Μαρία Μητσοπούλου
Η συμφωνία στο Eurogroup για την παράταση της Κύριας Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία ή νίκη της ελληνικής κυβέρνησης στο βαθμό που δεν επιτρέπει την υλοποίηση βασικών πτυχών του προγράμματος της Θεσσαλονίκης αλλά δε μπορεί να χαρακτηριστεί και ήττα στο βαθμό που αποτρέπει προς το παρόν την εισαγωγή νέων σκληρών μέτρων του λεγόμενου mail Χαρδούβελλη.
Το ποτήρι εμφανίζεται μισοάδειο ή μισογεμάτο ανάλογα με τις συγκρίσεις που επιλέγει ο καθένας: οι πιο σκληροί κι απόλυτοι επικριτές της κυβέρνησης συγκρίνουν με το βαθμό υποχωρήσεων σε σχέση με το προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τις πολιτικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «τέλους των μνημονίων». Οι πιο «ελαστικοί» συγκρίνουν με τους … καρπούς της προηγούμενης διαπραγμάτευσης η οποία απέδιδε διαρκώς νέα σκληρά μέτρα.
Σε κάθε περίπτωση ο συμβιβασμός δεν έγινε κάπου στη μέση όπως ίσως θα ευελπιστούσε η Αθήνα, αντιθέτως οι μεγαλύτερες υποχωρήσεις ανήκουν στην ελληνική πλευρά, με ανοιχτό όμως το παιχνίδι για τους επόμενους τέσσερις μήνες, αν λάβει κανείς υπόψη την «εποικοδομητική ασάφεια» του κειμένου του Eurogroup. Βεβαίως, η «ασάφεια» μπορεί να αποδειχτεί εργαλείο στα χέρια του ισχυρού, ωστόσο εν προκειμένω είναι προτιμότερη αφού δίνει μεγαλύτερη «ευελιξία» (ένας άλλος όρος που χρησιμοποιείται στο κείμενο) σε σχέση με τις καθαρές και ανελαστικές διατυπώσεις που ζητούσε ο Σόιμπλε.
Η κυβέρνηση μιλά για γύρισμα της σελίδας κι επικεντρώνει στο ότι απέτρεψε την εφαρμογή του mail Χαρδούβελλη, ενώ ο Γιάνης Βαρουφάκης, μίλησε για ένα «μικρό πρώτο βήμα σε νέα κατεύθυνση».
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τα «συν» και τα «πλην» της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2015.
Τι «δώσαμε»
Η κυβέρνηση «συνθηκολόγησε» στην επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση του παρόντος προγράμματος («παρούσα διευθέτηση»), η οποία θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης από τον EFSF και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα. Και για τα δύο απαιτείται η τελική έγκριση του Eurogroup.
Τα χρήματα του ΤΧΣ φεύγουν από την κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και επανέρχονται στην κυριότητα του EFSF με δυνατότητα να αξιοποιηθούν μόνο για τον αρχικό σκοπό δηλαδή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Επομένως, η κυβέρνηση δεν μπορεί να αξιοποιήσει μέρος από το αποκαλούμενο «μαξιλάρι» για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων».
Η εποπτεία παραμένει καθώς μέτρα που προσθέτει ή αφαιρεί η κυβέρνηση από τον κατάλογο χρειάζονται το ΟΚ των Θεσμών ότι δεν έχουν επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να δίνει μάχη κάθε φορά ή να «παζαρεύει» επί των μέτρων που θέλει να περάσει ή να καταργήσει.
«Τι πήραμε»
1.Η ελληνική πλευρά παίρνει μια τετράμηνη χρονική ανάσα, όπου της δίνεται η δυνατότητα να προετοιμαστεί για το επόμενο επίπεδο της διαπραγμάτευσης αναφορικά με το χρέος και το τετραετές πρόγραμμα, σε πιο χαμηλούς τόνους, μέσα σε συνθήκες (σχετικά) πολιτικής ομαλότητας και σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος. Υπενθυμίζεται ότι παρόλο που το επίσημο αίτημα ζητούσε εξάμηνη παράταση, αρχικά, με βάση και την προεκλογική της ρητορική, η κυβέρνηση προσδιόριζε χρονικά τη μεταβατική συμφωνία ως το τέλος Ιουνίου πάνω στις λήξεις ομολόγων Ιουλίου.
