Επιστρέφουν οι φασίστες του Ιλινόις ;





Επιστρέφει ο ναζισμός στη Γερμανία, αν πιστέψουμε τους πιο απαισιόδοξους δημοκράτες γνώστες των πραγμάτων. Ωστόσο, το σκιάχτρο του ναζισμού είναι η πιο κλασική ιστορική απάτη. Όχι επειδή η αναμενόμενη  έκρηξη του νεο-ναζιστικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD) δεν είναι στην πραγματικότητα ένα πολιτικό πρόβλημα, αλλά λόγω της αύρας της μοναδικότητας που περιβάλλει το εκλογικό αποτέλεσμα: «Πρώτη φορά μετά από 72 χρόνια» ακούμε να λένε, ιδιαίτερα  στα «αριστερά», εκεί όπου φωλιάζει ακόμα η ακόρεστη διαστροφή  του« λαϊκού μετώπου ενάντια στον φασισμό ». Ωστόσο, η ανάγνωση ενός οποιουδήποτε βιβλίου σύγχρονης γερμανικής ιστορίας θα έπρεπε να μας κάνει πιο συγκρατημένους  ιστορικά και λιγότερο φιλελεύθερους κινδυνολόγους. 

Συνιστούμε, σε όλους, το βιβλίο του Alfred Wahl: Η δεύτερη ζωή του ναζισμού, που πρόσφατα επανεκδόθηκε. Εκεί θα ανακαλύψουμε , ότι οι Ναζί - οι αληθινοί, όμως, - με την κατάλληλη μετονομασία  του Deutsche Partei, συμμετείχαν στην πρώτη κυβέρνηση Αντενάουερ που σχηματίστηκε το 1949, καταλαμβάνοντας μάλιστα τα υπουργεία Μεταφορών και Ομοσπονδιακών Υποθέσεων. 

Στη δεύτερη κυβέρνηση Αντενάουερ, το 1953, τους δόθηκαν, ούτε λίγο ούτε πολύ τα υπουργείο Δικαιοσύνης, Μεταφορών και Περιφερειακής Πολιτικής και, μέσω του BHE (του κόμματος των προσφύγων), το Υπουργείο Εξωτερικών των προσφύγων. Στην τρίτη κυβέρνηση Αντενάουερ, που σχηματίστηκε το 1957, κατείχαν τα Υπουργεία Μεταφορών και Περιφερειακών Υποθέσεων.

Όλα αυτά μέχρι το 1961("Π" το 1961 οι υπουργοί του Deutsche Partei προσχώρησαν στο CDU) , όταν, στο σχηματισμό της τέταρτης κυβέρνησής του, ο Αντενάουερ χωρίς πλέον  εκλογικούς αντιπάλους, αποφάσισε να απαλλαγεί από τη θεμελιώδους σημασίας στήριξη των  Ναζί. Αυτό για να αναφερθούμε στην ευφάνταστη «μοναδικότητα» του γερμανικού εκλογικού αποτελέσματος.Ετσι,οι Ναζί παρέμειναν στην εξουσία μέχρι το 1961.

 Ακόμη και η εφημερίδα Corriere  della Sera  το κατάλαβε στο προχθεσινό της φύλλο. Αλλά αυτή η δεύτερη ζωή του ναζισμού στη Γερμανία δεν είναι μόνο εκλογές, όπως μας λέει ο Wahl : «Οι Γερμανοί, [το 1945], δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν μια αυστηρή πολιτική αποναζιστικοποίησης. [...] Τον Αύγουστο του 1947, μια δημοσκόπηση των Αμερικανών που διεξήχθη στην αμερικανική ζώνη κατοχής αποκάλυψε ότι το 55% του πληθυσμού θεωρούσε το ναζισμό  μια καλή ιδέα που πολύ απλά εφαρμόστηκε λάθος, και μόνο to 35%, σαν μια θεωρία καταδικαστέα. Οι Γερμανοί δεν ήταν λοιπόν διατεθειμένοι να ζητήσουν  την καταδίκη αυτών που οι νικητές θεωρούσαν ενόχους  ή εγκληματίες».
 
