Τι δείχνουν τα στοιχεία
των Emiliano Brancaccio, Nadia Garbellini e
Raffaele Giammetti
Δημοσιευμένες
επιστημονικές εργασίες των πιο σημαντικών διεθνών θεσμών καταρρίπτουν το
επιχείρημα ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας συμβάλει στη δημιουργία θέσεων
εργασίας και τη μείωση της ανεργίας. Η εμπειρική βιβλιογραφία μας δείχνει ότι η
μείωση του δικτύου προστασίας των εργαζομένων δεν συνδέεται στατιστικά με την
αύξηση της απασχόλησης, αλλά με την αύξηση των ανισοτήτων.
Η απελευθέρωση των απολύσεων και οι άλλες μορφές
απορρύθμισης της εργασίας ευνοούν τις προσλήψεις; Αρκετά μέλη της κυβέρνησης
και των ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι η αύξηση της απασχόλησης που καταγράφηκε τους τελευταίους
μήνες στην Ιταλία οφείλεται στην μεγαλύτερη ευελιξία στις συμβάσεις εργασίας
μετά την εφαρμογή του εργασιακού νόμου ( Jobs Act). Η
θέση αυτή, όπως θα δούμε, δεν επιβεβαιώνεται από την πλειονότητα των
επιστημονικών μελετών στον τομέα αυτό. Μια πρώτη αμφιβολία για μια υποτιθέμενη
σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης εργασίας και απασχόλησης προκύπτει αν συγκριθούν τα επίσημα
στοιχεία που αφορούν την Ιταλία με των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Από την έναρξη
ισχύος του νέου νόμου (Jobs Act) , η αύξηση της εξαρτημένης εργασίας υπήρξε πολύ
μικρότερη από τη μέση αύξηση της απασχόλησης στην ευρωζώνη. Στο ίδιο χρονικό
διάστημα, επίσης, η Ιταλία δεν φαίνεται να πλησιάζει ιδιαίτερα τον ευρωπαϊκό
μέσο όρο (στοιχεία Eurostat Ameco). Με άλλα λόγια, σε χώρες όπου τα τελευταία
δύο χρόνια δεν άλλαξε η εργατική νομοθεσία, οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν πολύ
περισσότερο από ό, τι στην Ιταλία.
Το αποτέλεσμα αυτής της απλής σύγκρισης δεν είναι τυχαίο. Μετά από είκοσι
χρόνια σχετικών ερευνών, οι οικονομικές αναλύσεις με τη μεγαλύτερη επιρροή δεν
έδειξαν να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη στατιστική σχέση μεταξύ επισφαλούς εργασίας
και απασχόλησης.
Οικονομολόγοι και θεσμικά όργανα που επί μακρόν υποστήριζαν
θερμά τις πολιτικές απορρύθμισης της εργασίας, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι δεν
είναι αρκετά τα στοιχεία για να υποστηριχτεί ότι αυτές οι πολιτικές ευνοούν τις
προσλήψεις.
Ορισμένες αναφορές θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να πειστεί από μια τέτοια προσέγγιση
της επιστημονικής έρευνας. Το 2006, σε αφιέρωμα πολύ γνωστού περιοδικού για το
θέμα, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Olivier Blanchard δήλωνε ότι «οι διαφορές στα καθεστώτα προστασίας
της απασχόλησης δείχνουν να μην συσχετίζονται ιδιαίτερα με τις διαφορετικά
ποσοστά ανεργίας των διάφορων χωρών» [1]. Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και ο
Tito Βoeri, ο οποίος μετά από διεξοδική
ανάλυση των μελετών για το θέμα μαζί με τον Jan van Ours (The Economics of Imperfect Labor Markets, Οικονομικά
της Εργασίας, Ανάλυση ατελών αγορών) που δημοσιεύθηκε το 2008, επισημαίνει ότι
από δεκατρείς ερευνητικές εργασίες σχετικά με το στοκ των μισθωτών και των
ανέργων που εξέτασαν, μόνο η μία έδειχνε να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ μείωσης
του δείκτη προστασίας και αύξηση της απασχόλησης, ενώ άλλες εννέα κατέληγαν σε ασαφή
συμπεράσματα και τρεις κατέληγαν κυριολεκτικά στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη εργασιακή
ανασφάλεια συνδέεται στατιστικά με τη μείωση της απασχόλησης και την αύξηση της
ανεργίας [2].
