Ότι και να γίνει, η Μαδρίτη έχει χάσει




 του Marco Santopadre

Πριν λίγες ημέρες ο ισπανός πρωθυπουργός ήταν αυτός που ανακοίνωσε την σκλήρυνση της καταστολής με μια φράση την οποία ελάχιστα διεθνή μέσα ενημέρωσης πρόβαλλαν: «Μη μας αναγκάζετε να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε»

Η κυβέρνηση της Μαδρίτης θα μπορούσε να μπλοκάρει τον οδικό χάρτη της ανεξαρτησίας προτείνοντας μια διέξοδο πολιτική. Ο Ραχόι τότε,θα έβρισκε μια ενθουσιώδη ανταπόκριση από την πλευρά των σοσιαλιστών και του ίδιου του Ποδέμος  αν είχε προτείνει στη Βαρκελώνη μια μεταρρύθμιση του βαθμού αυτονομίας της Καταλονίας (την ίδια που αρνήθηκε πριν λίγα χρόνια). Με τον τρόπο αυτό  οι ισπανοί εθνικιστές θα προκαλούσαν σημαντικά ρήγματα στον στρατόπεδο των οπαδών της ανεξαρτησίας της Καταλονίας , αποσπώντας από αυτό  το κομμάτι του PDeCAT (Δημοκρατικό Ευρωπαϊκό Καταλανικό Κόμμα),το οποίο θα προτιμούσε να αποφύγει την αντιπαράθεση και να συνεχίσει να επιπλέει σε μια κατάσταση - αυτονομία εντός του ισπανικού κράτους – από την οποία κέρδισαν πολλά οι  φιλελεύθερο-συντηρητικοί της Βαρκελώνης.

Ένα σημαντικό κομμάτι, ίσως όχι η πλειονότητα, του  καταλανικού εθνικιστικού στρατοπέδου, στην πραγματικότητα,  αναγκάστηκε να αγκαλιάσει το αίτημα της απόσχισης από τη Μαδρίτη μετά από χρόνια λαϊκών κινητοποιήσεων και από την πίεση μιας ανεξαρτησιακής και ριζοσπαστικής αριστεράς που είδε να αυξάνονται σημαντικά οι δυνάμεις της τα τελευταία χρόνια.

Για δεκαετίες, το κόμμα της μικρομεσαίας  καταλανικής αστικής τάξης, Convergenza Democratica  (Δημοκρατική Σύγκλιση), το οποίο πρόσφατα μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα της Καταλονίας, εκμεταλλεύτηκε το αίτημα για ανεξαρτησία προκειμένου να της παραχωρήσει η  Μαδρίτη το μονοπώλιο της εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Με αντάλλαγμα την υποστήριξη των κυβερνήσεων των ισπανικών εθνικιστικών κόμματων και το ρόλο του αναχώματος που έπαιζε απέναντι στις κινητοποιήσεις και στο αίτημα για πραγματική ανεξαρτησία, το κόμμα του επιχειρηματία Jordi Pujol και, στη συνέχεια, του Artur Mas διαχειρίστηκε  ανενόχλητο τα τοπικά ζητήματα με πελατειακές μεθόδους και ένα υψηλό επίπεδο διαφθοράς.

 Το λαϊκό κίνημα της Καταλονίας  αναπτύχθηκε, και ενισχυσε την ανεξαρτησιακή αριστερά και τις συνεταιριστικές ενώσεις της Καταλονίας, στον αγώνα κατά  των  φιλελεύθερων και αυταρχικών πολιτικών και τη διαφθορά των ηγετών του, καθώς και τις άγριες περικοπές  στο κράτος πρόνοιας της  τρόικας τις οποίες διαχειρίστηκε η  Μαδρίτη.

