Ο επώδυνος συμβιβασμός των Βρυξελλών

Ο επώδυνος συμβιβασμός των Βρυξελλών απομακρύνει τον χρηματοδοτικό στραγγαλισμό, αλλά θέτει την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος ανακούφισης υπό την «ευέλικτη» επιτήρηση των δανειστών

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου


Στο επικοινωνιακό πεδίο, με τη χθεσινή κατ’ αρχήν συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup – η οποία ωστόσο τελεί υπό την αίρεση μιας τελικής απόφασης μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου – η κυβέρνηση πέτυχε μια προφανή νίκη. 

Έβαλε το ελληνικό ζήτημα στο επίκεντρο ενός πολυήμερου διπλωματικού μαραθωνίου που απαίτησε μερικές τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις του Eurogroup, ανάλογες συνεδριάσεις του Euro Working Group, πολλές διμερείς επαφές ηγετών, δεκάδες τηλεφωνικές συνομιλίες και εκατοντάδες, κυριολεκτικά, δηλώσεις υπουργών Οικονομικών και κοινοτικών αξιωματούχων οι οποίοι άλλοτε εκτίθεντο για την εθελοδουλική ταύτισή του με τη σκληρή γραμμή Σόιμπλε και άλλοτε ακροβατούσαν ρητορικά μεταξύ συμπάθειας προς την Ελλάδα και απαίτησης «σεβασμού στα συμφωνηθέντα».

Το ελληνικό αίτημα παράτασης της λεγόμενης «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης», δηλαδή της δανειακής σύμβασης που υπεγράφη τον Δεκέμβριου του 2012 ανάμεσα στο EFSF από πλευράς δανειστών και από την Ελληνική Δημοκρατία, το ΤΧΣ και την ΤτΕ από πλευράς οφειλέτη, φαίνεται ότι διευκόλυνε την αποδραματοποίηση της διαπραγμάτευσης. Και αυτό γιατί έδωσε προσχήματα για αμοιβαίες υποχωρήσεις που δεν πλήττουν ανεπανόρθωτα το γόητρο καμιάς πλευράς. 
Οι εκπρόσωποι των εταίρων-δανειστών (ο Σόιμπλε, ο Ντάισελμπλουμ και οι άλλοι) μπορούν να επιστρέψουν στις χώρες και στα Κοινοβούλια τους και να ισχυριστούν ότι απέσπασαν από την «επικίνδυνη» κυβέρνηση Τσίπρα τη διαβεβαίωση ότι αναγνωρίζει τις οφειλές της, ότι θα πληρώσει τα δανεικά.
Και η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ισχυριστεί ότι πέτυχε να αποδεσμευτεί από τον τυφλοσούρτη του μνημονίου, τουλάχιστον ως προς τις πιο επώδυνες πτυχές του. Και οι δύο πλευρές μπορούν επίσης να ισχυριστούν ότι αποκαταστάθηκε η μεταξύ τους «εμπιστοσύνη», λέξη άλλωστε που κυριάρχησε στη συνέντευξη τύπου Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί, Λαγκάρντ, Ρέγκλινγκ.

Το κείμενο «εμπιστοσύνης» προβλέπει επιγραμματικά τα εξής:
 Παρατείνεται η δανειακή σύμβαση για 4 μήνες. Για το ίδιο διάστημα παρατείνεται και η διαθεσιμότητα των 11 δις του ΤΧΣ, που προορίζονται όμως μόνο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Η Ελλάδα αναλαμβάνει να προωθήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λίστα των οποίων θα υποβάλει τη Δευτέρα, και να αποφύγει μονομερείς ενέργειες με δημοσιονομικό αντίκτυπο. Θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της προς όλους του δανειστές.
Η κυβέρνηση δεσμεύεται στον στόχο για πλεονάσματα, αλλά το φετινό πλεόνασμα θα οριστεί με βάση τις «οικονομικές συνθήκες»
Οι «θεσμοί» που αντικαθιστούν την τρόικα θα κρίνουν τη «δημοσιονομική επάρκεια» του πρώτου πακέτου μεταρρυθμίσεων που θα υποβάλει η κυβέρνηση, και θα αξιολογούν την πορεία του τετράμηνου προγράμματος στο πλαίσιο της «ευελιξίας», δηλαδή χωρίς να τελεί υπό την έγκρισή κάθε μέτρο που παίρνει η κυβέρνηση, αλλά με απαράβατο κριτήριο τη διατήρηση της «δημοσιονομικής ισορροπίας».

