Το ιστορικό αυτής της αντιπαράθεσης ξεκινά πολύ νωρίτερα και έχει βάθος.

 

Ακολουθεί μεγάλη ανάρτηση για όσους αντέχουν:

🇮🇷 Ας μιλήσουμε για το Ιράν, γιατί μέσα στον θόρυβο  χάθηκαν τα γεγονότα. Μπορεί ο Εμανουέλ Μακρόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική κυβέρνηση να καταδίκασαν το...Ιράν για την  επίθεση που δέχτηκε από το Ισραήλ, όμως το ιστορικό αυτής της αντιπαράθεσης ξεκινά πολύ νωρίτερα και έχει βάθος.

Από το 2023, το Ισραήλ πραγματοποιεί επανειλημμένες επιθέσεις εντός του ιρανικού εδάφους, καθώς και δολοφονίες ανώτερων στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης, χωρίς προηγούμενη διεθνή εξουσιοδότηση. Το Ιράν είναι κυρίαρχο κράτος και μέλος του ΟΗΕ, και οι ενέργειες αυτές αποτελούν παραβίαση του Καταστατικού του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Το Ισραήλ δεν έχει προσφύγει σε διεθνή δικαστήρια ή οργανισμούς για να παρουσιάσει τις κατηγορίες του — πιθανόν επειδή δεν διαθέτει επαρκή νομική βάση.

➡️Ταυτόχρονα, η ισραηλινή στρατηγική επεκτείνεται σε τρίτες χώρες. Από το 2023 έως σήμερα, το Ισραήλ έχει εξαπολύσει περισσότερες από 350 αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, κυρίως κοντά στη Δαμασκό και στο Ιντλίμπ. Οι επιθέσεις αυτές στοχεύουν ιρανικές υποδομές, βάσεις του IRGC, τη Χεζμπολάχ και τις εφοδιαστικές γραμμές οπλισμού. Πολλές πραγματοποιούνται σε συντονισμό με τις ΗΠΑ. Στόχος είναι η σταδιακή αποδυνάμωση της ιρανικής παρουσίας  στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για επιθέσεις εντός Ιράν, αλλά για πολεμικές ενέργειες σε άλλα κυρίαρχα κράτη (όπως η Συρία και ο Λίβανος), που έχουν ως τελικό στόχο το Ιράν. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: αν η Ρωσία βομβάρδιζε σήμερα γαλλικές στρατιωτικές υποδομές ή το αεροδρόμιο Charles de Gaulle, ή στόχους μέσα στη Γερμανία  προκειμένου να αποτρέψει αποστολές όπλων στην Ουκρανία, πόσο «ανεκτή» θα θεωρούταν μια τέτοια πράξη;

Η ένταση κλιμακώθηκε δραματικά με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Qasem Soleimani στις 3 Ιανουαρίου 2020, στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης (ακόμα μια τρίτη χώρα), από τις Ηνωμένες Πολιτείες με εντολή του τότε προέδρου Τραμπ. Ο Σουλεϊμανί ήταν επικεφαλής της Δύναμης Quds, του τμήματος των Φρουρών της Επανάστασης υπεύθυνου για τις εξωτερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μέσω αυτού του μηχανισμού, το Ιράν ασκούσε επιρροή στον Λίβανο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Υεμένη. Η δολοφονία του αποτέλεσε σαφή προσπάθεια αποδιάρθρωσης αυτού του περιφερειακού αποτρεπτικού συστήματος.

☢️ Σε ό,τι αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως το Ιράν κατασκευάζει πυρηνικό όπλο ή εμπλουτίζει ουράνιο κατά παράβαση των διεθνών δεσμεύσεων. Παράλληλα, η ανώτατη θρησκευτική ηγεσία του Ιράν έχει εκδώσει φετφά που απαγορεύει τη χρήση πυρηνικών όπλων ως αντι-ισλαμική. Το Ιράν έχει, επίσης, καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία Ζώνης Ελεύθερης από Πυρηνικά Όπλα στη Μέση Ανατολή, αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε — κυρίως επειδή θα απαιτούσε και από το Ισραήλ, που διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο χωρίς διεθνή αναγνώριση, να αποπυρηνικοποιηθεί.

Το 2015, είχε υπογραφεί η Κοινή Ολοκληρωμένη Δράση (Joint Comprehensive Plan of Action - JCPOA), δηλαδή η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ανάμεσα στο Ιράν και τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με αυτή, το Ιράν συμφώνησε να περιορίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου, να δεχθεί εξαντλητικούς ελέγχους από την IAEA και να χρησιμοποιεί την πυρηνική τεχνολογία αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων.

