Ορισμένα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με τον Covid-19



Τα παιδιά κινδυνεύουν λιγότερο να προσβληθούν από τη νόσο Covid-19. Στα νοικοκυριά στην Κίνα η πιθανότητα  των παιδιών να μολυνθούν  ήταν μόνο το 30% της μέσης πιθανότητας για όλα τα μέλη της οικογένειας. Για τα  άτομα άνω των 65 ετών η πιθανότητα  έφτανε στο 150% του μέσου όρου των νοικοκυριών. Τα παιδιά που μολύνονται από τον κορονοϊό έχουν γενικά μόνο πολύ ήπια συμπτώματα. Αλλά φέρουν το ίδιο φορτίο ιών με τους μεγάλους. Αυτό σημαίνει ότι σε γενικές γραμμές μεταδίδουν τον ιό όσο και οι ενήλικες.

Στη διάρκεια μιας κανονικής σχολικής μέρας, ένα παιδί θα έλθει πολλές φορές σε έντονη επαφή με περίπου 47 άλλα άτομα. Οι ενήλικες θα έχουν μόνο 15 επαφές με άλλους ανθρώπους στη διάρκεια μιας κανονικής εργάσιμης ημέρας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά, ακόμη και αν είναι λιγότερο ευαίσθητα στην ασθένεια, εξακολουθούν να είναι ένας πολύ σημαντικός φορέας της επιδημίας. Ενώ το κλείσιμο σχολείων δεν μπορεί να σταματήσει εντελώς μια επιδημία και έχει κόστος, ωστόσο, μπορεί να μειώσει την κορύφωση της επιδημίας κατά περίπου 60%.

                                                         *********************

Ο Δρ. Φάουτσι, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων, δήλωσε πρόσφατα ότι το αντι-ιικό φάρμακο remdesivir αποτελεί «πρότυπο φροντίδας» βάσει μη δημοσιευμένων δοκιμών. Αλλά η απόφαση ήταν ασαφής και τέθηκε υπό αμφισβήτηση καθώς φαίνεται ότι η κυβέρνηση άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού προκειμένου να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα:

Αντί να υπολογίσουν πόσα από τα άτομα στα οποία χορηγούσαν το φάρμακο επέζησαν ή πέθαναν, μεταξύ άλλων μέτρων, το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων δήλωσε ότι θα κρίνει το φάρμακο κυρίως με βάση ένα διαφορετικό στοιχείο: το χρόνο ανάρρωσης των ασθενών που επέζησαν
.

Ο θάνατος και άλλα αρνητικά αποτελέσματα θεωρήθηκαν δευτερεύουσας σημασίας : Οι ασθενείς θα εξακολουθούν να παρακολουθούνται, αλλά δεν θα είναι αυτό πλέον το βασικό στοιχείο της απόδοσης του remdesivir. Η μεταστροφή - την οποίο οι ειδικοί θεωρούν ότι δεν συνηθίζεται σε μεγάλες κλινικές δοκιμές, αλλά δεν είναι και πρωτοφανής - δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της κυβέρνησης klintrials.gov στις 16 Απριλίου, αλλά δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκείνη την εποχή.

«Σηκώνει πολλή συζήτηση και απαιτείται να δοθούν πολλές απαντήσεις», δήλωσε σε συνέντευξή του ο Walid F. Gellad, καθηγητής πολιτικής και διαχείρισης της υγείας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, «ειδικά όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε ότι  το remdesivir είναι πρότυπο φροντίδας και το μόνο που είδαμε ήταν ένα δελτίο τύπου για μια δοκιμή με ένα αποτέλεσμα που άλλαξε πριν από δύο εβδομάδες. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό» .

Μια κινεζική διπλά- τυφλή μελέτη [*] για το remdesivir, που δημοσιεύτηκε στο Lancet, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το φάρμακο δεν είχε στατιστικά αξιοσημείωτη επίδραση ως προς το χρόνο ανάκαμψης από την ασθένεια και το τελικό αποτέλεσμα.

