Μικροτσιπς: Μια νέα κούρσα των εξοπλισμών

 

Του Michael Roberts

Στις 6 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε στην Αριζόνα με τον Μόρις Τσανγκ, τον ιδρυτή της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) σε τελετή, το τελευταίο βήμα επένδυσης της εταιρείας κατασκευής μικροτσιπ σε ένα νέο εργοστάσιό στις ΗΠΑ.  Η TSMC τριπλασιάζει την προγραμματισμένη επένδυση  για το νέο της εργοστάσιο στην Αριζόνα, στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια, μια από τις μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις στην ιστορία των ΗΠΑ.

 

Η TSMC είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής τσιπ υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να εισάγουν τα προϊόντα της εταιρείας στην παραγωγή τους.  Η TSMC έχει γίνει το πεδίο διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου και της τεχνολογίας – και λόγω αυτού του γεγονότος η Ταϊβάν αποτελεί εστία γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της Κίνας και της (σχετικής παρακμής) της κυριαρχίας των ΗΠΑ παγκοσμίως.

 

 

 Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του ιστορικού της οικονομίας Κρις Μίλερ (Chris Miller) "Chip War",Ο πόλεμος των μικροτσιπ, έχει ιδιαίτερη αξία. Στο βιβλίο, ο Μίλερ περιγράφει την ανάπτυξη των ημιαγωγών [μικροτσιπ] και πώς η TSMC και μερικοί άλλοι κατασκευαστές έφτασαν να κυριαρχούν στην παγκόσμια προσφορά προηγμένων μικροτσίπ.  Το κύριο μήνυμά του είναι ανησυχητικό.  Ενώ κατά τη διάρκεια του "ψυχρού πολέμου" μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, τα πυρηνικά όπλα και η δυνατότητα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής τους δημιουργούσαν ένα είδος ισορροπημένης ανακωχής που απέτρεπε την απόλυτη σύγκρουση, σε αυτόν τον "ψυχρό πόλεμο" μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, δεν υπάρχει ισορροπία, αλλά αντιθέτως ένας απεριόριστος αγώνας δρόμου.  "Υπάρχει ένα πολύ σαφές όριο στη χρήση των πυρηνικών. [Τα πυρηνικά όπλα] είτε χρησιμοποιούνται είτε δεν χρησιμοποιούνται, ενώ στον χώρο της οικονομικής αλληλεξάρτησης, δεν υπάρχει κάποιο όριο που να δείχνει ότι έχεις περάσει την κόκκινη γραμμή και πρακτικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές γραμμές που μπορεί κανείς να περάσει". (Μίλερ).

Ο Μίλερ υποστηρίζει με παραστατικό τρόπο ότι τα μικροτσίπ είναι το νέο πετρέλαιο - ο σπάνιος πόρος από τον οποίο εξαρτάται ο σύγχρονος κόσμος. Σήμερα, η στρατιωτική, η οικονομική και η γεωπολιτική κυριαρχία βασίζονται σε ένα θεμέλιο από τσιπ υπολογιστών. Σχεδόν τα πάντα, από πυραύλους έως μικροκύματα, από smartphones έως το χρηματιστήριο, λειτουργούν με τσιπ. Μέχρι πρόσφατα, η Αμερική σχεδίαζε και κατασκεύαζε τα ταχύτερα μικροτσιπ και διατηρούσε το προβάδισμά προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία.  Αλλά τώρα το προβάδισμα της Αμερικής υποχωρεί, υπονομευμένο από τους ανταγωνιστές στην Ταϊβάν, την Κορέα, την Ευρώπη και, πάνω απ' όλα, την Κίνα. Όπως αποκαλύπτει ο πόλεμος των τσιπ, η Κίνα, η οποία δαπανά κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα για την εισαγωγή τσιπ απ' ό,τι για την εισαγωγή πετρελαίου, διοχετεύει δισεκατομμύρια σε μια πρωτοβουλία κατασκευής τσιπ για να φτάσει στα επίπεδα των ΗΠΑ. Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν είναι η στρατιωτική υπεροχή και η οικονομική ευημερία της Αμερικής.