🚫Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τραμπ αποχώρησαν μονομερώς από τη συμφωνία και επανέφεραν κυρώσεις. Είχε προηγηθεί ανεπίσημη πρόταση απο το Ιράν να διατηρήσει πυρηνικό πρόγραμμα μόνο για ενεργειακή χρήση, με καύσιμο που θα εισαγόταν από τρίτες χώρες, πρόταση που αρχικά έγινε δεκτή απο τις ΗΠΑ, αλλά την απέρριψαν  έπειτα από πίεση του Ισραήλ. Έτσι εγκαινιάστηκε η πολιτική «μέγιστης πίεσης»: επαναφορά κυρώσεων, εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο και στοχευμένη προσπάθεια οικονομικής αποσταθεροποίησης. Αυτή η στρατηγική είχε εφαρμοστεί από την κυβέρνηση Ομπάμα στη Βόρεια Κορέα, με στόχο την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης του πυρηνικού της προγράμματος. Ωστόσο, απέτυχε — διότι οι Βορειοκορεάτες είχαν ήδη αποκτήσει λειτουργικό πυρηνικό οπλοστάσιο, και η οικονομική απομόνωση δεν λειτούργησε ως αποτρεπτικός μηχανισμός. Η ίδια λογική μεταφέρθηκε από τον Τραμπ στο ιρανικό ζήτημα, με την προσδοκία ότι η οικονομική πίεση θα έκαμπτε την ιρανική πολιτική βούληση. Δεν το πέτυχε.

Ο Τζο Μπάιντεν το 2021, δήλωσε  ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν επιστροφή στη συμφωνία. Ωστόσο, έθεσε ως προϋπόθεση το Ιράν να συμμορφωθεί πλήρως πρώτο — δηλαδή να επανέλθει σε όλα τα όρια της JCPOA πριν την άρση οποιασδήποτε κύρωσης. Το Ιράν απάντησε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018 και ζήτησε δεσμεύσεις: πλήρη και συγχρονισμένη άρση κυρώσεων, επίσημη εγγύηση ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποχωρήσουν ξανά μονομερώς, και πλήρη τραπεζική αποκατάσταση. Η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να δώσει τέτοιες εγγυήσεις. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις σε Βιέννη, Ομάν και Κατάρ (2021–2023) απέτυχαν.

Τον Φεβρουάριο 2025, ο Τραμπ, εξέδωσε Προεδρικό Υπόμνημα που επανενεργοποιούσε την πολιτική «μέγιστης πίεσης», απαγορεύοντας εκ νέου την ανάπτυξη πυρηνικών και βαλλιστικών προγραμμάτων από το Ιράν. Τον Μάρτιο απέστειλε επιστολή στον Αγιατολάχ Χαμενεΐ, δίνοντάς του δίμηνη προθεσμία για την υπογραφή νέας συμφωνίας, απειλώντας με «πολύ χειρότερες συνέπειες» σε περίπτωση άρνησης. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τις κυρώσεις, ανέπτυξαν στρατηγικά βομβαρδιστικά B-2 στην περιοχή και άνοιξαν νέο δίαυλο διαλόγου μέσω του Ομάν.

 Στις 13 Ιουνίου, μόλις δύο ημέρες πριν από την έναρξη των συνομιλιών, ξεκίνησε νέα στρατιωτική επίθεση εναντίον ιρανικών στόχων. Η χρονική συγκυρία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν αυτή η κλιμάκωση λειτουργεί όχι απλώς ως «μέσο πίεσης», αλλά ως τρόπος να ακυρωθεί εκ των προτέρων η διαδικασία διαλόγου. Ίσως αυτό που επιδιώκεται τελικά δεν είναι η αποπυρηνικοποίηση του Ιράν, αλλά η αλλαγή καθεστώτος και η αναδιάταξη της γεωπολιτικής ισορροπίας στην περιοχή.

⚠️Όσο πιο κοντά φαίνεται να φτάνουν οι δύο πλευρές σε έναν συμβιβασμό, τόσο συχνότερα εμφανίζονται «συμπτώσεις» που διακόπτουν τη διαδικασία. Μάλλον γιατί το ζητούμενο δεν είναι η συμφωνία — αλλά η αδυναμία συμφωνίας να παραμείνει το σταθερό αποτέλεσμα.

