του Milton Fernández
Στις 15 Αυγούστου πέθανε στο Μεξικό η Μερσέντες Μπάρτσα Πάρντο.
Το ξέρω ότι για τη μεγάλη πλειοψηφία αυτό το όνομα θα λέει ελάχιστα
ή και τίποτα.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα και μόνο στοιχείο : Εκατό χρόνια
μοναξιάς.
Ένα ταξίδι σπάνιας μαγείας που η '' συντριπτική πλειοψηφία '' όλων
μας έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον μία φορά. Ένας από τους οποίους ,όπως εγώ,
δεν έχει επιστρέψει ποτέ πλήρως.
Η Μερσέντες ήταν η
σύζυγος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Ο πρώτος
αναγνώστης και η πρώτη που ερωτεύτηκε αυτό το μυθιστόρημα. Από τους πολλούς που
ακολούθησαν. Αυτή που έκανε εφικτό το μαγικό, μένοντας πάντα στην αφάνεια.
Όταν μετακόμισαν στο Μεξικό, το 1965, με τα δύο μικρά παιδιά
τους, ο Γκάμπο είχε παραιτηθεί από τη θέση του συντάκτη στο περιοδικό Sucesos,
για να αφοσιωθεί πλήρως στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Αλλά,όσο αυξάνονταν οι
σελίδες τόσο αυξάνονταν και τα χρέη. Η φωνή της Μερσέντες ήταν παροιμιώδης στα τοπικά μαγαζιά. Την
άκουγαν, για περισσότερο από ένα χρόνο, ο χασάπης, ο φούρναρης και οι μανάβηδες
της Κολωνίας San Angel, όπου ζούσαν: '' Ο Γκαμπριέλ γράφει βιβλίο, μόλις
τελειώσει έρχομαι εδώ και εξοφλώ τα πάντα ".
Τη μέρα που έβαλε τη λέξη Τέλος στο μυθιστόρημα (700 σελίδες),
ο Γκάμπο και η Μερσέντες πήγαν στο ταχυδρομείο. Έπρεπε να το στείλουν στο
Μπουένος Άιρες, στους φίλους της Sudamericana, που το
περίμεναν. Πριν πάει εκεί, όμως, η Μερσέντες τράβηξε για στο ενεχυροδανειστήριο, όπου ενεχυρίασε
ένα από τα τελευταία που τους είχαν απομείνει: το σεσουάρ.
Ο υπάλληλος του ταχυδρομείου έβαλε όλο αυτό το χαρτί στη
ζυγαριά και έβγαλε την ετυμηγορία του: 83 πέσος.
Η Μερσέντες είπε, απογοητευμένη, '' έχω μόνο 45 ".Τότε ο Γκάμπο
πήρε το βιβλίο, το χώρισε σε δύο μέρη
και είπε: Ζυγίστε αυτά τα φύλλα παρακαλώ , μέχρι 45 πέσος.
Έτσι κι έγινε λέει ο Γκάμπο. Ζύγισαν αυτές τις σελίδες σαν να ζύγιζαν
μπριζόλες. Μετά ξαναφτιάξαμε το πακέτο και το στείλαμε.
Όταν έφτασαν στο σπίτι όμως συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν
στείλει την αρχή του βιβλίου, αλλά τις τελευταίες 300 σελίδες του μυθιστορήματος.
Η Μερσέντες τότε πήρε
το τελευταίο πράγμα που τους είχε απομείνει, το μπλέιντερ και τράβηξε πάλι για
το ενεχυροδανειστήριο. Επέστρεψαν στο ταχυδρομείο και έστειλαν το υπόλοιπο βιβλίο
ενώ εκείνη κρατούσε σφιχτά τα δύο πέσος που από θαύμα είχαν περισσέψει.
'' Την κοίταξα και είδα ότι ήταν πράσινη από θυμό ", είπε
ο Γκάμπο. Μετά μου είπε:
'' Αυτό δα μας έλειπε να μην είναι καλό αυτό το
μυθιστόρημα!"
Ασφαλή ταξίδια, Γκάμπα . Και ευχαριστώ.
Πιστεύω ότι ακόμα και ο Μελκιάδες σκουπίζει ένα δάκρυ του απόψε.