53+ αποχρώσεις του γκρι




Αναδημοσίευση από το Χριστόφορος Κάσδαγλης

Μελέτησα καλοπροαίρετα το κείμενο των 53 plus, αναζητώντας εξηγήσεις για όλα όσα εδώ και ένα χρόνο μου διαφεύγουν συνεχώς και με καταβάλλουν. Άλλος θα μιλούσε ίσως για 53 αποχρώσεις του ροζ, αλλά προσωπικά δεν πάσχω από αριστερή αδιαλλαξία, πάσχω απλώς από αριστερή απαισιοδοξία. Δεν το λέω με κακεντρέχεια, το λέω με καημό.

Αρκετοί θα πουν τι κάθεσαι και ασχολείσαι τώρα με το κείμενο των 53 του ΣΥΡΙΖΑ, τα κείμενα δεν έχουν και τόση σημασία όσο οι πολιτικές πράξεις, τους είδαμε κι αυτούς, Τσακαλώτος και Δρίτσας, τι να μας πουν οι 53 για «μνημονιακές δεσμεύσεις που φαίνεται ή εκλαμβάνεται από τον λαϊκό κόσμο ότι συγκροτούν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς»…

Νομίζω όμως ότι από κάθε κείμενο μπορείς να βγάλεις κάτι, υπάρχουν ακόμα αρκετά αναπάντητα ερωτήματα γύρω από τη στάση των 53 το καλοκαίρι, κι αργότερα. Για όσους δεν πιστεύουν σε ιστορίες συνομωσίας και προδοσίας, μπορεί οι επιλογές των 53 από ένα σημείο κι έπειτα να φαίνονται ακατανόητες, αλλά τα αδιέξοδα τα οποία οδήγησαν σ’ αυτές όχι και τόσο.

Το τάιμινγκ
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι «γιατί τώρα;». Γιατί διάλεξαν αυτή τη στιγμή να εκδηλώσουν τις απόψεις τους; Εύλογο το ερώτημα. Αλλά εκεί έρχεται η ψυχρολουσία. Κάθε νοήμων άνθρωπος στο ερώτημα αυτό βλέπει να ενσαρκώνεται μία από τις πιο γνήσιες απορίες των καιρών: Γιατί τώρα και όχι τον περασμένο Αύγουστο, όταν όλα ήταν (θεωρητικά τουλάχιστον) ανοιχτά, τότε που οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να κληθούν να δώσουν απάντηση στα κομβικά ερωτήματα για την πορεία της χώρας, σύρθηκαν στις εκλογές και στη διάσπαση χωρίς να υπάρξει ούτε μία σχετική κομματική συζήτηση, πόσο μάλλον απόφαση. 

Αλλά από το κείμενο προκύπτει πως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καν να έχει περάσει από το μυαλό των συντακτών του, το ερώτημα «γιατί τώρα;» εκλαμβάνεται ως… «γιατί τώρα και όχι  αργότερα;». Και αφελώς δίνει τη (φτωχή) απάντηση «ενόψει του συνεδρίου», λες και τα πάντα στη ζωή περιστρέφονται γύρω από κομματικές τελετουργίες.

(Και μια πικάντικη λεπτομέρεια: Προσέρχονται, λένε, στο συνέδριο για να συζητήσουν «με ανοιχτή καρδιά». Όπως ο Γιαν Φαμπρ…)
Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν τους έχει διαφύγει το κάζο του περασμένου Αυγούστου: «Ήμασταν και είμαστε επίμονοι στη διεξαγωγή του συνεδρίου σε ημερομηνίες εντός του ‘πολέμου’ και όχι σε μια, ας πούμε, ουδέτερη περίοδο όπου όλα θα έχουν λήξει». Αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, δηλαδή.


Συν ή πλην;
Και εδώ ακριβώς υπάρχει άλλη μια χασμωδία, ξέχασα να αναφέρω ότι το κείμενο προσυπογράφεται ως 53+. Θα ήταν ίσως πιο λογικό να ονομάζονται πλέον 53-, το θέμα δεν είναι ποσοτικό, είναι ποιοτικό, βοά το γεγονός ότι λείπει από τη σκηνή σημαντικό κομμάτι των παλιών 53, στελέχη πρώτης γραμμής μεταξύ των οποίων ο τέως γραμματέας του κόμματος, που ακριβώς γι’ αυτό το λόγο πήραν την άγουσα για τα αποδυτήρια. (Ήθελα πολύ να υποβάλω στον Τάσο Κορωνάκη αυτήν ακριβώς  την ερώτηση σε συνέντευξη που είχαμε συμφωνήσει να μου δώσει, αλλά εξελίξεις πέρα από τη θέληση και των δυονών μας τελικά τη ματαίωσαν)

53-, λοιπόν, και όχι 53+. Όπως αρνητικοί είναι και οι υπόλοιποι δείκτες θερμοκρασίας της αριστεράς, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Της συλλογικής θερμοκρασίας αλλά και του κάθε αριστερού ξεχωριστά, ανεξαρτήτως των τρεχουσών απόψεών του.

