Wolfgang Streeck: Οι τέσσερις λόγοι της αποτυχίας της Αριστεράς στις ευρωεκλογές

Η αποτυχία των κομμάτων του κέντρου στις ευρωεκλογές δείχνει ότι η κρίση της ΕΕ δεν έχει σε καμία περίπτωση περάσει. Ωστόσο, η έλλειψη στρατηγικής και ταυτότητας της Αριστεράς έχει πλήξει την ικανότητά της να προτείνει μια εναλλακτική λύση.

Σε κανένα, σχεδόν, από τα αμέτρητα σχόλια για τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών δεν γίνεται αναφορά στη ριζοσπαστική Αριστερά, σε αντίστιξη με τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά. Αυτή είναι μια έκφραση περιφρόνησης που της αξίζει απόλυτα.

Πριν πέντε χρόνια, στην ηγεσία της Αριστεράς, υπό την δύσχρηστη ετικέτα GUE/NGL (Συνομοσπονδιακή Ομάδας Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά / Βόρεια Πράσινη Αριστερά, δεν ήταν άλλος από τον Αλέξη Τσίπρα. Αργότερα, ως Έλληνας πρωθυπουργός, έγινε ο αγαπημένος μαθητής της Ανγκελα Μέρκελ στην τέχνη της προδοσίας.

Με την πάροδο του χρόνου και με τη συμμετοχή διαφόρων μικροομάδων, η Ομάδα GUE / NGL συγκέντρωσε συνολικά πενήντα δύο έδρες, λίγο λιγότερο από το 7% των 751 βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τώρα, το 2019, κατέληξε να έχει τριάντα οκτώ, με απώλειες πάνω από το ένα τέταρτο.

Η συντριπτική ήττα της ευρωπαϊκής αριστεράς - ή ακριβέστερα της εκπροσώπησής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – συνέπεσε με τη δραματική αποτυχία των παλαιών κομμάτων της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Ολοι μαζί, οι τελευταίοι κέρδισαν μόνο 329 έδρες: το 44% του συνόλου.

Η απώλεια εβδομήντα πέντε εδρών έθεσε τέρμα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Μεγάλης Συμμαχίας και συνέπεσε με την αλματώδη αύξηση των ψήφων διάφορων κόμματων μιας νέας, αν όχι εντελώς νέας, εθνικιστικής δεξιάς (114 έδρες, μια αύξηση τριάντα έξι εδρών). Εντυπωσιακά τα κέρδη και για τους Πράσινους, οι οποίοι από τις πενήντα δύο έφτασαν τις εβδομήντα έδρες, σχεδόν διπλάσιες από αυτές τις Αριστεράς.


Αυτή είναι, λοιπόν, η στιγμή για γρήγορες αλλαγές πολιτικών θέσεων. Αλλά πότε η αριστερά θα πρεπε να περιμένει να αυξηθεί η εκλογική της δύναμης μεταξύ των ευρωπαίων εργαζομένων και των ρεφορμιστικών τμημάτων της μεσαίας τάξης, αν όχι τώρα; Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να εξηγηθεί η καταστροφική αποτυχία της αριστεράς. Στο μυαλό μου έρχονται τέσσερις λόγοι – σίγουρα,όμως, υπάρχουν περισσότεροι.


Στρατηγική

Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι προφανώς η πλήρης απουσία μιας ρεαλιστικής αντικαπιταλιστικής, ή τουλάχιστον αντι-νεοφιλελεύθερης, αριστερής πολιτικής στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση.Η Αριστερά δεν αναρωτιέται καν εάν η ΕΕ μπορεί πραγματικά να γίνει το όχημα για μια αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Αντίθετα, στην Αριστερά επικρατεί μια πρωτόγονη ή οπορτουνιστική αποδοχή-και είναι δύσκολο να πει κανείς πια έναι η χειρότερη- ενός καλόψυχου «ευρωπαϊσμού» ιδιαίτερα δημοφιλούς μεταξύ των νέων και τόσο χρήσιμου στον προεκλογικό αγώνα  Πρασίνων και  ευρωπαίων τεχνοκρατών προκειμένου να νομιμοποιήσουν το νεοφιλελεύθερο καθεστώς τους.

