Ενάντια στη νεοφιλελεύθερη αριστερά

 

Πρόλογος του Vladimiro Giacche στην ιταλική έκδοση του βιβλίου της Ζάρα Βάγκενκνεχτ Die Selbstgerechten. Mein Gegenprogramm –für Gemeinsinn und Zusammenhalt.

Τίτλος ιταλικής έκδοσης CONTRO LA SINISTRA NEOLIBERALE

 

Κάποτε ο όρος «Αριστερά» ήταν συνώνυμο της αναζήτησης δικαιοσύνης και κοινωνικής ασφάλειας, της αντίστασης, της εξέγερσης και της δέσμευσης υπέρ όσων δεν είχαν γεννηθεί από  πλούσια οικογένεια και έπρεπε να συντηρούν τον εαυτό τους με σκληρή και συχνά ανέμπνευστη εργασία. Το να είσαι αριστερός σήμαινε ότι αγωνίζεσαι για την προστασία αυτών των ανθρώπων από τη φτώχεια, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση, ανοίγοντάς τους δυνατότητες στην παιδεία και στην κοινωνική ανέλιξη, κάνοντας τη ζωή τους πιο εύκολη, πιο οργανωμένη και προγραμματίσημη. Οι αριστεροί πίστευαν στην ικανότητα της πολιτικής να διαμορφώνει την κοινωνία μέσα σε ένα δημοκρατικό έθνος-κράτος και ότι αυτό το κράτος θα μπορούσε και θα έπρεπε να διορθώνει τις συνέπειες της αγοράς. [...] Φυσικά, πάντα υπήρχαν μεγάλες διαφορές ακόμη και μεταξύ των υποστηρικτών της αριστεράς. [...] Αλλά συνολικά , ένα ήταν ξεκάθαρο: τα αριστερά κόμματα, είτε πρόκειται για σοσιαλδημοκράτες, σοσιαλιστές ή, σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες για κομμουνιστές, δεν εκπροσωπούσαν τις ελίτ, αλλά τους πιο κατατρεγμένους».

 

 

Πιστεύω ότι οι αναγνώστες δεν θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν με την περιγραφή που προτείνει η Sahra Wagenknecht στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της. Η περιγραφή αυτή αποτελεί επίσης το καλύτερο σημείο εκκίνησης προκειμένου  να παρουσιάσω αυτές που θεωρώ ως τις βασικές θέσεις του βιβλίου, αυτές που το καθιστούν ένα σημαντικό και κατάλληλα σκανδαλώδες βιβλίο.

 

Κάποτε, η Αριστερά ήταν πράγματι αυτό. Και σήμερα; Σήμερα τα πράγματα έχουν  αλλάξει αρκετά. Αν κάποτε στο κέντρο του ενδιαφέροντος όσων  ισχυρίζονταν ότι είναι στην αριστερά,  ήταν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, αυτό πλέον δεν ισχύει . Τώρα,παρατηρεί η συγγραφέας, «η κοινωνική αριστερά κυριαρχείται από μια τυπολογία απόψεων που στο εξής θα την ονομάσουμε αριστερά του λάιφ στάιλ, [στο γερμανικό πρωτότυπο Lifestyle-Linke, στην κυριολεξία «αριστερά του τρόπου ζωής»], με την έννοια ότι όσοι την υποστηρίζουν δεν θέτουν πλέον τα κοινωνικά και πολιτικοοικονομικά προβλήματα στο επίκεντρο της αριστερής πολιτικής αλλά πιο πολύ βάζουν ζητήματα του τρόπου ζωής, που σχετικά με τις καταναλωτικές συνήθειες και τις ηθικές κρίσεις των τρόπων συμπεριφοράς. [... ] Ο εκπρόσωπος της λάιφ στάιλ  αριστεράς [... ] είναι κοσμοπολίτης και φυσικά φιλοευρωπαίος [...].Ανησυχεί για το κλίμα και είναι υπέρ της  χειραφέτησης, της μετανάστευσης και των σεξουαλικών μειονοτήτων. Είναι πεπεισμένος ότι το έθνος-κράτος είναι ένα μοντέλο που πεθαίνει και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη του κόσμου χωρίς πολλούς δεσμούς με τη χώρα του». Ο εκπρόσωπος της λάιφ στάιλ  αριστεράς ούτε μπορεί -ούτε επιθυμεί- να ονομάζεται «σοσιαλιστής», ούτε καν με τη σοσιαλδημοκρατική έννοια του όρου, αλλά  φιλελεύθερος αριστερός.