2. Η απάλειψη των όρων «μνημόνιο», «τρέχον πρόγραμμα» (αντικαθίσταται από τον όρο «παρούσα διευθέτηση» - current arrangement), «τρόικα», κάτι που με διπλωματικούς όρους δεν θεωρείται αμελητέο στοιχείο. Ουσιαστικά όσον αφορά την επιτήρηση κι εποπτεία αυτή παραμένει στα χέρια των Θεσμών, με κυρίαρχο το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά πάσα πιθανότητα. Η τρόικα όπως την ξέραμε φεύγει από το πλάνο και ο έλεγχος και η επικοινωνία γίνεται στο πλαίσιο ομόλογων επιπέδων: οι τεχνοκράτες μιλούν με τους τεχνοκράτες, οι υπουργοί με τους υπουργούς και ο Τσίπρας με τους Θεσμούς.
3.Ο όρος «ευελιξία» (τα σχετικά περιθώρια θα συνεκτιμώνται από κοινού μεταξύ Θεσμών και Ελλάδας) είναι ένα κλείσιμο του ματιού ότι οι δανειστές δεν θα εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους πάνω στην ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο αυτό μένει να το δούμε και στην πράξη.
4.Επίσης, η ελληνική πλευρά «πετυχαίνει» την καταγραφή του όρου «γέφυρα» («bridge») που συσχετίζεται με τον χρόνο για συνομιλίες πάνω σε μια πιθανή συμφωνία που θα ακολουθήσει («a possible follow-up arrangement») μεταξύ του Eurogroup, των Θεσμών και της Ελλάδας.
5. Το πιο χειροπιαστό, ενδεχομένως, «επίτευγμα» της ελληνικής πλευράς είναι ο μη προσδιορισμός στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο συναρτάται με την κατάσταση της οικονομίας εντός του 2015.
6.Επίσης, η συμφωνία δέχεται ότι πολιτικές που συνιστούν ελληνικές προτεραιότητες μπορούν να συμβάλλουν και να ενισχύσουν την εκπλήρωση της «παρούσας διευθέτησης».
7.Περιθώριο αφήνει και η κατά τα άλλα αμφίσημη αναφορά ότι η Ελλάδα απέχει από την ανατροπή μέτρων και από μονομερείς ενέργειες σε ό,τι αφορά πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη και την δημοσιονομική σταθερότητα με βάση τις εκτιμήσεις των θεσμών. Κοινώς οι Θεσμοί θα έχουν τον τελικό λόγο για το αν τα μέτρα που επιχειρεί να παγώσει ή να ξηλώσει η κυβέρνηση έχουν ή όχι επιπτώσεις στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Στο χέρι της ελληνικής πλευράς είναι να πείθει πως ό,τι καταργεί δεν επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στα δημοσιονομικά.
Πλέον, μένει να δούμε τη λίστα των μεταρρυθμίσεων που θα υποβάλλει η κυβέρνηση προς το Eurogroup ως το βράδυ της Δευτέρας , η οποία θα αξιολογηθεί από τους θεσμούς κατά πόσο αποτελεί βάση για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος. Στο κείμενο της συμφωνίας σημειώνεται ότι η λίστα αυτή θα συγκεκριμενοποιηθεί ως το τέλος του Απριλίου.
Προτεραιότητα θα δοθεί στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θεωρούνται κοινός τόπος και καταγράφονται στο κείμενο δηλαδή η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς και η αναδιάρθρωση του δημοσίου. Όσο για τα εργασιακά, τη ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, τα κόκκινα δάνεια, την προστασία της πρώτης κατοικίας – ρυθμίσεις που η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν επιφέρουν δημοσιονομικό κόστος, μένει να δούμε την τύχη τους και αν θα προχωρήσει την επόμενη εβδομάδα η νομοθέτησή τους.