Ειδικότερα στην Αριστερά, δεν γίνεται καμία αναφορά για το πώς οι οικονομική συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά αδύνατο οποιοδήποτε πρόγραμμα ενάντια στον καπιταλισμό ή έστω υπέρ των εργαζομένων, χάρη στον φιλελευθερισμό που είναι η ψυχή των Συνθηκών (οι "Τέσσερις Ελευθερίες"), την de facto δικτατορία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις δεσμεύσεις των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών της Ευρωπαικής Νομισματικής Ενωσης που επιβάλλουν τη λιτότητα σε χώρες και πολίτες.

Πιο συγκεκριμένα, αποφεύγεται συστηματικά οποιαδήποτε κριτική προσέγγιση σχετικά με την κεντρική κοινωνική πολιτική της ΕΕ - την ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού μεταξύ οικονομικά πολύ διαφορετικών χωρών - το οποίο αντικαθίσταται από μια ασαφή συμπάθεια στην ιδέα των ανοιχτών συνόρων,γενικώς, μεταξύ ΕΕ και έξω κόσμου.

Αυτό δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ενισχύει την άποψη των Πράσινων και μεσοαστικών κομμάτων της κεντροαριστεράς - ότι η Ευρώπη είναι κυρίως  η δυνατότητα να μπορούν οι νέοι να ταξιδεύουν χωρίς συνοριακούς ελέγχους και χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν νόμισμα.

Επιπλέον,αυτό συμβαδίζει με πολιτικές προτάσεις τελείως απατηλές,όπως για παράδειγμα ένα ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό πράγμα το οποίο μόνο μετά από επίμονες ερωτήσεις παραδέχτηκαν ότι ο ευρωπαϊκός κατώτατος μισθός θάπρεπε υποχρεωτικά να διαφέρει από χώρα σε χώρα.Οπως ήταν αναμενόμενο η πρόταση αυτή δεν βρήκε καμία ανταπόκριση ούτε στις φτωχές χώρες της Ενωσης,όπου ο κόσμος το βρίσκει πολύ όμορφο για νάναι αληθινό, αλλά ούτε και στις πλούσιες χώρες όπου ειδικά οι εργαζόμενοι φοβούνται ότι κατά κάποιο τρόπο θα είναι αυτοί που θα πληρώσουν το λογαριασμό  της πρότασης νόμου «Για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», της Αριστεράς.


Ευρωπαϊσμός 

Δεύτερον, στις περισσότερες αν όχι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η Αριστερά δεν δίστασε να συμπαραταχθεί με τα παλαιά και τα νέα κόμματα του κέντρου-  Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους-
χαρακτηρίζοντας τη νέα εθνικιστική δεξιά ως την επικείμενη απειλή για τη δημοκρατία, καθιστώντας την ψήφο «υπέρ της Ευρώπης» ή για «Περισσότερη Ευρώπη», την πιο προφανή αμυντική επιλογή.

Αρκετά συχνά η Αριστερά ανέβασε τους τόνους της αντιπαράθεσης θεωρώντας ότι η νέα δεξιά ήταν πρακτικά μια δεξιά  πολύ παλαιού τύπου και η μη ψήφισή της αποτελεούσε μια σύγχρονη εκδοχή του αντιφασιστικού αγώνα του μεσοπολέμου.

Θολώνοντας επικίνδυνα τη διαφορά με τα κόμματα της νόμιμης αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατία, πράγμα κατακριτέο όσο θα μπορούσε να είναι ο λόγος και η σκέψη τους,και οι ιδιωτικοί στρατοί που θέλουν να αντικαταστήσουν ένα κράτος δημοκρατικό με ένα δικτατορικό. Την ιστορική αυτή σύγχιση εκμεταλλεύτηκαν ειδικά οι Πράσινοι με πολλούς τρόπους. 

