Κάποια στιγμή αυτό
το καλοκαίρι, τελικά, η ελληνική κυβέρνηση θα ανακοινώσει στάση πληρωμών, θα αθετήσει
την πληρωμή των χρεών της σε ευρώ και θα προσπαθήσει να χειριστεί την έξοδο της από το
ενιαίο νόμισμα. Αυτό δεν θα συμβεί επειδή οι άνθρωποι το θέλουν (ακόμα και αν
κάποιος το θέλει), ούτε επειδή είναι η πιο σοφή πολιτική (δεν είναι). Πτώχευση και
έξοδος θα συμβούν επειδή δεν θα μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Χρειαστήκαμε πάνω από μια δεκαετία για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Μετά από μια άνιση απόδοση στη δεκαετία του '90, η οικονομική ανάπτυξη της ενιαίας πλέον Γερμανίας άρχισε να μειώνεται στα 5 πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Σρέντερ (Σχήμα 1). Ως απάντηση στη μείωση αυτή, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υιοθέτησε μια στρατηγική ανάπτυξης με βάση τις εξαγωγές. Η στρατηγική αυτή στηριζόταν στη συμφωνία με τα εργατικά συνδικάτα για περιστολή των πραγματικών μισθών, τη μείωση της προστασίας των εργαζομένων ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση μισθών σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας, και η ντε φάκτο επιδότηση των εξαγωγών μέσω φορολογικών κινήτρων.
Ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να ανεβαίνει και πάλι, με τα τρία τέταρτα της ανάκαμψης να οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών (Σχήμα 2). Ο αποφασιστικός παράγοντας της αύξησης των εξαγωγών, που και αυτή τη φορά επηρέαζε κατά τα τρία τέταρτα τη μεταβολή, ήταν το κόστος εργασίας ανά μονάδα, το οποίο μειώθηκε ή αυξήθηκε ελάχιστα (Σχήμα 3).Όπως βλέπουμε, ένα μεγάλο μέρος, περίπου το μισό, της μεταβολής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προέκυψε από τις διαφορές στους ονομαστικούς μισθούς (Σχήμα 4).
Χρειαστήκαμε πάνω από μια δεκαετία για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Μετά από μια άνιση απόδοση στη δεκαετία του '90, η οικονομική ανάπτυξη της ενιαίας πλέον Γερμανίας άρχισε να μειώνεται στα 5 πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Σρέντερ (Σχήμα 1). Ως απάντηση στη μείωση αυτή, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υιοθέτησε μια στρατηγική ανάπτυξης με βάση τις εξαγωγές. Η στρατηγική αυτή στηριζόταν στη συμφωνία με τα εργατικά συνδικάτα για περιστολή των πραγματικών μισθών, τη μείωση της προστασίας των εργαζομένων ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση μισθών σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας, και η ντε φάκτο επιδότηση των εξαγωγών μέσω φορολογικών κινήτρων.
Ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να ανεβαίνει και πάλι, με τα τρία τέταρτα της ανάκαμψης να οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών (Σχήμα 2). Ο αποφασιστικός παράγοντας της αύξησης των εξαγωγών, που και αυτή τη φορά επηρέαζε κατά τα τρία τέταρτα τη μεταβολή, ήταν το κόστος εργασίας ανά μονάδα, το οποίο μειώθηκε ή αυξήθηκε ελάχιστα (Σχήμα 3).Όπως βλέπουμε, ένα μεγάλο μέρος, περίπου το μισό, της μεταβολής του κόστους εργασίας ανά μονάδα προέκυψε από τις διαφορές στους ονομαστικούς μισθούς (Σχήμα 4).
Ένας απλός πολλαπλασιασμός μας δείχνει ότι το ένα
τέταρτο των αναπτυξιακών επιδόσεων της πολιτικής της Γερμανίας μπορεί να αποδωθεί στην περικοπή των πραγματικών μισθών (0,75 x 0,75 x 0,5 = 0,28 ή 28%). Μια
παρενέργεια, προγραμματισμένη ή όχι, της
περικοπής των μισθών υπήρξε μια μικρή αύξηση των εισαγωγών της Γερμανίας, πράγμα
που συνεπάγεται την αύξηση του πλεονάσματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Σχ. 1. Αύξηση γερμανικού ΑΕΠ, 1999-2011 |
Σχ. 2. Ποσοστιαία μεταβολή της αύξησης των πραγματικών εξαγωγών και αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ,1992-2011
Σχ.3. Ποσοστιαία μεταβολή της αύξησης των πραγματικών εξαγωγών και του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα
Σχ.4. Ποσοστιαία μεταβολή του κόστους εργασίας ανά ονομαστική μονάδα εργασίας στη Γερμανία,1992-2011