Είναι δύσκολο  να ασχοληθούμε εδώ  με το θέμα της Volksgemeinschaft, την «κοινότητα του ενωμένου λαού»,  ένα από τα ιστοριογραφικά και φιλοσοφικά ζητήματα που δύσκολα επιλύονται ερμηνεύοντας το ναζισμό στη Γερμανία.
 Βέβαια, ιστορικά μιλώντας, για την πλειοψηφία των γερμανών το μόνο στοιχείο απόρριψης και βίαιης ρήξης με το παρελθόν  ήταν : «η στρατιωτική και ανθρωπιστική καταστροφή που αντιπροσώπευε η ήττα και είχε σαν συνέπεια να υπάρξει  μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ όλων των πολιτών, Ναζί και μη». 
 Αυτό απέβη σε βάρος της ίδιας της Δίκης  της Νυρεμβέργης, που επιβλήθηκε στρατιωτικά από τους συμμάχους, αλλά δεν την αποδέχθηκε η πλειοψηφία του γερμανικού πληθυσμού : «η γερμανική κοινή γνώμη, που δεν αντιλαμβανόταν την ειδική φύση των εγκλημάτων των Ναζί και τα θεωρούσε ως φυσιολογικές συνέπειες ενός πολέμου μεταξύ συνηθισμένων αντιπάλων, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της διαδικασίας, στην οποία διέβλεπε την πρόθεση των νικητών να τιμωρήσουν τους ηττημένους αντιπάλους τους».
 Το αποτέλεσμα ήταν να απουσιάζει μια πραγματική διαδικασία αποναζιστικοποίησης, ακόμη και ήπιας μορφής όπως έγινε σε χώρες όπως η Ιταλία, «Μόλις ανέβηκαν στην εξουσία, τα κόμματα άρχισαν, ακολουθώντας μια παλιά πρακτική, να υπερασπίζονται τα μέλη τους. 

Πολύ γρήγορα το CDU πέρασε την άποψη ότι υπήρχε μια προκατάληψη απέναντι στους Γερμανούς πριν και μετά το 1945, από τους Συμμάχους, και επομένως θα έπρεπε όλοι να θεωρούνται θύματα του ναζισμού, περιλαμβάνοντας έτσι ανάμεσα στα θύματα και τους ίδιους τους  Ναζί ». 

Αργότερα, θα δούμε τις συνέπειες της μη αποναζιστικοποίησης: «Από το 1947, οι αμερικανοί συντηρητικοί ενίσχυσαν  τις τάξεις των αντιπάλων της αποναζιστικοποίησης, την οποία θεωρούσαν όλο και πιο πολύ ως εμπόδιο για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας κάτι που θα ελάφρυνε την οικονομική επιβάρυνση των Αμερικανών. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τους συντηρητικούς, η  αποναζιστικοποίηση  έβλαπτε τον κοινό αγώνα κατά του κομμουνισμού, στον οποίο έπρεπε να συμμετάσχουν και οι Γερμανοί - [...] Στο τέλος της επίσκεψής του [του Hoover, του Πρόεδρου των ΗΠΑ] στην Ευρώπη,με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου τα εγκλήματα του ναζισμού έπαψαν να αποτελούν βασικό λόγο ανησυχίας για τη  Δύση».

Αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν ξεκίνησε ποτέ η αποναζιστικοποίηση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού κρατικού μηχανισμού. Η Γερμανία ήταν το σύνορο μεταξύ της Δύσης και του κομμουνισμού, και με αυτή την έννοια πήγε πίσω η ανάγκη ξεκαθαρίσματος των ιστορικών λογαριασμών με το ναζισμό. Ο ναζισμός, με άλλα λόγια, αποτέλεσε ένα από τα όπλα στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, ένα  όπλο που χρησιμοποιήθηκε και από το ίδιο το κόμμα, το CDU, το οποίο  σήμερα «ανησυχεί» για την άνοδο του νεο-ναζιστικού κόμματος AFD. 

Σύμφωνα με τον Wahl, «στο τέλος της αποναζιστικοποίησης το 1949, οι Γερμανοί γνώριζαν ότι η γιγαντιαία εκστρατεία εκκαθαρίσεων είχε μετατραπεί σε μία τερατώδη επιχείρηση αποκατάστασης των Ναζί.

Οι δυνάμεις κατοχής παραιτήθηκαν, και η αποναζιστικοποίηση θεωρήθηκε ως αποτυχία ή, μάλλον, ως μια «κωμωδία», γιατί, σε ορισμένες θέσεις της διοίκησης, τώρα υπήρχαν περισσότεροι Ναζί απότι την περίοδο πριν το 1945». 