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πόσο χρησιμοποιήθηκε η επιρροή του Λευκού Οίκου  για την προώθηση του φαρμάκου. Η επιρροή του Λευκού Οίκου θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί και για την αγορά αναπνευστήρων που τους πλήρωσε αλλά ποτέ δεν τους παρέλαβε.

                                                          *****************

[1]   Πρότυπο φροντίδας:  Μια διαδικασία διάγνωσης και θεραπείας που πρέπει να ακολουθήσει ένας κλινικός γιατρός για έναν συγκεκριμένο τύπο ασθενή, ασθένεια ή κλινική περίσταση. Παράδειγμα : Η επικουρική χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του πνεύμονα είναι «ένα νέο πρότυπο φροντίδας, αλλά όχι απαραίτητα το μόνο πρότυπο φροντίδας». (New England Journal of Medicine, 2004)



[2] Διπλά- τυφλή μελέτη = Διπλά τυφλή μελέτη είναι μία μέθοδος με την οποία συγκρίνεται η αποτελεσματικότητα του υπό δοκιμή φαρμάκου με αυτή ενός εικονικού φαρμάκου (που περιέχει ουσία χωρίς θεραπευτική δράση, όπως π.χ.  ζάχαρη)

Η διπλά τυφλή μελέτη έχει ως σκοπό της τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας ενός φαρμάκου (ή μίας θεραπευτικής μεθόδου) ως εξής: Το φάρμακο δίνεται από τους ερευνητές ιατρούς σε μία ομάδα ασθενών και σε μία άλλη ομάδα ασθενών δίνεται εικονικό φάρμακο (placebo), δηλαδή μία αδρανής από θεραπευτική άποψη ουσία. Ούτε οι ασθενείς ούτε οι θεράποντες ιατροί τους γνωρίζουν αν η ουσία που λαμβάνουν οι ασθενείς είναι η δραστική ή κάποια αδρανής.

Μετά οι ερευνητές ιατροί συγκρίνουν τα θεραπευτικά αποτελέσματα στις δύο ομάδες για να εξετάσουν αν υπάρχει διαφορά ποσοστών επιτυχίας μεταξύ των δύο ομάδων και αν ναι, πόσο μεγάλη είναι αυτή η διαφορά.

Ο σχεδιασμός αυτού του τύπου μελέτης έχει ως σκοπό να διαχωριστεί σε ποιο ποσοστό τα όποια θεραπευτικά αποτελέσματα οφείλονται όντως στο φάρμακο και σε ποιο ποσοστό οφείλονται στη πίστη, την προκατάληψη και τις προσδοκίες τόσο του ασθενούς όσο και του θεράποντος ιατρού από την θεραπευτική αγωγή.

Ο λόγος που γίνεται αυτή η σύγκριση, είναι ότι αυτοί οι παράγοντες (πίστη, προσδοκία, προκατάληψη και από τα δύο μέρη γιατρού και ασθενούς) έχουν από μόνοι τους πολύ μεγάλη θεραπευτική ισχύ και επιπλέον επηρεάζουν την κρίση ασθενών και γιατρών όσον αφορά την εκτίμηση του βαθμού του θεραπευτικού αποτελέσματος.

(Επειδή τόσο ο ασθενής όσο και ο θεράπων ιατρός του έχουν άγνοια γύρω από το ποια ουσία χορηγείται στον ασθενή, η μελέτη ονομάζεται «διπλά τυφλή», σε αντίθεση με την «απλά τυφλή» όπου πάλι μία ομάδα ασθενών παίρνει φάρμακο χωρίς να γνωρίζει αν είναι δραστικό ή εικονικό, αλλά οι θεράποντες ιατροί τους γνωρίζουν).

Η διπλά – τυφλή μελέτη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της προόδου της σύγχρονης (κλασικής) ιατρικής και συνιστά την μέθοδο που την διαχωρίζει με σαφή όρια από κάθε άλλη (εναλλακτική) μορφή ιατρικής όπως είναι η ομοιοπαθητική, ο βελονισμός, η αγιουρβέδα (παραδοσιακή ινδική ιατρική), το ρέικι κ.ά. οι οποίες δεν υποβάλλουν τις θεραπευτικές τους μεθόδους και τα φάρμακα που χρησιμοποιούν σε τέτοιου είδους έλεγχο.