Ακολουθεί μεγάλη ανάρτηση για όσους αντέχουν:
🇮🇷 Ας μιλήσουμε για το Ιράν, γιατί μέσα στον θόρυβο χάθηκαν τα γεγονότα. Μπορεί ο Εμανουέλ Μακρόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική κυβέρνηση να καταδίκασαν το...Ιράν για την επίθεση που δέχτηκε από το Ισραήλ, όμως το ιστορικό αυτής της αντιπαράθεσης ξεκινά πολύ νωρίτερα και έχει βάθος.
❌ Από το 2023, το Ισραήλ πραγματοποιεί επανειλημμένες επιθέσεις εντός του ιρανικού εδάφους, καθώς και δολοφονίες ανώτερων στελεχών των Φρουρών της Επανάστασης, χωρίς προηγούμενη διεθνή εξουσιοδότηση. Το Ιράν είναι κυρίαρχο κράτος και μέλος του ΟΗΕ, και οι ενέργειες αυτές αποτελούν παραβίαση του Καταστατικού του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Το Ισραήλ δεν έχει προσφύγει σε διεθνή δικαστήρια ή οργανισμούς για να παρουσιάσει τις κατηγορίες του — πιθανόν επειδή δεν διαθέτει επαρκή νομική βάση.
➡️Ταυτόχρονα, η ισραηλινή στρατηγική επεκτείνεται σε τρίτες χώρες. Από το 2023 έως σήμερα, το Ισραήλ έχει εξαπολύσει περισσότερες από 350 αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, κυρίως κοντά στη Δαμασκό και στο Ιντλίμπ. Οι επιθέσεις αυτές στοχεύουν ιρανικές υποδομές, βάσεις του IRGC, τη Χεζμπολάχ και τις εφοδιαστικές γραμμές οπλισμού. Πολλές πραγματοποιούνται σε συντονισμό με τις ΗΠΑ. Στόχος είναι η σταδιακή αποδυνάμωση της ιρανικής παρουσίας στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για επιθέσεις εντός Ιράν, αλλά για πολεμικές ενέργειες σε άλλα κυρίαρχα κράτη (όπως η Συρία και ο Λίβανος), που έχουν ως τελικό στόχο το Ιράν. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: αν η Ρωσία βομβάρδιζε σήμερα γαλλικές στρατιωτικές υποδομές ή το αεροδρόμιο Charles de Gaulle, ή στόχους μέσα στη Γερμανία προκειμένου να αποτρέψει αποστολές όπλων στην Ουκρανία, πόσο «ανεκτή» θα θεωρούταν μια τέτοια πράξη;
Η ένταση κλιμακώθηκε δραματικά με τη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Qasem Soleimani στις 3 Ιανουαρίου 2020, στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης (ακόμα μια τρίτη χώρα), από τις Ηνωμένες Πολιτείες με εντολή του τότε προέδρου Τραμπ. Ο Σουλεϊμανί ήταν επικεφαλής της Δύναμης Quds, του τμήματος των Φρουρών της Επανάστασης υπεύθυνου για τις εξωτερικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μέσω αυτού του μηχανισμού, το Ιράν ασκούσε επιρροή στον Λίβανο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Υεμένη. Η δολοφονία του αποτέλεσε σαφή προσπάθεια αποδιάρθρωσης αυτού του περιφερειακού αποτρεπτικού συστήματος.
☢️ Σε ό,τι αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως το Ιράν κατασκευάζει πυρηνικό όπλο ή εμπλουτίζει ουράνιο κατά παράβαση των διεθνών δεσμεύσεων. Παράλληλα, η ανώτατη θρησκευτική ηγεσία του Ιράν έχει εκδώσει φετφά που απαγορεύει τη χρήση πυρηνικών όπλων ως αντι-ισλαμική. Το Ιράν έχει, επίσης, καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία Ζώνης Ελεύθερης από Πυρηνικά Όπλα στη Μέση Ανατολή, αλλά η πρόταση αυτή απορρίφθηκε — κυρίως επειδή θα απαιτούσε και από το Ισραήλ, που διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο χωρίς διεθνή αναγνώριση, να αποπυρηνικοποιηθεί.
Το 2015, είχε υπογραφεί η Κοινή Ολοκληρωμένη Δράση (Joint Comprehensive Plan of Action - JCPOA), δηλαδή η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ανάμεσα στο Ιράν και τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με αυτή, το Ιράν συμφώνησε να περιορίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου, να δεχθεί εξαντλητικούς ελέγχους από την IAEA και να χρησιμοποιεί την πυρηνική τεχνολογία αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων.