Εδώ δεν μιλάμε για τον Βιολιστή στη Στέγη.

 

Είναι αδύνατον να καταλάβουμε “τι συμβαίνειˮ στη Γάζα και γενικά στην Παλαιστίνη, ή και στο ίδιο το Ισραήλ ακόμα, αν δεν στοχαστούμε ψύχραιμα την πολιτική ιδεολογία που ονομάζεται Σιωνισμός. Και ο Σιωνισμός δεν γίνεται να μελετηθεί ξέχωρα από το γενικό πλαίσιο που τον είδε να έρχεται στο φως: την ευρωπαϊκή αποικιακή ιδεολογία. Δεν πρόκειται για κάτι που προέκυψε από μόνο του, ανιστορικά και αταξικά, σε επιστημολογικό κενό αέρος. Ούτε και αποτελεί αποκλειστικά μια επιβεβλημένη λύση στο ζήτημα των μακρόχρονων διώξεων που γνώρισαν οι Εβραίοι – όπως διατείνεται ότι είναι. Τουναντίον, ο Σιωνισμός επινοήθηκε και στήθηκε στα πόδια του από Ευρωπαίους διανοούμενους και πολιτικούς παράγοντες σε μια εποχή που η Αποικιοκρατία δεν ήταν μόνο κραταιά αλλά και δοξασμένη. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση ταμπού να είσαι “υπέρ της αποικιοκρατίαςˮ εν έτει 1890, αντιθέτως ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο μορφωμένος Ευρωπαίος καλούνταν να δει τους αυτόχθονες λαούς του κόσμου μέσα από ένα (διδακτέο στα σχολεία) διαλεκτικό σχήμα εξωτισμού, απανθρωποποίησης, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Οι ηγέτες του Σιωνισμού, ως Ευρωπαίοι (Αυστροούγγροι, Ρώσοι, Γερμανοί, Πολωνοί...), ήταν φυσιολογικά γαλουχημένοι στην ίδια κοσμοθεώρηση που δικαιολογούσε την κατάκτηση και τον αποικισμό της Αφρικής, των Ινδιών, της Καραϊβικής, κ.λπ., μια κοσμοθεώρηση πολιτισμικής ανωτερότητας, με τον Λευκό στην κορυφή της φυλετικής πυραμίδας, και τον “έγχρωμοˮ (και εδώ φυσικά συμπεριλαμβάνεται ο αραβομουσουλμανικός κόσμος) ως κάτι-σαν-άνθρωπο, ένα πλάσμα ιστορικά στάσιμο, υπανάπτυκτο, κατάλληλο μόνο για εποικισμό και απομύζηση.

 

 

Είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε ότι οι πρώτοι Σιωνιστές δεν είναι τίποτα κοινωνικά ανίσχυροι και απροστάτευτοι παρίες, δεν μιλάμε εδώ για τον Βιολιστή στη Στέγη. Οι άνθρωποι που διαπραγματεύτηκαν με το Foreign Office της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τελικά, το 1917, διασφάλισαν την υπογραφή της Συνθήκης του Μπάλφουρ, ήταν σαφέστατα μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης, άτομα με μεγάλη πολιτική επιρροή σαν τον Χάιμ Βάιζμαν, που κινούνταν ανετότατα μέσα στους κύκλους της ευρωπαϊκής διπλωματικής ελίτ. Δεν μιλάμε για απόκληρους, δεν μιλάμε καν για πολιτικό περιθώριο, αλλά για τους αρχιτέκτονες ενός κολοσσιαίου γεωπολιτικού σχεδίου που προφανώς απαιτούσε να τους αντιμετωπίζουν οι Βρετανοί ως ίσους προς ίσους. Η πλήρης ευθυγράμμιση των συμφερόντων τους –επέκταση της βρετανικής κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή απ’ τη μία, εδαφική πρόσβαση και νομιμοποιμένη παρουσία απ’ την άλλη– εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το κοινό πολιτικό τους λεξιλόγιο περί εποικισμού και πληθυσμιακού ανασχεδιασμού. 