Υπερβάλλοντας τον κίνδυνο της νέας δεξιάς, ήταν βέβαιο ότι οι ψηφοφόροι θα κατέληγαν στα χέρια των φιλελεύθερων καθεστωτικών  κομμάτων  τα οποία υπόσχονται «σταθερότητα» σε δύσκολες στιγμές. Αν ο φασισμός ήταν κάτι που θα μπορούσε να ηττηθεί ψηφίζοντας «περισσότερη Ευρώπη» για ποιο λόγο κανείς να ψηφίσει τη ριζοσπαστική αριστερά; Εφτανε και περίσσευε η ψήφος στις νέες αγάπες των μεσαίων στρωμάτων. Αν δημοκρατία σημαίνει κοινοβούλια δίχως νεοεθνικιστές «λαϊκιστές» ,τότε, κάθε πέντε χρόνια θα ψηφίζουμε ένα κόμμα μη «λαϊκιστικό».

Μια Αριστερά άξια του ονόματος της θα έπρεπε να έχει καταλάβει ότι η δημοκρατία μπορεί να απειληθεί ακόμα και όταν δεν υπάρχουν «φασίστες» τριγύρω, πραγματικοί ή φανταστικοί. 

Και αυτό, επειδή τα κόμματα του κέντρου με τα οποία η αριστερά συμμάχησε για να διεξάγει τον προεκλογικό της αγώνα ενάντια στην δήθεν άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη– κάνουν πολλά πράγματα τα οποία υπονομεύουν τη δημοκρατία. Και αυτά τα κάνουν  υποβάλλοντας τις χώρες τους σε ένα νεοφιλελεύθερο πολιτικό-οικονομικό καθεστώς που τους επιβάλλει ένα αυστηρό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου, μια νομισματική πολιτική παρόμοια με αυτή του χρυσού κανόνα (Gold standard), μια άγρια ​​λιτότητα και μια αγορά εργασίας με απεριόριστη προσφορά εργασίας.

Η υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι κάτι καλό ,αλλά προσχωρώντας στον αγώνα η Αριστερά θα μπορούσε τουλάχιστον να τονίσει ότι, δημοκρατία δεν είναι μόνο η κινητοποίηση των προοδευτικών ψηφοφόρων για ένα κοινοβούλιο χωρίς αρμοδιότητες. Είναι και μέτρα για την αυτονομία των τοπικών κυβερνήσεων, για συλλογικές διαπραγματεύσεις  και συνδικαλιστική εκπροσώπευση ,για να ακούγεται η φωνή των εργαζομένων στα εργοστάσια και  στα δ.σ. των μεγάλων επιχειρήσεων ,για ένα καθεστώς που να ευνοεί τις μεγάλες δημόσιες επενδύσεις και τον πραγματικό πλουραλισμό των μμε και ως προς αυτά,είναι αμφίβολο ότι οι Πράσινοι  είναι αξιόπιστοι σύμμαχοι. 

Κλιματική αλλαγή

Τρίτο,είναι αμφίβολο αν η ριζοσπαστική αριστερά έχει κάποια ιδέα πώς να χειριστεί το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, η κεντρική σημασία της οποίας, τους τελευταίους μήνες, έχει περάσει και πάλι στα χέρια των Πρασίνων.


Ως προς αυτό, η Αριστερά δεν διαφέρει καθόλου από τα κόμματα του κέντρου και είναι εύκολο να καταλάβουμε το γιατί σκόνταψε σε αυτό το ζήτημα.
Από το να ζητάς μεγαλύτερη φορολογία στη βενζίνη ή μείωση της κατανάλωσης φτηνού κρέατος, ή κρέατος γενικά, είναι πιο εύκολο να ζεις με αυτά, και ορισμένες φορές, να συμπλέεις με τις προτιμήσεις της μεσαίας τάξης παρά  με την κατώτερη τάξη και τους εργαζόμενους. Η έκκληση στις ατομικές αρετές μπορεί να αφυπνίσει προβληματικές περιβαλλοντικά συνειδήσεις, αλλά αποτυγχάνει να φτάσει σ’ αυτούς που αισθάνονται την ανάγκη να καλύψουν την καταναλωτική τους απόσταση από αυτούς που βρίσκονται σε καλύτερη οικονομικά θέση.

Αντί η Αριστερά να λειτουργεί συμπληρωματικά όταν οι Πράσινοι και οι κάποιας ηλικίας αστοί τραγουδούν το δικό τους τραγούδι εφησυχασμού, αυτό που θάπρεπε να δει η Αριστερά είναι ότι  οι εθελοντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι εντελώς ανεπαρκείς προκειμένου να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη ή τη μακροχρόνια παρακμή της βιοποικιλότητας.