Ο Μίλερ, εξηγεί πώς ο ημιαγωγός απέκτησε κρίσιμο ρόλο στη σύγχρονη ζωή και πώς οι ΗΠΑ κατέκτησαν κυρίαρχη θέση στον σχεδιασμό και την κατασκευή τσιπ και πώς εφάρμοσαν την τεχνολογία αυτή σε στρατιωτικά συστήματα.  Η νίκη της Αμερικής στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και η παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία της οφείλεται στην ικανότητά της να αξιοποιεί την υπολογιστική ισχύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη δύναμη.  Αλλά και εδώ, λέει ο Μίλερ, η Κίνα πλησιάζει, με τις φιλοδοξίες της για την κατασκευή τσιπ και τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό να συμβαδίζουν.

 

Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ανάπτυξη των μικροτσιπ από την εφεύρεσή τους στην Αμερική, τη δεκαετία του 1950, τη χρυσή εποχή του αμερικανικού καπιταλισμού, μέχρι τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας με επίκεντρο την Ανατολική Ασία. Σήμερα, σχεδόν όλα τα προηγμένα τσιπ επεξεργαστών παράγονται στην Ταϊβάν, και ο Μίλερ προβάλλει το πειστικό επιχείρημα ότι η μετατόπιση του ελέγχου της βιομηχανίας θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει δραματικά τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες στον κόσμο.  Ακόμη περισσότερο από το παραδοσιακό εμπόριο και τη μεταποιητική παραγωγή, και ακόμη περισσότερο από την οικονομική ισχύ, ο Μίλερ υποστηρίζει ότι αυτός που θα ηγηθεί και θα κυριαρχήσει στην παραγωγή τσιπ θα κυριαρχήσει και στην παγκόσμια οικονομία.

Η ανάπτυξη και η παραγωγή τσιπ είναι πλέον ο βασικός τομέας στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απομονώσουν, να αποδυναμώσουν και να μειώσουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και άλλων χωρών που θεωρούν ότι αντιτίθενται στα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.  Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του δολαρίου για να αποκόψουν τους αντιπάλους τους από την παγκόσμια οικονομία.  Ο νέος νόμος για τα αμερικανικά τσιπ στοχεύει στην απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υψηλής τεχνολογίας και στην αναχαίτιση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων.  Ο νόμος αποτελεί μέρος ενός κύματος κυρώσεων των ΗΠΑ και της Δύσης σε αντίποινα για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Την πρόθεση του νόμου έκανε σαφή ο Κέβιν Γουλφ, ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου. "Αυτό που έκανε η κυβέρνηση, είναι να αποφασίσει ένα τρόπο αποκοπής της Ρωσίας από τα μικροτσιπς και αυτό είναι μια πολιτική και μια υποχρέωσή μας", δήλωσε ο Γουλφ . "Και αυτό θα γίνει αφού υπάρχει μαζική συνεργασία με τους συμμάχους".

 

Ο νόμος για τα τσιπ είναι απλώς το επόμενο στάδιο μιας σειράς μέτρων για την αποδυνάμωση των τεχνολογικών δυνατοτήτων και της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας.  Η αρχή έγινε με τον έλεγχο στις εξαγωγές της κινεζικής εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ. Η Ουάσινγκτον, αφού πρώτα περιόρισε την πώληση αμερικανικής τεχνολογίας στη Huawei βάζοντάς την στη μαύρη λίστα εμπορικών συναλλαγών της, στη συνέχεια αύξησε την πίεση εφαρμόζοντας τον λεγόμενο κανόνα για τα ξένα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό με αμερικανική τεχνολογία. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ να κινηθούν εκτός συνόρων τους και να ελέγχουν προϊόντα που κατασκευάζονται εκτός της χώρας, εφόσον έχουν σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί με τη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας.  "Η Huawei ήταν μια δοκιμή", δήλωσε ο Κρίστοφερ Τιμούρα, δικηγόρος με εξειδίκευση στο Εμπορικό Δίκαιο του δικηγορικού γραφείου Gibson Dunn στην Ουάσιγκτον. "Οι ΗΠΑ δεν είχαν σοβαρά προβλήματα με τη Huawei μέχρι που τροποποίησαν τη νομοθεσία για τον έλεγχο της εξαγωγής αμερικανικών προϊόντων προς το εξωτερικό".

