Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Wolfgang Streeck: Οι τέσσερις λόγοι της αποτυχίας της Αριστεράς στις ευρωεκλογές

Η αποτυχία των κομμάτων του κέντρου στις ευρωεκλογές δείχνει ότι η κρίση της ΕΕ δεν έχει σε καμία περίπτωση περάσει. Ωστόσο, η έλλειψη στρατηγικής και ταυτότητας της Αριστεράς έχει πλήξει την ικανότητά της να προτείνει μια εναλλακτική λύση.

Σε κανένα, σχεδόν, από τα αμέτρητα σχόλια για τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών δεν γίνεται αναφορά στη ριζοσπαστική Αριστερά, σε αντίστιξη με τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά. Αυτή είναι μια έκφραση περιφρόνησης που της αξίζει απόλυτα.

Πριν πέντε χρόνια, στην ηγεσία της Αριστεράς, υπό την δύσχρηστη ετικέτα GUE/NGL (Συνομοσπονδιακή Ομάδας Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά / Βόρεια Πράσινη Αριστερά, δεν ήταν άλλος από τον Αλέξη Τσίπρα. Αργότερα, ως Έλληνας πρωθυπουργός, έγινε ο αγαπημένος μαθητής της Ανγκελα Μέρκελ στην τέχνη της προδοσίας.

Με την πάροδο του χρόνου και με τη συμμετοχή διαφόρων μικροομάδων, η Ομάδα GUE / NGL συγκέντρωσε συνολικά πενήντα δύο έδρες, λίγο λιγότερο από το 7% των 751 βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τώρα, το 2019, κατέληξε να έχει τριάντα οκτώ, με απώλειες πάνω από το ένα τέταρτο.

Η συντριπτική ήττα της ευρωπαϊκής αριστεράς - ή ακριβέστερα της εκπροσώπησής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – συνέπεσε με τη δραματική αποτυχία των παλαιών κομμάτων της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Ολοι μαζί, οι τελευταίοι κέρδισαν μόνο 329 έδρες: το 44% του συνόλου.

Η απώλεια εβδομήντα πέντε εδρών έθεσε τέρμα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Μεγάλης Συμμαχίας και συνέπεσε με την αλματώδη αύξηση των ψήφων διάφορων κόμματων μιας νέας, αν όχι εντελώς νέας, εθνικιστικής δεξιάς (114 έδρες, μια αύξηση τριάντα έξι εδρών). Εντυπωσιακά τα κέρδη και για τους Πράσινους, οι οποίοι από τις πενήντα δύο έφτασαν τις εβδομήντα έδρες, σχεδόν διπλάσιες από αυτές τις Αριστεράς.


Αυτή είναι, λοιπόν, η στιγμή για γρήγορες αλλαγές πολιτικών θέσεων. Αλλά πότε η αριστερά θα πρεπε να περιμένει να αυξηθεί η εκλογική της δύναμης μεταξύ των ευρωπαίων εργαζομένων και των ρεφορμιστικών τμημάτων της μεσαίας τάξης, αν όχι τώρα; Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να εξηγηθεί η καταστροφική αποτυχία της αριστεράς. Στο μυαλό μου έρχονται τέσσερις λόγοι – σίγουρα,όμως, υπάρχουν περισσότεροι.

Γερμανικές εκλογές

 


Το γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι τόσο αποτελεσματικό ώστε να γνωρίζουμε το νικητής από το βράδυ των εκλογών, των εκλογών της προηγούμενης τετραετίας βέβαια. Κανένας, εκτός από λίγους αθεράπευτα ρομαντικούς σοσιαλδημοκράτες  ή παθιασμένους με την πολιτική επικοινωνία, δεν έθεσε ποτέ πραγματικά υπό αμφισβήτηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια , την σίγουρη επανεκλογή της Μέρκελ στην καγκελαρία για την τέταρτο θητεία της.

