Κυριαρχία,έθνη,αυτοκρατορίες




του Ντανιέλ Μπενσαίντ 

Η επέκταση του κράτους-έθνους, σαν ιστορική μορφή πολιτικής οργάνωσης, συνοδεύει τη γέννηση και τον θρίαμβο του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανάπτυξή του είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής, διαφορετικής σε κάθε χώρα, ανάμεσα στην ενοποίηση των αγορών, την εγκαθίδρυση των θεσμών του κράτους και τη δημιουργία των εθνών. To έθνος δεν είναι λοιπόν, μια «αρχέγονη οντότητα, δηλαδή μια δοσμένη μορφή, αλλά to αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εδαφικής, διοικητικής και πολιτισμικής-γλωσσικής ενοποίησης.

Η εθνική συνείδηση προμηθεύει εξάλλου, στην εδαφική διάσταση του κράτους, «το πολιτισμικό υπόστρωμα που εξασφαλίζει την αλληλεγγύη των πολιτών» (Χάμπερμας), Η γέννηση του συστήματος των εθνών-κρατών στην Ευρώπη, συνοδεύεται (και έχει σαν προϋπόθεση) τη διαδικασία ιμπεριαλιστικής αποικιοποίησης και κατάκτησης του κόσμου.  

Αυτό που ορίζεται σαν «διευθέτηση της Βεστφαλίας» που εμφανίστηκε στα μέσα του ι6ου αιώνα, είναι μια άνιση και επιμέρους διευθέτηση. Ορισμένα κράτη, πράγματι, παρέμειναν πολυεθνικά. 'Άλλα, σαν τη Γερμανία, πέρασαν μια αργή και γραφειοκρατική διαδικασία ενοποίησης, με ελάχιστη λαϊκή νομιμοποίηση. Πολλές αφρικανικές και αραβικές χώρες, απότοκο των «αποικιακών διαιρέσεων, αντιπροσωπεύουν ένα εύθραυστο «πρόπλασμα» σύγχρονου κράτους-έθνους, που φέρει από την αρχή το βάρος της ένταξης στην παγκόσμια αγορά και άρα της εξάρτησής του από αυτήν. Τα κράτη αυτά δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να υλοποιήσουν μια κοινωνική αναδιανομή, που θα τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν ένα δημόσιο χώρο και μια ενεργή κοινωνία πολιτών. Η δημιουργία των κρατών-εθνών θα επεκτεινόταν έτσι στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

To διεθνές δίκαιο που μορφοποιήθηκε από τον 17ο αιώνα, στη βάση της ηγεμονίας των Ολλανδών, παρέμεινε ουσιαστικά ένα διακρατικό δίκαιο, επικεντρωμένο σε - διακρατικές - συμφωνίες. Η μορφολογία αυτή παραμένει κυρίαρχη, παρά τη σημερινή διαδικασία παγκοσμιοποίησης.
Ο ΟΗΕ είναι μια συνέλευση κρατών και το Διαρκές Συμβούλιο Ασφαλείας του, είναι μια κλειστή λέσχη, αποτελούμενη από τις νικήτριες δυνάμεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι  αποφάσεις των συναντήσεων κορυφής, όπως αυτή του Κιότο για το περιβάλλον και της Ρώμης (για τη θέσμιση ενός διαρκούς διεθνούς ποινικού δικαστηρίου) υποβάλλονται σε τροποποιήσεις στο εσωτερικό των χωρών-μελών.Η Ευρωπαϊκή 'Ένωση εκπροσωπεί επίσης μια θεσμική σύμβαση, ανάμεσα σε μια εξασθενημένη διακρατική εξουσία και μια αναδυόμενη υπερεθνική εξουσία.

Στην παρούσα και ευαίσθητη φάση μετάβασης, ο κόσμος καλείται για τούτο να τοποθετηθεί ανάμεσα στο δίκαιο των κρατών και στο υπό διαμόρφωση κοσμοπολίτικο δίκαιο. Απόντος ενός διεθνούς νομικού δικαίου, η κατάσταση αυτή ευνοεί το δίκαιο του πιο ισχυρού, που επιβάλλεται με τη συνενοχή του ΟΗΕ, όταν είναι εφικτό, και χωρίς αυτόν, όταν αυτό είναι αδύνατον (όπως δήλωσε ξεκάθαρα η Μαντλήν Ώλμπράιτ, κατά τη διάρκεια του πολέμου στα Βαλκάνια). Όσο περισσότερο το επικαλούμαστε, τόσο πιο προβληματικό και αβέβαιο καθίσταται το διεθνές δίκαιο.