 

 

 

Στα χρόνια της βρετανικής “Eντολήςˮ (αποικιακής κυριαρχίας) της Παλαιστίνης, το σιωνιστικό σχέδιο προχώρησε γοργά. Το καθεστώς του British Mandateˮ διευκόλυνε την εβραϊκή μετανάστευση και μετεγκατάσταση, την εξαγορά γης, τη δημιουργία σοβαρών υποδομών, ενώ παράλληλα απέκλειε συστηματικά οποιαδήποτε παλαιστινιακή εκπροσώπηση σε όργανα και θεσμούς. Όπως εξηγεί ο Ρασίντ Χαλίντι στο The Hundred Years War on Palestineˮ (Profile Books, 2020), ο Σιωνισμός δεν υπήρξε μόνο ένα απλό κίνημα εθνικής παλλιγενεσίας ήταν, πρωτίστως, μια επιχείρηση εποικισμού σχεδιασμένη απ’ την αρχή με τέτοιο τρόπο ώστε να αντικαταστήσει τον αυτόχθονα πληθυσμό με μια νέα, εξευρωπαϊσμένη κοινωνία.

Τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν του λόγου το αληθές. Το 1917, η εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης έφτανε μετά βίας το 10% του συνολικού πληθυσμού. Μέχρι το 1947, έπειτα από συστηματική μετεγκατάσταση και απόκτηση γης –συχνά μέσω εκτοπισμού αγράμματων Αράβων αγροτών που δεν διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας– το ποσοστό αυτό είχε εκτοξευθεί στο 33%. Συχνά σε αντίθεση με τη μεσανατολική κουλτούρα του αρχικού 10%, ο στόχος των νεοφερμένων δεν υπήρξε ποτέ η ειρηνική συνύπαρξη ή αφομοίωση αλλά η δημογραφική ανωτερότητα (ένας υπαρξιακός στόχος που χαρακτηρίζει με τον πλέον έκδηλο τρόπο την ιστορία του Ισραήλ από την πρώτη στιγμή μέχρι τις μέρες μας). Η διαδικασία αυτή γνώρισε δραματική επιτάχυνση με τα γεγονότα του 1948 και την καταστροφή της “Νάκμπαˮ, όταν γύρω στους 750.000 Παλαιστίνιους εκδιώχθηκαν βίαια απ’ τις εστίες τους και περισσότερα από 400 χωριά σβήστηκαν κυριολεκτικά από τον χάρτη

 

 

Το “σβήσιμοˮ αυτό γνώρισε άμεση ιδεολογική νομιμοποίηση μεταξύ άλλων μέσα από τον Οριενταλισμό έναν παραμορφωτικό φακό που ισοπεδώνει και απανθρωποποιεί συστηματικά τον μουσουλμανικό κόσμο. Όπως γράφει ο Έντουαρντ Σαΐντ στο ομώνυμο σύγγραμμά του που επανεκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά (εκδ. Σάλτο, 2024), “Ο Ανατολίτης είναι ανορθολογικός, έκπτωτος (fallen), παιδιάστικος, αλλιώτικος. Και συνεπώς, ο Ευρωπαίος είναι ορθολογικός, ενάρετος, ώριμος, κανονικός.ˮ Η σιωνιστική αποικιοκρατία απορρόφησε με ενθουσιασμό αυτή τη λογική. Η Παλαιστίνη σκιαγραφήθηκε εξ αρχής όχι σαν τον τόπο πραγματικών και ριζωμένων ανθρώπων με μνήμη, έθιμα, τοπωνύμια, αλλά σαν ένα είδος βιβλικής ερημιάς που περιμένει διακαώς τον ευλογημένο ερχομό του λευκού σωτήρα για να καρποφορήσει.

 

 

Από όλες τις τάσεις του Σιωνισμού, ο δεξιόστροφος έλαβε από νωρίς ιδιαίτερα επιθετική μορφή. Ο Ζέεβ Γιαμποτίνσκι, ιδρυτής του Ρεβιζιονιστικού Σιωνισμού και ιδεολογικός πατέρας του ακροδεξιού κόμματος Λικούντ, έλεγε ήδη από το 1923 στο εκτενές άρθρο του “Το σιδερένιο τείχοςˮ ότι ο σιωνιστικός εποικισμός θα ήταν εφικτός μόνο διά της βίας. Οι Άραβες, έγραφε, δεν προκειται ποτέ να δεχτούν με το καλό την εβραϊκή επικυριαρχία. Συνεπώς, οι Εβραίοι έποικοι θα πρέπει να υψώσουν ένα “σιδερένιο τείχοςˮ στρατιωτικής ισχύος που να καθιστά ανώφελη κάθε αντίσταση. Επ’ αυτού ήταν τελείως ξεκάθαρος: “Ο σιωνιστικός εποικισμός είτε πρέπει να σταματήσει, είτε να συνεχιστεί αδιαφορώντας για τον ντόπιο πληθυσμόˮ.