Μια πρώτη ανάλυση του αποτελέσματος των εκλογών, η πιο απλή είναι: η Γερμανία κυριαρχεί, είναι οικονομικά ισχυρή, στα μάτια όλων είναι ο ηγεμόνας της ΕΕ, η ανεργία στη χώρα βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και το κράτος πρόνοιας εγγυάται μια αξιοπρεπή ζωή. Για ποιο λόγο, λοιπόν, το γερμανικό εκλογικό σώμα να μη θέλει να ξαναψηφίσει την Άνγκελα προκειμένου να εξασφαλίσει άλλα τέσσερα (και ποιος ξέρει πόσα άλλα) χρόνια σιγουριάς και ανάπτυξης ;

Η αλήθεια που προκύπτει από τους αριθμούς, και που θα αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού για το άμεσο μέλλον, είναι όμως, πολύ πιο σύνθετη, και δείχνει ότι κάτι έχει διαταράξει τις βεβαιότητες των Γερμανών. Να ποια είναι η εικόνα: το CDU-CSU σε «ελαφρά» μείωση από 41,5% σε 33, μια πτώση κατά 9 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες, που όμως δεν την ρίχνει από την πρώτη θέση. Το SPD με επικεφαλής τον άνθρωπο της «ελπίδας» Μάρτιν Σουλτζ, ο οποίος σύμφωνα με τους προαναφερόμενους ρομαντικούς θα αναζωογονούσε ολόκληρη την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, φέρνει το χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας της (20,5%). 

Η ανησυχητική, φυσικά, αύξηση της εκλογικής δύναμης του Alternative fuer Deutschland  (Εναλλακτική για τη Γερμανία, AFD), που κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις ψήφους της άκρας δεξιάς, και προφανώς πολλούς δυσαρεστημένους του CDU, και να τις φέρει για πρώτη φορά στο 12,6%.  Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι, η  Die Linke (Η Αριστερά) και οι Πράσινοι.

Δεν μας ενδιαφέρει να αρχίσουμε τις υποθέσεις για το ποιος συνασπισμός κομμάτων θα βγει από αυτές τις εκλογές, όσο να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι θα αλλάξει αν κάτι αλλάζει στη Γερμανία, αν είναι πιθανό να υπάρξουν αλλαγές  με την πάροδο του χρόνου, και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις και οι προκλήσεις για την εργατική τάξη, τόσο στη Γερμανία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Θα είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον να αναλύσουμε διεξοδικά τα δεδομένα ανά περιφέρεια και κοινωνική θέση όταν βγουν, αλλά μπορούμε να αρχίσουμε να κάνουμε κάποιες σκέψεις.

Η νίκη του  AFD είναι προφανής συνέπεια της αποδυνάμωσης του CDU. Για ποιο λόγο έχασε η Καγκελάριος (9 βαθμοί!); Λόγω κυρίως του  μεταναστευτικού. Η πολιτική της Μέρκελ, η οποία χειροκροτήθηκε από όλους ως «ανθρωπιστική» και «υπεύθυνη», ξέρουμε καλά ότι αποτελεί ένα εργαλείο διασφάλισης στους βιομήχανους φτηνού  ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, με προσεκτική επιλογή σύρων ειδικευμένων από την κάνουλα της συμφωνίας με την Τουρκία.

Το AfD κατάφερε να κερδίσει ψήφους από το μίσος που προκάλεσε αυτός ο αδήλωτος  ανταγωνισμός. Ποιος ανταγωνισμός ;

Κάποια αλήθεια αρχίζει να ξεπροβάλει από το πέπλο τελειότητας που καλύπτει τη Γερμανία. Πριν λίγες μέρες δημοσιεύσαμε ένα άρθρο για την κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή  θέση των ανειδίκευτων εργατών, η ζωή των οποίων είναι πλήρως ελεγχόμενη από τα γραφεία απασχόλησης: που τους υποχρεώνουν να δέχονται ανειδίκευτες θέσεις εργασίας και συχνά εξευτελιστικές με ποινή τη στέρηση όλων των επιδομάτων, καταδικάζοντάς τους σε ένα φαύλο κύκλο προσωρινών θέσεων εργασίας πολύ χαμηλής παραγωγικότητας (και μισθών), από την οποία δεν είναι δυνατόν να βγουν.

