Ο πρώτος σημαντικός ταξικός αγώνας μετά από χρόνια: Αντεργατική κυβέρνηση, αντεργατική αντιπολίτευση, ξεπουλημένη εργατοπατερία




Δεν είναι η πρώτη φορά που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΟΕ-ΟΤΑ σπάει μια απεργία του κλάδου, χωρίς να την αφήσει να κορυφώσει την πίεσή της πάνω στον ταξικό αντίπαλο. Το ξεπούλημα των πασόκων και των δεξιών φάνηκε πιο καθαρά από το επιχείρημα που επικαλέστηκαν. Χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα από την Τρίτη, που αποφάσισαν συνέχιση της απεργίας, καταγγέλλοντας την «τροπολογία Τσίπρα» που ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή, δεν μπορούσαν να πουν «νικήσαμε», οπότε κατέφυγαν στις «κοινωνικές συνέπειες» της απεργίας.

Ηρθαν δηλαδή να επιβεβαιώσουν τη βρόμικη προπαγάνδα (γνωστή και από το παρελθόν), που επί τόσες μέρες διέδιδαν κυβέρνηση, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και αστικά ΜΜΕ, περί «ομηρίας των πολιτών» από τους απεργούς! Σε μια αισχρή εμφάνιση, μάλιστα, ο πρόεδρος της ΠΟΕ-ΟΤΑ ζήτησε συγνώμη για την ταλαιπωρία! Λες και ο ελληνικός λαός ανήκει σε άλλη… συνομοταξία από τους εργάτες καθαριότητας, λες και δε βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της μνημονιακής βαρβαρότητας, λες και δεν οφείλουμε όλοι μας να στηρίζουμε συναδέλφους που απεργούν, διακηρύσσοντας ότι ο αγώνας τους είναι και δικός μας αγώνας.

Ανεξάρτητα από το ξεπούλημα στο τέλος, αναμενόμενο από αυτήν την εργατοπατερία, και δεδομένης της γραφειοκρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος, έτσι που ο λόγος της βάσης να ακούγεται μόνο σαν «ηχώ» και όχι ως ο αποφασιστικός λόγος, η συγκεκριμένη απεργία, η πρώτη «σκληρή» απεργία μετά από αρκετά χρόνια, υπήρξε μια ταξική ανάσα που έβγαλε στο φως όλα τα μεγάλα ζητήματα της περιόδου που διανύουμε.

Το αστικό στρατόπεδο έδειξε την αντεργατική ενότητά του. Ο Μητσοτάκης δε δίστασε να φωνάξει «πληρώστε τους τα δεδουλευμένα και απολύστε τους και μετά αφήστε τους δημάρχους να δώσουν την καθαριότητα σε ιδιώτες». Στην τακτική της ΝΔ κυριάρχησε η ανάγκη της διεύρυνσης των στηριγμάτων της στην εγχώρια αστική τάξη και στους ιμπεριαλιστές δανειστές. Μπροστά στον ΣΥΡΙΖΑ που ταλαντευόταν και προσπαθούσε να βρει λύση μέσω της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η ΝΔ εμφανίστηκε ως ο σκληρός και απόλυτος εκφραστής του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού.

