Ταξική Αυτονομία στη Βενεζουέλα



Του Valerio Evangelisti

Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα ευθύς εξαρχής, ούτε καν λαμβάνω  υπόψη τα επιχειρήματα όσων λένε ότι στη Βενεζουέλα, με το σχηματισμό μιας συντακτικής συνέλευσης, διακυβεύεται η επιβίωση της δημοκρατίας (και αυτό το λέει κάποιος, που  εδώ και  σχεδόν δύο δεκαετίες, υποστηρίζει  ότι στη  χώρα υπήρχε μία δικτατορία). Η δημοκρατία κινδυνεύει, αλλά όχι από τους υποστηρικτές της συντακτικής Συνέλευσης.

Να συμφωνήσουμε, καταρχάς, για την έννοια του όρου «δημοκρατία». Για τους Έλληνες, που επινόησαν τη λέξη, σήμαινε την εξουσία του «δήμου»: όχι γενικά του λαού, αλλά των «απλών  ανθρώπων», των  οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επιτρέπουν τον εκλογικό ανταγωνισμό μόνο σε υποψήφιους που είναι αρκετά πλούσιοι για να μπορούν να συμμετέχουν στις κάλπες, ούτε είναι ούτε  ήταν ποτέ δημοκρατία. Όσο για την υπόλοιπη Δύση, ο εκλογικός  μηχανισμός επιλέγει ολιγαρχίες πολύ ισχυρές, χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου, μέχρι τις  επόμενες εκλογές, της πραγματικής υπακοής των εκλεγμένων στη βούληση των ψηφοφόρων τους.
 Δεν θα σταθώ  περισσότερο, οι κριτικές αυτές ήταν ήδη γνωστές  από την εποχή του Ρουσσώ. Έχοντας συνειδητοποιήσει τι πραγματικά συμβαίνει, οι δυτικοί ψηφοφόροι ψηφίζουν όλο και λιγότερο. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα ανεξέλεγκτα κέντρα εξουσίας και ένα περιττό  κοινοβούλιο, ενισχύει τη δυσπιστία. Μιλάμε για την κατάρρευση του φιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης.

Ακόμα χειρότερες ήταν οι  υποτιθέμενες λατινοαμερικάνικες «δημοκρατίες» , μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Σάπιες, αυταρχικές, πολλές φορές ρατσιστικές, ολιγαρχικές μέχρι γελοιότητας. Όταν ο Ούγκο Τσάβες ανέλαβε την προεδρία της Βενεζουέλας, το 1999, η πλειοψηφία του φτωχού πληθυσμού, μαύροι  ή αυτόχθονες ούτε καν ήταν ενγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Απλά δεν υπήρχαν. Η εξουσία μοιραζόταν  σε δύο σχηματισμούς που έμοιαζαν πολύ, όπου συνέκλιναν τα συμφέροντα της προνομιούχας μειοψηφίας. 

Ο Τσάβες, από φτωχή οικογένεια και ινδιάνος στην καταγωγή, δίνει  εκπροσώπηση και ι αξιοπρέπεια στους «αόρατους», καλώντας τους να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή και να γίνουν πρωταγωνιστές. Αυτό από μόνο του αυτό είναι μια επανάσταση από τις πιο μεγάλες στη Λατινική Αμερική, συγκρίσιμη με εκείνη του 1979 στη Νικαράγουα.

Η επανάσταση αυτή δεν θα ήταν πλήρης, εάν δεν συνοδευόταν από μέτρα υπέρ των λαϊκών τάξεων, τα οποία συνεχίζονται με εντυπωσιακό ρυθμό. Από τους νόμους υπέρ των αλιέων μέχρι τη δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, από την παιδεία για όλους,  από τον πολλαπλασιασμό των σχολείων και των πανεπιστημίων, την διανομή στους αγρότες ακαλλιέργητων ή άσχημα καλλιεργημένων γαιών (τις οποίες εξάλλου, με την προτροπή του Τσάβες, είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν για λογαριασμό τους) , την κατασκευή και την διανομή ενός εκατομμυρίου 700 χιλιάδων λαϊκών κατοικιών.