Οι αμφισημίες του «δικαιώματος επέμβασης» καταδεικνύουν πολύ καλά αυτή την αντίφαση. Οι υποστηρικτές του ταλαντεύονται ανάμεσα στη νομική και την ηθική έννοια του δικαίου, σχετικά με την υποχρέωση επέμβασης. Η εξαγγελία αυτού του νέου δικαιώματος θεωρείται σαν στοιχείο επικύρωσης της εξαφάνισης της εθνικής κυριαρχίας, μπροστά στην όλο και πιο αποδεκτή καθολικότητα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων». Στην πραγματικότητα αυτό το δικαίωμα μονόπλευρης επέμβασης, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ανθρωπιστική και τη στρατιωτική πλευρά, ουσιαστικά συρρικνώνεται στην επέμβαση των ισχυρών στις υποθέσεις των πιο αδύναμων χωρών, χωρίς καμία αμοιβαιότητα. Μεταφράζεται δηλαδή σε ένα ηθικό άλλοθι για την νέα ιμπεριαλιστική κυριαρχία.
Η διάλυση της οργανωμένης νεοτερικότητας
Οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επινόησαν (ειδικά στη Γαλλία) τον απαξιωτικό όρο «souverainisme» (σ.μ. προστασία της υφιστάμενης κυριαρχίας των κρατών-εθνών) προκειμένου να στιγματίσουν τις αντιστάσεις ενάντια στην εμπορευματοποιημένη παγκοσμιοποίηση και τις κοινωνικές της επιπτώσεις, Συμφωνούμε στη διαπίστωση πως οι εθνικιστικές, σοβινιστικές και ξενοφοβικές απαντήσεις είναι μια απατηλή και αντιδραστική αντιμετώπιση των δικαιολογημένων φόβων που προκαλεί η ανάπτυξη και η κυριαρχία της φιλελεύθερης ζούγκλας.

Όμως δεν είναι μόνο ο εθνικισμός, σαν συντηρητική ιδεολογία του έθνους, που τίθεται σε αμφισβήτηση . Αμφισβητείται και η άλλη πλευρά της κυριαρχίας (σ.μ. souverainete στα γαλλικά), της λαϊκής και δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας. Η κρίση κυριαρχίας πλήττει πράγματι και χώρες που δεν συγκροτήθηκαν ποτέ σε κυρίαρχα έθνη , ή άλλες που δεν καταφέρνουν να διατηρήσουν την κυριαρχίας τους, ή όσες θέλουν να ανατρέψουν την παγκόσμιας ιεραρχία υποταγής και εξάρτησης.

Ο souverainisme των ισχυρών καλά κρατεί : ύμνοι για την ισχυρή Ευρώπη, επαναπροσδιορισμοί των εντολών του ΝΑΤΟ, μονομερείς στρατιωτικές επεμβάσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και συχνά χωρίς καμία διεθνή νομιμοποίηση.

Με την πίεση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, οι σύγχρονοι πολιτικοί όροι, που κληρονομήσαμε από τον αιώνα των Φώτων, διαστρεβλώνονται: έθνη, λαοί, εδάφη, σύνορα, εκπροσωπήσεις. Είναι αυτό που ο Χάμπερμας χαρακτήριζε σαν «σταδιακή διάλυση της οργανωμένης νεοτερικότητας». Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος χαράς, τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση αυτή καταλήγει να αμφισβητεί » την ίδια την ύπαρξη της πολιτικής».

«Η πεμπτουσία της κρίσης της κυριαρχίας είναι η διάλυση του λαού και της πολιτικής ανάμεσα στις συμπληγάδες της συντακτικής και της εγκαθιδρυμένης εξουσίας» (Μπαλιμπάρ). Η έννοια του λαού είχε μια διπλή λειτουργία, σαν φαντασιακή κοινότητα αναφοράς, και σαν συλλογικό υποκείμενο δημοκρατικής εκπροσώπησης. Στην έννοια αυτή, με άλλους όρους, συνενώνονταν οι πόθοι για μια δημοκρατική παγκοσμιοποίηση από τη μια, και η αναγκαιότητα του να ανήκεις σε ένα συγκεκριμένο έθνος από την άλλη.