Η πολιτική και κοινωνική ισορροπία που εγκαινιάστηκε με τη συμφωνία που οδήγησε στο Σύνταγμα του 1978 έπαψε να ισχύει τα τελευταία χρόνια: όχι μόνο το  καταλανικό εθνικιστικό κίνημα μετατοπίστηκε σημαντικά προς τα αριστερά, αλλά αγκάλιασε το αίτημα της ανεξαρτησίας με αποφασιστικότητα, βάζοντας στην άκρη τους αρχηγούς του φιλελεύθερου-συντηρητικού κόμματος  οι οποίοι υποχρεώθηκαν να προσαρμόσουν τη θέση τους για να μην ξεπεραστούν. Παρά την αλλαγή του παραδείγματος, οι κεντρώοι του προέδρου Puigdemont εξακολουθούν να χάνουν δυνάμεις και στις δημοσκοπήσεις, φαίνεται πως τους έχει περάσει κατά πολύ η Esquerra Republicana (εθνικιστική σοσιαλδημοκρατική αριστερά) αλλά πιέζονται και από τα αριστερά αντικαπιταλιστικά σχήματα που συμμετέχουν στην  
CUP (Cup, Υποψηφιότητα  Λαϊκής Ενότητας).

 Ένα άνοιγμα από τη μεριά της Μαδρίτης θα μπορούσε , όπως προαναφέρθηκε, να αποδυναμώσει το μέτωπο υπέρ του δημοψηφίσματος καινα  αναβάλει τουλάχιστον τη σύγκρουση για αρκετά χρόνια, ενισχύοντας τις δυνάμει υπέρ της περιφερειοποίησης και τις αυτονομιστικές  σε σχέση με τις αυθεντικά ανεξαρτησιακές δυνάμεις και  τις αριστερές .

Αλλά το Βασίλειο της Ισπανίας, κληρονόμος της δικτατορίας του Φράνκο και πιο πριν του Primo de Rivera, δεν είναι ούτε Αγγλία ούτε Καναδάς. Ο ισπανικός σοβινιστικός εθνικισμός δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το βασικό ζήτημα ένταξης  και ταυτοποίησης του μέσου ισπανού, τον οποίο κραδαίνει σαν ρόπαλο εναντίον της εξέγερσης των  Βάσκων και τώρα κατά των μαζικών κινήσεων χειραφέτησης της Καταλονίας. Όχι μόνο το Λαϊκό Κόμμα,ο κληρονόμος της Φάλαγγας, αλλά και οι  Ciudadanos (οι Πολίτες) και οι περισσότεροι Σοσιαλιστές δεν μπορούν να απαλλαγούν από μια επιθετική εθνικιστική στάση. Όχι μόνο επειδή τη  θεωρούν θεμελιώδους σημασίας για την πολιτική τους ταυτότητά, αλλά και επειδή από αυτήν κερδίζουν από πολιτική-εκλογική άποψη.

 Μια ήττα «στρατηγικής» σημασίας του Λαϊκού Κόμματος μπροστά στα αιτήματα των Βάσκων και της Καταλονίας θα μπορούσε να κοστίσει πολύ ακριβά  στον Ραχόι με την κατάρρευση της συναίνεσης και ίσως τη γέννηση μιας σημαντικής πολιτικής δύναμης στα δεξιά του. Ο ισπανικός εθνικισμός είναι ταυτόχρονα ευλογία για την  ισπανική πολιτική τάξη, αφού την στήριξε εκτρέποντας την  προσοχή του κόσμου από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στα παραπτώματα των τρομοκρατών,αλλά και κατάρα, αφού την εμποδίζει να βρει μια μη τραυματική και αποδεκτή λύση με τη Βαρκελώνη και το Μπιλμπάο.

Το κλείσιμο, η αδιαλλαξία της Μαδρίτης και των θεσμών της έναντι των αξιώσεων της Καταλονίας έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο : συσπείρωσε ακόμα περισσότερο το εθνικιστικό καταλανικό μέτωπο, υποτάσσοντας τη θέση των
υποστηρικτών της περιφερειοποίησης και των

  αυτονομιστών σε αυτή των ανεξαρτησιακών . Επιπλέον, η καταστολή που εξαπέλυσε τις τελευταίες ημέρες υποχρέωσε  τις φεντεραλιστικές καταλανικές και ισπανικές δυνάμεις  - κυρίως τους Ποδέμος και τα κεντροαριστερά κόμματα που αναφέρονται στην δήμαρχο της Βαρκελόνης  Ada Colau  να προσεγγίσουν το μέτωπο της ανεξαρτησίας, παρά το ότι δεν συμφωνούν με το σύνθημα του διαχωρισμού και της ανυπακοής, και τελευταία, της ανεξαρτησίας. «Δεν  τίθεται  ζήτημα ανεξαρτησίας ή μη, πρόκειται για θέμα δημοκρατίας και ελευθερίας» επαναλαμβάνουν τις τελευταίες ημέρες οι συνεργάτες του Ιγκλέσιας και  της Colau. 