Η συμφωνία στο Eurogroup για την παράταση της Κύριας Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία ή νίκη της ελληνικής κυβέρνησης στο βαθμό που δεν επιτρέπει την υλοποίηση βασικών πτυχών του προγράμματος της Θεσσαλονίκης αλλά δε μπορεί να χαρακτηριστεί και ήττα στο βαθμό που αποτρέπει προς το παρόν την εισαγωγή νέων σκληρών μέτρων του λεγόμενου mail Χαρδούβελλη.
Το ποτήρι εμφανίζεται μισοάδειο ή μισογεμάτο ανάλογα με τις συγκρίσεις που επιλέγει ο καθένας: οι πιο σκληροί κι απόλυτοι επικριτές της κυβέρνησης συγκρίνουν με το βαθμό υποχωρήσεων σε σχέση με το προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τις πολιτικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ περί «τέλους των μνημονίων». Οι πιο «ελαστικοί» συγκρίνουν με τους … καρπούς της προηγούμενης διαπραγμάτευσης η οποία απέδιδε διαρκώς νέα σκληρά μέτρα.
Σε κάθε περίπτωση ο συμβιβασμός δεν έγινε κάπου στη μέση όπως ίσως θα ευελπιστούσε η Αθήνα, αντιθέτως οι μεγαλύτερες υποχωρήσεις ανήκουν στην ελληνική πλευρά, με ανοιχτό όμως το παιχνίδι για τους επόμενους τέσσερις μήνες, αν λάβει κανείς υπόψη την «εποικοδομητική ασάφεια» του κειμένου του Eurogroup. Βεβαίως, η «ασάφεια» μπορεί να αποδειχτεί εργαλείο στα χέρια του ισχυρού, ωστόσο εν προκειμένω είναι προτιμότερη αφού δίνει μεγαλύτερη «ευελιξία» (ένας άλλος όρος που χρησιμοποιείται στο κείμενο) σε σχέση με τις καθαρές και ανελαστικές διατυπώσεις που ζητούσε ο Σόιμπλε.
Η κυβέρνηση μιλά για γύρισμα της σελίδας κι επικεντρώνει στο ότι απέτρεψε την εφαρμογή του mail Χαρδούβελλη, ενώ ο Γιάνης Βαρουφάκης, μίλησε για ένα «μικρό πρώτο βήμα σε νέα κατεύθυνση».
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τα «συν» και τα «πλην» της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2015.
Τι «δώσαμε»
Η κυβέρνηση «συνθηκολόγησε» στην επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση του παρόντος προγράμματος («παρούσα διευθέτηση»), η οποία θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης από τον EFSF και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα. Και για τα δύο απαιτείται η τελική έγκριση του Eurogroup.
Τα χρήματα του ΤΧΣ φεύγουν από την κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και επανέρχονται στην κυριότητα του EFSF με δυνατότητα να αξιοποιηθούν μόνο για τον αρχικό σκοπό δηλαδή την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Επομένως, η κυβέρνηση δεν μπορεί να αξιοποιήσει μέρος από το αποκαλούμενο «μαξιλάρι» για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων».
Η εποπτεία παραμένει καθώς μέτρα που προσθέτει ή αφαιρεί η κυβέρνηση από τον κατάλογο χρειάζονται το ΟΚ των Θεσμών ότι δεν έχουν επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, κάτι που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να δίνει μάχη κάθε φορά ή να «παζαρεύει» επί των μέτρων που θέλει να περάσει ή να καταργήσει.
«Τι πήραμε»
1.Η ελληνική πλευρά παίρνει μια τετράμηνη χρονική ανάσα, όπου της δίνεται η δυνατότητα να προετοιμαστεί για το επόμενο επίπεδο της διαπραγμάτευσης αναφορικά με το χρέος και το τετραετές πρόγραμμα, σε πιο χαμηλούς τόνους, μέσα σε συνθήκες (σχετικά) πολιτικής ομαλότητας και σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος. Υπενθυμίζεται ότι παρόλο που το επίσημο αίτημα ζητούσε εξάμηνη παράταση, αρχικά, με βάση και την προεκλογική της ρητορική, η κυβέρνηση προσδιόριζε χρονικά τη μεταβατική συμφωνία ως το τέλος Ιουνίου πάνω στις λήξεις ομολόγων Ιουλίου.