Με τη διάλυση του λαού, μπαίνει σε κρίση η συμβολική κατασκευή που μετέτρεψε το σύγχρονο κράτος σε κράτος-έθνος. Κενή από περιεχόμενα και στόχους λόγω της ιδιωτικοποίησης του κόσμου, η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε εκτόπλασμα.

Σε αυτή τη σταδιακή εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και των κοινών αγαθών, ο souverainisme επιχειρεί να απαντήσει ισχυριζόμενος πως δεν υπάρχει καμία πιθανή συλλογική βούληση αλλού, πέρα από το έθνος. Θα βρισκόμασταν λοιπόν, κατά τον Μπαλιμπάρ, σε μια μη βιώσιμη μεταβατική φάση, πέρα από την κλασσική εθνική κυριαρχία και πριν από την έλευση μεταεθνικής κυριαρχίας, που θα χρειαζόταν να τις προσδιορίσουμε. Μέσα στην αβεβαιότητα ανάμεσα στο «όχι πια» και στο «όχι ακόμη», ξεπροβάλλουν απαντήσεις ανησυχητικές.

Από τη μια, η οπισθοχώρηση του πολιτικού έθνους προς ένα ζωολογικό (ή εθνοτικό) έθνος, της δημοκρατικής νομιμοποίησης προς μια γενεαλογική νομιμοποίηση, της πολιτικής κοινότητας προς κάποιες ταυτότητες αγελαίες, αποσπασματικές ,προς το δίκαιο του αίματος (σ.μ. στο κείμενο λατινικά,ius sanguinis).H εθνικοποίηση της πολιτικής και τα καθαρτήρια φαντάσματα εντάσσονται σε αυτή την οπισθοδρομική δυναμική.

Μετατροπή της πολιτικής σε θρησκευτικό δόγμα
Η αναζήτηση νέων γεωπολιτικών πεδίων, πιο ευρύχωρων, είναι μια άλλη πιθανή διέξοδος αυτής της κατάστασης. Σε ορισμένες περιοχές, για παράδειγμα στον αραβικό κόσμο, η κοινότητα των πιστών μπορεί να εμφανιστεί σαν μια πιθανή εναλλακτική λύση στην αποτυχία των κρατών και των όλο και πιο εύθραστων εθνικών λαϊκισμών.

Αυτή η μετατροπή της πολιτικής σε θρησκευτικό δόγμα δεν είναι αποκλειστικότητα του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Μπορούμε να την εντοπίσουμε στην πρόκληση του Σαρόν που γκρέμισε τα τζαμιά, και γενικότερα, στο δίλημμα που αντιμετωπίζει το Ισραήλ, ανάμεσα στο να διατηρήσει ένα «εβραϊκό κράτος» ή να οικοδομήσει ένα δημοκρατικό κράτος, όπου οι Εβραίοι θα δεχόντουσαν να αποτελέσουν, κάποιο στιγμή, μειοψηφία.

Η υπεράσπιση του πολιτικού έθνους (αστικού και δημοκρατικού ) σημαίνει για ορισμένους τον μοναδικό τρίτο δρόμο, ανάμεσα στην περιχαράκωση στο εθνικό κράτος και στη διάχυση της πολιτικής μέσα στον εμπορευματοποιημένο κοσμοπολιτισμό, ανάμεσα στον μαχόμενο κοινοτισμό και στον ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό.

 Ο δρόμος αυτός, δοκιμαζόμενος από υπαρκτά ζητήματα σαν την μετανάστευση, τα δικαιώματα των ξένων» τη σχέση ιθαγένειας-εθνικότητος, θα αποδειχτεί εντελώς απίθανος.

Έτσι οι προφητείες του Χάμπερμας, που μιλούσε για μια «ιθαγένεια πολυπολιτισμική», για «κοσμοπολιτικές ταυτότητες» και για έναν «θεσμοθετημένο πατριωτισμό», μοιάζανε σαν επικοινωνιακή ουτοπία, που θα ήταν ανέφικτη εξαιτίας της προσπάθειας του φιλελευθερισμού γα διαλύσει την κοινωνία.

 Η ιστορική εμφάνιση των κραπών-εθνών συνοδεύτηκε με σοκαριστικό τρόπο, από πολέμους και επαναστάσεις. To στοίχημα για μια νέα μορφή κοσμοπολιτικής δημοκρατίας, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα αποτελούσαν ένα κανονιστικό πλαίσιο, θα παρουσιαζόταν αντίθετα σαν η εκδήλωση πίστης ενός αφηρημένου ορθολογισμού και ουνιβερσαλισμού (δες τον Χάμπερμας).