Μια Αριστερά που περιορίζεται στο να απαγγέλλει τις ιστορίες τρόμου των Πράσινων σχετικά με ένα επικείμενο τέλος της ζωής στον πλανήτη οδηγεί πολλούς από τους δυνητικούς ψηφοφόρους της σε άρνηση και από εκεί στα χέρια της Νέας Δεξιάς. Για να αντιμετωπίσει τα ψέματα του πράσινου περιβαλλοντισμού, η Αριστερά χρειάζεται ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, όχι μόνο για να σταματήσει η περιβαλλοντική αλλαγή και η επιδείνωση της- για αυτό ίσως είναι πολύ αργά - αλλά και για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειές της.

Αυτό θα χρειαζόταν μια σημαντική αύξηση των δαπανών του δημοσίου, και τη χρηματοδότησή τους, τουλάχιστον κατά ένα μέρος από το δημόσιο χρέος πέρα από τα υφιστάμενα όρια σε συνθήκες λιτότητας, και αντικαθιστώντας την ιδιωτική με τη δημόσια κατανάλωση, προκειμένου να προσαρμόσει την κοινωνική και οικονομική ζωή σε ένα άλλο περιβάλλον. 
Μια Νέα Πράσινη  Συμφωνία αυτού του είδους θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας πέρα από αύξηση των φόρων και, ως εκ τούτου, θα ωφελούσε παρά θα επιβάρυνε την εργατική τάξη.


 Δήθεν φεντεραλισμός


Τέταρτον και τελευταίο, αν και ήταν γραμμένο για πολλά χρόνια στους τοίχους, η Αριστερά υποτίμησε δραματικό  αυτό που οι πρώτοι σοσιαλιστές ονόμαζαν «εθνικό ζήτημα» και τη σημασία του στη φυσική κοινωνική του βάση: τους εργάτες. Για τους τελευταίους, η «Ευρώπη»  είναι μια απόμακρη τεχνοκρατία, ένας κόσμος έξω από την καθημερινή τους εμπειρία.Αυτό σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για τη μεσαία τάξη. Η τελευταία,ωστόσο,έχει μάθει, και επιλέγει, να δείχνει ότι γνωρίζει  ποιος κάνει τι στις Βρυξέλλες,κάτι που στη πραγματικότητα κανένας δεν γνωρίζει, εκτός από ένας στενός κύκλος ειδικών.


Αυτές οι λεπτομέρειες, ωστόσο, δεν μετράνε για αυτούς που η «Ευρώπη» είναι μια διάθεση, ένα συναίσθημα, παρά ένας πολιτικός θεσμός: το σύμβολο μιας «cool» και «κοσμοπολίτικης» καταναλωτικής ζωής,αν και με κάποια περιβαλλοντικά προβλήματα. Στους κύκλους τους , ο «ευρωπαϊσμός» είναι το διαβατήριο που δίνει πρόσβαση σε ένα αστικό κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκουν οι ηγέτες και ακτιβιστές των κομμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά πολύ λίγα από τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους.

Για τους εργαζόμενους, πολιτικός και διοικητικός συγκεντρωτισμός σημαίνει να αρνείται κανείς στους απλούς ανθρώπους που δεν αισθάνονται ότι έχουν την ανάγκη μιας υπερεθνικής ταυτότητας, να έχουν φωνή. Οι εργαζόμενοι στην πραγματικότητα αισθάνονται περιθωριοποιημένοι από το γεγονός ότι το έθνος-κράτος τους, έχει  απονομιμοποιηθεί και έχει αποδυναμωθεί στο όνομα του «ευρωπαϊκού» υπερεθνισμού .Αυτός  είναι ο λόγος που, στα μάτια των διεθνιστών του σύγχρονου τρόπου ζωής, οι κοινωνικοί κληρονόμοι του διεθνισμού της παραδοσιακής  εργατικής τάξης πολιτιστικά, μοιάζουν απελπιστικά οπισθοδρομικοί. 