 

Η ίδια η αντίληψη του να κάνει κανείς πολιτική και οι στόχοι της έχουν αλλάξει ριζικά. «Δεν τίθεται πλέον ζήτημα αλλαγής της κοινωνίας, αλλά η αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η συμμετοχή σε διαδηλώσεις γίνεται πράξη προσωπικής ολοκλήρωσης : κάποιος αισθάνεται άνετα με τη συνείδησή του να διαδηλώνει για το καλό μαζί με ανθρώπους που έχουν την ίδια άποψη». Και , πιστεύω ότι ο καθένας μας έχει βιώσει διαδηλώσεις που είχαν περισσότερο την όψη παιγνιώδους θεατρικής παράστασης παρά διαδηλώσεις της βούλησης να αγωνιστούμε για συγκεκριμένα ζητήματα.

 

 

Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η λάιφ στάιλ αριστερά αποφεύγει την σύγκρουση ως τέτοια. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αρκετές φορές στρέφεται εναντίον λάθος στόχου. Όπως παρατηρεί η  Wagenknecht, στην πραγματικότητα «η λάιφ στάιλ  αριστερά είναι και μοντέρνα αλλά και αντιπαθής, διότι, ενώ υποστηρίζει μια ανοιχτή και ανεκτική κοινωνία, απέναντι σε απόψεις διαφορετικές από τις δικές της δείχνει συνήθως μια απίστευτη μισαλλοδοξία, η οποία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνη της άκρας Δεξιάς. Αυτή η έλλειψη κατανόησης πηγάζει από το γεγονός ότι ο αριστεροφιλελευθερισμός  σύμφωνα με την αντίληψη των υποστηρικτών του, δεν είναι μια άποψη, αλλά θέμα ευπρέπειας. Όσοι παρεκκλίνουν από τα δικά τους στάνταρντ, στα μάτια των αριστεροφιλελεύθερων δεν είναι απλά ως ένα άτομο που σκέφτεται διαφορετικά, αλλά ένα κακό άτομο, ίσως ακόμη και εχθρός της ανθρωπότητας ή ακόμη και ναζί».

 

 

Από αυτή τη μισαλλόδοξη και υπερφίαλη στάση (δεν είναι τυχαίος ο αρχικός τίτλος του βιβλίου (Die Selbstgerechten, δηλαδή «Οι αυτοδικαιούμενοι»), η ίδια η Wagenknecht δίνει πολλά παραδείγματα.Εγώ θα μεταφέρω  ένα που θεωρώ σημαντικό. Το 2019, οι νέοι των Fridays for Future που είχαν συγκεντρωθεί στο  Lausitz (στην ανατολική Γερμανία) για να απαιτήσουν την κατάργηση του άνθρακα, διαδήλωσαν ενάντια στους περίπου χίλιους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι τραγουδούσαν τα τραγούδια των ανθρακωρύχων. Και δεν βρήκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να προσβάλλουν αυτούς τους ανθρώπους - των οποίων ο βιοπορισμός εξαρτιόταν από το ανθρακωρυχείο - με το να τους χαρακτηρίσουν «ναζί του άνθρακα».

 

Οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί που η φιλελεύθερη αριστερά αρέσκεται να χρησιμοποιεί εναντίον των αντιπάλων της καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θέσεων : «Όποιοι περιμένουν από την κυβέρνησή τους να φροντίσει πρώτα απ' όλα την ευημερία του ντόπιου πληθυσμού και την προστασία του από το διεθνές ντάμπινγκ και άλλες αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης- μια αρχή που θα ήταν προφανής για την παραδοσιακή αριστερά -χαρακτηρίζεται σήμερα ως εθνικοσοσιαλιστική, ενίοτε μάλιστα με την κατάληξη -ιστής» (εξ ου και «εθνικοσοσιαλιστής», δηλαδή ναζι). Και φυσικά «όσοι δεν το βρίσκουν σωστό να μεταβιβάζονται όλο και περισσότερες εξουσίες από τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις που αυτοί ψήφισαν σε μια απίστευτη λομπίκρατία των Βρυξελλών είναι φυσικά αντιευρωπαϊστές». Και στην Ιταλία, ως γνωστό, αυτοί που θέλουν τη ρύθμιση της μετανάστευσης είναι ρατσιστές , όσοι πιστεύουν ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το ενιαίο νόμισμα έχουν βλάψει τους εργαζόμενους και την οικονομία μας είναι «νοσταλγοί της λιρέτας» και πιθανότατα “φαιοκόκκινοι”, όσοι αμφισβητούν τη σοφία της υποχρεωτικής μετατροπής από τις μηχανές εσωτερικής καύσης σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι «αρνητές του κλίματος»,, όποιος πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να ανακτήσει μέρος των θεμελιωδών αρμοδιοτήτων του, είναι εκτός εποχής, αν δεν είναι ανοιχτά φασίστας.