«Χάρη στα πολιτικά τους συντάγματα γεννιούνται οι λαοί»: Αυτή η θέση του Χάμπερμας, αν διαθέτει κάποια προγραμματική αξία, ταυτόχρονα απωθεί την ιστορική διάσταση σαν δομικό στοιχείο της λαϊκής νομιμοποίησης. Κάτι που δεν μας εκπλήσσει, σν θεωρήσουμε σαν «παραλογισμό» το «δήθεν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση», που κατά τη γνώμη του, έχει καταντήσει μια από τις εθνοκεντρικές αντιδράσεις που διαρρηγνύουν» την αλληλεγγύη. Η αντίφαση γίνεται εκρηκτική, ανάμεσα στην άσκηση των νόμιμων συλλογικών δικαιωμάτων {στον τομέα της παιδείας, της γλώσσας, του εδαφικού ελέγχου) και την διάλυση του κόσμου, που αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος στην οικουμενική εμπορευματοποίηση.


Η μεγάλη μοιρασιά του κόσμου
Αυτό το μπέρδεμα των ζωνών επιρροής, των εδαφών και των συνόρων, δεν γίνεται ποτέ με τρόπο φιλικό, Ο πόλεμος μπορεί να έχει μια κυκλική παρουσία, αλλά ποτέ δεν γεννιέται από το πουθενά. Μετασχηματίζεται παγκοσμιοποι ούμενος.
Η θεωρία του αμερικάνικου ασύμμετρου πολέμου, με μηδενικές απώλειες, στηρίζει το μονοπώλιο του τρόμου υψηλής τεχνολογίας, στον οποίο η βόμβα της Χιροσίμα, καθιερώνοντας το διαχωρισμό ανάμεσο σε μαχητές και αμάχους, ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολίτες, αντιπροσωπεύει την προανάκρουση και το σύμβολο. Οι εθνικοί πόλεμοι μετατρέπονται σε εμφύλιους πολέμους.

Tα θύματα μεταξύ των αμάχων γίνονται «ανεπιθύμητες παράπλευρες απώλειες». Ένας ηθικός πόλεμος, παρ' όλο που διεξάγεται στο όνομα του κοινού καλού και της ανθρωπότητας, με την πιο ευγενική και υψηλή έννοια, δεν αποδέχεται ούτε εχθρούς ούτε ανθρωπιστικά δικαιώματα.

Γίνεται μια σταυροφορία, στην οποία ο αντίπαλος δεν συμπεριλαμβάνεται στο ανθρώπινο είδος, και είναι αντικείμενο θήρας και λιντσαρίσματος. Πρόκειται για έναν πόλεμο χωρίς όρια, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όπου δεν έχει κανένα νόημα η αντιστοιχία μέσων και σκοπών.

Η νέα φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και ή πολεμική της διάσταση ανταποκρίνονται σε νέες πολιτικές μορφές. Η συγκέντρωση του πλούτου, του κεφαλαίου, της γνώσης, της ένοπλης ισχύος ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη.

0 ιμπεριαλισμός δεν εξαφανίζεται, μετασχηματίζεται σαν αποτέλεσμα της ευρύτερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου, των εμπορευμάτων, της πληροφορίας, της βίας. Εξάλλου, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, ο διαμελισμός των εδαφών, ο νόμος της άνισης ανάπτυξης παραμένουν και οξύνονται.

 Η «αποεδαφικοποίηση» των εθνών καθορίζει νέες οροθετήσεις των ηπείρων, των χωρών ή των περιοχών. Τα σύνορα μετατοπίζονται, από την περιφέρεια προς το κέντρο (ο Νότος διεισδύει στον Βορρά) αλλά δεν καταργούνται. Τα νέο σύνορα, της Συνθήκης Σένγκεν, υψώνονται με τη μορφή «επιχρυσωμένων φυλακών».

 Όπως και να το ονομάσουμε, ιμπεριαλισμό ή αυτοκρατορία, πρόκειται πάντα για ένα σύστημα κυριαρχίας ταυτόχρονα οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτισμικής, αλλά και οικολογικής, με σταδιακή ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών.