Αυτός είναι ο λόγος που, ακόμη και αν τα κόμματα που εκπροσωπούν οι τελευταίοι, συμμετέχουν στον φιλοευρωπαϊκό ενθουσιασμό της μεσαίας τάξης, δεν μπορούν να προσελκύσουν κάποιο αισθητά μεγάλο μέρος της νεοφιλελεύθερης διεθνιστικής κοινότητας. Ούτε, όμως, και με το εκσυγχρονιστικό προσωπείο τους, μπορούν να προσελκύσουν όσους δεν μοιράζονται την καταναλωτική αισιοδοξία των αστών κοσμοπολιτών, αλλά βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά.

Η Αριστερά,όπως και οι Πράσινοι, έχει την τάση να περιορίζει τα πολιτικά ζητήματα σε ένα επίπεδο «ευρωπαϊκής δημοκρατίας» που υπάρχει μόνο στη φαντασία της και δεν θα υπάρχει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. 


Η «Ευρώπη», και ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι θεματοφύλακας ευσεβών πόθων. Αυτό, όμως, διαρκεί μέχρι να ανακαλύψουν τελικά ότι οι ευρωπαϊστές έχουν επωφεληθεί υπερβολικά από τη δύναμή τους και, απασχολημένοι όπως ήταν προσπαθώντας να εκπαιδεύσουν  τους ψηφοφόρους τους στο κοσμοπολίτικο πνεύμα, ξέχασαν την πολιτική εργαλειοθήκη που τους περίμενε σε εθνικό επίπεδο. Δείτε την περίπτωση της Γερμανίας, όπου η πλειοψηφία της Die Linke υποχρέωσε την Sahra Wagenknecht να παραιτηθεί από τη θέση της, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος.

Μια ριζοσπαστική αριστερά άξια του ονόματός της θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στην «Ευρώπη». Ωστόσο, θα έπρεπε να απαγκιστρωθεί από τον επιφανειακό «φιλοευρωπαϊσμό» των παλαιών και νέων κομμάτων του κέντρου. Θα πρέπει να επιμείνει στο γεγονός ότι «οι ευρωπαϊκές λύσεις» δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δράση σε εθνικό επίπεδο, μόνο και μόνο επειδή τείνουν να μην είναι διαθέσιμες ή θα αργήσουν πολύ να έλθουν. Θα πρέπει επίσης να υπερασπιστεί την πραγματικά υπάρχουσα δημοκρατία, δηλ. τη δημοκρατία του έθνους-κράτους, ενάντια στην «κοσμοπολίτικη» αντικατάσταση της υπερεθνικής δημοκρατίας του «κάστρου στον ουρανό».


Αυτό θα σήμαινε ότι η δημοκρατία αρχίζει από τα κάτω. Αυτή η συμφιλίωση με τη φύση και τους ανθρώπους δεν πέφτει από τον ουρανό της «Ευρώπης» . Λίγο μετά την εκλογή τους, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα έχουν γίνει 751 με νοοτροπία ίδια με αυτή των εκπρόσωπων των ομάδων συμφερόντων των υπερεθνικών τεχνοκρατών, ενδεδυμένοι ως δημοκρατικοί εκπρόσωποι ενός ευρωπαϊκού λαού που δεν υπάρχει μέχρι σήμερα. Η κοινωνική αλλαγή για το καλύτερο δεν θα προέλθει από πάνω, από αυτούς.

 Δημοσιεύτηκε στο Jacobin Magazine

[---->]

1 σχόλιο:

OMADEON είπε...

Το πραγματικό αρχικό άρθρο δεν είναι η αλλοιωμένη κι αγρίως πετσοκομμένη εκδοχή του, την οποία μεταφράσατε (προφανώς από τα ιταλικά όπου μεταφράστηκε και παραποιήθηκε) αλλά αυτό εδώ.

https://jacobinmag.com/2019/05/european-parliament-elections-results-left

Λείπουν σημαντικές παράγραφοι στην ιταλική εκδοχή, όπως θα δείτε...

Δεν ξέρω, ίσως ενόχλησε τους ιταλούς η αναφορά στον Τσίπρα σαν... μαθητή της Μέρκελ στην "τέχνη της προδοσίας". Ψάχτε το.