Οπότε και στη Γερμανία, η μετανάστευση γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος των κατώτερων τάξεων, που δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί φτωχαίνουν όλο και περισσότερο, ενώ όλοι λένε ότι η χώρα τους γίνεται όλο και πιο πλούσια.

Για αν κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το επικίνδυνο ξέσπασμα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο 2009, όταν ξεκίνησε μια βαριά εκστρατεία λασπολογίας που χρηματοδοτήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας (Bundesbank ) και τον Σύνδεσμο Γερμανικών Επιχειρήσεων, με την υποστήριξη μεγάλου μέρους του συστήματος των μέσων ενημέρωσης, σε βάρος του ελληνικού λαού, ότι δήθεν «κλέβει τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων», οι οποίοι αναγκάζονται δια της «βίας» να καλύψουν τα χρέη τους.


 Η αλήθεια, βέβαια, ήταν αρκετά διαφορετική: η γερμανική κυβέρνηση, αφού διέσωσε τις τράπεζες της το 2008,με τουλάχιστον 100 δισεκατομμύρια ευρώ (των Γερμανών φορολογούμενων), έσπευσε να εγγυηθεί τα δάνεια που είχαν δώσει στις ελληνικές τράπεζες: με λίγα λόγια, μια διπλή διάσωση , από τους φόρους των εργαζομένων (και αργότερα από το αίμα των Ελλήνων).

Ακριβώς όπως το 2009, ο μηχανισμός Bundesbank-ΣΓΕ-CDU κατάφερε να φορτώσει στον ελληνικό λαό την ευθύνη για εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που από τις τσέπες των εργαζομένων (ελεύθερων επαγγελματιών, μικρών επιχειρήσεων, κλπ) στις τράπεζες, έτσι και σήμερα το AFD ρίχνει στους μετανάστες τις ευθύνες για την φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων από τις κυβερνήσεις του Μεγάλου Συνασπισμού και τις φοβερές συμφωνίες ΣΓΕ και συνδικάτων.

 Υπ'αυτή την έννοια, το πολιτιστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο νεοναζισμός του AFD  - ο στιγματισμός των αλλοδαπών – οικοδομήθηκε από τους ίδιους τους «φιλελεύθερους» θεσμούς. Το σενάριο είναι το ίδιο όπως στις μεσογειακές χώρες: τροφοδοτούν τον πόλεμο μεταξύ των φτωχών για να αποσπάσουν την προσοχή από κάθε δυνατότητα κοινωνικών συγκρούσεων ενάντια στους πραγματικούς ταξικούς εχθρούς, το κεφάλαιο με πολυεθνικές διαστάσεις (εταιρική μορφή όπου «τα αφεντικά» αντικαταστάθηκαν σχεδόν παντού από μάνατζερ).
 
 Ο «νούμερο ένα» εχθρός, φυσικά, παραμένει η περιβόητη «μεταρρύθμιση Hartz», ένα πρότυπο αναφοράς για κάθε απορύθμιση της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, στην οποία η γερμανική αριστερά έχει δώσει  από καιρό ουσιαστική υποστήριξη αφού αυτή ήταν που τη θεσμοθέτησε επί κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών-πρασίνων και προεδρίας Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Σουλτζ, τότε, είχε αποπειραθεί να ασκήσει κάποια δειλή κριτική, για να κλείσει την προεκλογική εκστρατεία αγκαλιά με τον πρώην καγκελάριο Σρέντερ, όταν είδε ότι στο SPD, έχανε έδαφος.

Τα συνδικάτα τότε,(αρχίζοντας από το ισχυρό συνδικάτο μετάλλου  IGM) πήραν σαν αντάλλαγμα τη βολική θέση της διαχείρισης των «επιχειρησιακών συμβούλιων» (δηλαδή να διαπραγματεύονται με την εταιρεία τους μισθούς των εργαζομένων) και δεν ήταν λίγες οι φορές που αρνήθηκαν πεισματικά να κινητοποιήσουν τους εργαζομένους για «πολιτικούς» λόγους (στην πραγματικότητα, για οποιοδήποτε λόγο, που δεν ήταν αυστηρά επαγγελματικός) .