Η αλλαγή μεγέθους, που καθορίζεται από την παγκοσμιοποίηση, την απλή μετάβαση. Από το εθνικό στο διεθνές επίπεδο. Οι οικονομικοί, στρατιωτικοί και οικολογικοί χώροι  δεν είναι ομογενοποιημένοι μπροστά σε αυτές τις αλλαγές.

Προκύπτει έτσι ένα σύστημα με έντονες ανισότητες, όχι μόνο ανάμεσα στην Ε.Ε. στην ALENA και τη MERCOSUR, αλλά και στο εσωτερικό κάθε ζώνης, αρκεί να σκεφτούμε την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, ή μεταβλητές  εσωτερικές ομαδοποιήσεις.


To παράδειγμα της Ε.Ε.

To ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι ένα καλό παράδειγμα των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν τις αναδυόμενες δημοκρατικές κυριαρχίες. Η Ευρώπη παραμένει «ένα άλυτο πολιτικό πρόβλημα» (Μπαλιμπάρ) που μπορεί να βρει μια ανησυχητική λύση στην επινόηση μιας «πλασματικής εθνικότητας» ή στην εφεύρεση ενός νέου περιεχομένου της λέξης λαός.  

Ενάντια στη διπλή ουτοπία της αντιδραστικής οπισθοδρομικής περιχαράκωσης και ενός προοδευτικού ανοίγματος, ο Χάμπερμας προτιμά μια συντακτική εξουσία αποδεσμευμένη από την έννοια του λαού, που να βρίσκει έκφραση-διέξοδο σε έναν ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο.

Ένας παρόμοιος ήπιος φεντεραλισμός θα μπορούσε να προϊδεάσει, με το δικό του τρόπο, για μια μετα-εθνική δημοκρατία. 'Όμως αυτό το σχέδιο είναι προορισμένο να αποτύχει, στο βαθμό που η φιλελεύθερη κατάλυση των δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης, όχι μόνο δεν επιφέρει τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής συλλογικότητας, αλλά ενισχύει τους φόβους όσων ανησυχούν για τις ταυτότητες, και σηματοδοτεί τη ρήξη ανάμεσα στον ευρωφεντεραλισμό των ελίτ και τον ευρωσκεπτικισμό των λαών.

Μια από τις εν εξελίξει συζητήσεις σχετικά με την κρίση της εθνικής κυριαρχίας συνίσταται στον διαχωρισμό των εννοιών της ιθαγένειας και της εθνικότητας, δηλαδή στην ιδιωτικοποίηση των εθνικών ταυτοτήτων (όπως έγινε κα με την ιδιωτικοποίηση των θρησκευτικών ταυτοτήτων), στους δημόσιους χώρου του κόσμου. Η μεγάλη σύγχρονη εξίσωση, εθνικότητα ίσον ιθαγένεια, αρχίζει πράγματι να λειτουργεί «με αντίθετο τρόπο από τη δημοκρατική του διάσταση» (Μπαλιμπάρ).
Μια επιθυμητή απάντηση σε αυτή την οπισθοδρόμηση θα ήταν η ριζοσπαστικοποίηση του δικαίου του εδάφους (σ.μ. λατινικά στο κείμενο, ius soli) και η κατοχύρωση της «ιθαγένειας της κατοικίας», «στην οποία η κοινωνική ιθαγένεια θα υπερείχε της εθνικής ιθαγένειας». Με άλλα λόγια, θα χρειαστεί ή να καταργήσουμε εντελώς το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική ιθαγένεια, ή να αποσυνδέσουμε την ιθαγένεια από το εθνικό της περιεχόμενο.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μιας εκκοσμικευμένης, λαϊκης ιθαγένειας, μιας ιθαγένειας χωρίς «κοινότητα». Η ιθαγένεια αυτή σαν διευθέτηση του πλουραλισμού των ταυτοτήτων αποτελεί μια  διέξοδο στο δίλημμα ανάμεσα σε έναν αφηρημένο ουνιβερσαλισμό και σε έναν «εκδικητικό κοινοτισμό». Παραμένει ένα πρόβλημα, διόλου δευτερεύον: Ποια κοινωνική δύναμη είναι σήμερα σε θέση να προωθήσει ένα τέτοιο σχέδιο κοινωνικής ιθαγένειας, για να κάνει ένα νέο βήμα στην κατεύθυνση της πολιτικής οικουμενικοποίησης της ανθρωπότητας; Πρέπει να θέσουμε στο τραπέζι τα ζητήματα των σχέσεων των τάξεων και των φύλων (που και οι δύο είναι δυνητικοί φορείς μιας τέτοιας (σ.μ. θετικής -) οικουμενικοποίησης), τα ζητήματα των συλλογικών ταυτοτήτων και των πολιτικών μορφών της κοινωνικής χειραφέτησης.
* 0 Ντανιέλ Μπενσοΐντ (1946-2010) υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστημιο Παρίσι - νιιι και διευθυντής των μαρξιστικών περιοδικών Critique Communiste και Contretemps

