Κατεχάκη: σταθμός και βάλτος


Κείμενο και φωτογραφίες: Κωστής Μαργιόλης - 18/04/2018


Η Κατεχάκη. Ενας ακόμα σταθμός του υπόγειου σιδηρόδρομου, στον κόμβο δύο λεωφόρων της αθηναϊκής μητρόπολης. Katekaki. Μια ακόμα λέξη στην αχαρτογράφητη αργκό των περιπλανώμενων προσφύγων που αναζητούν ταυτότητα στο δαίδαλο των υπηρεσιών της αθηναϊκής μητρόπολης.

Η Κατεχάκη είναι ένας σταθμός. Η katekaki είναι μια στάση. Στον πρώτο κατεβαίνουν όσοι προσφεύγουν στις υπηρεσίες περίθαλψης των κοντινών στρατιωτικών νοσοκομείων. Από τη δεύτερη περνάνε οι μετανάστες που καταφεύγουν στις υπηρεσίες καταγραφής και «νομιμοποίησης» που προσφέρονται σε αυτή εδώ την περιοχή της ευρωπαϊκής μεθορίου. Βέβαια, το «περνάνε» είναι ένας ευφημισμός. Πιο εύστοχα, θα έλεγε κάποιος «σταθμεύουν». Πιο κυνικά, «βαλτώνουν».

Στην Κατεχάκη λειτουργεί η κεντρική Υπηρεσία Ασύλου. Εδώ εξετάζονται τα σχετικά αιτήματα, κατόπιν ατομικής συνέντευξης, γίνεται λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, παραδίδονται φωτογραφίες και συνοδευτικά έγγραφα. Από εδώ υποχρεώνονται να περάσουν χιλιάδες γυναίκες, άντρες, παιδιά ή έφηβοι χωρίς οικογένεια που περιμένουν την έκδοση κάποιου διοικητικού εγγράφου, σχετικό με την παραμονή τους.

Οι περισσότεροι θα πάρουν από εδώ -κάποια στιγμή- ένα «τρίπτυχο», δηλαδή ένα χαρτί που τους κατατάσσει στη μεγάλη μάζα των αιτούντων άσυλο. Άλλος θα αιτηθεί άδεια παραμονής. Άλλος παραλαμβάνει το μπλε διαβατήριο του πρόσφυγα. Κι άλλος ένα χαρτί με απόφαση απόρριψης του αιτήματος από τις αρμόδιες αρχές. Ωστόσο όλοι τους θα έχουν περάσει από το βάλτο της Κατεχάκη ξανά και ξανά, για μέρες, για εβδομάδες, για μήνες. Όλοι τους θα έχουν δοκιμαστεί στο αγώνισμα της διέλευσης μέσα από ένα βάλτο. Από το βάλτο της γραφειοκτατίας και της υποτίμησης των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα.

Κανένας γηγενής πολίτης δεν έχει λόγο να βρεθεί στις 5 τα ξημερώματα στη διασταύρωση της Κατεχάκη με τη Μεσογείων. Μα εσύ, αν τύχει και περάσεις τέτοια ώρα από κεί μια καθημερινή, θα διακρίνεις κάτι σκοτεινές φιγούρες να κάθονται πάνω στο στενό πεζοδρόμιο της σκοτεινής λεωφόρου ή να ακουμπάνε, γυρτοί, την πλάτη τους πάνω στα κάγκελα της εισόδου.