 

 

Το δόγμα αυτό έβαλε τα θεμέλια μιας πολιτικής διαχωρισμού, κυριαρχίας και διαρκούς εθνοτικού ανασχεδιασμού. Οι μαθητές του Γιαμποτίνσκι (ο Μεναχέμ Μπέγκιν, ο Χιτζάκ Σαμίρ, ο Αριέλ Σαρόν και αργότερα ο Μπένγιαμιν Νετανιάχου) σχημάτισαν κυβερνήσεις βασισμένες στη δική του κεντρική αποικιακή αντίληψη: ο ντόπιος πληθυσμός πρέπει να πατάσσεται σε μόνιμη βάση.

 

Η Νάκμπα του ’48 δεν ήταν ένα “τραγικό ατύχημαˮ. Ήταν το λογικό επακόλουθο ενός προγενέστερου ιδεολογικού σχεδιασμού. Στο Ντέιρ Γιασίν, γύρω στους 100 άμαχους σφαγιάσθηκαν από τις μιλίτσιες της Ιργκούν και της Λέχι. Στην Ταντούρα, ένα ψαροχώρι που δεν υπάρχει πια, ο Ισραηλινός ιστορικός Τέντι Κατζ έχει αποδείξει τις μαζικές δολοφονίες που διέπραξε ο νεοσύστατος τότε IDF (πολύτιμο υλικό με μαρτυρίες μετανιωμένων στρατιωτών στα 90 τους, βρίσκουμε επ’ αυτού και στο ντοκιμαντέρ Tanturaˮ του Αλόν Σβαρτς). Σε μεγάλες πόλεις όπως η Λύντα και η Ράμλα, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν για πάντα από τα σπίτια τους υπό την απειλή των όπλων. Ακόμη και ο Μπένι Μόρρις, διακεκριμένος ιστορικός φίλα προσκείμενος στον Σιωνισμό, αναγνωρίζει στο “The Birth of the Palestinian Refugee Problemˮ (Cambridge University Press, 1988) ότι η γέννηση του κράτους του Ισραήλ θα ήταν αδύνατη χωρίς τις εθνοκαθάρσεις του 1948. Ο δε Ιλάν Παπέ, στην “Εθνοκάθαρση της Παλαιστίνηςˮ (εκδ. Σάλτο, 2025) δίνει ανατριχιαστικές περιγραφές του “Σχεδίου Ντάλετˮ (βλ. Plan Dalet ή Plan D), της ρητής στρατιωτικής οδηγίας για τον ξεριζωμό των Αράβων.

 

 

 

Η αποικιακή βία συνεχίστηκε και μετά την ίδρυση του κράτους. Το 1956, κατά την Κρίση του Σουέζ, ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στο Χαν Γιουνίς και εκτέλεσαν εν ψυχρώ μεταξύ 275 και 550 άοπλους κάτοικους. Το μαζικό αυτό έγκλημα, που θάφτηκε σε μεγάλο βαθμό από την ειδησεογραφία της εποχής, ανακατασκευάζεται στο σπουδαίο κόμικς “Footnotes in Gazaˮ (Henry Holt and Co, 2009) του Τζο Σάκο, μια δουλειά βασισμένη σε μαρτυρίες επιζώντων και σε αρχεία του ΟΗΕ. Οι σφαγές αυτές δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά: είναι μέρος μιας ενιαίας λογικής. Το 1967 έλαβε χώρα η “Δεύτερη Νάκμπαˮ (με πάμπολλα στοιχεία και πηγές), και ανάλογοι διωγμοί συνέβησαν σε πολλές άλλες στιγμές της ισραηλινής ιστορίας.

 

 

Η λογική αυτή συνεχίζεται στις μέρες μας. Η Δυτική Όχθη είναι ένας τόπος τεμαχισμένος από αποικίες, τείχη, φυλάκια και οδικά δίκτυα μόνο-για-έποικους. Η Γάζα είναι στην κατάσταση που ξέρουμε, ένα καθεστώς μόνιμου αποκλεισμού, βομβαρδισμού και λιμοκτονίας. Οι εκπεφρασμένοι στόχοι “άμυναςˮ και “ασφάλειαςˮ κρύβουν έναν βαθύτερο και σταθερό σκοπό: τον διαμελισμό και τη μόνιμη διάλυση της παλαιστινιακής κοινωνίας.