ΠΗΓΗ : Αφιέρωμα της εφημερίδας δρόμος της Αριστεράς,φύλλο 29/4/2017, με θέμα : Εθνική κυριαρχία : Για ποιο λόγο;

--------------------------------------
 "ΕΦΥΓΕ" Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΝΣΑΪΝΤ

Ε. Μπιτσάκης: Οι θύελλες της προόδου και τα ηθικά διλήμματα



 

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης είναι ένα από πρόσωπα εκείνα που συνδέουν σαν ραχοκοκαλιά πολλές γενιές της χώρας μας, ενσωματώνοντας την πείρα των πιο κρίσιμων ιστορικών περιόδων που καθόρισαν την εξέλιξή της.

Γεννημένος το 1927 στο χωριό Κάδρος της Κρήτης, εντάχθηκε από μικρός στο αριστερό μαθητικό κίνημα.

Στα χρόνια του Εμφυλίου καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, ενώ στην περίοδο της δικτατορίας πήρε μέρος στο αντιδικτατορικό κίνημα της Ευρώπης ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, από το οποίο αποχώρησε το 1989 «μετά τη συνεργασία του με τη Δεξιά», όπως έγραψε ο ίδιος.

Με σπουδές χημείας, θεωρητικής φυσικής και φιλοσοφίας συμμετείχε διαχρονικά στις πολιτικές και θεωρητικές ζυμώσεις του αριστερού κινήματος, συμβάλλοντας με τον δικό του, μοναδικό τρόπο στην προσπάθεια να αρθρωθεί και να συγκροτηθεί μια αριστερή εναλλακτική πρόταση που θα παίρνει υπόψη της τόσο τις σύγχρονες εξελίξεις στον καπιταλισμό όσο και την τραυματική εμπειρία του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Οι προσπάθειες αυτές αποκρυσταλλώθηκαν σε θεωρητικά περιοδικά που εξέδωσε («Σύγχρονα Θέματα», «Διαλεκτική», «Ουτοπία»), αλλά και σε πολλά βιβλία πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού.

Τελευταίο του βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι «Οι θύελλες της προόδου», ένα έργο που συνοψίζει αλλά και αναπτύσσει προβληματισμούς που έχει επεξεργαστεί στο παρελθόν ο Μπιτσάκης.

Στον πυρήνα του βρίσκεται η έννοια-ιανός της «προόδου», τόσο στην ιστορική της διάσταση, ως μια έννοια του αφηρημένου αστικού ανθρωπισμού, όσο και στην εξέλιξή της στη φιλοσοφία και στον μαρξισμό.
Η ασύστολη αναπτυξιολαγνεία

Με μια στιβαρή ανάλυση, ο συγγραφέας δείχνει τις ψευδαισθήσεις της προόδου, αλλά και την έκπτωσή της σε μια καθαρά ποσοτική έννοια, μέσα από την ασύστολη αναπτυξιολαγνεία του αρπακτικού καπιταλισμού, σε σημείο που να ταυτίζεται η «πρόοδος» με την «οικονομική μεγέθυνση».

Αυτή η ποσοτικοποίηση πηγάζει, μας λέει ο Μπιτσάκης, από τη γενικευμένη εμπορευματικοποίηση και την επιθετική στάση προς τη φύση, την οποία ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει ως απλό καύσιμο για την αέναη επέκτασή του.

Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο κυρίαρχο σύστημα και το φυσικό του περιβάλλον;

Φυσικά τα εργαλεία, απαντά ο συγγραφέας, θυμίζοντάς μας τον ορισμό του ανθρώπου ως του ζώου που χρησιμοποιεί εργαλεία για να προσποριστεί τους φυσικούς πόρους.