Το τεστ της ανεργίας
Το κείμενο έχει κάμποσο μπλα μπλα για το οποίο δεν μπορείς να έχεις αντιρρήσεις, στα λόγια είμαστε καλοί, στην πράξη τι γίνεται. Θα σταθώ λοιπόν μονάχα σε μερικά βασικά.

Κατ’ αρχήν το υπέβαλα στο τεστ της… ανεργίας. Το έχω ξανακάνει αυτό και με κείμενα άλλων πολιτικών χώρων και, παραδόξως, πάντοτε βγάζει λαγό. Πείτε ότι είναι και μια δική μου εμμονή. Λοιπόν, σε ένα πολιτικό κείμενο 3.500 λέξεων για την πολιτική συγκυρία, λέξεις με τη ρίζα ανεργ- εμφανίζονται πόσες φορές λέτε; 

Μόλις μία! Κι αυτό γενικόλογα και παρεμπιπτόντως, σε μια αποστροφή που αναφέρεται στην πολιτική κατάπτωση της Ευρώπης, «…όσο ενισχύονται οι εθνικισμοί, όσο οι ανισότητες μεγεθύνονται και δημιουργούνται στρατιές ανέργων και νεόπτωχων…». Αυτό είναι όλο.

Στην Ελλάδα της ύφεσης, ένα κείμενο που φιλοδοξεί να αναδείξει μια αριστερή προοπτική διακυβέρνησης αδυνατεί να αναγνωρίσει την ανεργία ως πρώτη προτεραιότητα – ούτε καν ως εικοστή. Υπάρχουν αναφορές σε αρκετά άλλα θέματα που «συγκροτούν» κατά των κείμενο των 53, «πλαίσιο αριστερού κοινωνικού ριζοσπαστισμού»: Στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, στον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους, στην κοινωνική οικονομία, στην κοινωνική πολιτική, στον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας, στη διάλυση των ακροδεξιών θυλάκων, στις διεκδικήσεις της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, στους Ρομά, στους αντιρρησίες συνείδησης, σε θέματα που αφορούν τις εξαρτήσεις. Αλλά στην ανεργία και στους ανέργους όχι.

Το τεστ της κυριολεξίας
Έπειτα προχώρησα σ’ ένα άλλο τεστ, το τεστ της κυριολεξίας. Διαβάστε, λοιπόν: «Τα ζητήματα που αφορούν στη διακυβέρνηση, τον τρόπο άσκησης της ‘εξουσίας’, οι ανοιχτές θύρες, οι διορισμοί και η τοποθέτηση στελεχών σε νευραλγικές θέσεις έχουν απασχολήσει τις οργανώσεις μελών». Εδώ θέλουν να καυτηριάσουν το πώς καλύφθηκαν οι θέσεις-κλειδιά στο δημόσιο, τον τρόπο επιλογής των στελεχών σε υπουργεία, σε τράπεζες, σε κρατικούς οργανισμούς και ΔΕΚΟ, των μετακλητών υπαλλήλων και συμβούλων. Ενδεχομένως να θέλουν να μιλήσουν, όπως τόσοι άλλοι, για νεποτισμό, για κολλητούς, για επιλογές που δεν αντέχουν σε καμία κριτική, για την απουσία κριτηρίων και διαδικασιών. Όμως όχι, αδυνατούν να αναφέρουν τα πράγματα με τα ονόματά τους, μόνο τα λένε κομψά και ευγενικά, μη θίξουν τις ισορροπίες (ή τις ποσοστώσεις;).