 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ιδεολογικά και στρατηγικά αυτά θεμέλια, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν πως ένας απ’ τους πιο στενούς συμμάχους του Ισραήλ (ειδικά από το 1967 και μετά) υπήρξε το Απαρτχάιντ της Νότιου Αφρικής. Εκτός από αμοιβαία διπλωματική αναγνώριση που εξυπηρετούσε αμφότερους σε δύσκολα χρόνια διεθνούς απομόνωσης, τα δύο κράτη αντάλασσαν συστηματικά στρατιωτική και πυρηνική τεχνογνωσία. Αποχαρακτηρισμένα έγγραφα (βλ. ISSA – Israel South Africa Agreement, 1975) αφήνουν να εννοηθεί μέχρι και ότι το Ισραήλ προσφέρθηκε να πουλήσει πυρηνικές κεφαλές στο καθεστώς της Πρετόρια. Εκτός αυτού, βοήθησε την Ν. Αφρική να εκσυχρονίσει την πολεμική της βιομηχανία με αντάλλαγμα το ουράνιο που εξασφάλισε στο Ισραήλ τη δική του πρώτη ατομική βόμβα. Η συνεργασία αυτή, επίσης, δεν ήταν ένα ιστορικό ατύχημα αλλά μια φυσιολογική προσέγγιση ανάμεσα σε δύο ευρωκεντρικά-αποικιακά κράτη με κοινή φιλοσοφία φυλετικού διαχωρισμού.

 

 

Η συνέχιση, σήμερα, του αποικιακού αυτού σχεδίου, υποστηρίζεται από στιβαρούς ιστορικούς πυλώνες, που εφόσον δούμε το πράγμα από συγκεκριμένη οπτική γωνία, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι πρόκειται βασικά για τις πρώην αποικιακές και νεο-αποικιακές χώρες του δυτικού κόσμου.

 

 

Αποτελεί αφάνταστο στίγμα και αποκαρδιωτική παρακαταθήκη, εν έτει 2025, με όλη τη λεπτομερή γνώση της αποικιακής ιστορίας και την εμπεδωμένη υποτίθεται απόρριψη της ιδεολογίας της, να βλέπουμε σε κοινή θέα μια αποικιακή διαδικασία σε απόλυτο υποτροπιασμό. Και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να στοχαστούμε σωστά και μεθοδικά πάνω σε όρους και έννοιες που μας έχουν φορεθεί ώστε, αν μη τι άλλο, να απο-αποικιοποιήσουμε τη δική μας θεώρηση του κόσμου. 

 

Στην εικόνα, το χωριό-φάντασμα της Λίφτα με τα καταπληκτικά λιθόχτιστα σπίτια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948, μια σφαγή συνέβη εκεί, αρκετά νωρίς, στις 28 Δεκεμβρίου 1947, όταν μια εβραϊκή πολιτοφυλακή εξαπέλυσε επίθεση με πολυβόλα και χειροβομβίδες σε ένα καφενείο του χωριού. Το συγκεκριμένο κτίσμα αποτεφρώθηκε, και είκοσι άλλα κτίρια ανατινάχθηκαν καθώς όλο το χωριό τέθηκε υπό πολιορκία. Οι Παλαιστίνιοι Άραβες κάτοικοι εκδιώχθηκαν, και ο εγκαταλελειμμένος οικισμός αργότερα κατοικήθηκε ξανά από Εβραίους έποικους μέχρι και τη δεκαετία του 1970, προτού εγκαταλειφθεί ξανά για να γίνει κάτι σαν δημόσιο πάρκο – αναφέρεται σήμερα ως η “Παλαιστινιακή Πομπηίαˮ.

 

 

Σύμφωνα με έρευνα του 2021, υπήρχαν περίπου 40.000 απόγονοι του αρχικού πληθυσμού των προσφύγων, διασκορπισμένοι στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Δυτική Όχθη, την Ιορδανία και την παλαιστινιακή διασπορά. Αρκετές οικογένειες διατηρούν ακόμη τα σκουριασμένα κλειδιά των σπιτιών τους και τους τίτλους ιδιοκτησίας της οθωμανικής περιόδου, που πιστοποιούν την κυριότητά τους σε μεγάλα τμήματα του χωριού.

 

 

 [------>]

 

 Μπορεί να είναι εικόνα Στάρι Μοστ και κάστρο