 

 

Προς αυτή την προσέγγιση στα προβλήματα συγκλίνουν στην πραγματικότητα δύο διακριτές μεταμορφώσεις στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη: από τη μία πλευρά, η  απομάκρυνση από το ζήτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εκείνο των πολιτικών δικαιωμάτων (και πιο πρόσφατα, της προστασίας του περιβάλλοντος)- ενώ από την άλλη - τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα  σοσιαλδημοκρατικά κόμματα - η ουσιαστική προσήλωση στο νεοφιλελεύθερο όραμα του οικονομικού «εκσυγχρονισμού».

 

 

 

Ο συγγραφέας προσδιορίζει σωστά το σημείο καμπής, της τελευταίας αυτής θέσης, στον λεγόμενο «τρίτο δρόμο» των Κλίντον, Μπλερ και Σρέντερ, ο οποίος αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα του δεύτερου κύματος των νεοφιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων μετά από εκείνες του Ρήγκαν και της Θάτσερ, βρίσκοντας επίσης επιφανείς μιμητές στην ιταλική αριστερά.

 

Ο συνδυασμός αυτός αριστερού φιλελευθερισμού και οικονομικού φιλελευθερισμού δημιούργησε το πολιτικό μοντέλο που η Αμερικανίδα φιλόσοφος Νάνσι Φρέιζερ αποκάλεσε «προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό».

 

Η αποδοχή αυτού του μοντέλου  από την αριστερά σύμφωνα με την Wagenknecht άνοιξε το δρόμο στις νίκες της δεξιάς, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να χαρακτηρίζουν τις εκλογές σε πολλές δυτικές χώρες.

 

Φυσικά, η απάντηση του φιλελεύθερου αριστερού στο ερώτημα για ποιο λόγο η δεξιά κερδίζει τις εκλογές είναι ότι «για να ψηφίζουν δεξιά είναι άνθρωποι που είναι αντίθετοι με μια φιλελεύθερή κοινωνία ,προτιμούν αυταρχικές λύσεις» και οι οποίο χαρακτηρίζονται από συμπεριφορές  εχθρικές απέναντι στους μετανάστες, τις μειονότητες και τους ομοφυλόφιλους.

 

 

Υπάρχει όμως  και μια δεύτερη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η απάντηση αυτή σημειώνει η συγγραφέας - «μας λέει ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση του κράτους πρόνοιας έχουν κάνει τη ζωή χειρότερη για πολλούς, ή τουλάχιστον έχουν αναγκάσει πολλούς να συμβιβαστούν με μεγαλύτερες αβεβαιότητες και με το φόβο για το μέλλον τους

 

 Και θα μας πει ότι ο αριστερός φιλελεύθερος προσανατολισμός, αυτός που   κυριαρχεί στα μμε, τους έχει δώσει επίσης την αίσθηση ότι οι αξίες και οι τρόπος ζωής τους δεν είναι πλέον σεβαστοί, αλλά ηθικά καταδικαστέοι».

