ΑΠΟ ΤΗΝ ΈΚΘΕΣΗ ΤΗΣ OXFAM 2023
Το 2020-21, οι πλουσιότεροι από τους πλούσιους του πλανήτη, δηλαδή το 1%, συνέχισαν σύμφωνα με τις καθιερωμένες τάσεις να συσσωρεύουν περισσότερο πλούτο από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Η αύξηση αυτή, ωστόσο, έφθασε σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα και για πρώτη φορά τα τελευταία 25 χρόνια, η φτώχεια και η πείνα αυξήθηκαν κι αυτές παγκοσμίως.
Εξετάζοντας τα στοιχεία της έκθεσης, παρατηρούμε ότι τη διετία 2020-2021, το πλουσιότερο 1% της Γης συγκέντρωσε σχεδόν τα 2/3 του νέου πλούτου που δημιουργήθηκε, ενώ οι 95 κορυφαίες πολυεθνικές της ενέργειας και των αγροτικών επιχειρήσεων υπερδιπλασίασαν τα κέρδη τους σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2018-2020. Με το δραματικό παράδοξο ότι, το 2022, ενώ πλούτιζαν από το εμπόριο αγαθών και τροφίμων και μοίραζαν, χάρη στα επιπλέον κέρδη, μερίσματα ύψους 257 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους μετόχους τους, την ίδια στιγμή 800 εκατομμύρια άνθρωποι πεινούσαν.
Στην ουσία, για κάθε 100 δολάρια νέου πλούτου που παρήχθη, τη διετία 2020-2021, 63 δολάρια πήγαν στο πάμπλουτο 1% και μόλις 10 δολάρια στο φτωχότερο 90%, ενώ τα υπόλοιπα 27 δολάρια πήγαν στους υπόλοιπους πλούσιους, δηλαδή στο 9% του παγκόσμιου πληθυσμού (γράφημα 1). Σε πραγματικούς όρους, μέσα σε δύο χρόνια, το 1% των πάμπλουτων αύξησε τα περιουσιακά του στοιχεία στο στρατοσφαιρικό ποσό των 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, λίγο πάνω από μιάμιση φορά το ΑΕΠ της Κίνας (16,5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2021), ενώ το υπόλοιπο 99% της ανθρωπότητας, με διαφορετικό εισόδημα, 16 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, προκάλεσαν στο φτωχότερο 40% της ανθρωπότητας απώλειες εισοδήματος διπλάσιες από αυτές που υπέστη το πλουσιότερο 40%, και σε αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και του πλούτου.
Η τεράστια αύξηση της συγκέντρωσης του πλούτου είναι το αποτέλεσμα τόσο των ενεργειών των κυβερνήσεων όσο και της αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής που υιοθέτησαν οι Κεντρικές Τράπεζες, της "ποσοτικής χαλάρωσης" (QE), μέσω της οποίας διοχέτευσαν τεράστια ποσότητα ρευστότητας στα νομισματικά τους συστήματα[1], για να προωθήσουν δήθεν την οικονομική ανάκαμψη και να αυξήσουν το ποσοστό πληθωρισμού γύρω από τον στρατηγικό στόχο του 2%. Αυτές οι επεκτατικές νομισματικές πολιτικές, οι οποίες εφαρμόστηκαν με διαφορετικό χρόνο και μέγεθος από τις διάφορες δυτικές κεντρικές τράπεζες] την περίοδο μεταξύ της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009 και την μετά-κόβιντ ανάκαμψη, είχαν στην πραγματικότητα ως κύριο στόχο την αύξηση της αξίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και, κατά συνέπεια, των περιουσιακών στοιχείων των δισεκατομμυριούχων.
ΠΗΓΗ : Occhi sul mondo,26 Ιανουαρίου 2023