 

Η χρήση της ίδιας πρακτικής σε βάρος της Ρωσίας για ορισμένα είδη με πιο σοβαρές επιπτώσεις όπως ένας κατάλογος με 49 στρατιωτικά είδη, σημαίνει ότι ουσιαστικά η Ρωσία παύει να έχει πλέον πρόσβαση σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας και την εισαγωγή άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που είναι κρίσιμα για τη στρατιωτική της πρόοδο.  "Η Ρωσία είναι πολύ καλά προετοιμασμένη, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό θα υποβαθμίσει σοβαρά τις στρατιωτικές της δυνατότητες", δήλωσε η Julia Friedlander, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.

 

Αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η Κίνα και η μάχη για τη συντριβή της τεχνολογικής προόδου της Κίνας δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί.  Ήδη, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ημιαγωγών στον κόσμο. Ωστόσο, ο βαθμός αυτάρκειάς της στον τομέα κατασκευή των δικών της μικροτσιπ είναι εξαιρετικά χαμηλός.  Οι κινεζικές επιχειρήσεις που παράγουν στην Κίνα,το 2021 κάλυπταν μόνο το 6,6% των εγχώριων αναγκών σε μικροτσίπ , το οποίο αυξάνεται στο 16,7% αν συμπεριλάβουμε και τις ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός της.  Ακόμη,όμως, και αν συμπεριλάβουμε και τις θυγατρικές των πολυεθνικών στην Κίνα, η παραγωγή τσιπ της χώρας το 2026 είναι πιθανό να φτάσει μόνο το 6,6% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής μικροτσιπ.  Στον τομέα των μικροτσίπ που κατασκευάζονται σύμφωνα με το νέο μοντέλο παραγωγής, το επονομαζόμενο fabless, μέσω του οποίου ο σχεδιασμός μπορεί να γίνει σε μία χώρα αλλά η παραγωγή σε μία άλλη, η Κίνα συνεισέφερε κατά 16% στην παγκόσμια αγορά το 2020, αλλά το μερίδιό της μειώθηκε σε μόλις 9% το 2021 εν μέσω των κλιμακούμενων απαγορεύσεων εξαγωγών μικροτσίπ από τις ΗΠΑ.

 

 

Αλλά η πολιτική του Πεκίνου είναι μια προσπάθεια να γίνει αυτάρκης στον τομέα παραγωγής μικροτσιπ κάνοντας χρήση όλων των οικονομικών εξουσιών και των εξουσιών σχεδιασμού του κράτους. Το 2014 η Κίνα δημιούργησε ένα εθνικό επενδυτικό ταμείο ανάπτυξης ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Αργότερα, το 2015, το σχέδιο Made in China 2025 έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο αυτάρκειας 70% έως το 2025, ο οποίος, με βάση τη σημερινή πρόοδο, δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Έτσι, η Κίνα θα συνεχίσει να εξαρτάται,ως προς τους ημιαγωγούς, κυρίως από την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία και την Ιαπωνία- με κίνδυνο να διακοπούν εντελώς οι προμήθειες ημιαγωγών από τις ΗΠΑ.