Στην ίδια περίπου γραμμή ήταν και το ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι, αν και το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τη σκληρή γραμμή του Μητσοτάκη, λόγω της επιρροής του στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΟΤΑ. Το αίτημα, πάντως, για άμεση μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, μέσω της πρότασης νόμου που επεξεργάστηκε η ΠΟΕ ΟΤΑ, δεν το υποστήριξε ούτε με επιφυλάξεις, ούτε καν υπαινικτικά. Προσπαθούσε μόνο να καλλιεργήσει έμμεσα τον «κοινωνικό αυτοματισμό», αναδεικνύοντας ως μείζον το «πρόβλημα των σκουπιδιών» και όχι την ανάγκη να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα των απεργών.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να πετάξει τη μάσκα. Αρνήθηκε να νομοθετήσει την πρόταση νόμου της ΠΟΕ ΟΤΑ, που εξασφάλιζε τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων που εργάζονται -περισσότερο ή λιγότερο χρόνο- στην καθαριότητα, με το επιχείρημα ότι αυτή είναι αντισυνταγματική. Λες και οι απανωτές ανανεώσεις συμβάσεων δεν ήταν αντισυνταγματικές ή λες και δε γνώριζαν ότι κάποια στιγμή το υπερσυντηρητικό Ελεγκτικό Συνέδριο θα τις έκρινε αντισυνταγματικές και οι συμβασιούχοι θα βρίσκονταν με την απόλυση στο χέρι (και απλήρωτοι). Λες και δεν έχουν κάνει δεκάδες συνταγματικά πραξικοπήματα προκειμένου να νομοθετήσουν τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μνημονιακά μέτρα.

Θέλετε να συμφωνήσουμε ότι η πρόταση νόμου της ΠΟΕ ΟΤΑ ακροβατούσε στα όρια του Συντάγματος; Να συμφωνήσουμε, ως υπόθεση εργασίας. Ομως στον αέρα, από συνταγματική άποψη, είναι και οι νέες συμβάσεις που θα κάνει η κυβέρνηση για να συνεχίσουν να εργάζονται οι συμβασιούχοι μέχρι να ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ. Μπορεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να αποφανθεί και πάλι ότι η καθαριότητα αφορά πάγιες και μόνιμες ανάγκες και να κρίνει αντισυνταγματικές και τις νέες συμβάσεις, θεωρώντας τες συνέχιση των προηγούμενων. Στον αέρα είναι και ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, καθώς μπορεί να προσβληθεί η μοριοδότηση των συμβασιούχων και η κατάργηση του ορίου ηλικίας.

Δεν είναι η συνταγματική τάξη που ενδιέφερε την κυβέρνηση και αρνήθηκε να αποδεχτεί μια πρόταση νόμου που την είχαν επεξεργαστεί νομικοί και είχε μια αιτιολογική βάση επεξεργασμένη από συνταγματική σκοπιά, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι έχουν οι αιτιολογικές βάσεις των μνημονιακών νομοσχεδίων. Σε κάθε μνημονιακό νομοσχέδιο υποβάλλεται ένσταση αντισυνταγματικότητας, η οποία απορρίπτεται από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία μετά από μια διαδικασία που δεν κρατάει ούτε μισή ώρα. Αν γινόταν δεκτή η πρόταση νόμου της ΠΟΕ ΟΤΑ, ας τολμούσε η ΝΔ να υποβάλει ένσταση αντισυνταγματικότητας. Θα απορριπτόταν από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία πολύ ευρύτερη από την οριακή πλειοψηφία των 153, με την οποία ψηφίζονται τα μνημονιακά νομοσχέδια.

Εκείνο που υπερασπίστηκε η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ  δεν είναι η συνταγματική τάξη αλλά η μνημονιακή τάξη. Εκείνο που υπερασπίστηκε είναι το σχέδιο για την πρόσληψη όσο το δυνατόν λιγότερων συμβασιούχων. Αλλωστε, αν ενδιαφερόταν γι' αυτούς, δε θα ψήφιζε ρύθμιση για διεξαγωγή διαγωνισμού από το ΑΣΕΠ τώρα, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με μια δυνατή απεργία. Θα είχε ήδη κάνει το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και τότε θα βλέπαμε πόσοι πραγματικά συμβασιούχοι θα είχαν γίνει αορίστου χρόνου. Η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όμως, επέλεξε  να κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί, με παρατάσεις συμβάσεων, για να μην έχει κανένα… τροϊκανό πρόβλημα. Κορόιδευε τους συμβασιούχους και τώρα βγαίνουν τα κυβερνητικά στελέχη και λένε με θράσος «εμείς δεν μιλήσαμε ποτέ για νομιμοποίηση».