Η μάχη της ερμηνείας
Μετά την ανακοίνωση της κατ’ αρχήν συμφωνίας, άρχισε η μάχη της ερμηνείας.
Για συνέχιση του «τρέχοντος προγράμματος» μίλησαν η Λαγκάρντ και ο Ρέγκλινγκ, πιο διπλωματικοί οι Νταισελμπλουμ και Μοσκοβισί μίλησαν για παράταση της δανειακής σύμβασης που συνοδεύεται από όρους. 
Ο Γ. Βαρουφάκης μίλησε για αλλαγή σελίδας, απεγκλωβισμό από το μνημόνιο και τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα που δημιούργησε η προηγούμενη κυβέρνηση, για αναίρεση μέτρων λιτότητας, για πρώτο βήμα προς ένα «νέο συμβόλαιο» με τους θεσμούς από τον Ιούλιο, υπό τον όρο ότι θα πεισθούν για οφέλη μιας «έξυπνης αναδιάρθρωσης χρέους». 

Η πραγματική αξιολόγηση της συμφωνίας θα είναι δυνατή μόνο αφότου ολοκληρωθεί. Δηλαδή, αφού δούμε τα μέτρα που θα υποβάλει η κυβέρνηση τη Δευτέρα και παρακολουθήσουμε τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης, το χρονοδιάγραμμα της οποίας απλώνεται μέχρι τον Απρίλιο. Το πραγματικό διακύβευμα αυτού του δούναι και λαβείν είναι αν η κυβέρνηση αποκτήσει τη στοιχειώδη χρηματοδοτική ευχέρεια να εφαρμόσει έστω και μέρος του προγράμματός της για την αντιστροφή της λιτότητας τους μήνες της τετράμηνης παράτασης.

 Η αποδοχή έστω και του «κατάλληλου πρωτογενούς πλεονάσματος», δηλαδή μικρότερου του προβλεπόμενου 3,5% για φέτος ( αλλά πόσο μικρότερου;), δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Πάντως, η «ανατροπή» της λιτότητας προφανέστατα αναβάλλεται για άγνωστο διάστημα.


Μικρά Περιθώρια
Βεβαίως, η κυβέρνηση αποφεύγει τον απειλούμενο από την ΕΚΤ χρηματοδοτικό στραγγαλισμό. Η στρόφιγγα της ρευστότητας θα μείνει ανοικτή για το επόμενο τετράμηνο, το σιωπηρό bank run θα ανακοπεί και αναμένεται με ενδιαφέρον και το ελληνικό «μερίδιο» στην ποσοτική χαλάρωση που ξεκινά στις 5 Μαρτίου από την ΕΚΤ. 
Αυτή η πρόσβαση στη ρευστότητα δίνει μια ευχέρεια κινήσεων στην κυβέρνηση να αναζητήσει ένα μίγμα μέτρων και κινήσεων που θα δώσουν κάποια αίσθηση επανεκκίνησης της οικονομίας και ταυτόχρονα θα επιτρέψουν κάποιες άμεσες μικρού κόστους παρεμβάσεις υπέρ κάποιων ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Αλλά τα περιθώρια είναι αληθινά μικρά.

Συμπερασματικά, η πρώτη αναμέτρηση κυβέρνησης και δανειστών κατέληξε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, που διατηρεί ένα ιδιότυπο καθεστώς επιτήρησης, χωρίς ωστόσο να σκοτώσει και την προσδοκία που έχει επικρατήσει στην κοινωνία.
 Η τετράμηνη παράταση είναι κυρίως το κέρδος ενός κρίσιμου χρόνου για την προετοιμασία της επόμενης αναμέτρησης που έχει ως διακύβευμα την απαλλαγή από την φυλακή του χρέους. Ευελπιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση θα προσέλθει σ’ αυτήν την επόμενη αναμέτρηση πιο απαιτητική, πιο αναιδής, πιο δεσμευμένη στη βασική της επαγγελία: το τέλος της λιτότητας είναι αδύνατο χωρίς απαλλαγή από τον βρόχο του χρέους.

Το παιχνίδι των θεσμών και των … λυγμών 
Ο «κόκκινος Ρούντι» (Ντούτσκε), ηγέτης της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Ένωσης Φοιτητών που δέσποσε στα ριζοσπαστικά νεανικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, αντιλαμβανόταν τη μετάβαση στον σοσιαλισμό σαν μια «μακρά πορεία μέσω των θεσμών». Σε μα παράδοξη ιστορική αναλογία, η μετάβαση από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή εποχή ορίζεται, στα καθ’ ημάς, σαν μια διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, στη θέση της «εξωθεσμικής» τρόικας.

Ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ποιοι είναι αυτοί οι θεσμοί και τι είναι καθένας τους. Η πενταετία του Μνημονίου, αν μη τι άλλο, πλούτισε τις σχετικές εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις…

Το ΔΝΤ, που έχει συνδέσει το όνομα του με πλήθος καταστροφικών και αποτυχημένων προγραμμάτων σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, είναι ένας δανειστής ύστατης καταστροφής για υπό χρεοκοπία χώρες. Δηλαδή, ένας εγγυητής της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής τοκογλυφίας.