 

Κύριος στόχος του αμερικανικού νόμου US CHIPS Act είναι η χρηματοδοτήσει με 52 δισεκατομμύρια δολάρια της παραγωγής και της έρευνας για μικροτσιπ με έκπτωση φόρου 25% στους παραγωγούς μικροτσιπ στις ΗΠΑ για τις επενδύσεις με τη προϋπόθεση, ότι όποιοι χρηματοδοτηθούν με βάση το νόμο  US CHIPS Act απαγορεύεται να "συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που αφορά την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας ημιαγωγών στην Κίνα".  Αλλά, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν περισσότερες κυρώσεις κατά της Κίνας: την απαγόρευση εξαγωγής εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών για τσιπ μνήμης με πάνω από 128 επιστρώσεις με το μοντέλο παραγωγής fabless, από την εταιρεία NAND. Ο στόχος τους είναι ότι να μπλοκαριστεί η μεγαλύτερη εταιρεία της Κίνας,η NAND, και τα εργοστάσια κατασκευής τσιπ μνήμης ξένων εταιρειών εταιρείες στην ηπειρωτική Κίνα, και έτσι να αναγκαστούν οι ξένοι κατασκευαστές τσιπ μνήμης να εγκατασταθούν εκτός Κίνας, όπως κάνει τώρα η TSMC. 

 

Παρ' όλα αυτά, η παραγωγή τσιπ στην Κίνα θα μπορούσε να αυξηθεί στο 21,2% έως το 2026 από 16,7% το 2021.  Επιπλέον, οι αμερικανικές κυρώσεις στα μικροτσιπ πλήττουν την παραγωγή και τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, με ορισμένους να εκτιμούν ότι θα μπορούσε να μειωθεί το παγκόσμιο μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά κατά 18% και μακροπρόθεσμα να πλήξουν το 37% των εσόδων τους.

 

  Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να περιορίσουν τις εξαγωγές τεχνολογίας τους στην Κίνα.  Επίσης, η TSMC μπορεί να επενδύει σε νέες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ, αλλά αυτές δεν έχουν ούτε την κλίμακα ούτε το τεχνολογικό επίπεδο των νεότερων εργοστασίων της TSMC στην Ταϊβάν.  "Η μείωση της εξάρτησης από την TSMC ... όσον αφορά πιο εξελιγμένες διεργασίες δεν θα μειωθεί σημαντικά μέχρις ότου η TSMC, η Samsung και η Intel εγκαταστήσουν όλες τους προηγμένες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ", λέει ο Paul Triolo, ειδικός σε θέματα Κίνας και τεχνολογίας του Albright Stonebridge Group.

Ακόμη και τότε, μόνο ένα μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας θα επωφεληθεί. Τα εργοστάσια που κατασκευάζουν η Intel, η TSMC και η Samsung στις ΗΠΑ θα κατασκευάζουν όλα προηγμένα μικροτσιπ, και επομένως θα υποστηρίζουν κυρίως τη βιομηχανία υπολογιστών, smartphone και διακομιστών. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, όμως, που είδαν την παραγωγή τους να παγώνει λόγω των γνωστών προβλημάτων στον εφοδιασμό μικροτσιπ την περίοδο των λοκντάουν, χρησιμοποιούν λιγότερο προηγμένα τσιπ τα οποία δυσκολεύονται να πουληθούν στις ΗΠΑ, όπου το κόστος είναι υψηλότερο.

 

Αλλά αυτός ο πόλεμος των μικροτσιπ δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και την πολιτική εξουσία στον 21ο αιώνα - τουλάχιστον για τους ηγέτες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.  Ο Μίλερ αυτό το κάνει σαφές στο βιβλίο του και σε άλλα έργα του, όπου προσπαθεί να αποκαλύψει τις αυταρχικές και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Ο αγώνας για τη διατήρηση της υπεροχής των ΗΠΑ και τη μείωση της ανάπτυξης της Κίνας (που ελπίζουμε να επιφέρει "αλλαγή του καθεστώτος") θα κοστίσει πολύ ακριβά στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά προφανώς αξίζει το κόστος σε βάρος του παγκόσμιου εμπορίου και της παγκόσμιας παραγωγής - ακόμα και της παγκόσμιας ειρήνης.