Αυτό που κινητοποιεί ολοένα και ευρύτερους  τομείς της κοινωνίας και οριζόντια - σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το 80-85% των Καταλανών - δεν είναι πλέον ούτε το αίτημα της ανεξαρτησίας αυτό καθαυτό, όσο η επιθυμία να μπορούν να ψηφίσουν, να εκφράσουν τη γνώμη τους, να αποφασίσουν.

Στην κυριολεξία, μεγάλα τμήματα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Καταλονίας, το οποία τα τελευταία χρόνια έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεων του που προσχώρησαν στο αποσχιστικό ή  φεντεραλιστικό στρατόπεδο, όξυνε την κριτική του όχι μόνο κατά του Ραχόι, αλλά και στο μητρικό του στη Μαδρίτη, το οποίο είναι πολύ ανεκτικό στην επίδειξη δύναμης του Λαϊκού Κόμματος.

Ίσως οι επιδρομές της ισπανικής αστυνομίας στην Καταλονία να καταφέρουν ένα σοβαρό πλήγμα  στον εκλογική μηχανισμό που είχε ετοιμάσει η κυβέρνηση της Καταλονίας, ίσως οι αυτονομιστές να μην μπορέσουν να στείλουν στις κάλπες εκατομμύρια πολίτες σε συνθήκες πραγματικής στρατιωτικής κατοχής της Καταλονίας. Ίσως οι συλλήψεις και οι κατασχέσεις να μην επιτρέψουν στους Καταλανούς να αποφασίσουν. Σε κάθε περίπτωση,όμως, η βίαιη καταστολή που επιβάλλει ο Ραχόι με τη συνενοχή του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (PSOE) και των Ciudadanos (Πολίτες) και τον ενθουσιασμό των πιο αντιδραστικών κύκλων θα δικαιώσουν το στρατόπεδο που τάσσεται υπέρ της  ανεξαρτησίας. Η χρήση ωμής βίας από τη Μαδρίτη αποδεικνύει την πλήρη αδυναμία της εθνικιστικής ισπανικής άρχουσας τάξης να κρατήσει την Καταλονία και να μοιραστούν ένα κοινό πεπρωμένο, με την πειθώ και όχι με την βία.

Όποια κατάληξη κι αν έχουν τα πράγματα, θα επικρατήσει η δύναμη και όχι η δημοκρατία και ένα κοινό εθνικό σχέδιο  αποκλεισμού εθνοτήτων που ακολούθησαν τον τελευταίο αιώνα δύο δικτατορίες και η αυτομεταρρύθμιση του καθεστώτος του Φράνκο - με τη δημιουργία του «καθεστώτος του '78» - θα έχει  χάσει το οποια κατάλοιπο νομιμοποίησης, όχι μόνο στα μάτια των Καταλανών, αλλά και των άλλων εθνοτήτων οι οποίες στο κλουβί του Βασιλείου της Ισπανίας αισθάνονται φυλακισμένες.

Αν  δεν αντιλαμβάνεται κανείς πώς και γιατί έφτασαν στην διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος το οποίο αποτελεί μια πράξη ρήξης κατά του ισπανικού κράτους δικαίου και τη δημιουργία μιας αντιεξουσίας,τότε δεν μπορεί παρά να κάνει μια λάθος ανάγνωση της κατάστασης.

Οι συνήθεις κρίσεις που είναι της μόδας μιας ιδεολογικής όσο και αφηρημένης και ανενημέρωτης αριστεράς - «οι Καταλανοί είναι όπως η ιταλική Λέγκα του Βορρά», «οι Καταλανοί θέλουν να φύγουν επειδή είναι πλούσιοι «- δεν στηρίζονται σε καμία σοβαρή συγκεκριμένη ανάλυση, ιστορικά και πολιτικά.

