Η ιστορία
λίγο-πολύ γνωστή. Γνωστή αλυσίδα καφετεριών υποχρεώνει τους εργαζόμενούς
της να υπογράφουν ρήτρα εμπιστευτικότητας, στην οποία περιλαμβάνεται
και η υποχρέωσή τους να μην εργαστούν σε ανταγωνίστρια εταιρεία για ένα
χρόνο από την ημέρα που αποχωρήσουν ή απολυθούν από την εταιρεία.
Την υπόθεση, έβγαλε στο φως με
καταγγελία του το ΠΑΜΕ, και μπράβο του. Σε ανακοίνωσή του, αναφέρει: «Η
υπογραφή αυτών των συμφωνητικών είναι άκρως αντιδραστική, ισοδυναμεί με
αλλαγή της σύμβασης εργασίας και ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον
εργαζόμενο άμεσα και χωρίς αποζημίωση. Η εταιρία υποχρεώνει τους
εργαζόμενους ακόμα και μετά από ένα χρόνο μετά τη λήξη της εργασίας τους
να μην δουλέψουν σε οποιαδήποτε επισιτιστική επιχείρηση, αλλά και να
μην ενεργήσουν οποιαδήποτε ανταγωνιστική προς την εταιρία πράξη, χωρίς
να διευκρινίζεται τι είδους είναι αυτή πράξη.
[…]
Το παραπάνω συμφωνητικό προσβάλλει
βασικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζόμενων, καθώς τους
καθιστά ομήρους της επιχείρησης ακόμα και στην περίπτωση που αυτοί
απολυθούν από την εν λόγω επιχείρηση. Είναι αδιανόητο να απειλούνται οι
εργαζόμενοι με αποζημίωση προς την επιχείρηση αν πιάσουν δουλειά μέσα σε
ένα χρόνο από την απόλυση ή την αποχώρησή τους. Και μάλιστα με κριτήρια
που είναι εντελώς αυθαίρετα και εναπόκεινται αποκλειστικά στην κρίση
της εταιρίας».
Μου έτυχε και μένα μια φορά η ίδια ιστορία.
Όταν λύθηκε η συνεργασία μας, ιδιοκτήτης κέντρου ξένων γλωσσών ήρθε και
μου μόστραρε ένα χαρτί που έγραφε πάνω-κάτω τα ίδια, ότι δεν μπορώ
πλέον να εργασθώ για ένα χρόνο σε φροντιστήρια, σε ανταγωνιστές, κλπ.
κλπ. Η απάντησή μου – αφού πρώτα έκατσα για κάνα πεντάλεπτο να χαζεύω το
χαρτί έκπληκτος χωρίς να πιστεύω στα μάτια μου – ήταν ότι την υπόθεση
θα την αναλάμβανε ο δικηγόρος μου. Σε χρόνο dt, το εν λόγω χαρτί είχε
πεταχτεί στα σκουπίδια από τον ίδιο τον πρώην εργοδότη.
Έχει και την πλάκα της όλη αυτή η
ιστορία με τη ρήτρα εμπιστευτικότητας: σε κάνει να νιώθεις λίγο σαν
Τζέιμς Μποντ, ή σαν πυρηνικός φυσικός που κατέχει τα πυρηνικά μυστικά
του Ισραήλ και της Βόρειας Κορέας. Υπάρχει κάτι το φαινομενικά παράλογο
στην υπόθεση – τι στο καλό, τέτοια ιδιαίτερη τεχνογνωσία απαιτεί το να
φτιάξεις καφέ ή να διδάξεις TOEFL σε φοιτητές; Όχι βέβαια. Το νόημα τέτοιων περιοριστικών ρητρών είναι η «προστασία» έναντι του ανταγωνισμού. Σημαίνει αυτό ότι ο ανταγωνιστής δεν ξέρει να φτιάχνει καφέ ή να μιλάει αγγλικά; Μωρέ ξέρει και παραξέρει!
Αλλά όλη η ιστορία είναι να μη μάθει ο
ανταγωνιστής τα κόλπα με τα οποία η επιχείρηση μειώνει το κόστος, τα
κόλπα με τα οποία προωθεί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της, και τα
κόλπα με τα οποία εκμεταλλεύεται αποτελεσματικότερα την εργατική
δύναμη.Το άγρια χυδαίο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι όμως ότι το
κεφάλαιο ξεχνάει – για την ακρίβεια, κάνει πως ξεχνάει – ποιος φτιάχνει
τους καφέδες του. Έτσι, ο κάτοχος των μέσων παραγωγής καταλήγει να
απαγορεύει από τον κατεξοχήν παραγωγό να παράγει. Αυτός είναι ο
ορθολογικός παραλογισμός της σάπιας κοινωνίας μας: να ορίζει αυτός που
δεν παράγει το τι και το πώς (και το αν) θα παράγει αυτός που πραγματικά
παράγει. Και έτσι καταπατάται σκανδαλωδώς από τον κεφαλαιοκράτη το
δικαίωμα στην εργασία. Χρησιμοποιώντας στυγνό εκβιασμό – ή υπογράφεις, ή
άντε γεια – η ιδιωτική «επιχειρηματικότητα» προσπαθεί να εκφοβίσει
ακόμα περισσότερο τους εργαζόμενους, να περιορίσει ακόμα περισσότερο τη
διαπραγματευτική τους ισχύ, να συνθλίψει με τρομοκρατικές μεθόδους το
ηθικό τους.
Βέβαια, πριν γίνει πουρές ο εργαζόμενος,
έχει γίνει πουρές η συνείδησή μας, στην οποία το προϊόν έχει
αποσυνδεθεί πλήρως από τον παραγωγό του. Ποιος φτιάχνει άραγε
τον καφέ σου, ο τύπος στο λογότυπο τής κάθε αλυσίδας καφέ, ή αυτός που
λειώνει εννιάωρο πάνω από τη μηχανή του καφέ; Και ποιος έφτιαξε
άραγε το iPhone ή το tablet απ’ το οποίο (ελπίζω ότι) με διαβάζεις,
αγαπητή μου αναγνώστρια; Ο Στιβ Τζομπς και ο Μπιλ Γκέιτς, ή οι στρατιές
του κινεζικού προλεταριάτου που βγάζουν τα μάτια τους πάνω από τα τσιπ;
Δεν προκαλεί καμία εντύπωση βεβαίως ότι
το θέμα θάφτηκε από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ όσα ασχολήθηκαν μαζί του το
παρουσίασαν ως επί το πλείστον σαν μια κόντρα μεταξύ δύο περίεργων
τύπων, θάβοντας το κοινωνικό και ταξικό «ζουμί» της ιστορίας. Ευρύτερα
όμως, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το βαθμό στον οποίο ο καπιταλισμός έχει
καταφέρει να μην συζητιέται καθόλου στη δημόσια σφαίρα αυτό που
πρωτίστως μας απασχολεί στην ιδιωτική – δηλαδή οι συνθήκες και οι όροι
εργασίας μας. Πραγματικό σιωπητήριο! Σαν να μην υπάρχει ρε παιδί μου το
ζήτημα, σαν να επιτρέπεται να θίγεις τα πάντα εκτός από αυτό.
Ηθικό δίδαγμα: οργανωνόμαστε χωρίς φόβο
και χωρίς δικαιολογίες. Αν βρίσκουμε σωματείο, γινόμαστε μέλη. Αν δεν
βρίσκουμε, το φτιάχνουμε. Και δεν υπογράφουμε κανένα μπακαλόχαρτο
κανενός startup (ή …startdown) επιχειρηματία.