 

Οι ΗΠΑ δίνουν αυτή τη μάχη με όρους μάχης μεταξύ "δυτικής δημοκρατίας" και κινεζικής (και ρωσικής) "απολυταρχίας", μάχης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως εκπροσωπούνται από τις αμερικανικές αξίες) ενάντια στην καταστολή των μειονοτήτων και των αντιφρονούντων (στην Κίνα) και ακόμη και της "γενοκτονίας" (από τη Ρωσία) στην Ουκρανία.  Αυτό οδηγεί την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα υποκρισίας.  Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.  Και αυτό είναι πιο σημαντικό από την επέκταση του εμπορίου και της τεχνολογίας προς όφελος όλων.

Οι στρατηγιστές των ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που της βάζουν οι ΗΠΑ.  Ο φόβος αυτός βασίζεται στον καθοδηγούμενο από το κράτος επενδυτικό σχεδιασμό της Κίνας, τον οποίο οι θεωρητικοί της Δεξιάς αποκαλούν "οικονομία της ωμής βίας" επειδή δεν βασίζεται στην "ελεύθερη αγορά".  "Στη βιομηχανία ημιαγωγών, για παράδειγμα, η στρατηγική του Πεκίνου είναι απόλυτα εμφανής. Αξιοποίηση των τεράστιων ποσών κρατικής υποστήριξης, στοχευμένη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας για να βοηθηθούν οι μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις, μεταφορά γνώσεων από ειδικούς που έχουν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις συμμαχικές χώρες, και προνομιακή μεταχείριση των εγχώριων επιχειρήσεων, για να γείρει την πλάστιγγα του ανταγωνισμού υπέρ της".  Αυτά υποστηρίζει η Λίζα Τόμπιν (Liza Tobin), πρώην διευθύντρια για την Κίνα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν και στη CIA.

 

Η άποψη αυτή συνοψίζεται και στο σχόλιο του κεϋνσιανού Larry Summers για τον πόλεμο των τσιπ του Μίλερ (η υπογράμμιση δική μου).  "Οι ημιαγωγοί μπορεί να είναι για τον εικοστό πρώτο αιώνα ό,τι ήταν το πετρέλαιο για τον εικοστό. Αν είναι έτσι, τότε η ιστορία των ημιαγωγών θα είναι η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα."

 [----->]

Ο νέος Υπερμεγάλος Αδελφός

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, εξωτερικοί χώροι και κείμενο που λέει "Jay Bhattacharya @DrJBhattacharya 12.4K 240.4K gó 4.3K 0.04 Active Recent Abuse Strike Trends Blacklist Strike Count: Professor Stanford School of Medicine. MD, PhD. Health policy: infectious diseases, covid, health economics. Scientific freedom. Joined Aug 2021 (1 year) Stanford, CA, USA Account Details Account Statistics"

Οι νέες έρευνες για τον λογοκριτικό μηχανισμό που είχε στήσει το Τουίττερ (προφανώς και τα λοιπά μεγάλα κοινωνικά μέσα, όπως αυτό εδώ) αποκαλύπτουν ό,τι ήδη γνωρίζαμε αλλά δεν μπορούσαμε χωρίς στοιχεία εκ των έσω να αποδείξουμε.

Οι λογοκριτές καταρτίζουν "μαύρες λίστες", αποκλείουν τη διάδοση των αναρτήσεων που οι ίδιοι ιδεολογικά αποδοκιμάζουν, περιστέλλουν την θεατότητα ολόκληρων λογαριασμών ή ακόμη και ολόκληρων θεματικών, παρεμποδίζουν τον εντοπισμό ονομάτων και λογαριασμών, κ.ο.κ., κ.ο.κ. - «και όλα αυτά στα κρυφά, χωρίς να ενημερώνουν τους χρήστες» (παραπομπή με πλήθος συνταρακτικά στοιχεία στα σχόλια).