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι παραδοχές εκείνων των διεθνών θεσμών που επί
χρόνια καλούσαν τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν στο δρόμο της ευέλικτης εργασίας.
Στην έκθεση για την απασχόληση ( Employment Outlook) του
1999, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει την έλλειψη συσχέτησης μεταξύ κανόνων προστασίας των
εργαζομένων και ποσοστών ανεργίας [3]. Το τεστ του ΟΟΣΑ στη συνέχεια το αναπαρήγαγαν
πολλοί με ενημέρωση των στοιχείων, και πάντα έδινε το ίδιο αποτέλεσμα. [4]
Το γράφημα που ακολουθεί αναπαράγει την εμπειρική ανάλυση του
ΟΟΣΑ και την επεκτείνει σε δεδομένα
σχετικά με το χρονικό διάστημα 1985-2013 (Σχήμα 1). Στον κάθετο άξονα έχει
μεταφερθεί το μέσο ποσοστό ανεργίας κάθε χώρας. Στον οριζόντιο άξονα, το μέσο
επίπεδο του δείκτη προστασίας της απασχόλησης σε διάφορες χώρες όπως τον υπολογίζει
ο ΟΟΣΑ. Αν υπήρχε μια αξιοσημείωτη στατιστική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών, τότε
τα αντιπροσωπευτικά σημεία της υπό εξέταση χώρας θα έπρεπε να συγκεντρώνονται
γύρω από μια αύξουσα ευθεία (ΣτΜ, μια ευθεία που έχει σταθερό ρυθμό) από
αριστερά προς τα δεξιά, που δείχνει μια σχέση μεταξύ επιπέδων πιο υψηλών του
δείκτη προστασίας των εργαζομένων και επίπεδα πιο υψηλά της ανεργίας. Ωστόσο,
όπως φαίνεται στο γράφημα, τα σημεία διασπείρονται στο διάγραμμα,κάτι που
δείχνει την απουσία στατιστικής σχέσης μεταξύ προστασίας της
εργασίας και ανεργία.
Σχ. 1 -Το τεστ
του ΟΟΣΑ για την ευελιξία και την ανεργία, που αναπαράγεται με ενημερωμένα
στοιχεία (Πηγή: D. Suppa, Appendice, in E.
Brancaccio, Anti-Blanchard, 2η έκδοση., Franco Angeli, Milano 2016, στοιχεία του ΟΟΣΑ
Πρόσφατα, η Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη (World
Development Report) που δημοσιεύθηκε το 2013 από την Παγκόσμια Τράπεζα κατάληξε
στο εξής συμπέρασμα: «Νέα δεδομένα και πιο αυστηρές μέθοδοι οδήγησαν σε ένα
κύμα εμπειρικών μελετών τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αναφορικά με τις
επιπτώσεις της απορύθμισης της εργασίας, [...] Με βάση τις νέες αυτές έρευνες, οι
συνέπειες της μεγαλύτερης ευελιξίας της εργασίας παγκοσμίως, είναι μικρότερες
από την ένταση που υπαγορεύεται από το διάλογο. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι
εκτιμήσεις αυτές δείχνουν να είναι επουσιώδεις ή περιορισμένης εμβέλειας [5].Έρχεται
όμως και πάλι, η Έκθεση για την παγκόσμια
οικονομία (World Economic Outlook) του ΔΝΤ το 2016 για να υπογραμμίσει
ότι «οι μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την απόλυση των εργαζομένων αορίστου
χρόνου έχουν, κατά μέσο όρο, σημαντικές στατιστικά επιπτώσεις στην απασχόληση
και στις άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές» [6].
Στο ίδιο μήκος κύματος και
Απασχόληση του ΟΟΣΑ Outlook 2016, η οποία έχει ως εξής: «Η πλειοψηφία των
εμπειρικών μελετών που αναλύουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις
των μεταρρυθμίσεων της ευελιξίας της εργασίας, δείχνουν ότι έχουν μηδενική ή
περιορισμένη επίπτωση στα επίπεδα απασχόλησης σε μακροπρόθεσμη βάση »[7].