Τώρα, θ' αρχίσει το γνωστό παιχνιδάκι με τους δημάρχους: «βάλε καμιά θέση παραπάνω». Δυόμιση χιλιάδες είναι τα αιτήματα που έχουν υποβάλει οι ΟΤΑ. Μπορεί να διπλασιαστούν, λέει η κυβέρνηση. Πέραν του ότι κανένας δεν μπορεί να το διασφαλίσει αυτό, ακόμα κι αν διπλασιαστούν τα αιτήματα των Δήμων, πάλι θα είναι χιλιάδες οι συμβασιούχοι που θα απολυθούν. Γι' αυτό και έχουν κάθε λόγο αυτοί οι εργάτες να αισθάνονται ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία τους πούλησε. Στο σημείο που ο αγώνας κορυφωνόταν και είχε αρχίσει να πιέζει ασφυκτικά την αστική εξουσία, η οποία ετοιμαζόταν να στήσει μηχανισμό απεργοσπασίας και καταστολής, τη στιγμή που ο αγώνας έπρεπε να κλιμακωθεί και οι απεργοί εργάτες να βγουν περήφανα και αποφασιστικά μπροστά στην εργατική τάξη όλης της χώρας, ζητώντας την αλληλεγγύη της για να σπάσει επιτέλους το μνημονιακό μέτωπο, για ν' ανοίξει μια ρωγμή στο τείχος της βαρβαρότητας, για να υπάρξει ένας νικηφόρος αγώνας, βρε αδερφέ, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία τον πούλησε. Εδειξε για μια ακόμα φορά τη δική της νομιμοφροσύνη απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα.

Η ανεξάρτητη ταξική οργάνωση και δράση αναδείχτηκε και πάλι ως ζήτημα εκ των ων ουκ άνευ για την εργατική τάξη.

Τρεις τράπεζες, δύο χώρες, μία Τραπεζική Οδηγία



Του Κώστα Λαπαβίτσα



Δύο ιταλικές τράπεζες, μια Τραπεζική Οδηγία

Στις 23 Ιουνίου 2017 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι δύο ιταλικές τράπεζες, η Βένετο Μπάνκα και η Μπάνκα Ποπολάρε ντι Βιτσέντζα, ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης λόγω κεφαλαιακής ανεπάρκειας. Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), δηλαδή ο ευρωπαϊκός μηχανισμός εξυγίανσης τραπεζών που ιδρύθηκε μετά την κρίση της Ευρωζώνης, αποφάνθηκε ότι οι δυο τράπεζες δεν ικανοποιούν τους όρους «εξυγίανσης», όπως αυτοί ορίζονται από την Τραπεζική Οδηγία της ΕΕ του 2014, τον θεμέλιο λίθο της τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρώπη.

Ο όρος που δεν ικανοποιούσαν οι δύο τράπεζες ήταν ότι δεν αποτελούσαν «συστημικό» κίνδυνο για τραπεζικό σύστημα. Εφόσον δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, το θέμα τους ανήκε στη δικαιοδοσία του ιταλικού κράτους και όχι του ΕΣΕ, όπως και πάλι προβλέπει η Οδηγία. Αυτό σημαίνει ότι θα γινόταν «εκκαθάριση» με βάση την ιταλική νομοθεσία και όχι «εξυγίανση».

Πάραυτα παρενέβη το ιταλικό κράτος. Στις 24 Ιουνίου η Ιντέζα Σαν Πάολο, η μεγαλύτερη τράπεζα λιανικής στη Ιταλία, απέκτησε όλα τα «καλά» δάνεια των δύο τραπεζών στην τιμή του ενός (1) ευρώ. Απέκτησε επίσης τον Αναβαλλόμενο Φόρο των άλλων δύο. Για να σηκώσει αυτά τα βάρη, η Ιντέζα θα λάβει από το κράτος σχεδόν 5 δις ευρώ. Για να αντιμετωπιστούν τα υπόλοιπα, «κόκκινα», δάνεια των δύο τραπεζών θα υπάρξει διαγραφή του κεφαλαίου, καθώς και των «κατώτερων» (junior) ομολόγων που έχουν εκδώσει. Το ιταλικό κράτος θα διαθέσει επίσης άλλα 12 δις ευρώ για οποιεσδήποτε περαιτέρω ζημίες. Οι κάτοχοι των «ανώτερων»(senior) ομολόγων των δύο τραπεζών δεν θα έχουν καμία επίπτωση.