Ενδιαφέρον έχει το πρώτο παράδειγμα που αναφέρει η δημοσιογράφος Bari Weiss. Είναι ο γνωστός καθηγητής της ιατρικής του Στάνφορντ Jay Bhattacharya. Ο καθηγητής υποστήριξε δημοσίως την γνώμη ότι τα λοκντάουν θα έβλαπταν τα παιδιά. (Πράγμα το οποίο τεκμηριώνουν σήμερα παιδαγωγικές και άλλες έρευνες). Το Τουίττερ τον τοποθέτησε κρυφά σε μια "Μαύρη λίστα τάσεων", η οποία εμπόδιζε τη διάδοση των αναρτήσεών του.

Και να 'ταν μόνο οι διάσημοι και οι καθηγητές... Όλα δείχνουν ότι εκατομμύρια χρήστες φιμώνονται συστηματικά, ειδικά επί κορωνοϊού. Η πανδημία λειτούργησε, όπως έχω ξαναπεί εδώ, ως άτυπο πειραματιστήριο λογοκριτικής βίας στο όνομα της "επιστήμης", ποστ κριτικά για τους ιθύνοντες (ανάμεσά τους και αρκετά δικά μου) έφταναν στις οθόνες ελάχιστων αναγνωστών.

Τέσσερα φαινόμενα (το φίμωτρο της πολιτικής ορθότητας, η ιδιωτικοποίηση της καθεστωτικής λογοκρισίας στο διαδίκτυο, η απόλυτη ευθυγράμμιση των συστημικών ΜΜΕ με την κρατική προπαγάνδα, και η ακραία πύκνωση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης των επικοινωνιών), η δημιουργία δηλαδή ενός νέου Υπερμεγάλου Αδελφού που απλώνεται συγχρόνως στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, δείχνουν πώς έχει πράγματι η κατάσταση με τις ατομικές ελευθερίες τον 21ο αιώνα. Και είναι ειρωνικό ότι τον υφέρποντα αυτόν ολοκληρωτισμό τον καλλιεργούν πολιτικές δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται "αριστερές" και "φιλελεύθερες".

(Ότι η Ελλάδα της νυν κυβερνήσεως πρωταγωνιστεί σε δύο τουλάχιστον από τα τέσσερα αυτά φαινόμενα, στη χειραγώγηση του Τύπου και στη φάμπρικα των υποκλοπών, έχει βεβαίως τη σημασία του.)

 [---->]

ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΜΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

 Μπορεί να είναι εικόνα στέκεται και εξωτερικοί χώροι

Του Mario Lombardo

Το ψήφισμα που εγκρίθηκε από το γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο ("Bundestag") σχετικά με τον λιμό στην Ουκρανία το 1932-1933 αποτελεί σε κάθε περίπτωση σκόπιμη παραποίηση της ιστορίας για την προώθηση της αντιρωσικής πολεμικής προπαγάνδας. Η ψηφοφορία  αναγνωρίζει τα εν λόγω γεγονότα ως μια πραγματική "γενοκτονία" που διαπράχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση και αποτελεί το αποκορύφωμα μιας ιστορικής διαδικασίας που ξεκίνησε στο αποκορύφωμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και εξυπηρετούσε εξαρχής την αποκατάσταση του ουκρανικού ναζιστικού δωσιλογισμού και των εγκλημάτων του. Δηλαδή, οι ίδιοι κύκλοι στους οποίους, σχεδόν οκτώ δεκαετίες αργότερα, οι δυτικές κυβερνήσεις βασίζονται για να προωθήσουν τα στρατηγικά τους συμφέροντα έναντι της Μόσχας.

Η αναγνώριση του λεγόμενου "Holodomor" ως πράξη γενοκτονίας πέρασε χωρίς ούτε μία αρνητική ψήφο των παρόντων βουλευτών στην αίθουσα. Τα τρία κυβερνητικά κόμματα - SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) - ψήφισαν υπέρ μαζί με το CDU και το CSU, ενώ η Αριστερά ("Die Linke") και το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) απείχαν. Τα γεγονότα σχετίζονται με τις τραγικές συνέπειες της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης της γεωργίας που διέταξε ο Στάλιν στο πλαίσιο της προσπάθειας της Σοβιετικής Ένωσης για ταχεία εκβιομηχάνιση στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και του 1930.