Μένει η Die Linke, η οποία είχε ένα πρόγραμμα ανοικτής ρήξης, με προτάσεις υπέρ των εργαζομένων και του κράτους πρόνοιας, και από την οποία όλοι περίμεναν μια άνοδο, αλλά η οποία κέρδισε πολύ λίγες ψήφους και παρέμεινε στην πέμπτη θέση, πληρώνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη αποτελεσματικότητας στις διάφορες περιοχές όπου ήταν στην κυβέρνηση,αλλά και επειδή δεν μπόρεσε να δώσει μια πειστική απάντηση στο πρόβλημα τηςπαγκοσμιοποίησης, της οποίας οι Γερμανοί εργάτες τώρα αρχίζουν να αισθάνονται θύματα.

 Απέτυχε δηλαδή να δώσει αξιοπιστία στις προτάσεις της – οι οποίες στα χαρτιά ήταν αρκετά ενδιαφέρουσες – εντάσσοντάς τες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντίθεσης στην υφιστάμενη κατάσταση, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σαν λόγια κενά περιεχομένου χωρίς καμία πραγματική πιθανότητα εφαρμογής, χωρίς να είναι σε θέση να υποδείξει ποιος και τι πρέπει να χτυπηθεί ώστε να μπορέσουν να υλοποιηθούν.


 Δεν κατάφερε δηλαδή να δείξει τον ταξικό εχθρό, ή, ακόμη χειρότερα, έδειξε τον λάθος εχθρό. Εδώ βρίσκεται το σημείο στο οποίο εφιστούμε την προσοχή, ακόμη και με κίνδυνο να φανούμε ότι επαναλαμβανόμαστε, δεδομένου ότι η παγκοσμιοποίηση - για τους λαούς της Ευρώπης - έχει μία μορφή θεσμική πολύ συγκεκριμένη: αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αν δηλαδή η εκμετάλλευση των Γερμανών εργαζομένων, η οποία κομψά αποκαλείται ανταγωνισμός ή μισθολογικό ντάμπινγκ, εγγυήθηκε στη Γερμανία (δηλαδή στους καπιταλιστές της) την ηγεμονική της θέση στην ΕΕ χάρη σε μια οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές και τον επανασχεδιασμό του ευρωπαϊκού καταμερισμού της εργασίας γύρω από τον δικό της παραγωγικό ιστό, τότε θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι – αν η Γερμανία δεν είχε τη δυνατότητα να επωφεληθεί από ένα τεχνητά υποτιμημένο νόμισμα και μια ευρύτερη αγορά από την οποία να αγοράζει με χαμηλό κόστος ημιεπεξεργασμένα προϊόντα και στη συνέχεια να τα πωλεί ως επεξεργασμένα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας - το νεομερκαντιλιστικό μοντέλο (υψηλά εγγυημένα κέρδη από τις εξαγωγές που με τη σειρά τους τις εγγυώνται οι χαμηλές αμοιβές) θα δεχόταν ένα ισχυρό πλήγμα.

 Μια ταξική ανάλυση θα πρέπει συνεπώς να παίρνει σοβαρά υπόψη της το εξής δίλημμα: η διάλυση της ΕΕ είναι πράγματι όπως κάποιοι εξακολουθούν να φοβούνται μια «υποχώρηση των διεθνιστικών θέσεων», ή, αντίθετα - δεδομένου ότι η δομή που διασφαλίζει την εκμετάλλευση των χωρών του κέντρου σε εκείνες της περιφέρειας είναι ακριβώς η ίδια που διασφαλίζει την εκμετάλλευση μιας τάξης σε μια άλλη- ο αγώνας ενάντια στην Ένωση, που διεξάγεται και σε κάθε μεμονωμένη κάθε χώρα, και στο βαθμό που δεν γίνεται κατορθωτό να γίνει με συντονισμένο τρόπο, δεν είναι στην πραγματικότητα  αγώνας και για ολόκληρη την εργατική τάξη της Ευρώπης