Όλα εξαιρετικά καμωμένα και όπως επιτάσσει το γράμμα της Τραπεζικής Οδηγίας στο δρόμο για την τραπεζική ενοποίηση της Ευρώπης. Μόνο που η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και ακριβώς αντίθετη με το πνεύμα της Οδηγίας.

Η ουσία της ιταλικής παρέμβασης

Στην πράξη η Ιταλία είχε ζητήσει ήδη από τον Απρίλιο του 2017 την έγκριση προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης των δύο τραπεζών, με στόχο και την προστασία των «ανώτερων» ομολογιούχων. Αλλά η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση απαιτεί ιδιώτες επενδυτές που ήταν αδύνατον να βρεθούν για τις δύο τράπεζες. Η επόμενη επιλογή θα ήταν η «εξυγίανση» με τους όρους της Οδηγίας, πράγμα που θα απαιτούσε bail-in των «ανώτερων» ομολογιούχων, κάτι μη αποδεκτό από το ιταλικό κράτος. Άρα έμενε μόνο μια επιλογή, η «εκκαθάριση» υπό την ιταλική νομοθεσία.

Ενώ, λοιπόν, η αρχική αίτηση της Ιταλίας για προληπτική ανακεφαλαιοποίηση σήμαινε ότι η ίδια η χώρα θεωρούσε τις δύο τράπεζες «συστημικές», ξαφνικά έγινε η ανακάλυψη ότι δεν ήταν. Συνεπώς το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εντός της εθνικής νομοθεσίας, αλλά φυσικά πάντα μέσα στο γράμμα της Οδηγίας.

Ο λόγος για τον οποίο το ιταλικό κράτος λειτούργησε έτσι είναι καταφανής. Οι δύο τράπεζες είναι στυλοβάτες της οικονομίας του Βένετο, όπου το bail-in θα είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή. Οι περαιτέρω επιπτώσεις για το εξαιρετικά αδύναμο ιταλικό τραπεζικό σύστημα θα ήταν καταστροφικές, με πρώτη και καλύτερη την Μόντε ντέι Πάσκι ντι Σιένα, τη μεγάλη τράπεζα που είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης Ακόμη, το Βένετο είναι η ιστορική βάση της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά, η οποία καταφέρεται δημόσια εναντίον της ΟΝΕ και της ΕΕ, και δεν φαίνεται να λέει ψέματα. Ο νοών νοητό.

Ω του θαύματος συμφώνησε και η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περί της «μη συστημικότητας» των δύο. Τα απαιτούμενα κονδύλια θα είναι μια ευγενική χορηγία του Ιταλού φορολογούμενου.

Δύο είναι τα άμεσα συμπεράσματα. Πρώτον, η Τραπεζική Οδηγία έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Οι δύο ιταλικές τράπεζες ήταν καταφανώς «συστημικές» δεδομένου ότι, αν υπήρχε bail-in, όπως προβλέπει η Οδηγία, οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις στην Ιταλία θα δημιουργούσαν μεγάλη αστάθεια, με αντίκτυπο και σε όλο το τραπεζικό σύστημα που θα κινδύνευε με εκροή καταθέσεων. Κι έτσι έγιναν «μη συστημικές».