Σύγκριση μνημονίων
Για το μνημόνιο τα είπαμε στον πρόλογο του. «Η σύγκριση μνημονίων, ‘το δικό μας είναι καλύτερο των άλλων’, φράση που έχει ειπωθεί αρκετές φορές, όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά σταδιακά δημιουργεί μια στρεβλή αντίληψη και εντέλει μας βάζει στο κάδρο ‘όλοι ίδιοι είναι’». Φυσικά δεν πρόκειται για παρανόηση, λέω εγώ, «με αποτέλεσμα να φαίνεται ή να εκλαμβάνεται από τον λαϊκό κόσμο ότι οι μνημονιακές δεσμεύσεις συγκροτούν το δικό μας πρόγραμμα, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς». Πρόκειται για στρατηγικό αδιέξοδο, σ’ αυτό το σημείο καλά τα λέει το κείμενο, «τείνει να γίνει αυτό που από την αρχή είχαμε επισημάνει ως σοβαρό κίνδυνο: να μετεξελιχθεί η ήττα και ο συμβιβασμός του περασμένου καλοκαιριού σε στρατηγική επιλογή», μόνο που και πάλι οι διατυπώσεις είναι τόσο περίτεχνες και ισορροπιστικές, που η ουσία αναιρείται.

Ας το θέσουμε, λοιπόν, ευθέως: Μπορείς να κυβερνήσεις έχοντας ηττηθεί στον πυρήνα της πολιτικής σου; (Και δεν εννοώ εδώ μόνο το μνημόνιο). Και αν ακόμα υποθέσουμε πως ναι, προς τι η αλαζονεία και ο κυβερνητισμός;

Παράλληλο σύμπαν
Αλλά προφανώς δεν μπορεί να αποτελεί λύση ούτε το «παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο στο κείμενο αποθεώνεται ως «πρωταρχικό κομμάτι της στρατηγικής μας».

Προσωπικά δεν θα απέρριπτα τη λογική του παράλληλου προγράμματος, μόνο που κάτι τέτοιο θα απαιτούσε έναν άλλο πολιτικό οργανισμό και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ δε περισσότερο το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Έναν οργανισμό που θα επιδείκνυε προγραμματικές επιλογές μεγάλης εμβέλειας, ευρηματικότητα, πείσμα, κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα και, προπαντός, αποτελεσματικότητα, ποιότητες δηλαδή στις οποίες η κυβέρνηση έχει αποδείξει παροιμιώδη ανεπάρκεια, πράγμα που φαίνεται να διαφεύγει από τους 53, οι οποίοι προφανέστατα αποτελούν μέρος του προβλήματος. Δεν το λέω με κακεντρέχεια, το λέω με καημό.

Διγλωσσία και γραφικότης
Όσον αφορά τα σενάρια διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ καλά τα λέει το κείμενο, (σχεδόν) με το όνομά τους, Μόνο που εδώ διυλίζουμε τον Πανούση και καταπίνουμε τον Σπίρτζη, τον Μάρδα και τον Κουρουπλή.

Αλλά έτσι γίνεται στην πολιτική, τις ευθύνες φέρουν πάντα εκείνοι που έμειναν έξω από το παιχνίδι, οι Τσοχατζόπουλοι, οι Παπακωνσταντίνου, οι Τσουκάτοι, οι Βουλγαράκηδες και οι Μητρόπουλοι. Για να το πω με όρους αριστερούς, εκείνοι που «τους ξέβρασε το κίνημα».

Τι μένει; Η επιμονή των 53 ότι θα «είμαστε στο δρόμο, στους χώρους αντίστασης, στα συνδικάτα, στις αλληλέγγυες δομές που στηρίζουν μέσα από μια διαφορετική και συμμετοχική αντίληψη τον κόσμο των φτωχών και των αδικημένων, τον κόσμο της προσφυγιάς και των μεταναστών». Αξιέπαινες επιλογές οπωσδήποτε. Που όμως, στο σημερινό κυβερνητικό στάτους του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν την εντύπωση μιας γραφικότητας μάλλον, ενός άγονου παιχνιδιού με τις λέξεις και με τους συμβολισμούς αλλά και μιας αδυναμίας επιλογής στρατοπέδου, ανάλογα με όσα συμβαίνουν στον Πειραιά με την Cosco και με το ΤΑΙΠΕΔ: διγλωσσία και απουσία πολιτικής ευθύτητας, προσχώρηση στην πρακτική των μνημονίων ενώ η παλιά ρητορική ασθμαίνοντας προσπαθεί να επιβιώσει, επιτείνοντας την αντίφαση.

Ή όπως συνέβη με το μεταναστευτικό, όπου μια θετική πολιτική αρχών κατέρρευσε κάτω από την απόλυτη αδυναμία του κυβερνητικού σχήματος να δημιουργήσει πολιτικά αποτελέσματα, να μεταβεί από την κινηματική λογική του παρελθόντος σε συνεκτικό κυβερνητικό έργο.