Με τον τρόπο αυτό μας εισάγει στο θέμα της τεχνολογίας και της σχέσης της με τον άνθρωπο και τη φύση, σχέση που αναλύει διεξοδικά και εξαντλητικά, καταλήγοντας στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και της σημερινής μετάλλαξης αυτού που ο Μαρξ ονομάζει «μεταβολισμό ανθρώπου – φύσης».

Εδώ μας θυμίζει ότι ο Μαρξ δεν έπεσε στην παγίδα του αστικού επιστημονισμού, επικαλούμενος τις αναλύσεις των «Χειρογράφων του 1844», αλλά και το «Κεφάλαιο» και γεφυρώνοντας έτσι τα νεανικά με τα «ώριμα» έργα του Γερμανού φιλοσόφου και επαναστάτη.

Κυρίως υπογραμμίζει τις αναλύσεις του για την αλλοτρίωση και την αποξένωση, αντινομίες για την ιστορική άρση των οποίων οι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν συνειδητά και με πρόγραμμα.

Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Μπιτσάκης στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας ως φορέα ελπίδων για το ενεργειακό πρόβλημα, αλλά και ως διάψευση αυτών των ελπίδων μέσα από τα τραγικά ιστορικά γεγονότα του τέλους του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, και τα πιο σύγχρονα, με τους βομβαρδισμούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας και του Ιράκ.

Με ιστορικές αναφορές στη στάση επιφανών φυσικών επιστημόνων, από τον Αϊνστάιν μέχρι τον Σλίζαρντ και τον Οπενχάιμερ, και στο Σχέδιο Μανχάταν για την ατομική βόμβα, θέτει το πρόβλημα της ηθικής ευθύνης των επιστημόνων στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, στην οποία η επιστήμη βρίσκεται στα χέρια ανεύθυνων πολιτικών ή μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων.

Ο συγγραφέας, με αφορμή τους κινδύνους από τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη (πυρηνική, βιολογία, βιοτεχνολογία, χημεία, γενετική κ.λπ.), επισημαίνει την ανάγκη κοινωνικού ελέγχου στις επιστημονικές έρευνες και ανάπτυξης της συνείδησης ότι ζούμε σ’ έναν πεπερασμένο και εύθραυστο πλανήτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Οσο για το ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα, υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει μια ευθύγραμμη, ντετερμινιστική εξέλιξη, αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ιστορία ως ένα «πεδίο δυνατοτήτων».

Για τον άνθρωπο, αναφέρει ότι η ανθρώπινη φύση είναι βασικά βιολογική, ενώ η ανθρώπινη ουσία (κατά τον Μαρξ) είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων.

«Ομως όχι μόνο αυτό», προειδοποιεί: «Η ουσία του καθορίζεται από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων όχι γραμμικά, αλλά μέσα από ποικίλες διαμεσολαβήσεις και σε οργανική αλληλεξάρτηση με τη βιολογική του φύση».

Πέρα από ισοπεδωτικές ή απλουστευτικές θεωρήσεις, ο Μπιτσάκης θέτει και το ζήτημα του σοσιαλισμού ως υπέρβαση του σημερινού συστήματος, συνδυάζοντάς το όμως και με το οικολογικό πρόβλημα.

Τονίζει πως παρότι η σχέση ανθρώπου-φύσης είναι μια δευτερεύουσα και παράγωγη αντίθεση της βασικής αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία, σήμερα τείνει να την επικαλύψει.

Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι μια πολιτική οικολογία με σαφές αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μπορεί να πάρει τη μορφή μιας συμμαχίας των ριζοσπαστικών κοινωνικοπολιτικών κινημάτων με το οικολογικό κίνημα.

Συμπληρώνει έτσι την εξίσωση «η ιστορία είναι πεδίο δυνατοτήτων» με το δεύτερο μέρος, ότι δηλαδή «σ’ αυτήν (την ιστορία) ενεργό ρόλο και ενίοτε αποφασιστικό παίζει ο υποκειμενικός παράγοντας».

*Ο πίνακας του Πολ Κλέε “Angelus Novus” (δεξιά στην εικόνα, κάτω από το εξώφυλλο) ενέπνευσε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Άγγελο της Ιστορίας, στην ένατη θέση για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας. Ο τίτλος του Μπιτσάκη είναι παραλλαγή του τέλους της παραγράφου, όπου ο Μπένγιαμιν λέει ότι “αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα”.