 

Εν  ολίγοις, η δεύτερη απάντηση ξεκινά από την υπόθεση ότι «οι ψηφοφόροι ψηφίζουν δεξιά  επειδή έχουν εγκαταλειφθεί από όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και δεν αισθάνονται πλέον ότι εκτιμώνται πολιτισμικά». Αυτοί οι ψηφοφόροι βλέπουν στο φιλελευθερισμό της αριστεράς μια διπλή επίθεση εναντίον τους: «μια επίθεση στα κοινωνικά τους δικαιώματα, επειδή θεωρούν ως προοδευτικό εκσυγχρονισμό  εκείνες ακριβώς τις αλλαγές που τους έχουν αφαιρέσει την ευημερία και την ασφάλειά τους»,αλλά ταυτόχρονα  και «μια επίθεση στις αξίες και στον τρόπο ζωής τους, ο οποίος στην φιλελεύθερη αριστερή αφήγηση υποτιμάται ηθικά και θεωρείται οπισθοδρομικός».

Στην πραγματικότητα εδώ τέμνονται δύο κατηγορίες προβλημάτων: η πρώτη αφορά την πραγματική ταξική εκπροσώπηση του σημερινού αριστερού φιλελευθερισμού,η δεύτερη τις αξίες του. Εδώ η Wagenknecht γίνεται αιχμηρή.

Σχετικά με την ταξική εκπροσώπηση: «Σήμερα, όταν γίνεται αναφορά στην αριστερά, αναφερόμαστε σε μια πολιτική που ασχολείται με τα συμφέροντα της μορφωμένης μεσαίας τάξης,που οργανώνεται και κατευθύνεται από εκείνους που ανήκουν σε αυτήν. Ωστόσο, είναι αυτή η κοινωνική τάξη, μαζί με την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία βγήκε νικήτρια μετά από όλες τις αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών αφού έχει επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση»,και , «τουλάχιστον εν μέρει, από το status quo της φιλελεύθερης οικονομίας».

Η πραγματικότητα μας λέει ότι, «ακριβώς αυτές οι εξελίξεις έκαναν τη ζωή πιο δύσκολη στους παλιούς ψηφοφόρους των αριστερών κομμάτων, αφού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την άνοδο και την προνομιακή  θέση της τάξης των πανεπιστημιακά μορφωμένων που ζουν στην πόλη». Και πράγματι, ακόμη και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, αυτοί που ψηφίζουν αριστερά είναι κυρίως οι κάτοικοι του ιστορικού κέντρου και των εύπορων γειτονιών .

Οσον  αφορά τις αξίες: αυτό που σήμερα ονομάζεται αριστερός φιλελευθερισμός είναι η «μεγάλη αφήγηση» της μεσαίας τάξης των πτυχιούχων και των ακαδημαϊκών, τις αξίες και τα συμφέροντα των οποίων  εκφράζει. Σε τελευταία ανάλυση, «ο αριστερός φιλελευθερισμός βλέπει την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών από την οπτική γωνία των νικητών: μια ιστορία προόδου και χειραφέτησης», στο κέντρο της οποίας βρίσκονται “ατομικιστικές και κοσμοπολίτικες αξίες”.

 

Στις  σημαντικές πτυχές αυτού του βιβλίου είναι ακριβώς το θάρρος να αμφισβητεί άμεσα αξίες όπως ο ατομικισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Και πράγματι, η  Wagenknecht παρατηρεί ότι «με αυτές τις αξίες μπορεί κανείς να  απονομιμοποιήσει τόσο μια αντίληψη για το κράτος πρόνοιας στο πλαίσιο του έθνους-κράτους, όσο και από μια ρεπουμπλικανικη αντίληψη για τη δημοκρατία. Καταφεύγοντας σε αυτόν τον κανόνα αξιών, είναι δυνατόν να ενσωματώσει τον οικονομικό φιλελευθερισμό, τη παγκοσμιοποίηση και τη διάλυση των κοινωνικών υποδομών σε μια αφήγηση που τα κάνει να φαίνονται ως προοδευτικές αλλαγές: μια αφήγηση που αναφέρεται σε υπέρβαση της εθνικιστικής απομόνωσης, της επαρχιακής αμβλύτητας και μιας καταπιεστικής αίσθησης της κοινότητας, μια αφήγηση υπέρ του ανοίγματος στον κόσμο,την ατομική χειραφέτηση και την αυτοπραγμάτωση». Κατά συνέπεια,στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το οποίο είναι αφιερωμένο σε ένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα για τις ιδέες του αριστερού φιλελευθερισμού, σημαντικό ρόλο παίζει η δικαίωση της σημασίας των κοινοτικών δεσμών, σε συνδυασμό με την παρατήρηση ότι οι δεσμοί αυτοί διατηρούν την αξία τους ως κοινωνική συγκολλητική ουσία μόνο εντός περιορισμένων  και οριοθετημένων πλαισίων.