Οι πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις μιλούν για τουλάχιστον 3,5 εκατομμύρια θανάτους από πείνα στην Ουκρανία μόνο το χειμώνα του 1932-1933, που προκλήθηκαν από την εφαρμογή καταστροφικών γεωργικών και οικονομικών πολιτικών από το σταλινικό καθεστώς. Αυτό που ξεκίνησε ως αναγκαστική επίταξη σιτηρών από τους αγρότες μετά την κρίση του 1928-1929 θα συνεχιστεί με την κολεκτιβοποίηση εκατομμυρίων μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των περιουσιακών τους στοιχείων, προκαλώντας εξαιρετικά ανεπαρκείς σοδειές και εκατομμύρια θανάτους από υποσιτισμό, καθώς και εκτεταμένες ταραχές που έσπρωξαν τη Σοβιετική Ένωση στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου.

Οι ιστορικές μελέτες αυτών των γεγονότων έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων το 1991 και, μέχρι σήμερα, δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να δικαιολογούν τον ορισμό της "γενοκτονίας", όπως έχει καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Όσο εγκληματικές και αν ήταν οι πολιτικές που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία πρόθεση γενοκτονίας από την σοβιετική ηγεσία.

Ο λιμός ήταν ένα γενικευμένο γεγονός που επηρέασε περίπου 70 εκατομμύρια Σοβιετικούς πολίτες, προκαλώντας το θάνατο περίπου επτά εκατομμυρίων ανθρώπων συνολικά. ΔΕΝ ΕΠΗΡΕΑΣΕ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ. Αυτή η  Σοβιετική Δημοκρατία κατέγραψε τον υψηλότερο αριθμό θανάτων, αλλά άλλοι λαοί είχαν αναλογικά ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΘΥΜΑΤΑ, όπως το Καζακστάν.

Παραποιώντας την ιστορία, το έγγραφο που εγκρίθηκε από την "Bundestag" ισχυρίζεται ότι "οι μαζικοί θάνατοι δεν ήταν αποτέλεσμα κακής σοδειάς", αλλά "ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της ΕΣΣΔ υπό τον Γιόσιπ Στάλιν". Για το λόγο αυτό, το λεγόμενο "Holodomor" - ο ουκρανικός όρος για τα γεγονότα - "είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας", του οποίου η "ιστορικοπολιτική" ταξινόμηση στην κατηγορία της γενοκτονίας είναι "προφανής".

Οι πολιτικές προθέσεις των Γερμανών βουλευτών είναι εμφανείς και από άλλα σημεία του ψηφίσματος. Το κείμενο αναφέρει ότι ο καταστροφικός λιμός του 1932-1933 αντιστοιχούσε σε ένα σοβιετικό σχέδιο για την "καταστροφή του ουκρανικού τρόπου ζωής, της γλώσσας και του πολιτισμού". Ως αποτέλεσμα αυτού, το γερμανικό κοινοβούλιο δηλώνει παράλογα, ότι η κυβέρνηση της Γερμανίας πρέπει "να συνεχίσει να αντιτίθεται αποφασιστικά σε κάθε προσπάθεια προώθησης της ρωσικής εκδοχής της ιστορίας",  και να "εγγυηθεί την πολιτική υποστήριξη" για τα θύματα της "γενοκτονίας", δηλαδή το σημερινό καθεστώς στο Κίεβο.

Εκτός του ότι είναι ανούσια από ιστορική άποψη, η πρωτοβουλία των Γερμανών ομοσπονδιακών βουλευτών εντάσσεται και σε ένα αντικειμενικά ανησυχητικό αντιδημοκρατικό πλαίσιο. Η ψηφοφορία ακολουθεί λίγες εβδομάδες μετά την τροποποίηση του ποινικού κώδικα, η οποία καθιστά αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως και τριών ετών την "άρνηση, τη δικαιολόγηση ή τον δημόσιο ευτελισμό" της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή των εγκλημάτων πολέμου. Στην ουσία, μετά την ψηφοφορία της Τετάρτης, όποιος αρνείται ότι ο λιμός στην Ουκρανία τη δεκαετία του 1930 ήταν γενοκτονία, κινδυνεύει με ποινική καταδίκη και φυλάκιση.