Ουδείς λόγος ανησυχίας
Υπάρχει τέλος και η ευθεία απειλή απεμπόλησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας: «Είμαστε στην κυβέρνηση όχι πάση θυσία, αλλά όσο θεωρούμε ότι μέσα σε αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες και τους ποικίλους εκβιασμούς μπορούμε με αριστερή οπτική να ασκήσουμε πολιτική προς όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων». Δεν γνωρίζω εάν έχουν επ’ αυτού ερωτηθεί τα ίδια τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, πέραν της ετυμηγορίας των τελευταίων εκλογών.

Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, οι 53 έχουν αποδείξει ότι από την πλευρά τους η κυβερνητική ευστάθεια δεν απειλείται.

«Το χρέος θα αυξηθεί»



«Το χρέος θα αυξηθεί» προειδοποιεί σε δισέλιδο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφερόμενος στον κύριο διαπραγματευτικό στόχο της κυβέρνησης να απαιτήσει από τους δανειστές όριο-ταβάνι στις ετήσιες αποπληρωμές του κράτους ίσο με το 15% του ΑΕΠ. 

«Το όφελος από μια τέτοια συμφωνία αφορά τα ακανθώδη έτη 2019 (όταν θα έφερνε μείωση αποπληρωμών περί τα 6 δισ.) και την περίοδο 2022-2028 (μείωση περίπου 10 δισ. για το 2022 και σταδιακά λιγότερη μετέπειτα). Το γεγονός ότι τα επόμενα τρία χρόνια το Δημόσιο δεν πρόκειται να ωφεληθεί από μια τέτοια συμφωνία είναι μεν δυσάρεστο αλλά δεν είναι το κύριο πρόβλημα», αναφέρει και εξηγεί τους τρεις λόγους που δεν ενδείκνυται μια τέτοια συμφωνία για το χρέος. 

Οι τρεις λόγοι 
Όπως εξηγεί ο πρώην τσάρος της ελληνικής Οικονομίας 
1.     «Το χρέος θα αυξηθεί - Τις χρονιές που οι συμφωνημένες αποπληρωμές τόκων ξεπερνούν το όριο - ταβάνι, ένα σημαντικό ποσό τόκων απλά θα μετακυλίεται στο μέλλον και, έτσι, το χρέος θα αυξάνεται (αντί να μειώνεται). Ο μόνος τρόπος να μη συμβεί αυτό είναι αν οι δανειστές συμφωνήσουν πως όχι μόνο θα μπαίνει όριο στις αποπληρωμές, αλλά και πως η διαφορά αυτού του ορίου από τον οφειλόμενο τόκο δεν θα μετακυλίεται στο μέλλον (κάτι που ισοδυναμεί με αρνητικό επιτόκιο για εκείνες τις χρονιές)».
2.     «Τα νέα υφεσιακά μέτρα θα επιταχύνουν την αύξηση του χρέους - Σε υφεσιακές χρονιές, που το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται, οι αποπληρωμές στους δανειστές θα μειώνονται και έτσι το χρέος θα αυξάνεται. Όσο δηλαδή επικρατεί η λιτότητα, η οποία εξασφαλίζει την ύφεση, το χρέος θα μεγαλώνει γεωμετρικά ως ποσοστό του συρρικνούμενου ΑΕΠ». 
3.     «Καθώς το χρέος δεν πρόκειται να μειώνεται, θα είναι αδύνατον να πειστούν οι δανειστές να μειώσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το σημερινό (γελοίο) 3,5% στο 1% με 1,5% που είναι το μέγιστο συμβατό με τη σταθεροποίηση. Αυτό μεταφράζεται σε επιταχυνόμενη φοροεπιδρομή, στυγνή λιτότητα και αυξανόμενο χρέος στο διηνεκές», συμπληρώνει μεταξύ άλλων.

Μεταξύ άλλων, ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφέρει πως δεν θεωρεί τυχαίο «ότι αυτή η “λύση”, που σήμερα η κυβέρνηση φέρεται να σκέφτεται να υιοθετήσει ως πρόταση της είχε αναφερθεί από τον κ. Ρέγκλινγκ πριν από έναν χρόνο». Μάλιστα διευκρινίζει πως επειδή γνώριζε τα πιο πάνω κρίσιμα μειονεκτήματά της συγκεκριμένης πρότασης, του είχε εξηγήσει πως αυτή «δεν ήταν αποδεκτή καθώς θα αύξανε το χρέος και θα ακύρωνε τα σκιρτήματα της ανάκαμψης».