 

«Χωρίς κοινοτικούς δεσμούς», παρατηρεί η συγγραφέας, »δεν υπάρχει respublica». Η κοινότητα, η πολιτική και η δημοκρατία είναι έννοιες που είναι σταθερά  συνδεδεμένες μεταξύ τους. «Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι η σύγχρονη έννοια του έθνους ως κοινότητα των πολιτών μιας χώρας διατυπώθηκε για πρώτη φορά συνειδητά κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και τέθηκε σε άμεση σχέση με τη διεκδίκηση μιας δημοκρατικής συγκρότησης των κοινών υποθέσεων. Με την διάλυση αυτής της αίσθησης κοινότητας [...]  παύει να υπάρχει, επομένως,και η ουσιαστική προϋπόθεση για μια πολιτική που θα μπορούσε τουλάχιστον να βάλει φρένο στον καπιταλισμό και, σε μια προοπτική, ακόμη και να τον ξεπεράσει». Το αντίθετο του «κοινότητας» δεν είναι, επομένως, η ατομική ελευθερία, αλλά η ελευθερία της οικονομικής εξουσίας να μετεγκαθιστά επιχειρήσεις, να κάνει arbitrage μεταξύ φορολογικών συστημάτων, όπου οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται κενά στα διεθνή φορολογικά συστήματα για να επωφεληθούν, να καταστρατηγεί -προς όφελος λίγων- την κοινωνική προστασία που οικοδομήθηκε επί δεκαετίες για την πλειοψηφία των ανθρώπων.

 

 

Αλλά ο πραγματικός στόχος της επίθεσης στην κοινότητα είναι στην πραγματικότητα άλλος: είναι το κράτος. Και είναι ακριβώς σε αυτό το έδαφος που η συνέχεια μεταξύ της νεοφιλελεύθερης αφήγησης του νεοφιλελευθερισμού και της αριστερής παραλλαγής του αναδεικνύεται ιδιαίτερα καθαρά.

 

 

«Το κράτος», παρατηρεί η Wagenknecht, »είχε πάντα μια στάση εχθρική στη νεοφιλελεύθερη αφήγηση. Είναι άπληστο και αναποτελεσματικό, πολύ παρεμβατικό με  τους δικούς του κανόνες και αλαζονικό στον τρόπο οργάνωσής του. Είναι απολύτως σαφές πού στοχεύει αυτή η αφήγηση: πρέπει να διαλύσουμε το κοινωνικό κράτος, το οποίο κοστίζει πολύ στις οικονομικές ελίτ, να ιδιωτικοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τις υπηρεσίες του δημοσίου και να μειώσουμε το κόστος της διοίκησης, μέχρις ότου αυτή σε απόγνωση υποταχθεί στην ιδιωτική οικονομία και στηριχθεί σε όλο και περισσότερους τομείς (εννοείται με ιδιοτέλεια!) στις συμβουλές και τις επαγγελματισμό της ιδιωτικής οικονομίας».

 

 

Η αριστερή παραλλαγή αυτής της επίθεσης στο κράτος συνίσταται στο να αναπαριστά το έθνος-κράτος «όχι μόνο ως παρωχημένο, αλλά ακόμη και ως επικίνδυνο, δηλαδή δυνητικά επιθετικό και πολεμοχαρές. Για τον  λόγο  αυτόν η συμβολή του αριστερού φιλελευθερισμού καταλήγει σχεδόν πάντα στην  προειδοποίηση ότι δεν πρέπει να υπάρξει επιστροφή στο εθνικό κράτος, σαν να ανήκε αυτό στο παρελθόν και να ζούσαμε ήδη σε έναν υπερεθνικό κόσμο». Στην Ιταλία, όπως είναι γνωστό, είναι πολύ της μόδας στην Αριστερά και οι διάφορες παραλλαγές περί «ανίκανου /διεφθαρμένου/σπάταλου κράτους» (προφανώς λόγω των οντολογικών περιορισμών των συμπατριωτών μας), το οποίο πρέπει επομένως να παραχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερες εξουσίες και προνόμια σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι ασφαλώς καλοπροαίρετη και σε κάθε περίπτωση πιο «σοβαρή» από τους πολίτες αυτής της χώρας και από εκείνους που τους εκπροσωπούν.