Δεύτερον, οι κερδισμένοι θα είναι μια σειρά από κερδοσκοπικά φαντ, τα οποία είχαν αντιληφθεί την πορεία των πραγμάτων και τις τελευταίες μέρες είχαν προμηθευθεί τα «ανώτερα» ομόλογα των δύο τραπεζών ίσως και στο 70% της τιμής τους. Το ευρύτερο μήνυμα ελήφθη αμέσως και ήδη υπάρχει αναβρασμός στα κερδοσκοπικά φαντ για την αγορά ομολόγων ευρωπαϊκών τραπεζών σε κίνδυνο. Όποιο αρπακτικό έχει τα χρήματα, την ψυχραιμία και φυσικά την πληροφόρηση θα έχει τη δυνατότητα να βγάλει μεγάλα κέρδη.

Μια ισπανική τράπεζα, η ίδια Τραπεζική Οδηγία

Για να γίνει όμως πλήρως αντιληπτή η αρρωστημένη κατάσταση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, πρέπει να παρατεθεί και η πρόσφατη αντίστοιχη περίπτωση της Μπάνκο Ποπουλάρ στη Ισπανία.
Στις 6 Ιουνίου 2017 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι η Ποπουλάρ ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και στην περίπτωσή της θα υπήρχε «εξυγίανση», όπως προβλέπει η Οδηγία για «συστημικές» τράπεζες. Συνεπώς στις 7 Ιουνίου ανέλαβε δράση το ΕΣΕ, το οποίο και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το «εργαλείο της πώλησης», ακολουθώντας την Οδηγία. Ο αγοραστής ήταν η Μπάνκο Σανταντέρ, η κυρίαρχη τράπεζα της Ισπανίας.

Τα Συμβούλιο εκτίμησε ότι η Ποπουλάρ είχε κεφαλαιακή τρύπα από 2 μέχρι 8,2 δις ευρώ. Για να διευκολυνθεί στο δύσκολο έργο της η Σανταντέρ, το Συμβούλιο εκμηδένισε ένα μέρος του κεφαλαίου της Ποπουλάρ, καθώς και τα «κατώτερα» ομόλογα της, έναντι ζημιών. Οι υπόλοιπες μετοχές, μαζί με την ιδιοκτησία της Ποπουλάρ, μεταφέρθηκαν στην Σανταντέρ για το ποσό του ενός (1) ευρώ. Η Σανταντέρ ανακοίνωσε ότι θα χρειαστεί περίπου 8 δις για να καλύψει τις ζημίες της Ποπουλάρ, 7 εκ των οποίων σκοπεύει να εξασφαλίσει με νέα έκδοση μετοχών.

Κι εκεί τελείωσε η τυπική διαδικασία, με την Ισπανία να παίρνει για μια ακόμη φορά τα εύσημα του καλύτερου μαθητή της ΕΕ, ιδίως στο θέμα της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης. Μόνο που κι εδώ τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα.

Η δύσοσμη πραγματικότητα

Η Μπάνκο Ποπουλάρ, σε αντίθεση με τις δύο ιταλικές, είναι μια αρκετά μεγάλη τράπεζα, με ενεργητικό σχεδόν 150 δις, που δανείζει κυρίως σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Είναι, επίσης, η κύρια τράπεζα του Όπους Ντέι, της σκοτεινής οργάνωσης της Καθολικής Εκκλησίας που βρίσκει κανείς σε όλες τις πτυχές της ισπανικής κοινωνίας. Η Σανταντέρ, αντιστοίχως, ελέγχεται από την οικογένεια Μποτίν, με ισχυρότατους δεσμούς με το ισπανικό κράτος, αλλά και με το Όπους Ντέι.