Τέλος, με ειδική αναφορά στον Jobs Act, μελέτη των Sestito και Viviano που δημοσιεύτηκε
από την Τράπεζα της Ιταλίας το 2015, αποδίδει στην μεγαλύτερη ελευθερία στις
απολύσεις που εισήγαγε η νέα νομοθεσία μόνο το πέντε τοις εκατό της συνολικής
αύξησης των συμβάσεων αορίστου χρόνου [8]. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η
προσωρινότητα των συμβάσεων είναι πιθανό να οδηγεί τις επιχειρήσεις να
προσλαμβάνουν εργαζόμενους σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης, αλλά τους
επιτρέπει να απαλλάσσονται εύκολα από αυτούς σε περιόδους κρίσης: τελικά, μεταξύ
δημιουργίας και καταστροφής θέσεων εργασίας το καθαρό αποτέλεσμα της
απορρύθμισης στην απασχόληση αποδεικνύεται ότι είναι σχεδόν μηδενικό.
Η επισφάλεια, αντίθετα, μπορεί να φέρει χειροπιαστά
αποτελέσματα στην διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, και έτσι να συμπιέζει
τους μισθούς και να διευρύνει τις ανισότητες των εισοδημάτων. Τη θέση αυτή
υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο οικονομολόγος Richard
Freeman του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και πρόσφατα βρήκε ανταπόκριση και
σε αρκετές εμπειρικές μελέτες [9]. Από μία ανάλυση για τις χώρες του ΟΟΣΑ την
περίοδο 1991-2013 που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Ανώτατη Σχολή Δικαστικών
Λειτουργών, διαπιστώσαμε ότι μία μονάδα λιγότερο στα επίπεδα προστασίας της
εργασίας δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τη συνολική αύξηση του ΑΕΠ, ενώ στατιστικά
συνδέεται με ένα μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που διατίθεται για μισθούς,
μικρότερο κατά μέσο όρο περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα.
Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι
τυχόν κλυδωνισμοί στην εργατική νομοθεσία που να μειώνουν τους δείκτες
προστασίας των εργαζομένων κατά περίπου μισή μονάδα, στα επόμενα πέντε χρόνια
στατιστικά σχετίζονται με σωρευτικές μειώσεις του μερίδιου που διατίθεται για τους
μισθούς μέχρι και τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες συνολικά και αυξήσεις αντίστοιχα
του μεριδίου του εισοδήματος που διατίθεται σε κέρδη και προσόδους [10].
Προφανώς, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας δεν συνδέονται με την αύξηση
της απασχόλησης και το εθνικό εισόδημα, αλλά μάλλον με τις συνέπειες της διανεμητικής
σύγκρουσης για την κατανομή αυτού του τελευταίου.
Σημειώσεις
1] Blanchard, O. (2006). European Unemployment: The
Evolution of Facts and Ideas, Economic Policy, 45.
[2] Boeri, T., van Ours J.
(2008). Economia dei mercati del Lavoro imperfetti, Egea, Milano.
[3] OECD (1999), Employment
Outlook, June.
[4] Suppa, D. (2016). Appendice
statistica, in E. Brancaccio, Anti-Blanchard. Un approccio comparato allo
studio della macroeconomia. Seconda edizione, Franco Angeli, Milano.
[5] World Bank (2013), World
Development Report 2013: Jobs. Washington D.C.: World Bank Publications.
[6] International Monetary Fund
(2016), Time for a supply side boost? Macroeconomic effects of labor and
product market reforms in advanced economies. In World Economic Outlook 2016.
Washington, DC: IMF.
[7] OECD (2016), OECD
Employment Outlook 2016 (Paris: OECD).
[8] Sestito, P., Viviano, E.
(2015). Hiring incentives and/or firing cost reduction? Evaluating the impact
of the 2015 policies on the Italian labour market, Banca d’Italia, Occasional
Papers, n. 325.
[9] Freeman, R. (2008). Labor
market institutions around the world. London, LSE CEP Discussion Paper No 844.
Cfr. anche Campos, N.F. and J.B. Nugent (2015), The Freeman Conjecture,
IZA/World Bank Conference on Employment and Development: Technological Change
and Jobs, Bonn.
[10] Brancaccio, E.,
Garbellini, N., Giammetti, R. (2016), Labour deregulation, gdp growth and
functional income distribution, di prossima pubblicazione (draft presentato al
seminario “La riforma del mercato del lavoro tra diritto ed economia”, Scuola
Superiore della Magistratura, Scandicci (FI), 26 ottobre). Cfr. anche,
Brancaccio, E., Garbellini, N., Giammetti, R. (2017), Dagli slogan alle
evidenze: una rassegna sugli effetti delle deregolamentazioni del lavoro, in
Buffa, F. (a cura di) (2017), La nuova disciplina del mercato del lavoro, Key
Editore, Roma.