ΠΗΓΕΣ


https://www.jacobinmag.com/2017/05/die-linke-germany-afd-migrants-xenophobia-racism

 https://www.jacobinmag.com/2017/03/die-linke-germany-immigration-sahra-wagenknecht-oscar-lafontaine-afd-merkel/

[--->] 



 “Π” : Πάνω  από 500.000 ψήφοι διέρρευσαν από το Die Linke προς το AFD,αλλά αυτό μην το πείτε στους «ειδικούς» που έχουν τις λύσεις για το μέλλον της  αριστερά στο τσεπάκι

Φώτης Τερζάκης: Η Αριστερά πρέπει να ετοιμάζεται για οιωνεί εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις


Κύριε Τερζάκη, θεωρείτε ότι η πολιτική Αριστερά στο σύνολο της έχει συνειδη­τοποιήσει το βάθος της συντριβής της ελληνικής κοινωνίας, ότι προετοιμάζεται γι αυτήν, και, το κυριότερο, προετοι­μάζει τον κόσμο να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της σχεδόν αναπότρεπτης φτώχειας και εξαθλίωσης;


Έχω κουραστεί ν' ακούω να μιλούν για «Αριστερά»... Τί ορίζει μιαν Αριστερά; Είναι περιγραφική ή κανονιστική έννοια; Λέμε «Αριστερά» οποιονδήποτε πολιτικό χώρο αποφασίζει να αυτοπροσδιορίζεται έτσι ή εφαρμόζουμε ένα κριτήριο βάσει του οποίου κρίνουμε ότι δικαιούται το όνο­μα; 

Επειδή εγώ αντιλαμβάνομαι τον όρο «Αριστερά» με κανονιστική έννοια, λέω ότι δεν νοείται Αριστερά η οποία:

1) δεν αντιλαμβάνεται τη λεγόμενη κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση ως μια διαδικασία επέκτασης των στρατηγικών του νεοαποικισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη, πρωτίστως με χρηματοοικονομικά μέσα· 

2) δεν βλέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη έναν πανίσχυρο τέτοιο νεοαποικιακό μηχανισμό, με ολοκληρω­τική δομή, που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους ευρωπαϊκούς λαούς σήμε­ρα·

3) δεν θεωρεί αυτονόητη στρατηγική της μια παλλαϊκή συσπείρωση όλων των κοινωνικών δυνάμεων, γελοίους κομματικούς συγκεντρωτισμούς, πρώ­τον για την ανατροπή της συμμορίας των εγκληματιών που μας κυβερνούν, και δεύτερον για την άμεση αποδέσμευση από την Ευρωζώνη - με ολοσχερή αποποίηση του χρέους, εννοείται.
 Το επόμενο βήμα θα ήταν η παραγωγι­κή ανασυγκρότηση της χώρας και η δημιουργία χρήματος από μια τοπικά ελεγχόμενη Κεντρική Τράπεζα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει αυτό κατανοητό, καιι γιατί ακόμη κι ένα αποκαλούμενο αριστερό κόμμα που έφτασε προσφάτως στα πρόθυρα μιας εκλογικής νίκης διστάζει να το ξεκαθαρίσει;

Η φτώχεια και η εξαθλίωση για την οποία μιλάτε είναι βέβαιη μόνο εφόσον η χώρα παραμένει αιχμάλωτη του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού καρτέλ, που οδηγεί σε ταχύτατη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και υποβιβασμό της μεγάλης πλειοψηφίας των πληθυσμών σε αποθεματικό φτηνής και υποβιβασμένης εργασίας, με σκιώδη πολιτικά δικαιώματα και καμία απολύτως διεκδικητική δύναμη. Αυτό είναι εξαθλίωση. Η «φτώχεια» είναι διαφορετικό ζήτημα, κι εξαρτάται πώς την ορίζει κανείς. Μία παρα­γωγική και αυτοδιοικητική αναδιοργάνωση, όπως την εννοώ, προϋποθέτει παραίτηση από ένα μεγάλο μέρος καταναλωτικών ανα­γκών και συμπεριφορών, δεν υπάρχει λό­γος. 
 