Αλλά το παράδοξο της όλης υπόθεσης ήταν ότι, στα έδρανα των κατηγορούμενων τώρα καθόντουσαν οι αντιφασίστες αντιστασιακοί, τους οποίους δίκαζαν οι αποκαταστημένοι στο Δικαστικό σώμα Ναζί: «Πάνω από 750.000 άτομα πρώην ναζί επωφελήθηκαν από τα μέτρα αποζημίωσης το 1950 και η αποναζιστικοποίηση σταμάτησε την ίδια χρονιά. Αντίθετα, την ίδια στιγμή, τους αντιστασιακούς τους αποζημίωναν με τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση τους, όντας ακόμα υποχρεωμένοι να αποδεικνύουν ότι δεν είναι κομμουνιστές ενώ οι πρώην Ναζί δεν είχαν καμία απολύτως υποχρέωση να κάνουν το ίδιο. Ο Αντενάουερ και η πλειοψηφία του είχαν ήδη εντάξει στην πρώτη θέση των εχθρών της Γερμανίας τους κομμουνιστές και όχι τους Ναζί :ένα ακόμη σημάδι της συνέχειας με το ναζισμό».

Αυτή είναι η ιστορία της φιλελεύθερης Γερμανίας από το 1949 και μετά. Μια ιστορία που οδήγησε τον πρώην καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ να δηλώσει το 2005 ότι «μετά το 1990 (ΣτΜ: με την πτώση της Λ.Δ.της Γερμανίας) αντιμετωπίσαμε τους κομμουνιστές με μεγαλύτερη αυστηρότητα από ό, τι τους Ναζί στις απαρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας».  Ο ιστορικός Alfred Wahl, αντίθετα, καταλήγει στο  εξής συμπέρασμα  «ο ιστορικός δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία στη μεταπολεμική περίοδο είναι σε μεγάλο βαθμό συνέχεια του ναζιστικού καθεστώτος»

Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία θα πρέπει να βάλλουν σε σκέψεις όποιον φλυαρεί σήμερα περί  «επιστροφής του ναζισμού», και μάλιστα «μετά από εβδομήντα δύο χρόνια». Αυτός βέβαια δεν είναι λόγος να υποτιμηθεί το πρόβλημα, άλλου τύπου σε σχέση με τη φιλελεύθερη απόκλιση αυτών των ωρών. 
Στην πραγματικότητα, είναι το γερμανικό καθεστώς  αυτό που έχει χρησιμοποιήσει και θα συνεχίσει προφανώς να χρησιμοποιεί τους Ναζί (ως υποχείρια, ως φόβητρα, ως ψευδή επιλογή) ως πηγή νομιμοποίησης και στήριγμα για τη δικιά του σταθερότητα. Με αυτή την έννοια, η αντίστιξη δεν μπορεί να βρίσκεται στην ψευδή εναλλακτική λύση μεταξύ AFD και CDU της  Άνγκελα Μέρκελ, δεδομένου ότι τα δύο κόμματα έχουν κάτι κοινό: τον αντικομμουνισμό. 

Φυσικά, σήμερα που δεν υπάρχει ίχνος κομουνισμού , τα δύο κόμματα εμφανίζονται ως επιλογή, αναπαράγοντας   στην αριστερά  το ψυχοπολιτικό τικ του «ενιαίου μετώπου» ενάντια στο ναζισμό (που μεταφράζεται στο φρικτό «καλύτερα Μέρκελ παρά Ναζί» , που θυμίζει το «καλύτερα ο Μακρόν παρά  Λε Πεν» και πάει λέγοντας).

Αλλά το ζήτημα, ακόμη και από αυτή την σκοπιά, δεν έχει εύκολη λύση. Η εκλογική συναίνεση στο Af D έχει να κάνει περισσότερο με το σύνθετο φαινόμενο του λαϊκισμού παρά με τον ίδιο τον νεοναζισμό. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το χειριστούμε με προσοχή γιατί , όπως λέγαμε πάντα, τα σεισμογενή ρήγματα που προκαλούν τις  λαϊκίστικες διαμαρτυρίες δημιουργούνται από ταξικές  αντιθέσεις που μας επηρεάζουν άμεσα. Ο λαϊκισμός πρέπει να καταπολεμηθεί, αλλά με  τα σωστά επιχειρήματα και συμμαχίες.


 Βλέπε και :