2. Η απάλειψη των όρων «μνημόνιο», «τρέχον πρόγραμμα» (αντικαθίσταται από τον όρο «παρούσα διευθέτηση» - current arrangement), «τρόικα», κάτι που με διπλωματικούς όρους δεν θεωρείται αμελητέο στοιχείο. Ουσιαστικά όσον αφορά την επιτήρηση κι εποπτεία αυτή παραμένει στα χέρια των Θεσμών, με κυρίαρχο το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά πάσα πιθανότητα. Η τρόικα όπως την ξέραμε φεύγει από το πλάνο και ο έλεγχος και η επικοινωνία γίνεται στο πλαίσιο ομόλογων επιπέδων: οι τεχνοκράτες μιλούν με τους τεχνοκράτες, οι υπουργοί με τους υπουργούς και ο Τσίπρας με τους Θεσμούς.
3.Ο όρος «ευελιξία» (τα σχετικά περιθώρια θα συνεκτιμώνται από κοινού μεταξύ Θεσμών και Ελλάδας) είναι ένα κλείσιμο του ματιού ότι οι δανειστές δεν θα εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους πάνω στην ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο αυτό μένει να το δούμε και στην πράξη.
4.Επίσης, η ελληνική πλευρά «πετυχαίνει» την καταγραφή του όρου «γέφυρα» («bridge») που συσχετίζεται με τον χρόνο για συνομιλίες πάνω σε μια πιθανή συμφωνία που θα ακολουθήσει («a possible follow-up arrangement») μεταξύ του Eurogroup, των Θεσμών και της Ελλάδας.
5. Το πιο χειροπιαστό, ενδεχομένως, «επίτευγμα» της ελληνικής πλευράς είναι ο μη προσδιορισμός στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο συναρτάται με την κατάσταση της οικονομίας εντός του 2015.
6.Επίσης, η συμφωνία δέχεται ότι πολιτικές που συνιστούν ελληνικές προτεραιότητες μπορούν να συμβάλλουν και να ενισχύσουν την εκπλήρωση της «παρούσας διευθέτησης».
7.Περιθώριο αφήνει και η κατά τα άλλα αμφίσημη αναφορά ότι η Ελλάδα απέχει από την ανατροπή μέτρων και από μονομερείς ενέργειες σε ό,τι αφορά πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την οικονομική ανάκαμψη και την δημοσιονομική σταθερότητα με βάση τις εκτιμήσεις των θεσμών. Κοινώς οι Θεσμοί θα έχουν τον τελικό λόγο για το αν τα μέτρα που επιχειρεί να παγώσει ή να ξηλώσει η κυβέρνηση έχουν ή όχι επιπτώσεις στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Στο χέρι της ελληνικής πλευράς είναι να πείθει πως ό,τι καταργεί δεν επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στα δημοσιονομικά.
Πλέον, μένει να δούμε τη λίστα των μεταρρυθμίσεων που θα υποβάλλει η κυβέρνηση προς το Eurogroup ως το βράδυ της Δευτέρας , η οποία θα αξιολογηθεί από τους θεσμούς κατά πόσο αποτελεί βάση για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος. Στο κείμενο της συμφωνίας σημειώνεται ότι η λίστα αυτή θα συγκεκριμενοποιηθεί ως το τέλος του Απριλίου.
Προτεραιότητα θα δοθεί στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θεωρούνται κοινός τόπος και καταγράφονται στο κείμενο δηλαδή η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς και η αναδιάρθρωση του δημοσίου. Όσο για τα εργασιακά, τη ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, τα κόκκινα δάνεια, την προστασία της πρώτης κατοικίας – ρυθμίσεις που η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν επιφέρουν δημοσιονομικό κόστος, μένει να δούμε την τύχη τους και αν θα προχωρήσει την επόμενη εβδομάδα η νομοθέτησή τους.