Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Μια
σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης αλλαγή πολιτικού παραδείγματος στην Ευρώπη, μέσω
Ελλάδας: Ξεχάστε τους «τεχνοκράτες» και πάρτε το πολιτικό ρίσκο των σκληρών
μέτρων
Αδύνατο να προσπεράσει κανείς την καίρια παρατήρηση του προέδρου του Eurogroup, Γερούν
Ντάισελμπλουμ για το Έλληνα πρωθυπουργό. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, σε
συνέντευξή του σε 6 ευρωπαϊκές εφημερίδες, περιέγραψε ως εξής την ιδανική
συνταγή πολιτικής επιτυχίας στην Ευρωζώνη: «Είμαι σοσιαλδημοκράτης και θεωρώ
ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι το πιο εύγλωττο παράδειγμα. Προέρχεται από την άκρα
αριστερά και εξελέγη πέρυσι, αφού πρώτα υποσχέθηκε το ακατόρθωτο. Όμως έπειτα
από μια κρίση το διόρθωσε. Το κόμμα του έγινε ειλικρινές και εξελέγη για
δεύτερη φορά με διαφορετική εντολή. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν και τον
Ιταλό Ματέο Ρέντσι. Προωθούν μεταρρυθμίσεις και καταφέρνουν να παραμείνουν στην
εξουσία».
Στην αποστροφή αυτή συμπυκνώνεται η αλλαγή πολιτικού παραδείγματος που
προωθείται από ηγετικούς κύκλους της Ευρωζώνης, στην οποία πρωτοστατούν κυρίως
σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης πολιτικοί.
Λιτότητα,
απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις
Αυτό που αποκαλείται «μεταρρυθμίσεις» είναι ένα εξ ορισμού αντιδημοφιλές συνονθύλευμα
μέτρων νεοφιλελεύθερης έμπνευσης που στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: λιτότητα,
απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις. Παρά τις διαφωνίες ή τις διαφοροποιήσεις στις
αναλογίες της συνταγής από χώρα σε χώρα, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της
Ευρωζώνης, με μνημόνιο ή χωρίς, προωθούν το ανάλογο πακέτο μέτρων. Η κυβέρνηση
Ολάντ στη Γαλλία επέβαλε με προεδρικό διάταγμα την πιο ακραία εργασιακή
μεταρρύθμιση, κάτι ανάλογο έκανε πέρσι η κυβέρνηση Ρέντσι στην Ιταλία, ενώ η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ πέρασε από τη Βουλή και με απροσδόκητα αδύναμες
κοινωνικές αντιστάσεις το πιο ολιστικό πακέτο λιτότητας- απορρύθμισης-
ιδιωτικοποιήσεων (αν και έπεται συνέχεια το φθινόπωρο).
Το μοντέλο των «τεχνοκρατών»
Πριν από 3-4 χρόνια αυτό φαινόταν
αδιανόητο σε πολλές πολιτικά εύθραυστες χώρες της Ευρωζώνης. Σε σημείο ώστε τα
τότε ηγετικά κλιμάκια της Ε.Ε. να πειραματιστούν ευρύτατα με μορφώματα
κυβερνήσεων τεχνοκρατών, προκειμένου να ανακουφίσουν τα κόμματα εξουσίας από το
βάρος του πολιτικού κόστους. Μάλιστα, στα τέλη του 2011 εμφανίστηκε η περίφημη
«Ομάδα της Φρανκφούρτης» (Groupe de Francfort), από τους
Μέρκελ, Σαρκοζί, Λαγκάρντ, Ντράγκι, Μπαρόζο, Ρομπέι και Ρεν (όλοι τους τότε
είχαν θεσμικό ρόλο), που μεταξύ άλλων προωθούσαν την εναλλακτική των
«τεχνοκρατικών» ή «οικουμενικών» κυβερνήσεων.
Η ιδέα, ως γνωστόν, δοκιμάστηκε με την κυβέρνηση Μόντι στην Ιταλία και την
κυβέρνηση Παπαδήμου στην Ελλάδα, με καλές «μεταρρυθμιστικές» επιδόσεις, αλλά
καταστροφικές πολιτικές αποδόσεις. Χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 2013 ο
συνασπισμός του «τεχνοκράτη» πρωθυπουργού Μόντι περιορίστηκε στο 10,5%.