Όσο κι αν η θέση αυτή χαρακτηρίζει τη χώρα μας, έχει κάτι κοινό με τον αριστερό φιλελευθερισμό όπως τον περιγράφει η Wagenknecht στο βιβλίο της. Ο τελευταίος μάλιστα διαφέρει από τον νεοφιλελευθερισμό και επειδή «δεν τάσσεται υπέρ της μεταβίβασης της κυβερνητικής εξουσίας από τα κράτη απευθείας στις πολυεθνικές εταιρείες αλλά η θέση του είναι μάλλον η μεταφορά των δημοκρατικών δομών σε υπερεθνικό επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, προτείνει μια βαθύτερη ολοκλήρωση που ελπίζει ότι θα καταλήξει σε ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος με πλήρες λειτουργικό κοινοβούλιο και μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Πολλές φορές, ως προς αυτό, λένε ότι η τα εθνικά κράτη στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο δεν είναι πλέον ικανά να ασκήσουν κυρίαρχη κοινωνική και οικονομική πολιτική. Ετσι,η αναγκαιότητα για υπερεθνικές διακρατικές δομές λήψης αποφάσεων δικαιολογείται με το ότι , μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί η πολιτική να αποκτήσει και πάλι πραγματικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά».

 

 

Η συγγραφέας αμφισβητεί την άποψη αυτή για δύο λόγους. Εν τω μεταξύ,δεν έχει νόημα να μιλάμε για «αδυναμία δράσης» των εθνικών κρατών αφού σε κάθε μεγάλη κρίση τις τελευταίες δεκαετίες, «είτε πρόκειται για την κατάρρευση των τραπεζών ή τον κοροναϊό που γονάτισε την οικονομία, τα εθνικά κράτη που σήμερα έχουν κηρυχθεί νεκρά, αποδείχθηκαν οι μόνοι παράγοντες ικανοί να δράσουν». Και πράγματι, ήταν τα κράτη αυτά που διέσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα «με τεράστια οικονομικά πακέτα διάσωσης» (όχι τυχαία ονομάζονται «κρατικές ενισχύσεις») ή, «στην κρίση COVID-19, κινητοποίησαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια για την ενίσχυση των οικονομιών τους». Και όχι μόνο αυτό: «Τα εθνικά κράτη είναι επίσης ο μόνος παράγοντας που σήμερα διορθώνει σημαντικά τις επιπτώσεις της αγοράς, διανέμει τα εισοδήματα και παρέχει ασφάλεια σε κοινωνικό επίπεδο».

 

 

Αλλά πάνω απ' όλα η ιδέα ότι η ΕΕ μπορεί να αποτελέσει πραγματικά την ατμομηχανή μιας αναζωογόνησης της δημοκρατίας αποτελεί μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Το αντίθετο ισχύει: «Η βαθμιαία διολίσθηση των αρμοδιοτήτων λήψης αποφάσεων από το εθνικό επίπεδο,πιο ελεγχόμενες και εκτεθειμένες στον δημόσιο έλεγχο, στο διεθνές επίπεδο, λιγότερο διαφανές και εύκολα χειραγωγήσιμο από τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις,σημαίνει πάνω απ' όλα ένα πράγμα: ότι η πολιτική χάνει τις δημοκρατικές της βάσεις». Από την άποψη αυτή, οι ίδιες οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου δεν έχουν μόνο μικρή σημασία, αλλά τελικά αποτελούν το  φύλλο συκής που καλύπτει ανεπαρκώς μια αποεδαφικοποίηση των πολιτικών αποφάσεων προς όφελος υπερεθνικών εξουσιών που είναι αδιαφανείς και ουσιαστικά στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης.