 Ο αριθμός των συνταξιούχων αυξήθηκε από τις 300.000 στα τρία εκατομμύρια, ο αναλφαβητισμός σχεδόν εξαφανίστηκε, η φτώχεια μειώνεται σημαντικά. Γεννιούνται πολιτικά και παραγωγικά όργανα αυτοδιοίκησης, όπως οι comunas (σήμερα είναι περίπου 2000) [1], οι συνεταιρισμοί, πολλά εργοστασιακά συμβούλια. Μια μάζα η οποία υπό  την ολιγαρχία, ήταν άμορφη και φοβισμένη αποκτά συνείδηση, αξιοπρέπεια  και ικανότητα να επηρεάζει καταστάσεις. «Ένας καταπιεσμένος λαός ξυπνάει ξαφνικά, αφουγκράζεται, σηκώνει κεφάλι» έγραφε ένας σπουδαίος  ιταλός.

Και ο «σοσιαλισμός; Όχι, ούτε εκείνος  ο «σοσιαλισμός του εικοστού πρώτου αιώνα» που πρότεινε ως στόχο ο Τσάβες. Κι έτσι, όμως, αποτελεί αντίθεση στο φιλελευθερισμό. Η κυβέρνηση εθνικοποίησε τις βιομηχανίες στρατηγικής σημασίας, αγωνίζεται για ένα πιο δίκαιο σύστημα εμπορίου στην ήπειρο (ALBA), χορηγεί  πετρέλαιο (η Βενεζουέλα συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών στον κόσμο) σε δίκαιες τιμές στις γειτονικές χώρες που το έχουν ανάγκη. Πληρώνει κανονικά το  εξωτερικό της χρέος, αλλά δεν ανέχεται πιέσεις στις κοινωνικές πολιτικές της. Σε αυτές (που αργότερα ονομάστηκαν Αποστολές) κατευθυνόταν το 70% του προϋπολογισμού της. Ολα αυτά δεν γίνονται σε δικτατορίες, όπως επαναλαμβάνει  λυσασμένα η νεοφιλελεύθερη χορωδία.
 Από το 1999, έτος κύρωσης του «Μπολιβαριανού Σύνταγματος»,έχουν διεξαχθεί είκοσι εκλογικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση έχασε τις δύο αλλά αποδέχτηκε το εκλογικό αποτέλεσμα, ακολουθώντας το παράδειγμα των Σαντινίστας πριν από είκοσι χρόνια.

Οι επιλογές αυτές εξοργίζουν τους υποστηρικτές του προηγούμενου καθεστώτος (οι οποίοι ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης) και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Το 2002 γίνεται  μια πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος, που συνοδεύτηκε από σφαγή για την  οποία κατηγορείται η κυβέρνηση Τσάβεζ  (η κατηγορία θα πέσει στο κενό  λόγω κάποιων ανεξάρτητων κινηματογραφιστών, οι οποίοι γύρισαν το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Η επανάσταση δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά). Λίγο μετά ξεκινά μια θανατηφόρα ανταπεργία στον τομέα της βιομηχανίας εξόρυξης πετρελαίου, για να γονατίσει τη χώρα . Τότε, καταλαμβάνεται  στρατιωτικά, το πλοίο από το οποίο ελεγχόταν η εξόρυξη του πετρελαίου, και αντικαταστάθηκαν τα στελέχη  της εν λόγω βιομηχανίας  που είχαν συμμετάσχει στο  πραξικόπημα.

Αλλά το πράγμα δεν τελειώνει εκεί, επειδή τα κόμματα της αντιπολίτευσης (μια πανσπερμία κομμάτων, όλα νόμιμα  και με πολλά και μαζικά μέσα επικοινωνίας στη διάθεση τους) δεν παύουν να υποστηρίζουν την ανατροπή του «καθεστώτος», μέσα από τη βία του δρόμου, καλώντας τις ένοπλες  δυνάμεις να επέμβουν, εύχονται μια στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και των υποτακτικών τους (κυρίως την Κολομβία, η οποίο σήμερα φιλοξενεί επτά στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ). Σε απάντηση, ο Τσάβες καθαιρεί και επιλέγει την στρατιωτική ηγεσία, μετατρέπει τις στρατιωτικές ακαδημίες σε σχολές στελεχών, αλλά κυρίως  εξοπλίζει άμεσα το λαό, με τη δημιουργία μιας Μπολιβαριανής Εθνοφρουράς εθελοντών (πάνω από εκατό χιλιάδες).