Το αποτυχημένο μοντέλο των «τεχνοκρατικών κυβερνήσεων», κατά κάποιο τρόπο,
χρεώθηκε στον δεξιό πυλώνα της ευρωπαϊκής «συγκυβέρνησης» χριστιανοδημοκρατών-
σοσιαλδημοκρατών. Στον αντίποδά του, το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, της δεύτερης
εκλογικής του νίκης παρά τη στροφή 180ο και της επιβίωσης της κοινοβουλευτικής
του επιβίωσης παρά τα αδιανόητα μέτρα, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του
σοσιαλδημοκρατικού πυλώνα της ευρωπαϊκής ελίτ.
Το πολιτικό παράδειγμα
αντιστρέφεται: το μήνυμα είναι ότι αντί να αποφεύγεις το πολιτικό ρίσκο, πρέπει
να το αναλαμβάνεις, ακόμη κι αν έχεις απέναντί σου μεγάλα τμήματα της κοινωνίας
και των ίδιων των ψηφοφόρων σου. Ο πραγματικός «μεταρρυθμιστής» που δεν ορρωδεί
προ ουδενός, τελικά έχει σοβαρές πιθανότητες να επιβραβευτεί.
Η πολιτική «ιδιοκτησία» των μέτρων
Αυτό το νέο, υπόρρητο πολιτικό
δόγμα, που ο Ντάισελμπλουμ το υπογραμμίζει με τις δηλώσεις θαυμασμού προς
Τσίπρα και Ρέντσι (αλλά γιατί όχι και προς τον Ολάντ που συγκρούεται με τα
συνδικάτα;), πέρασε και σε αρκετά θεσμικά κείμενα της Ευρωζώνης- της Κομισιόν,
της ΕΚΤ, του Eurogroup-, μέσα από
τις χαρακτηριστικές εκκλήσεις προς τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν μνημόνια ή
οδυνηρά «μεταρρυθμιστικά» μέτρα να αποκτήσουν την «ιδιοκτησία» των
προγραμμάτων. «Πολιτική ιδιοκτησία» είναι ο σωστός προσδιορισμός και εννοεί ότι
οι πολιτικές δυνάμεις που είναι στην εξουσία πρέπει να υπερασπιστούν ιδεολογικά
και πολιτικά τον νεοφιλελεύθερο πυρήνα των «μεταρρυθμίσεων» στην κοινή γνώμη
των χωρών τους, αντί να κρύβονται πίσω από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και της
Ευρωζώνης.
Το νόημα του νέου πολιτικού παραδείγματος είναι απλό: μπορείς να είσαι
χριστιανοδημοκράτης, σοσιαλδημοκράτης ή αριστερός, αλλά πάνω απ’ όλα πρέπει να
είναι καλός «μεταρρυθμιστής». Να κάνεις ιδιοκτησία σου το τρίπτυχο λιτότητα-
απορρύθμιση-ιδιωτικοποιήσεις, ανεξάρτητα από το πώς θα το «συσκευάσεις». Με τον
τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μια μεγαλύτερη ομογενοποίηση του πολιτικού φάσματος
γύρω από τα νεοφιλελεύθερα θεμέλια της Ε.Ε. και μια ευρύτερη συμμαχία
απόκρουσης όσων συλλήβδην αποκαλούνται «λαϊκιστές» και «ευρωσκεπτικιστές».
Σοσιαλιστές
και Αριστερά
Φυσικά, αυτή η εξέλιξη έχει για κάποιους και στενότερες πολιτικές
στοχεύσεις. Για την παραπαίουσα ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που έχει
εξουθενωθεί έπειτα από σχεδόν δυο δεκαετίες προσκόλλησης στα κόμματα της
ευρωπαϊκής δεξιάς, είναι μια ευκαιρία να επιπλεύσει. Η σταθερή πια πρόσκληση
του Αλ. Τσίπρα στις συνόδους κορυφής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών είναι η αρχή
μιας σχέσης με μέλλον. Χρήσιμης και σε εναλλακτικές, κεντροαριστερές
κυβερνητικές λύσεις συνεργασίας που δεν θα διακινδυνεύουν τον σκληρό πυρήνα του
ευρωπαϊκού σχεδίου (βλέπε Πορτογαλία σήμερα, Ισπανία προσεχώς). Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ
γίνεται μέσο διεμβολισμού, εξουδετέρωσης ή αφομοίωσης της - κατά Ντάισεμπλουμ-
ευρωπαϊκής «άκρας αριστεράς» από τη σοσιαλδημοκρατία.
www.dikaiologitika.gr
www.dikaiologitika.gr