Jeffrey Sachs: ΟΛΑ ΤΑ ΧΕΡΑΚΙΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ

 Jeffrey Sachs: tutte le manine Nato contro la Russia


Από την ανεξαρτησία του Κιέβου και μετά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια συμφωνίας μεταξύ των δύο πρώην κρατών της ΕΣΣΔ, με σκοπό να αποσπάσουν την πρώην σοβιετική δημοκρατία από την επιρροή του Κρεμλίνου.

https://www.ilfattoquotidiano.it/.../jeffrey.../8216247/

 

 

Jeffrey Sachs - εφημερίδα Fatto Quotidiano, 4 Δεκεμβρίου 2025

 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι το αποκορύφωμα μιας τριάνταχρονης κατάρρευσης της ευρωπαϊκής τάξης ασφάλειας.

Όχι μόνο δεν ήταν αναπόφευκτος ή προκαθορισμένος, αλλά, προήλθε από μια συστηματική αποσύνθεση των αρχών που εδραίωσαν τη μεταψυχροπολεμική συμφωνία: την ουδετερότητα των κρατών που βρίσκονται μεταξύ στρατιωτικών μπλοκ, τη δέσμευση των ΗΠΑ και της Γερμανίας να μην επεκτείνουν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, στην πρώην σοβιετική σφαίρα, και τo δόγμα του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) σύμφωνα με τo  οποίo η ασφάλεια πρέπει να είναι αδιαίρετη, δηλαδή κανένα κράτος δεν μπορεί να ενισχύει την ασφάλειά του σε βάρος ενός άλλου.

Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες δυτικές αφηγήσεις που περιγράφουν τη Ρωσία ως τον μονομερή επιτιθέμενο, είναι αποδεδειγμένο ότι οι διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις, υποστηριζόμενες σε κρίσιμες στιγμές από την ΕΕ, απομάκρυναν την Ουκρανία από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ουδετερότητά της, παρασύροντάς την σε μια γεωπολιτική σύγκρουση. Σε διάφορες στιγμές – από το 1990, 1994, 2008, 2014, 2015, 2021 και 2022 μέχρι σήμερα – υπήρξαν ρητές διπλωματικές οδοί (exit ramps) που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την κυριαρχία της Ουκρανίας, να προστατεύσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια και να αποτρέψουν τον πόλεμο αλλά κάθε φορά η Δύση τις απόρριπτε.

Όταν η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991, η ουδετερότητα ήταν ένας από τους πυλώνες της πολιτικής συμφωνίας. Η Διακήρυξη Κρατικής Κυριαρχίας του 1990 δήλωνε ότι η χώρα σκόπευε να είναι ένα «μόνιμα ουδέτερο κράτος» που δεν θα εντασσόταν σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. Η αρχή αυτή έγινε νόμος: το άρθρο 18 του Συντάγματος του 1996 δεσμεύει το κράτος στην ουδετερότητα και τη μη ευθυγράμμιση. Η ουκρανική κοινή γνώμη ενίσχυσε αυτή τη θέση. Από τη δεκαετία του '90 έως τις αρχές του 2014, η πλειοψηφία ήταν πάντα αντίθετη στην ένταξη της χώρας  στο ΝΑΤΟ.

Από το 1989 έως το 1991, οι δυτικοί ηγέτες διαβεβαίωσαν επανειλημμένα τους σοβιετικούς αξιωματούχους ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς τα ανατολικά εάν η Μόσχα δεχόταν την επανένωση της Γερμανίας, όπως αποδεικνύεται από αποχαρακτηρισμένα αρχεία. Στις 9 Φεβρουαρίου 1990, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μπέικερ είπε στον Γκορμπατσόφ: «Η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό προς τα ανατολικά». Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκένσερ δήλωνε τον Ιανουάριο του 1990: «Δεν θα υπάρξει επέκταση του εδάφους του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά».

Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) και η Χάρτα του Παρισιού (1990) καθόριζαν ότι η ασφάλεια στην Ευρώπη πρέπει να είναι συλλογική, όχι μηδενικού αθροίσματος. Η Χάρτα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια του ΟΑΣΕ του 1999  το επιβεβαίωνε: «Κανένα κράτος... δεν θα ενισχύσει την ασφάλειά του σε βάρος της ασφάλειας άλλων κρατών». Η διεύρυνση, ιδίως στην Ουκρανία, παραβίαζε την αρχή αυτή.

Το 1994, η Ουκρανία επέστρεψε στη Ρωσία τον έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου της σοβιετικής εποχής βάσει του Μνημονίου της Βουδαπέστης, σε ένα πλαίσιο ασφάλειας που καθοριζόταν από τρεις προϋποθέσεις: 1) η Ουκρανία θα παρέμενε ουδέτερη, 2) το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς την Ουκρανία, 3) η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα βασιζόταν στις αρχές του ΟΑΣΕ και όχι στην πολιτική του μπλοκ.

(…) Το τραγικό είναι ότι, με το πέρασμα της δεκαετίας του '90, η στρατηγική των ΗΠΑ ακολούθησε τη λογική που διατύπωσε ο Brzezinski στο βιβλίο του Η μεγάλη σκακιέρα (1997): «Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι μια ευρασιατική αυτοκρατορία». «Αν η Μόσχα ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας... η Ρωσία θα αποκτήσει ξανά τα μέσα για να γίνει ένα ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος». Από τότε, η σκέψη αυτή έχει διαμορφώσει τη στρατηγική προοπτική των ΗΠΑ. Ο στόχος ήταν λοιπόν να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ.

(…) Το 2004, οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποστήριξαν την Πορτοκαλί Επανάσταση, παρέχοντας οικονομική βοήθεια σε ομάδες της κοινωνίας των πολιτών μέσω του National Endowment for Democracy, της USAID και διαφόρων ιδρυμάτων. (…) Στη συνέχεια, το 2008, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βουκουρέστι, και παρά τη σθεναρή αντίθεση της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι ΗΠΑ ανάγκασαν το ΝΑΤΟ να δηλώσει: «Η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν μέλη». Η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ παραδέχτηκε στη συνέχεια: «Από την πλευρά της Ουκρανίας, αυτό θα ήταν μια κήρυξη πολέμου [στον Πούτιν]». Ωστόσο, η κοινή γνώμη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αντίθετη στην ένταξη: ο υποψήφιος για την προεδρία Βίκτορ Γιανουκόβιτς κέρδισε τις εκλογές του 2009/10 με ένα πρόγραμμα ουδετερότητας και η κυβέρνησή του ψήφισε νόμο που καθιστούσε την Ουκρανία κράτος που δεν ανήκει στο μπλοκ.

Ωστόσο, οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Δύση βρήκαν την ευκαιρία όταν, το 2013, ο Γιανουκόβιτς ανέβαλε την υπογραφή μιας συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ, γεγονός που πυροδότησε μαζικές διαμαρτυρίες που τροφοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός μηχανισμός για την αλλαγή καθεστώτος τέθηκε σε δράση. (...) Στις 21 Φεβρουαρίου 2014, η ΕΕ μεσολάβησε για μια συμφωνία με τον Γιανουκόβιτς, βασισμένη σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, κυβέρνηση εθνικής ενότητας και πρόωρες εκλογές. Αντ' αυτού, μέσα σε λίγες ώρες, ένοπλες ομάδες κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και ο Γιανουκόβιτς έφυγε, αλλά δεν παραιτήθηκε. Το Κοινοβούλιο τον απομάκρυνε χωρίς συνταγματικές διαδικασίες και οι ΗΠΑ υποστήριξαν το καθεστώς: η ΕΕ παρέμεινε σιωπηλή και άφησε το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ να αναλάβει την πρωτοβουλία.

Η νέα κυβέρνηση υιοθέτησε εθνικιστικές πολιτικές και κήρυξε στρατιωτική επιχείρηση «κατά της τρομοκρατίας» ενάντια στις διαμαρτυρίες στις ανατολικές περιοχές με ρωσικό πληθυσμό. Αυτό οδήγησε στη στρατιωτικοποίηση μιας πολιτικής διαμάχης και κατέστησε αδύνατη την επίτευξη συμβιβασμού. Η νέα πολιτική τάξη άρχισε να μιλάει για την απομάκρυνση της Ρωσίας από τη ναυτική της βάση στην Κριμαία. Τελικά, η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία, επικαλούμενη ανησυχίες για την εθνική της ασφάλεια και  τον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας.