Η Ποπουλάρ πέρασε με επιτυχία όλα τα στρες τεστ της ΕΚΤ, ακόμη και τον Ιούνιο του 2016, όταν η κεφαλαιακή της επάρκεια εμφανίστηκε ισχυρότατη. Είχε επίσης πλήρη επάρκεια ρευστότητας. Παρά ταύτα τον Φεβρουάριο του 2017 η τράπεζα ανακοίνωσε μεγάλες ζημίες. Τον Μάρτιο ανέλαβε διευθυντής της ο Εμίλιο Σαράτσο, πρώην επικεφαλής του επενδυτικού τμήματος της Σανταντέρ. Τον Απρίλιο ανακοινώθηκαν ατασθαλίες στην κάλυψη των προβληματικών δανείων. Τον Μάιο ανακοινώθηκαν και άλλες ζημίες, ενώ η ‘Ελκε Κόνιγκ, διευθύντρια του ΕΣΕ, δήλωσε ότι η τράπεζα μάλλον δεν θα αποφύγει το κλείσιμο. Μετά από αυτή τη δήλωση, η κατάρρευση επήλθε ταχύτατα, με τεράστια εκροή καταθέσεων και άρνηση παροχής ELAαπό την ΕΚΤ. Στις 7 Ιουνίου η Ποπουλάρ είχε πουληθεί και η Σανταντέρ είχε ενισχύσει την κυριαρχική της θέση στην αγορά. Οι Μποτίν είχαν θριαμβεύσει και το Όπους Ντέι είχε μείνει χωρίς την ιστορική του τράπεζα.

Ο καλόπιστος παρατηρητής εύκολα διαπιστώνει ότι η Ποπουλάρ δεν είχε τίποτε περισσότερο ή λιγότερο «συστημικό» από τις δύο ιταλικές. Θα ήταν απολύτως εφικτό για το ισπανικό κράτος να παρέμβει το ίδιο, αν ήθελε. Χρησιμοποιώντας όμως το πλαίσιο της Οδηγίας, έγινε δυνατή η ταχύτατη διάλυση μιας σημαντικής τράπεζας και η απορρόφησή της από την Σανταντέρ. Το παιχνίδι που παίχτηκε μέσα στους κύκλους των ισχυρών της Ισπανίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από εκτεταμένη διαφθορά, ήταν πολύπλοκο και θα υπάρξουν αναμφίβολα δικαστικές παρενέργειες.

Τυπικά η ισπανική περίπτωση είναι η αντίθετη της ιταλικής, αλλά στην ουσία είναι παρόμοιες. Και τα δύο κράτη χρησιμοποίησαν το πλαίσιο της Τραπεζικής Οδηγίας για να αντιμετωπίσουν εγχώριες διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Η ιδέα ότι υπάρχει πραγματική διαδικασία ενοποίησης του ευρωπαϊκού τραπεζικού χώρου είναι φαιδρή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι μια σειρά Γερμανών πολιτικών αντέδρασαν με οργή στην ιταλική περίπτωση, αν και δεν κατάλαβαν τι ακριβώς έγινε στην ισπανική.

Τέλος, το μάθημα για την Ελλάδα είναι ξεκάθαρο, αλλά αν κρίνει κανείς από την σιγή των ΜΜΕ, μάλλον δεν έγινε αντιληπτό. Η Τραπεζική Οδηγία της ΕΕ ήταν η Δαμόκλειος Σπάθη υπό την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πούλησε τις ελληνικές τράπεζες αντί πινακίου φακής το Νοέμβριο του 2015. Ο στόχος ήταν να αποφευχθεί το bail-in που θα είχε αρνητικότατες πολιτικές επιπτώσεις. Προτιμήθηκε η πώληση όσο-όσο.

Σήμερα οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες έχουν τεράστιο όγκο προβληματικών δανείων και ανεπίλυτα προβλήματα ρευστότητας. Η κεφαλαιακή τους επάρκεια, παρά το φαινομενικό της μέγεθος, δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη. Το ενθαρρυντικό είναι ότι η κερδοφορία τους είναι μεγάλη, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι χειρότερα από τις τράπεζες που είδαμε πιο πάνω. Η Τραπεζική Οδηγία είναι εκεί και περιμένει. Δεδομένης της ανυπαρξίας του ελληνικού κράτους, μόνο κάποιος αθεράπευτα αισιόδοξος θα πίστευε ότι οι επιπτώσεις της θα ήταν θετικές για την ελληνική οικονομία.