Aπό πολιτική σκοπιά το  «ζήτημα της Καταλονίας»- που σε τελευταία ανάλυση είναι το ζήτημα του ισπανικού κράτους, καρπός μιας ημιτελούς διαδικασίας εθνικής συγκρότησης και συνεπώς αυταρχικό - γεννήθηκε το δέκατο ένατο αιώνα, η οποία με τη σειρά της έρχεται από πολύ πίσω. Δεν έχει καμία σχέση με τις πολύ πρόσφατες αυτονομιστικής αξιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες  από τα μικρομεσαία στρώματα της αστικής τάξης ορισμένων περιοχών της Ευρώπης, τα οποία συνθλίβονται και αποδυναμώνονται από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και την τάση ιεραρχικοποίησης  και συγκέντρωσης του πλούτου και της εξουσίας και προσπαθούν να αποκόψουν  μια ελεύθερη ζώνη και να προσδεθούν στη γερμανική άμαξα. 

Από αυτή την άποψη,- τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύγκληση των δημοψηφισμάτων για μεγαλύτερη αυτονομία στο Βένετο και  στη Λομβαρδία (και πολύ  σύντομα μπορεί να προστεθεί και η Εμίλια Ρομάνια) δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει στην Καταλονία. 

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ένα μέρος των  καταλανών θέλει την  ανεξαρτησία επειδή έτσι πιστεύει ότι θα της μείνουν οι πόροι που αυτή τη στιγμή κατευθύνονται στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας κάτι που προβλέπεται στα πλαίσια  του ισπανικού ενιαίου κράτους .

 Όπως είναι και αλήθεια ότι οι περισσότεροι από τους αυτονομιστές δεν συμμερίζονται αυτή την εγωιστική άποψη, και ότι το καταλανικό εθνικό κίνημα χειραφέτησης έχει ένα προοδευτικό πρόσημο, χωρίς αποκλεισμούς, αλληλεγγύη, καρπός  της δύναμης και των παραδόσεων των ταξικών δυνάμεων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της παραδοσιακής αγωνιστικότητας του καταλανικού λαού. 

Αντίθετα, οι υποστηρικτές  των δημοψηφισμάτων σε Λομβαρδία και Βένετο προσπαθούν να επωφεληθούν από μια επιχείρηση  αναμόρφωσης  των χωρών της ηπείρου, που ξεκίνησε πριν από δεκαετίες από τη Γερμανία και επεκτείνετε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τις δικές της οικονομικές και στρατηγικές  της ανάγκες. 

Μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική αυτονομία στις περιοχές που από μόνες τους παράγουν ένα σημαντικό μερίδιο του ιταλικού ΑΕΠ και την πλειονότητα των εξαγωγών, συμφωνεί απόλυτα  με την ανάγκη του Βερολίνου και των Βρυξελλών να εντάξουν άμεσα  ορισμένες ενδιαφέρουσες και ελκυστικές περιοχές άλλων  χωρών στο δικό τους μηχανισμό άμεσης διακυβέρνησης, αφήνοντας  απ’ έξω  τις λιγότερο ελκυστικές περιοχές (για παράδειγμα, το νότο της Ιταλίας του οποίου τα όρια όλο και μετακινούνται προς το βορά ...). 

Αντίθετα, η ρήξη  της Καταλονίας με το ισπανικό κράτος προκαλεί αστάθεια και στη Μαδρίτη και στις Βρυξέλλες, η οποία επιβεβαιώνει, αν και με διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με τους διαφορετικούς ηγέτες και τις διαφορετικές χώρες, την υποστήριξή  της στο Ραχόι και το απαραβίαστο των συνόρων. Η ΕΕ προτιμά πολύ περισσότερο μια πλούσια αυτόνομη Καταλονία εντός του ισπανικού κράτους παρά τη ρήξη μεταξύ Βαρκελώνης και  Μαδρίτης.

Από την άποψη αυτή κάποιες αινιγματικές δηλώσεις της διπλωματίας της Ουάσιγκτον  - «θα συνεργαστούμε με την κυβέρνηση ή τον φορέα που θα νομιμοποιηθεί με δημοψήφισμα», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Heather Nauert,  στις 14 Σεπτεμβρίου - δείχνουν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ σε μια ενδεχόμενη αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απορρέει από την ανεξαρτησία της Καταλονίας.