Ο αναθεωρητικός χαρακτήρας της ψηφοφορίας αυτής της εβδομάδας στη γερμανική "Bundestag" μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι η προπαγάνδα της "γενοκτονίας" που διέπραξε ο Στάλιν κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης ήταν ένα όπλο που χρησιμοποιήθηκε πάντα από τους συνεργάτες των Ναζί στην Ουκρανία και, στις μεταπολεμικές δεκαετίες, από τους ίδιους ακροδεξιούς τομείς που εκμεταλλεύτηκε η Δύση σε μια αντισοβιετική στόχευση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η θέση αυτή παρέμεινε περιορισμένη σε αυτούς τους κύκλους και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε εργαλείο κινητοποίησης των Ουκρανών κατά της σοβιετικής "κυριαρχίας".

Η φύση των κατηγοριών που διατυπώνονται κατά της Μόσχας μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή αν αναλογιστεί κανείς ότι οι μπαντερίστικες οργανώσεις, όπως η OUN (Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών), δεν παρέλειψαν να συμπεριλάβουν ξεκάθαρες αντισημιτικές αναφορές κατά την προπαγάνδιση της δικής τους εκδοχής της γενοκτονίας.

Είναι σαφές ότι η μυθοποίηση του λεγόμενου "Holodomor" είχε ως στόχο να εξισώσει ουσιαστικά τις συνέπειες των σταλινικών πολιτικών με την εξόντωση των Εβραίων από τους Ναζί, προκειμένου να μετριάσει την ενοχή και σε τελευταία ανάλυση να δικαιολογήσει τη στάση των Ουκρανών μπαντερικών, συνεργατών των Ναζί, κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η ίδια δυναμική επανεμφανίστηκε μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, όταν η προέλαση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά βασίστηκε και πάλι σε αυτές τις ακροδεξιές δυνάμεις, η εικόνα των οποίων, όπως είδαμε τους τελευταίους μήνες, ξεπλύθηκε έγκαιρα προκειμένου να μετατραπούν σε γνήσιους δημοκρατικούς ήρωες.

Από την άλλη,  δεν είναι τυχαίο ότι ο ορισμός της "γενοκτονίας" για τα γεγονότα του 1932-1933 είχε ήδη υιοθετηθεί από τα κοινοβούλια των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, το 2018 και το 2003 αντίστοιχα. Δεδομένου ότι τέτοιες πρωτοβουλίες συνεπάγονταν τελικά την αποκατάσταση του ναζισμού και την εκκαθάριση των εγκλημάτων του, η Γερμανία αρνιόταν επί μακρόν να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Το γεγονός ότι το έκανε τώρα, αντιθέτως, αποτελεί ένα σημαντικό και επικίνδυνο σημείο ρήξης, καθώς σηματοδοτεί την ετοιμότητα της γερμανικής άρχουσας τάξης να χρησιμοποιήσει μορφές και τρόπους χαρακτηριστικούς του ναζισμού για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα στη διεθνή σκηνή.

Παράλληλα, το ψήφισμα για τη δήθεν γενοκτονία στην Ουκρανία που μόλις ψηφίστηκε αποτελεί μια ακόμη ρητή επίθεση ενάντια σε κάθε μορφής διαφωνία. Η ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονικής φύσης του " Holodomor" αντιστοιχεί στην απαγόρευση της εναντίωσης στον πόλεμο στην Ουκρανία, που προκάλεσαν έντεχνα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, και στη συνεχιζόμενη υπερ-αντιδραστική αντιρωσική επίθεση, που παρουσιάζεται από την επίσημη προπαγάνδα ως μάχη για την ελευθερία και τη δημοκρατία.

 [---->]