Για να σταματήσει τις μάχες στην Ανατολή, η Ρωσία συνέβαλε στη διαμεσολάβηση της συμφωνίας Μινσκ II. Η συμφωνία αυτή, που εγκρίθηκε ομόφωνα με την απόφαση 2202 του Συμβουλίου Ασφαλείας, προέβλεπε κατάπαυση του πυρός, αυτονομία («ειδικό καθεστώς») για το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την προστασία της ρωσικής εθνοτικής μειονότητας και την απόσυρση των βαρέων όπλων. Η Ουκρανία αρνήθηκε να εφαρμόσει τη συμφωνία, ιδίως όσον αφορά την αυτονομία του Ντονμπάς. Η Μέρκελ παραδέχτηκε στη συνέχεια ότι η συμφωνία είχε ως στόχο να «δώσει χρόνο στην Ουκρανία» προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική της δύναμη.

(...) Μεταξύ 2015 και 2021, η Ουκρανία έγινε de facto εταίρος του ΝΑΤΟ, χάρη σε κοινές ασκήσεις, νέες δομές διοίκησης σύμφωνες με τα πρότυπα της Συμμαχίας, εκπαιδευτικές αποστολές μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, ενοποίηση των υπηρεσιών πληροφοριών και, κυρίως, δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα. Το 2021, η Ουκρανία είχε τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης εκτός της Ρωσίας.

Τον Δεκέμβριο του 2021, η Ρωσία παρουσίασε δύο σχέδια συνθηκών, ένα για τις ΗΠΑ και ένα για την ΕΕ, καλώντας τη Δύση να παραιτηθεί από την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, να αποσύρει τα όπλα του ΝΑΤΟ από τα ρωσικά σύνορα, να επιστρέψει στα επίπεδα ανάπτυξης του 1997 και να αποκαταστήσει τις αρχές ασφάλειας του ΟΑΣΕ.

Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν με τη Ρωσία τη διεύρυνση, υποστηρίζοντας ότι η «πολιτική των ανοιχτών θυρών» του ΝΑΤΟ δεν τους αφορούσε. Η αποτυχία της προσπάθειας οδήγησε τη Ρωσία να ξεκινήσει την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση (Smo). Το 2023, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Stoltenberg συνόψισε την κατάσταση ως εξής: «Ο Πούτιν, το φθινόπωρο του 2021, είχε δηλώσει και είχε πράγματι στείλει ένα σχέδιο συνθήκης που ήθελε να υπογράψει το ΝΑΤΟ, με την υπόσχεση ότι δεν θα υπήρχε περαιτέρω διεύρυνση. Αυτό ήταν προϋπόθεση για να μην εισβάλει στην Ουκρανία. Φυσικά, δεν το υπογράψαμε... Έτσι, μπήκε σε πόλεμο για να εμποδίσει το ΝΑΤΟ να πλησιάσει τα σύνορά του. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο».

(…) Εν ολίγοις, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν ήταν αποτέλεσμα παλαιάς εχθρότητας ή μιας ξαφνικής πράξης επιθετικότητας, αλλά το προβλέψιμο αποτέλεσμα μιας σειράς αποφάσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ που κατέστρεψαν την ουκρανική ουδετερότητα, απέρριψαν την οδό της  διπλωματίας με τη Ρωσία και υπόταξαν την ασφάλεια της Ουκρανίας σε μια αποτυχημένη γεωπολιτική στρατηγική της Δύσης. Μια βιώσιμη λύση αποτροπής του πολέμου απαιτεί την επιστροφή στις αρχές που καθοδήγησαν την περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: την ουδετερότητα της Ουκρανίας, την αδιαίρετη ασφάλεια της Ευρώπης και την οδό μιας πραγματικής διπλωματίας μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας.