόσμια αγορά. Το 2008 η Ελλάδα είχε ακαθάριστες επενδύσεις περίπου 60δις, ενώ σήμερα έχει περίπου 20δις. Η γειτονική Τουρκία, με οικονομία 4,5 φορές μεγαλύτερη από την ελληνική και πολύ καλύτερες επιδόσεις στην προσέλκυση επενδύσεων, είχε μέσο όρο ξένων επενδύσεων τα τελευταία 5 χρόνια περίπου 12δις. Πως ακριβώς θα λύσουν οι ξένες επενδύσεις το ελληνικό πρόβλημα;

Η χώρα χρειάζεται στοχευμένη βιομηχανική πολιτική που θα πρέπει να απορροφήσει μεγάλο μέρος της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης. Θα πρέπει επίσης να βασιστεί σε αναδιαρθρωμένο και δημόσιο τραπεζικό σύστημα για επενδυτικές πιστώσεις. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για ταχύρρυθμη ανάπτυξη. 

Αυτά βέβαια απαιτούν σύγκρουση και ρήξη με το σκληρό και περιοριστικό πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Απαιτούν επίσης σύγκρουση και ρήξη με το εγχώριο κατεστημένο που έφερε τη χώρα στη σημερινή τραγική κατάσταση. Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει βαθιές κοινωνικές και πολιτικές τομές, αν δεν θέλει να περιθωριοποιηθεί τελείως. Αυτό παραμένει το πρωταρχικό της πρόβλημα. 

Τα κλασικά κείμενα θα περιμένουν



   Σχετική εικόνα



Της  Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

«Δεν διδασκόμαστε τη λατινική και την αρχαία ελληνική για να τις μιλήσουμε ούτε για να κάνουμε τους υπαλλήλους ξενοδοχείου, τους μεταφραστές ή οτιδήποτε άλλο. Τις διδασκόμαστε για να γνωρίσουμε τον πολιτισμό δύο λαών, η ζωή των οποίων τίθεται ως βάση του παγκόσμιου πολιτισμού.


Η λατινική γλώσσα, όπως και η αρχαία ελληνική διδάσκεται σύμφωνα με τη γραμματική, κάπως μηχανιστικά. Αλλά είναι ιδιαίτερα υπερβολική η κατηγορία περί μηχανιστικού και περί κενότητας. Έχουμε να κάνουμε με νέα παιδιά, τα οποία πρέπει να αποκτήσουν συγκεκριμένες συνήθειες: την επιμέλεια, την ακρίβεια, τη φυσική μετριοπάθεια και την ψυχική συγκέντρωση σε συγκεκριμένα αντικείμενα. 


Ένας μελετητής τριάντα – σαράντα ετών θα ήταν ικανός να κάθεται στο γραφείο δεκαέξι συνεχόμενες ώρες, εάν δεν είχε από παιδί αποκτήσει «καταναγκαστικά», με «μηχανικό εξαναγκασμό» τις ανάλογες ψυχοφυσικές συνήθειες; [...]


Σε μια νέα πολιτική κατάσταση, αυτά τα ζητήματα θα γίνουν οξύτατα και θα πρέπει να αντισταθούμε στην τάση να κάνουμε εύκολο αυτό που δεν μπορεί να γίνει εύκολο παρά μόνο αν χάσει τη φύση του.


Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο σώμα διανοουμένων μέχρι τα πιο υψηλά σημεία, από ένα κοινωνικό στρώμα που παραδοσιακά δεν έχει αναπτύξει τις κατάλληλες ψυχο-φυσικές συνήθειες, θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανήκουστες δυσκολίες».

Το παραπάνω απόσπασμα δεν γράφτηκε από έναν συντηρητικό φιλόλογο του 19ου αιώνα, δεν είναι απόσπασμα επιφυλλίδας του Παπανούτσου. Ανήκει στα «Τετράδια της Φυλακής» [Quaderni dal Carcere, 4 [XIII], 55] του Αντόνιο Γκράμσι. 

Ανέτρεξα σε αυτό τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την ειδησεογραφία αλλά και τις διαρροές που εκπορεύονται από το υπουργείο Παιδείας σχετικά με το νέο σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Σύμφωνα με αυτές, συζητιέται η ιδέα να αφαιρεθούν τα λατινικά από εξεταζόμενο μάθημα της θεωρητικής κατεύθυνσης για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Ήδη, αφαιρέθηκε η μετάφραση του διδαγμένου αρχαιοελληνικού κειμένου από τις πανελλαδικές εξετάσεις και αντικαταστάθηκε από περισσότερες ερωτήσεις κατανόησης και παραβολής με άλλα κείμενα. Η βασική επιχειρηματολογία επί αυτού ήταν ότι οι μαθητές μάθαιναν με «παπαγαλία» τη μετάφραση του διδαγμένου κειμένου.

Δύο είναι οι λόγοι αυτών των «μεταρρυθμιστικών» συζητήσεων και αποπειρών. Ο πρώτος είναι ότι χωρίς να κοστίζουν τίποτα δίνουν μια χροιά «προοδευτικότητας» στις εκπαιδευτικές πολιτικές. 
Με αυτόν θα μπορούσε κανείς να μην ασχοληθεί  και  να  τον  εντάξει  στους  συνήθεις  εντυπωσιασμούς  της  κυβερνητικής  πολιτικής.  Ο  δεύτερος  και  σημαντικότερος  όμως είναι το ιδεολογικό επιχείρημα που υπόκειται αυτών των μεταρρυθμίσεων: το επιχείρημα ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την κοπιαστική, επαναληπτική διαδικασία μάθησης που οδηγεί στη γνώση.

Το επιχείρημα ότι η σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη δίνει τις δυνατότητες σε όλους να έχουν «περίπου γνώση» για τα πάντα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χωρίς την «κενότητα» της μηχανιστικής γνώσης.

Αυτά τα επιχειρήματα δεν εκπορεύοντα απλώς από την κυβερνητική πολιτική, είναι διαδεδομένα σε ευρέα στρώματα της κοινωνίας και μάλιστα και σε εκπροσώπους της «προοδευτικής/ριζοσπαστικής» σκέψης.
Σε  αυτό  το  υπόβαθρο  στηρίζεται  και  όλη  η λογική των «δεξιοτήτων» που πρέπει να προσφέρει το σύγχρονο σχολείο κατά την νεοφιλελεύθερη άποψη και τους θεσμούς που την επιβάλλουν στην εκπαίδευση.

Επομένως, για να επιστρέψουμε στην εξέταση των γλωσσικών μαθημάτων δεν είναι απαραίτητη η μετάφραση αφού μπορεί να οδηγήσει στην παπαγαλία –είναι, αλήθεια, δυνατόν εξεταστής γλωσσικού μαθήματος να μην καταλάβει πότε ο μαθητής καταλαβαίνει τι μεταφράζει και πότε όχι; Εκείνο που είναι απαραίτητο κατά τις «καινοτόμες» πρακτικές είναι να κατανοεί (περίπου) και να συγκρίνει με άλλα παράλληλα κείμενα.

Αυτό που έχει συμβεί μεθοδολογικά είναι το εξής: η μεθοδολογία της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών (όπου όντως δεν χρειάζεται η κατά λέξη μετάφραση) μεταφέρεται στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, της νέας ελληνικής, και στη συνέχεια και στη διδασκαλία  των  κλασικών  γλωσσών  (αρχαίας ελληνικής και λατινικής), τις οποίες προφανώς δεν τις διδάσκουμε για να τις μιλήσουν  οι  μαθητές  μας,  αλλά  γιατί  σε  αυτές στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, τον οποίο έχουμε ανάγκη να γνωρίσουμε και  βεβαίως  να  τον  κρίνουμε  και  να  τον  υπερβούμε  με  έναν  νέο  ανθρωπισμό  καθολικού χαρακτήρα.

Στο «καινοτόμο» παράδειγμα του σύγχρονου  ολοκληρωτισμού  δεν  είναι  αίτημα  η  ακριβολόγα  περιγραφή,  ούτε  η  σημασία  στη λεπτομέρεια που απαιτούσε η ενασχόληση  με  τα  «στριφνά»  κείμενα  των  κλασικών  γλωσσών.  Τις  λεπτομέρειες  πλέον μας  τις  παρέχει  το  κινητό  τηλέφωνο,  το τρίτο μας χέρι.

Δεν είναι τυχαία άλλωστε η γενική υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών –και στις προτιμήσεις των νέων. Οι φετινές βάσεις των Φιλολογικών Τμημάτων είναι αρκετά χαμηλά, ενώ εκτοξεύονται οι βάσεις στα Τμήματα Ψυχολογίας. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μόνο προϊόν της ελπίδας για επαγγελματική αποκατάσταση, αλλά και σαφές αποτέλεσμα της ιδεολογικής κυριαρχίας του ατομικού. Δεν υπάρχει ελπίδα σε συλλογικό επίπεδο, όλα πρέπει να αντιμετωπιστούν από το άτομο και την ψυχολογία του. Επίσης, παρατηρείται η εκτόξευση των βάσεων στα Τμήματα  Αγγλικής  Γλώσσας  και  Φιλολογίας, μιας και βρισκόμαστε σε καθεστώς άτυπης διγλωσσίας (ελληνικής – αγγλικής).

Η  Άννα  Διαμαντοπούλου  με  την  σχετική  πρόταση πριν μερικά χρόνια να γίνει και επίσημη αυτή η διγλωσσία έχει κάθε λόγο να αισθάνεται πρωτοπόρος.

Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος θα ξαναδιαβάσει τον Γκράμσι; Ακούγεται σαν αυστηρός γυμνασιάρχης της δεκαετίας του 50. Ποιος θα μιλήσει για την ανάγκη να ξαναανοίξουν  στη  χώρα  Κλασικά  Λύκεια;  Θα  θεωρηθεί τουλάχιστον εθνικιστής.Σίγουρα όμως πολλοί νέοι και νέες θα νιώσουν την ανάγκη να στηρίξουν κάπου τη ζωή τους πέρα από τον νεοφιλελεύθερο ή τον νεο-αριστερό ατομισμό. Και σε αυτήν την ανάγκη τα κλασικά κείμενα και η διδασκαλία τους θα είναι εκεί και θα περιμένουν.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τα λατινικά στη θέση τους!

*Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου
είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠ}

 ΠΗΓΗ :δρόμος της αριστεράς,φύλλο 419,1/9/2018