Πολλαπλασιάζονται οι καταγγελίες για αυταρχισμό και βοναπαρτισμό, που εκτοξεύουν με ιδιαίτερα στεντόρεια φωνή οι αποστάτες από το σταλινισμό στο  φιλελεύθερο δόγμα, συμπεριλαμβανομένων των ιταλών. Πώς τολμάει ο νοτιοαμερικανός σατράπης να χλευάζει τις αρχές της αγοράς, να εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές μεγάλης κλίμακας, απορρίπτοντας τις επιταγές της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ; Μήπως βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας, της  καθολικής αναγνώρισης ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλειο και αναντικατάστατο σύστημα; Αυτά, κακαρίζει
o μοιραίος  Vargas Llosa, και μαζί του όλος ο συρφετός των πρώην αριστερών .

Πάει να πει ότι η κυβέρνηση Τσάβες ήταν απαλλαγμένη από λάθη, και ορισμένες φορές σοβαρά; Σε καμία περίπτωση. Η προσπάθεια να αφαιρεθεί από την Βενεζουέλα η  απόλυτη κυριαρχία στα κοιτάσματα πετρελαίου της πετυχαίνει ελάχιστα, το συγκεντρωτικό κράτος διευκολύνει τη διαφθορά, το  κοινό έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται με την απαραίτητη αποφασιστικότητα. Η «λατρεία του ηγέτη» αγγίζει κατά διαστήματα επίπεδα υπερβολικά και ενοχλητικά, ο πατερναλιστικός παρεμβατισμός το ίδιο. Παρ 'όλα αυτά, οι «δήμος» παραμένει σταθερά στο κέντρο της διαδικασίας βαθμιαίας απελευθέρωσης (ο Τσάβες κάνει συνετά βήματα) και πάντως συνεχούς. Ο σοσιαλισμός του εικοστού πρώτου αιώνα φαίνεται πραγματικά να πλησιάζει. Οι κατώτερες τάξεις  κατακτούν, χάρη στην άμεση και συμμετοχική δημοκρατία, μια όλο και ευρύτερη αυτονομία.

Το 2013, ωστόσο, ο Τσάβες πεθαίνει. Σχεδόν ταυτόχρονα καταρρέουν οι τιμές του πετρελαίου, από τις ενέργειες των συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή. Ετσι, μειώνεται η ρευστότητας της Βενεζουέλας, υποτιμάται το νόμισμα της και ο πληθωρισμός σκαρφαλώνει στα ύψη. Οι εξαγωγές αργού πετρελαίου παύουν να είναι κερδοφόρες, όπως στο παρελθόν, οι τιμές των εισαγόμενων  προϊόντων σκαρφαλώνουν στα ύψη. Εκμεταλλευόμενη την οικτρή θέση της Βενεζουέλας η αστική τάξη, που είχε πληγωθεί με διάφορους τρόπους, αλλά ποτέ θανάσιμα, ρίχνεται στις πιο σκοτεινές κερδοσκοπικές δραστηριότητες, αποκομίζοντας κέρδη από την αυξανόμενη διαφορά μεταξύ δολαρίου και τοπικού νομίσματος. Χειραγωγεί τις μετοχές στο χρηματιστήριο, εξαφανίζει από την αγορά τα είδη πρώτης ανάγκης.

Ο διάδοχος του Τσάβες, Νικολάς  Μαδούρο (πρώην πετυχημένος  υπουργός Εξωτερικών, και πρώην οδηγός στο μετρό), αντιδρά αμέσως με τρόπο που προκαλεί σύγχυση. Εγκαθιδρύει  ένα νέο σύστημα συναλλαγματικών συναλλαγών , προσπαθεί να αντικαταστήσει - ακόμα δεν τα έχει καταφέρει - τις ονομαστικές αξίες  των χαρτονομισμάτων που χρησιμοποιούνται συνήθως στη διακίνηση ναρκωτικών και το λαθρεμπόριο με την Κολομβία. Αυξάνεται η δυσαρέσκεια, ενώ τα σούπερ μάρκετ αδειάζουν από εμπορεύματα. Τέλος, με μεγάλη καθυστέρηση, κάνει τη σωστή κίνηση. Δημιουργεί ένα εθνικό σύστημα εισαγωγής αγαθών, που πωλούνται σε κρατικά  καταστήματα και διανέμονται στις οικογένειες από τις Τοπικές Επιτροπές Ανεφοδιασμού και Παραγωγής (CLAPS, Comités Locales de Abastecimiento y Producción ).