🚫Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Τραμπ αποχώρησαν μονομερώς από τη συμφωνία και επανέφεραν κυρώσεις. Είχε προηγηθεί ανεπίσημη πρόταση απο το Ιράν να διατηρήσει πυρηνικό πρόγραμμα μόνο για ενεργειακή χρήση, με καύσιμο που θα εισαγόταν από τρίτες χώρες, πρόταση που αρχικά έγινε δεκτή απο τις ΗΠΑ, αλλά την απέρριψαν έπειτα από πίεση του Ισραήλ. Έτσι εγκαινιάστηκε η πολιτική «μέγιστης πίεσης»: επαναφορά κυρώσεων, εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο και στοχευμένη προσπάθεια οικονομικής αποσταθεροποίησης. Αυτή η στρατηγική είχε εφαρμοστεί από την κυβέρνηση Ομπάμα στη Βόρεια Κορέα, με στόχο την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης του πυρηνικού της προγράμματος. Ωστόσο, απέτυχε — διότι οι Βορειοκορεάτες είχαν ήδη αποκτήσει λειτουργικό πυρηνικό οπλοστάσιο, και η οικονομική απομόνωση δεν λειτούργησε ως αποτρεπτικός μηχανισμός. Η ίδια λογική μεταφέρθηκε από τον Τραμπ στο ιρανικό ζήτημα, με την προσδοκία ότι η οικονομική πίεση θα έκαμπτε την ιρανική πολιτική βούληση. Δεν το πέτυχε.
Ο Τζο Μπάιντεν το 2021, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν επιστροφή στη συμφωνία. Ωστόσο, έθεσε ως προϋπόθεση το Ιράν να συμμορφωθεί πλήρως πρώτο — δηλαδή να επανέλθει σε όλα τα όρια της JCPOA πριν την άρση οποιασδήποτε κύρωσης. Το Ιράν απάντησε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2018 και ζήτησε δεσμεύσεις: πλήρη και συγχρονισμένη άρση κυρώσεων, επίσημη εγγύηση ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποχωρήσουν ξανά μονομερώς, και πλήρη τραπεζική αποκατάσταση. Η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να δώσει τέτοιες εγγυήσεις. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις σε Βιέννη, Ομάν και Κατάρ (2021–2023) απέτυχαν.
Τον Φεβρουάριο 2025, ο Τραμπ, εξέδωσε Προεδρικό Υπόμνημα που επανενεργοποιούσε την πολιτική «μέγιστης πίεσης», απαγορεύοντας εκ νέου την ανάπτυξη πυρηνικών και βαλλιστικών προγραμμάτων από το Ιράν. Τον Μάρτιο απέστειλε επιστολή στον Αγιατολάχ Χαμενεΐ, δίνοντάς του δίμηνη προθεσμία για την υπογραφή νέας συμφωνίας, απειλώντας με «πολύ χειρότερες συνέπειες» σε περίπτωση άρνησης. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τις κυρώσεις, ανέπτυξαν στρατηγικά βομβαρδιστικά B-2 στην περιοχή και άνοιξαν νέο δίαυλο διαλόγου μέσω του Ομάν.
Στις 13 Ιουνίου, μόλις δύο ημέρες πριν από την έναρξη των συνομιλιών, ξεκίνησε νέα στρατιωτική επίθεση εναντίον ιρανικών στόχων. Η χρονική συγκυρία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν αυτή η κλιμάκωση λειτουργεί όχι απλώς ως «μέσο πίεσης», αλλά ως τρόπος να ακυρωθεί εκ των προτέρων η διαδικασία διαλόγου. Ίσως αυτό που επιδιώκεται τελικά δεν είναι η αποπυρηνικοποίηση του Ιράν, αλλά η αλλαγή καθεστώτος και η αναδιάταξη της γεωπολιτικής ισορροπίας στην περιοχή.
⚠️Όσο πιο κοντά φαίνεται να φτάνουν οι δύο πλευρές σε έναν συμβιβασμό, τόσο συχνότερα εμφανίζονται «συμπτώσεις» που διακόπτουν τη διαδικασία. Μάλλον γιατί το ζητούμενο δεν είναι η συμφωνία — αλλά η αδυναμία συμφωνίας να παραμείνει το σταθερό αποτέλεσμα.