Η ΕΚΤ είναι ο διαχειριστής του ευρώ, με κατοχυρωμένη την «ανεξαρτησία» από κάθε δημοκρατικό έλεγχο, με δυνατότητα να ανοίγει και να κλείνει κατά βούληση τη στρόφιγγα του χρήματος χωρίς να λογοδοτεί. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τον χρηματοδοτικό στραγγαλισμό μιας χώρας ή και μιας τράπεζας, έχοντας πλέον και τον έλεγχο των συστημικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρωζώνης. Επί της ουσίας είναι ο εγγυητής του χρηματοπιστωτικού «λόμπι» που ηγεμονεύει στην Ευρωζώνη. Εν ονόματι αυτού, άλλωστε, υποδύεται τον «διασώστη» της Ένωσης από την ύφεση και τον αποπληθωρισμό με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (εκτύπωσης χρήματος) που τίθεται σε ισχύ σε δύο εβδομάδες.

Η Κομισιόν είναι ο τρίτος θεσμός της πρώην τρόικας, εκφραστής της συλλογικής ενότητας της ΕΕ, της οποίας όμως οι αποφάσεις επί των γενικών κατευθύνσεων λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Κι αυτό, όμως, δεν έχει την αποφασιστική νομοθετική πρωτοβουλία. Αυτή ανήκει στο Συμβούλιο της ΕΕ, το οποίο εκφράζεται και αποφασίζει μέσα από τα επιμέρους συμβούλια υπουργών ( Ecofin, Δικαιοσύνης, Εξωτερικών κλπ.). Κι αυτή η νομοθετική εξουσία του Συμβουλίου της ΕΕ ασκείται σε μεγάλο βαθμό από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με τη διαδικασία της συναπόφασης, που είναι και το μόνο ευρωπαϊκό όργανο με δημοκρατική νομιμοποίηση.

Όπως διαπιστώνουμε από αυτή την απαρίθμηση, από τη διαπραγμάτευση με του θεσμούς απουσιάζουν εκείνοι ακριβώς οι θεσμοί που έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες και μια στοιχειώδη νομιμοποίηση, είτε γιατί έχουν εκλεγεί (Ευρωκοινοβούλιο) είτε γιατί εκφράζουν εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η διαπραγμάτευση με τους δημοκρατικά ανάπηρους θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ) γίνεται στην ουσία σε έναν άλλο θεσμό που, τυπικά, δεν είναι καν θεσμός. Η Ελλάδα καρδιοχτυπά εδώ και πέντε χρόνια πριν από κάθε συνεδρίαση του . (και το ίδιο έγινε χθες) αγνοώντας ποια ακριβώς είναι η θεσμική του υπόσταση.

 Ιδού πως αυτοσυστήνεται στην ιστοσελίδα του: «η Ευρωομάδα είναι ένα άτυπο όργανο στο οποίο οι υπουργοί των κρατών-μελών της Ζώνης του ευρώ συζητούν ζητήματα σχετικά με τις κοινές τους ευθύνες και σχετικά με το ευρώ». Άτυπο όργανο στο οποίο συζητούν, δεν αποφασίζουν.
Ακόμη σαφέστερο, το Πρωτόκολλο 14 βάσει του οποίου θεσπίστηκε το …… και ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, αναφέρει: «οι υπουργοί των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ πραγματοποιούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ τους. Οι συναντήσεις αυτές λαμβάνουν χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες, για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συναντήσεις αυτές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να συμμετέχει σε αυτές τις συναντήσεις, οι οποίες προετοιμάζονται από τους αντιπροσώπους των υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ και της Επιτροπής».

Ποια είναι η αποφασιστική αρμοδιότητα του «θεσμού» .. από το οποίο κρεμόταν χθες η τύχη της χώρας; 
Καμιά, βάσει ευρωπαϊκής συνθήκης. 
Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πρόβλεψη για πλειοψηφίες σε αποφάσεις. Το Eurogroup , όμως, είναι η «συνέλευση» των πιστωτών της Ελλάδας, δηλαδή των 16 χωρών του ευρώ που έχουν δώσει διακρατικά δάνεια (άμεσα ή μέσω EFSF) ύψους 195 δις. Ευρώ. Είναι ο «θεσμός» της κρατικής τοκογλυφίας, ανάμεσά τους της ισχυρότερης, της γερμανικής.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα του θεσμικού συνονθυλεύματος πάνω στο οποίο στηρίζεται η τοξική Ευρωζώνη. Εξ’ ου και η διαπραγμάτευση μέσω των θεσμών κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα «παιχνίδι των λυγμών», για να θυμηθούμε τη θρυλική ταινία του Νιλ Τζορνταν.


Ποιος θα κλάψει θα δούμε στη συνέχεια….


Γ. Κιμπουρόπουλος.