Η  αρχική διστακτικότητα του Μαδούρο δίνει ανάσα στην αντιπολίτευση της δεξιάς (αλλά μη βάλλει ο νους σας καμιά μετριοπαθή δεξιά: μιλάμε για μια ακροδεξιά, κατακερματισμένη σε ρεύματα έξαλλων).Αυτή, χάρη στη λαϊκή δυσαρέσκεια, και την αποχή πολλών οπαδών του Τσάβες, καταφέρνει να κερδίσει τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση το 2015. Δεν χρησιμοποιεί την εξουσία για να ακολουθήσει την τυπική διαλεκτική σχέση, σε μια προεδρική δημοκρατία, μεταξύ του κοινοβουλίου και του αρχηγού του κράτους.

 Αρνείται την ακύρωση της εκλογής τριών βουλευτών από το δικαστικό σώμα, το οποίο θα της αφαιρούσε την πλειοψηφία. Βάζει  εμπόδια σε κάθε απόφαση του Μαδούρο. Στοχεύει στην ακύρωση και υποβάθμιση των κοινωνικών πολιτικών, όπως κάνουν ο Μάκρι στην Αργεντινή και ο Τεμέρ στη Βραζιλία, και άλλες μαριονέτες.

 Η Βενεζουέλα παραλύει. Η νομοθετική εξουσία εξεγείρεται τόσο κατά της εκτελεστικής εξουσίας όσο και της δικαστικής. Στη Βενεζουέλα κανείς δεν είναι σε θέση να κυβερνήσει τίποτα. Την ίδια στιγμή που η οικονομική κρίση δείχνει περισσότερο τα δόντια της.

Το κοινοβουλευτική αδιέξοδο αντιστοιχεί στη βίαιη έκρηξη των προνομιούχων συνοικιών στο Καράκας και στην επαρχία.
Mια πρόγευση την είχαμε πάρει πριν τον θάνατο του Τσάβες.
 Me την ενθάρρυνση καταχθόνιων στοιχείων, όπως ο Λεοπόλντο Λόπες (ο οποίος είχε συμμετάσχει στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2002, με τον δισεκατομμυριούχο φίλο του Ενρίκε Καπρίλες, σε ένοπλη επίθεση κατά της πρεσβείας της Κούβας), κουκουλοφόροι βγήκαν στους δρόμους και σήκωσαν οδοφράγματα. Είχαν αφήσει στο χώμα περίπου σαράντα νεκρούς, οι περισσότεροι από τα δικά τους χέρια. Το 2017, με πρότυπο την πλατεία Μαϊντάν στην Ουκρανία, το σενάριο επαναλαμβάνεται με χειρότερο τρόπο.

 Η θερμιδωριανή νεολαία επιτίθεται στα κέντρα κοινωνικής πρόνοιας, στα σημαντικότερα υπουργεία, το δικαστικό σώμα, στα δωρεάν εξωτερικά ιατρεία, στα κρατικά καταστήματα που πουλούν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, σε σχολεία και νηπιαγωγεία, σε μικρές επιχειρήσεις. Ακόμη και σε στρατώνες. Οι δράστες που φέρουν ασπίδες με το σταυρό, ή απόκρυφα σύμβολα (το «σταυρό με αιχμηρά άκρα»). Έχουν αντιασφυξιογόνες μάσκες και πυροβόλα όπλα. 

Περιέλουσαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά σε τριάντα σχεδόν, δήθεν «οπαδούς του Τσάβες», σε ορισμένες περιπτώσεις με θανατηφόρα έκβαση. Άλλους τους ξυλοκόπησαν, τους έγδυσαν, τους ταπείνωσαν και τους βασάνισαν. Η διεθνής της αστικοφιλελεύθερης ενημέρωσης το κάθε θύμα το αποδίδει, παρά τις αδιαμφισβήτητες αποδείξεις, στην καταστολή των τσαβιστών.