Όμως, υπάρχει και μεγάλη χαρά στην αίσθηση ότι παράγεις και αναπαράγεις με τα χέρια σου την ίδια σου τη ζωή, ότι απο­φασίζεις τουλάχιστον για τα σημαντικότερα πράγματα που σε αφορούν, και κυρίως ότι κανείς δεν πεθαίνει δίπλα σου από πείνα (ή δεν κοιμάται στο δρόμο). Ο «πόλεμος κατά της φτώχειας» που με τόσο αηδιαστική υποκρισία κηρύσσουν κάθε τόσο κρατικοί αξιωματούχοι και διεθνείς οργανισμοί θα είχε πραγματικό νόημα μόνο σαν πόλεμος εναντίον του πλούτου. 

Δεν νοείται «Αριστερά» χωρίς μία τέτοια οπτική και στρατηγική, για μένα. θα συνα­ντήσει λυσσαλέα αντίδραση, δεν χρειάζεται να το πω, και πρέπει να ετοιμάζεται για οιονεί εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. 

Έχει όμως όπλα στα χέρια της και πρώτα-πρώτα το όπλο τής γενικής απεργίας, πάντα δραστικό εάν είναι κανείς διατεθειμένος να το χρησιμοποιήσει μέχρις εσχάτων. Η μεταπολεμική συνθηκολόγηση της Αριστε­ράς (και μιλώ παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ελλάδα) και η ευλαβική της προσκόλληση στην αστική νομιμότητα (ανακλαστικό τικ τής ελληνικής Αριστεράς μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε) είναι ένας από τους παράγοντες που μας έφεραν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.


Ποιοι είναι οι λόγοι που εξηγούν την εντυπωσιακή εκτίναξη της ακροδεξι­άς στην Ελλάδα κ. Τερζάκη; Αρκεί το επιχείρημα ότι οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις ενισχύονται μετά από βα­θιές οικονομικές κρίσεις ή μήπως και η αριστερά ολιγώρησε απέναντι στην εμφάνιση κοινωνικών προβλημάτων όπως το μεταναστευτικό, αφήνοντας έτσι προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη του ναζιστικού μορφώματος; 
Η οιονεί εμφυλιοπολεμική κατάσταση για την οποία μίλησα είναι στην πραγματικότητα ήδη παρούσα, και όσο νωρίτερα το καταλάβει η αριστερά τόσο το καλύτερο γι' αυτήν...

 Η άνοδος της ρατσιστικής ακρο­δεξιάς είναι εύγλωττο σημάδι. Είναι βέβαια ένα από τα συμπτώματα της κρίσης, διότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, και η υπαρξιακή αγωνία και παρατεταμένη ανασφάλεια των ανθρώπων φέρνει πάντα στην επιφάνεια τα πιο ανορθολογικά και κτηνώδη ανακλαστικά τους. Το ξέρουμε. Αλλά πρέπει επίσης να σκεφτούμε την υποδόρεια ξενοφοβία της ελληνικής κοι­νωνίας, που υπήρχε ανέκαθεν, τη βάναυση πατριαρχική κουλτούρα που δεν έπαψε ποτέ να παράγει σαδομαζοχιστικά πρότυπα αντρισμού, τη λατρεία για ισχυρούς ηγέτες... 

Ξεχνάμε πόσο λίγη αντίσταση υπήρξε στην Απριλιανή δικτατορία; 
Σήμερα, η μαζική παρουσία εξαθλιωμένων μεταναστών σε συνδυασμό με τη εξαπλούμενη εργασιακή ανασφάλεια και την αποπροσανατολισμένη οργή προς το πολιτικό σύστημα δένει όλ' αυτά τα στοιχεία στον μοιραίο κόμπο. Τα μέλη της Χρυσής Αυγής είναι επικίνδυνοι φρενοβλαβείς, αναμφίβολα- το πραγματικό ερώτημα όμως είναι ποιες προδιαθέσεις της κοινωνίας την καθιστούν ευεπίφορη στην επιρροή της, πρώτον, και πώς την υποδέχεται το «νόμιμο» πολιτικό σύστημα, δεύτερον.