 

 

Σ’ αυτή την επικίνδυνη «φιλοευρωπαϊκή» αυταπάτη, η Wagenknecht αντιπαραθέτει στερεό  ρεαλισμό: «το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο μπορούν να υπάρξουν θεσμοί, οι οποίοι θα ασχολούνται με το εμπόριο και την επίλυση κοινών προβλημάτων και θα ελέγχονται δημοκρατικά, δεν θα είναι η Ευρώπη ή οκόσμος αλλά,αντίθετα, θα είναι το πολύπαθο και πολύ πρόωρα υποτίθεται νεκρό έθνος-κράτος. Αυτή τη στιγμή είναι το μόνο διαθέσιμο εργαλείο για τον έλεγχο των αγορών, να εγγυάται την κοινωνική ισότητα και να απελευθερώνει ορισμένους τομείς από την λογική του εμπορίου. Επομένως, είναι δυνατόν να  επιτύχουμε περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική ασφάλεια όχι περιορίζοντας, αλλά ενδυναμώνοντας την κυριαρχία των εθνικών κρατών».

 

 

Επομένως, όχι μόνο δεν πρέπει να παραχωρήσουμε περισσότερες εξουσίες στις Βρυξέλλες, αλλά πρέπει να επανεθνικοποιήσουμε κάποιες από όσες έχουν ήδη παραχωρηθεί: η συγγραφέας δηλώνει υπέρ μιας «Ευρώπης των κυρίαρχων δημοκρατικών κρατών». Είναι αυτά

Τα κράτη αυτά είναι οι μόνοι δυνατοί φορείς της ενίσχυσης του δημόσιου τομέα της οικονομίας, της «λογικής αποπαγκοσμιοποίησης της οικονομίας μας» και της «ριζικής αποπαγκοσμιοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών» που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πτυχές του πολιτικού προγράμματος που προτείνει η Wagenknecht στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της.

 

Δεν θα υπεισέλθω στην ουσία αυτού του προγράμματος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό το συμμερίζομαι.

 

Αντί γιαυτό, θα ήθελα να προτείνω ένα απόσπασμα από τα συμπεράσματα του βιβλίου της Sahra Wagenknecht: «Τις τελευταίες δεκαετίες, στις δυτικές κοινωνίες, ο τρόπος ζωής και εργασίας των ανθρώπων έχει αλλάξει σημαντικά, όπως και ο τρόπος διανομής των καρπών της εργασίας τους. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι ένα ιδιόμορφο αποτέλεσμα τεχνολογικών καινοτομιών, αλλά το αποτέλεσμα στρατηγικών σε πολιτικό επίπεδο.Σε πολλούς τομείς, έγινε το αντίθετο από αυτό που είχαν υποσχεθεί. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανταγωνιστικότητας, πάνω στο οποίο βασίστηκαν η παγκοσμιοποίηση, ο οικονομικός φιλελευθερισμός και οι ιδιωτικοποιήσεις, εξάλειψε τον ανταγωνισμό. Η τυφλή πίστη στη σοφία των αγορών οδήγησε στην εμφάνιση τεράστιων εταιρειών που κυριαρχούν στην αγορά και ισχυρών ψηφιακών μονοπωλίων, που σήμερα επιβάλλονται σε  όλους τους άλλους και καταστρέφουν τη δημοκρατία. Αντί για μια δυναμική οικονομία, προέκυψε μια ελάχιστα καινοτόμος οικονομία, η οποία ρίχνει πολλές χρήματα σε επιχειρηματικά μοντέλα που είναι επιζήμια για την κοινότητα και καθιστούν σχεδόν αδύνατη την επίλυση των πραγματικά σημαντικών προβλημάτων».

Πιστεύω ότι οι γραμμές αυτές μας δίνουν τη δυνατότητα να αναδείξουμε πειστικά το κύριο πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου: ότι αποκαλύπτει τις αθετημένες υποσχέσεις του νεοφιλελεύθερου κόσμου και επισημαίνει με τόλμη έναν διαφορετικό δρόμο.