Αδυνατώντας να κυβερνήσει, ο Μαδούρο κάνει χρήση τριών άρθρων του Συντάγματος του 1999 (το 347,το 348 και το 349) για να συγκαλέσει μια συντακτική συνέλευση, που θα αποκαταστήσει την τάξη στη Βενεζουέλα. Το κάνει με τρόπο σπασμωδικό και αμήχανο όπως είναι στο χαρακτήρα του (ο Μαδούρο δεν είναι Τσάβες), αφού, αρχικά, δεν γίνεται σαφές τι επιδιώκει. Η παραμονή του στην εξουσία; Η η ανατροπή της Εθνοσυνέλευσης; Ο στόχος καθορίζεται με το πέρασμα των εβδομάδων, και το αίμα που χύνετε από τους αντιπάλους (με τους οποίους συγκρούονται στο δρόμο, όπως είχε γίνει και το 2002, τα collectivos, οι συλλογικότητες, ομάδες νέων που μοιάζουν πολύ με τους μηχανοκίνητους ευρωπαίους προλετάριους «Antifa»).

Για να καταστούν αμετάκλητοι οι κοινωνικοί στόχοι της Μπολιβαριανής επανάστασης, και να διασφαλιστεί θεσμική νομιμότητα στις μορφές δημοκρατίας που προέκυψαν αυθόρμητα από τα κάτω. Και να δοθεί νομική στήριξη σε μια πορεία προς μια διαφοροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας.

Αυτό παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την «ειρήνη». Φαίνεται σαν ένας στόχος απατηλός, στα πλαίσια ενός ταξικού πολέμου που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, και υπό την απειλή μιας εχθρικής Δύσης. Το γεγονός είναι ότι στις 30 Ιουλίου του 2017 οκτώ εκατομμύρια Βενεζουελάνοι δείχνουν να το πιστεύουν, και επέλεξαν  τα  545 μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης, από εκπρόσωπους των κατηγοριών  που θεωρούνται αντιπροσωπευτικές (συμπεριλαμβανομένων των αυτοχθόνων,των  φεμινιστριών, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, κλπ). ΗΠΑ, ΕΕ, esqualidos ( «αντιδραστικοί», και αποστάτες της αριστεράς) ουρλιάζουν ότι πρόκειται για την αναγγελία μιας  δικτατορίας. Ξεχνούν το γεγονός  ότι εδώ και δεκαοκτώ χρόνια ονομάζουν «δικτατορία» το πείραμα Τσάβες, και χαρακτήριζαν το Σύνταγμα, το οποίο τώρα θα μεταρρυθμιστεί εργαλείο καταπίεσης.

Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Από τις τάξεις των τσαβιστών δεν λείπουν οι οπορτουνιστές και οι φιλόδοξοι, οι διεφθαρμένοι και οι αυταρχικοί, οι φανφαρόνοι και οι μπλαμπλάδες. Παρ’ όλα αυτά είναι παρασάγγες καλύτεροι, σε σχέση με την δολοφονική ψύχωση των «φιλελεύθερων» αντιπάλων τους. Νομίζω ότι
σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό, ότι οι τσαβιστές υπερασπίστηκαν, αν και ορισμένες φορές με αμφισβητήσιμο τρόπο, ένα από τα τελευταία προπύργια του λατινοαμερικάνικου προοδευτισμού,αλλά κυρίως ότι άνοιξαν κι άλλους χώρους για την αυτοκυβέρνηση των κατώτερων τάξεων. Στο δρόμο του ένδοξου παράδειγματος της Νικαράγουας της δεκαετίας του '80.

 Ελπίζω να είναι έτσι η νέα Βενεζουέλα, όαση αντίστασης στην ενιαία σκέψη και στα πρότυπα που επιβάλλει ένας γερασμένος ιμπεριαλισμός. Δεν πιστεύω στον Μαδούρο, ούτε στο PSUV, αλλά στις comunas (τις κοινότητες), τους συνεταιρισμούς και στις μισητές συλλογικότητες ( collectivos).  Έχω εμπιστοσύνη στην αυτονομία της τάξης.

Σημειώσεις
[1] Για το πώς λειτουργεί πρακτικά μια
comuna μπορείτε να το δείτε στο ντοκιμαντέρ Junteras. Δυστυχώς, βαρετό, αλλά κατατοπιστικό.

[--->]