Μπορεί η συμφωνία της Παρασκευής να δυσαρέστησε αρκετούς στη συγκυβέρνηση, αλλά ήταν το αναγκαίο καλό, που έλεγε στο προεκλογικό σύνθημά του ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝ.ΕΛ.
Οι οπαδοί, του όλα ή τίποτα, που μπλέκουν το ποδόσφαιρο με την πολιτική θα πρέπει κάποτε να ωριμάσουν και καταλάβουν ότι πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού.
Γιατί αν επέμενε η κυβέρνηση σε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, θα ήταν αναγκασμένη, την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά το τριήμερο, να βάλει περιορισμούς στις αναλήψεις χρημάτων από τις τράπεζες.
Κι αυτό, γιατί θα έκλεινε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης από τον ELA. Μετά την συμφωνία η χρηματοδότηση θα επιστρέψει στην ΕΚΤ, με ακόμη χαμηλότερα επιτόκια.
Τώρα τι πέτυχε η ελληνική πλευρά με την τετράμηνη συμφωνία-γέφυρα.
Το σημαντικότερο αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, που ήταν μια θηλιά στον λαιμό της οικονομίας, μια και εμπόδιζε τις πολιτικές ανάπτυξης και ταυτόχρονα επέβαλε τον στόχο του 3% για το 2015 και κατά συνέπεια νέα μέτρα λιτότητας.
Παράλληλα αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το θέμα της ανθρωπιστικής κρίσης, σαν μια παράμετρος που από εδώ και πέρα καλούνται να λαμβάνουν υπόψη τους οι δανειστές μας. Σημειολογικά έχει αξία η αλλαγή των λέξεων, μολονότι δεν σηματοδοτούν ουσιαστικές μετακινήσεις των θέσεων από την πλευρά των δανειστών.
Στην ουσία, ήταν παραχωρήσεις από την πλευρά των «18» στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιαστεί το περιεχόμενο του αποτελέσματος πιο ελκυστικό στους πολίτες, που είχαν βγει στους δρόμους προκειμένου να υποστηρίξουν την κυβερνητική διαπραγμάτευση.
Έτσι το πρόγραμμα, δηλ. το μνημόνιο, μετονομάστηκε σε συμφωνία και η τρόικα σε θεσμούς. Μια άλλη επιτυχία αφορά τις δεσμεύσεις της γενικής συμφωνίας που δεν κάνουν και ειδικότερες αναφορές, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση, να παρουσιάσει το δικό της πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και όχι να αποδεχθεί αυτό που μέχρι τώρα επέβαλε η τρόικα.
Αυτή η δυνατότητα ευελιξίας, οφείλει η κυβέρνηση να την αξιοποιήσει με προτάσεις εποικοδομητικές που «δε θα ανακαλέσουν μέτρα και δε θα κάνουν μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επίδραση στους οικονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη, ή την οικονομική σταθερότητα.
Κι αυτό, γιατί ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και μεταρρυθμίσεις που ανατρέπουν την δημοσιονομική πολιτική, μπορεί να καταστήσουν την συμφωνία γράμμα κενό περιεχομένου.
Τα τρία βασικά προβλήματα που οφείλει η παρούσα κυβέρνηση να αντιμετωπίσει και τα οποία αποτελούν προτεραιότητες της και αναφέρονται στη συμφωνία, είναι η διαφθορά, η φοροδιαφυγή και η αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα.
Ήδη στο θέμα των βεβαιωμένων οφειλών στο δημόσιο, τα πράγματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Τα 36 δις οφειλές του 2010 έχουν γίνει τώρα 72 δις δηλ. διπλασιάσθηκαν και οι προσδοκίες εσόδων από τα 9 δις εισπράξιμα είναι μόλις 3 δις.
Η φοροδιαφυγή πρέπει πρώτα να εντοπισθεί και στη συνέχεια να εισπραχθούν τα ποσά που δεν έχουν καταβληθεί στο δημόσιο. Και αυτή η διαδικασία θέλει εξειδικευμένους ανθρώπους και φορολογικές αρχές που δεν θα διυλίζουν τον κώνωπα και θα καταπίνουν την κάμηλο.
Η διαφθορά για κάποιους επίορκους έχει καταντήσει στη χώρα μας «εθνικό» σπορ. Χρειάζονται δυναμικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η γάγγραινα, που τρώει τα σωθικά αυτής της πατρίδας.
Και η διαφθορά δεν είναι προνόμιο του ρετιρέ των εισοδημάτων. Αφορά και κάποιους που εμφανίζονται ως μικρομεσαίοι και στην πραγματικότητα μέσω του χώρου που δραστηριοποιούνται εκβιάζουν και εισπράττουν χρήματα από τους μη έχοντες και όσους θέλουν να σέβονται τα νόμο και να τους σέβεται ο νόμος.
Η νέα κυβέρνηση προσγειώθηκε κάπως ανώμαλα σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες της. Τα περί διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους αποδείχθηκαν προσεγγίσεις, που δεν συνάδουν με την πραγματικότητα, μια και η συμφωνία αναφέρει ότι «δεσμεύονται να τιμήσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους, σε όλους τους πιστωτές πλήρως και εγκαίρως».
Όπως επίσης και η πολλαπλά επαναλαμβανόμενη εξαγγελία διεθνούς διάσκεψης, ανάλογης με αυτήν του 1953, για το χρέος, που μεταφράστηκε σε Eurogroup, κατά τις απαιτήσεις των δανειστών μας.
Μένει να δούμε πως θα προχωρήσουν οι εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης, όχι γιατί δεν είναι εύλογες και δίκαιες, αλλά γιατί δεν έχει γίνει γνωστό που θα εξευρεθούν τα 11,7 δις του κόστους τους δηλ. από ποιές πηγές χρηματοδότησης θα καλυφθούν.
Ο χρόνος υλοποίησης των στόχων τρέχει και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι οφείλουν να τον εκμεταλλευθούν, προκειμένου να οδηγήσουν την χώρα και τους πολίτες στο ζητούμενο, που είναι οι καλύτερες μέρες…
[--->]