Χωρίς να φοβάται να πάει κόντρα στο ρεύμα και να αντιτάσσεται στα δόγματα της φιλελεύθερης και μοντέρνας αριστεράς. Κάθε δυνατή αναβίωση της κριτικής σκέψης και πολιτικής που σκοπεύει να αλλάξει την κοινωνία μας προς το καλύτερο δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από μια σοβαρή αντιπαράθεση με τα ζητήματα που θίγονται σε αυτό το κείμενο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η Ζάρα Βάγκενκνεχτ,  ήταν επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κύριου κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς της Γερμανίας, Die Linke, από το 2015 έως το 2019, κερδίζοντας πάνω από το 9% των ψήφων στις εκλογές του 2017. Παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα, επισήμως για λόγους που σχετίζονται με το άγχος. Πολλοί είναι όμως εκείνοι που πιστεύουν ότι η απόφασή της είχε ως κίνητρο τη σταδιακή διολίσθηση του κόμματός της προς εκείνη τη μορφή «προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού» που φαίνεται πλέον να έχει μολύνει όλες τις δυτικές αριστερές και η οποία, σύμφωνα με τη Βάγκενκνεχτ, κινδυνεύει να αποτελέσει τον πιο σοβαρό λίθο για την Αριστερά (για την ιστορία, στις εκλογές του 2021 το κόμμα, που βρίσκεται πλέον στα χέρια του φιλελεύθερου-προοδευτικού ρεύματος, μείωσε στο μισό τα ποσοστά του: το χειρότερο αποτέλεσμα που είχε ποτέ). Ακριβώς σε αυτή την εκτροπή της αριστεράς είναι αφιερωμένο το νέο βιβλίο-μανιφέστο του Βάγκενκνεχτ, . Η σύγχρονη δυτική αριστερά - καταγγέλλει ο συγγραφέας - έχει πλέον πετάξει έννοιες όπως η ταξική πάλη και η καταπολέμηση των ανισοτήτων στον κάδο της ιστορίας για να γίνει μια «μοντέρνα αριστερά»: ένα lifestyle προνόμιο μιας στενής ελίτ - που εκπροσωπείται από τη νέα μεσαία τάξη των αποφοίτων πανεπιστημίων στις μεγάλες πόλεις - και εμπνέεται από τα δόγματα του κοσμοπολιτισμού, της παγκοσμιοποίησης, του ευρωπαϊσμού, της πολυπολιτισμικότητας, του περιβαλλοντισμού, του ταυτοτισμού και της πολιτικής ορθότητας. Μια ελίτ που δεν έχει τίποτα να πει για την εξαθλίωση της μεσαίας τάξης και την εκμετάλλευση των εργαζομένων, που όχι μόνο προωθεί τα συμφέροντα των νικητών της παγκοσμιοποίησης, αλλά περιφρονεί ανοιχτά τους ηττημένους, δηλαδή τις εργατικές τάξεις και τις αξίες τους, που κατηγορείται ως φασιστική, ρατσιστική, οπισθοδρομική, σεξιστική, εθνικιστική, λαϊκιστική. Μια ελίτ που περιορίζεται όλο και περισσότερο σε εκλογικούς όρους, αλλά η οποία ωστόσο ασκεί μια πολύ ισχυρή ηγεμονία στα μέσα ενημέρωσης και στον κόσμο του πολιτισμού. Απέναντι σε αυτή την αριστερά των λίγων προνομιούχων, η  Ζάρα Βάγκενκνεχτ  σκιαγραφεί ένα ριζικά εναλλακτικό όραμα, για μια αριστερά που είναι σε θέση να επιστρέψει στην εκπροσώπηση και να μιλήσει στις εργατικές τάξεις: ένα αντιπρόγραμμα που βασίζεται σε αξίες όχι ατομικιστικές αλλά κοινοτιστικές -συμπεριλαμβανομένων εννοιών που απεχθάνονται οι σύγχρονοι προοδευτικοί, όπως η πατρίδα, η κοινότητα, το ανήκειν-, ικανές να καθορίσουν την ταυτότητα, όχι πλέον μιας διανοούμενης μειοψηφίας, αλλά μιας πλειοψηφίας που αποτελείται από συγκεκριμένα άτομα. Και να θέσει έτσι τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.

 

«Το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί σε ένα πολιτικό κλίμα όπου η κουλτούρα της ακύρωσης έχει αντικαταστήσει τις δίκαιες αντιπαραθέσεις. Το κάνω γνωρίζοντας ότι θα μπορούσα κι εγώ να καταλήξω ακυρωμένος. Εξάλλου, ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, επιφύλαξε ακριβώς το κατώτερο επίπεδο της Κόλασης για εκείνους που «απέχουν» σε περιόδους βαθιάς αλλαγής, τους «αδαείς»...».

 

 

·       ZTL=Zona a Traffico Limitato,ζώνη περιορισμένης κυκλοφορίας ,κυρίως στα ιστορικά κέντρα των πόλεων αλλά όχι μόνο