θεωρώ ότι όλες οι πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας προ­ετοίμασαν τον δρόμο για τη Χρυσή Αυγή με τις πράξεις και τη ρητορική τους· και σήμερα που αυτή έχει εισβάλει στο δημόσιο χώρο χαίρονται για την ύπαρξη της, την οποία εκμεταλλεύονται ως δύναμη εκφοβισμού προς δύο κατευθύνσεις: τους μετανάστες (λουφάξτε και μη ζητάτε τίποτα!) και την Αριστερά (ιδού πού μας έφερε η αμφισβή­τηση του πολιτικού κατεστημένου!). 

Αυτό εξηγεί την οργανική διαπλοκή της με τα σώματα Ασφαλείας, την απροθυμία του πολιτικού και δικαστικού συστήματος να την αντιμετωπίσει με νομικά μέσα (όταν άνθρωποι σαν τον Γιωτόπουλο σαπίζουν στη φυλακή χωρίς κανένα στοιχείο εις βάρος τους και εικοσάχρονα παιδιά εξοντώνο­νται δικαστικά για τρακατρούκες) και την ύπουλη προβολή της από τα Μαζικά Μέσα. 

Το μεταναστευτικό είναι βέβαια η αιχμή του δόρατος, αλλά η δημόσια αντιμετώπιση του υπερακοντίζει σε ανορθολογισμό τη ρητορεία της Χρυσής Αυγής. Οι μετανά­στες, μας λένε, είναι εστία ανομίας και εγκλήματος. Αμφιβάλλω αν τα ποσοστά εγκληματικότητας μεταξύ των μεταναστών είναι μεγαλύτερα από των εντοπίων, αλλά έστω κι έτσι: αν καταδικάζεις κάποιον να ζει στην εξαθλίωση και στο περιθώριο της κοινωνίας, πώς ελπίζεις να μην έρθει ως φυσικό επακόλουθο η εγκληματικότητα;

Μόνο έναν τρόπο ξέρω για την καταπο­λέμηση της ανομίας: την πολιτογράφηση μέσ' από κανονικές, προβλεπόμενες και απλές διαδικασίες όλων των μεταναστών οι οποίοι θέλουν να μείνουν και να εργαστούν στην Ελλάδα - και την ενεργό υποβοήθηση όλων όσων θέλουν να φύγουν στο εξω­τερικό (που είναι πολλοί). Βεβαίως, αυτές οι πολιτικές προϋποθέτουν ένα κράτος κυρίαρχο, που δεν είναι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή.

Μας λένε όμως, επίσης: Τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς τη στιγμή που η ανεργία πλήττει σε εξοντωτικό βαθμό τον ελληνικό πληθυσμό; 
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η μετανάστευση, αλλά η ίδια η ανεργία στην οποία καταδικάζουν τους πληθυσμούς σήμερα οι πολιτικές τού κεφαλαίου, και δείτε εδώ τον άλλον παραλογισμό: 
Όταν διεκδικούνται κοινωνικά και εργασιακά δι­καιώματα, σου απαντούν με την απειλή της ανεργίας· 
όταν προτείνεται η έξοδος από τα ασφυκτικά δεσμά της Ευρωζώνης, σου απαντούν με το επιχείρημα της χαμηλής παραγωγικότητας της χώρας. 

Αν από τη μία πλευρά έχεις χαμηλή ως ανύπαρκτη παραγωγικότητα και από την άλλη στρατιές ανέργων, γιατί να μην είναι αυτοί η λύση στο πρόβλη­μα της ζητούμενης παραγω­γικότητας; 

Η απάντηση είναι, βέβαια, ότι αυτοί στον οποίων τα χέρια κρέμονται οι ζωές μας δεν θέλουν μια παραγωγή ικανή να καλύψει τις ανάγκες της κοι­νωνίας, αλλά εξευτελισμένη και φτηνή εργασία (όσο και πηγές) για την επίτευξη μυ­θικών κερδών εκ μέρους εκείνων που συγκεντρώνουν στα χέρια τους τον πλούτο της ανθρωπότητας!

*0 ΦώτηςΤερζακης είναι συγγραφέας

 Αναδημοσίευση από το Δρόμο του Σαββάτου 13/10/2012