Αν  στην περίπτωση των αυτονομιστικών περιοχών της Βόρειας Ιταλίας η διεκδίκηση της Λέγκας δεν είναι παρά ο καρπός και η έκφραση της κινητοποίησης  μιας και μόνο πολιτικής οικογένειας, στη περίπτωση της Καταλονίας η αυτονομιστική κινητοποίηση τέμνει εγκάρσια τις πολιτικές δυνάμεις και είναι η φιλοδοξία ενός ολόκληρου λαού.

Και επιπλέον: αν στην περίπτωση  της Λομβαρδίας-Βενετίας οι επιχειρηματικές τάξεις είναι οι υποστηρικτές της διαδικασίας αυτονόμησης που θα μπορούσε να ενισχύσει και να αναζωογονήσει το ρόλο τους στα πλαίσια ενός οικονομικού ευρωπαϊκού δικτύου όλο και πιο συγκεντρωτικό , στην Καταλονία η μεγάλη και η μεσαία αστικήτάξη τάσσονται σαφώς εχθρικά απέναντι  στην ανεξαρτησία και στο δημοψήφισμα της πρώτης του Οκτώβρη, θεωρώντας το εμπόδιο στην ένταξή τους στην  ισπανική αστική τάξη που τους εξασφαλίζει ισχύ και διεθνή προβολή  (για παράδειγμα στις  πρώην αποικίες της Λατινικής Αμερικής). 

 Οι εμπρηστικές δηλώσεις του Συλλόγου Βιομηχανιών της Καταλονίας κατά της απόσχισης είναι με αυτήν την έννοια περισσότερο και από σαφείς και αν δεν ληφθούν υπόψη θα πρόκειται για σοβαρό λάθος. Κανείς δεν μπορεί να μένει  αδιάφορος, όταν όλα σχεδόν τα καταλανικά συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με ισπανική παράδοση, είναι ενάντια στο κράτος, ή όταν χιλιάδες λιμενεργάτες στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταρραγόνας μποϊκοτάρουν τον κατασταλτικό μηχανισμό που εγκατέστησε η Μαδρίτη στην Καταλονία.

Συνυπολογίζοντας το ρόλο της ανεξαρτησιακής αριστεράς στη διαδικασία εθνικής χειραφέτησης του καταλανικού λαού,με τον εχθρικό ρόλο της καταλανικής αστικής τάξης στο αίτημα της ανεξαρτησίας, την μεγάλη παράδοση σε δημοκρατικούς και αντιφασιστικούς αγώνες της Βαρκελώνης, τα αντικειμενικά προβλήματα που η απόσχιση από τη Μαδρίτη θα μπορούσε να δημιουργήσει σε ένα κράτος αυταρχικό και διεφθαρμένο, για να μην αναφερθούμε στην αστάθεια που δημιουργείται στα στενά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούμε παρά να αξιολογήσουμε θετικά τις πιέσεις χειραφέτησης του καταλανικού λαού.

 Το να συντάσσεται κανείς υπέρ του σημερινού στάτους κβο, υπερασπιζόμενος τη νομιμότητα - που είναι ο καρπός των σχέσεων εξουσίας που συχνά ελάχιστη σχέση έχει με τη δικαιοσύνη - θα ήταν ένα σοβαρό λάθος, κυρίως για τις δυνάμεις που επικαλούνται την αλλαγή και την κοινωνική πρόοδο. Η υπόθεση της Καταλονίας θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για την αριστερά και τους κομμουνιστές, να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα το ζήτημα του εθνικού ζητήματος, ξεκινώντας από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.

 Τα εθνικά αιτήματα όχι μόνο εξακολουθούν ακόμα να υφίστανται, και ειδικότερα εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ιταλικού κράτους, αλλά λόγω της οικονομικής κρίσης και της απώλειας νομιμότητας των μηχανισμών τυπικής δημοκρατίας που ακυρώθηκαν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανακτούν την ορμή τους και γίνονται τρομερό εργαλείο κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης. Το να κρύβει κανείς το  κεφάλι του στην άμμο ή να τάσσεται υπέρ  των κρατών και εναντίον των λαών δεν χρησιμεύει  σε τίποτε άλλο παρά μόνο στο  να γίνεται η αριστερά ακόμη πιο περιττή και άχρηστη.