Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Michael Roberts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Michael Roberts. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: ΚΛΙΝΑΤΕ ΕΠΙ ΔΕΞΙΑ ?


Του Michael Roberts

Σήμερα στην Πορτογαλία διεξάγονται εκλογές για πρόεδρο και για κοινοβούλιο, δύο μόλις χρόνια μετά τις τελευταίες. Διεξάγονται πρόωρα επειδή ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Κόστα αναγκάστηκε να τις προκηρύξει μετά από σοβαρά σκάνδαλα διαφθοράς που αφορούσαν υπουργούς της κυβέρνησής του.   Επίσης, δικαστήριο της Λισαβόνας αποφάσισε πρόσφατα ότι ένας πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός πρέπει να δικαστεί για διαφθορά. Οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ο José Sócrates, πρωθυπουργός από το 2005 μέχρι το 2011, τσέπωσε περίπου 34 εκατομμύρια ευρώ (36,7 εκατομμύρια δολάρια) κατά τη διάρκεια της θητείας του στην εξουσία από δωροδοκίες, απάτες και ξέπλυμα χρήματος.

Μόλις 11 εκατομμύρια Πορτογάλοι έχουν δικαίωμα ψήφου και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το αντιμεταναστευτικό, νεοφασιστικό κόμμα Chega (Αρκετά!) θα μπορούσε να σημειώσει τα μεγαλύτερα κέρδη και να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στο κοινοβούλιο μεταξύ των σήμερα κυβερνώντων κεντροαριστερών Σοσιαλιστών και των κεντροδεξιών Σοσιαλδημοκρατών.

Η κύρια αντιπολίτευση της σημερινής κυβέρνησης, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD), έχει συμμαχήσει με το Λαϊκό Κόμμα (CDS-PP) και το Μοναρχικό Λαϊκό Κόμμα (PPM), για να σχηματίσουν αυτό που ονομάζουν Δημοκρατική Συμμαχία (AD) με επικεφαλής τον Λουίς Μοντενέγκρο, τον ηγέτη του PSD.  Αλλά και το PSD κατηγορείται για διαφθορά.  Μια έρευνα για δωροδοκία στα νησιά Μαδέιρα της Πορτογαλίας προκάλεσε την παραίτηση δύο επιφανών στελεχών του PSD.

Οι εν ενεργεία Σοσιαλιστές έχουν τώρα τον Πέδρο Σάντος ως ηγέτη τους.  Το κόμμα υπόσχεται να κάνει κάποιες ελάχιστες μεταρρυθμίσεις: σκοπεύει να επιστρέψει το 50% του ΦΠΑ σε όσους αγοράζουν υβριδικά ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα, να δημιουργήσει έναν φορέα που θα παρακολουθεί την ενοικίαση ακινήτων και να εγγυηθεί τη δημόσια τραπεζική χρηματοδότηση για όσους αγοράζουν σπίτι, μέχρι την ηλικία των 40 ετών - η στέγαση είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.

Η νέα κεντροδεξιά συμμαχία AD ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τον "φιλελεύθερο συντηρητισμό", τη "χριστιανική δημοκρατία" και τον "οικονομικό φιλελευθερισμό".  Η AD δηλώνει ότι θέλει να εφαρμόσει μέγιστο φορολογικό συντελεστή 15% για άτομα ηλικίας έως 35 ετών, καθώς και στεγαστικά δάνεια με συμμετοχή των τραπεζών στο 100% της αξίας του ακινήτου για αγορά πρώτης κατοικίας.

Η αντιμεταναστευτική νεοφασιστική Chega με επικεφαλής τον Αντρέ Βεντούρα θέλει να υπερασπιστεί τις "εθνικές αξίες" και να περιορίσει τον "ισλαμικό φονταμενταλισμό".  Η Chega σκοπεύει να εξισώσει την κατώτατη σύνταξη με τον Εθνικό Ελάχιστο Μισθό και να παράσχει ένα χρόνο άδεια πατρότητας και μητρότητας, την οποία θα μοιράζονται οι γονείς του παιδιού.

Υπάρχουν επίσης διάφορα μικρά αριστερά κόμματα που θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν ένα 5% περίπου .

Η πανδημία ήταν μια καταστροφή για την ήδη αδύναμη πορτογαλική οικονομία.  Και έκτοτε η μετά- κόβιντ οικονομική ανάκαμψη τροφοδοτήθηκε από την απορρύθμιση και μια σειρά προγραμμάτων που σχεδιάστηκαν για να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις.  Αυτό έχει στρεβλώσει την αγορά κατοικίας σε μια χώρα όπου ο μηνιαίος κατώτατος μισθός είναι 760 ευρώ και όπου το 50% των ανθρώπων κερδίζει λιγότερο από 1.000 ευρώ το μήνα. Η απελευθέρωση της αγοράς ενοικίων, η έκδοση "χρυσής βίζας" που παρέχει άδεια παραμονής με αντάλλαγμα την αγορά ακινήτων αξίας 500.000 ευρώ και άνω, η εισαγωγή του φοροαπαλλακτικού "καθεστώτος μη συνήθους διαμονής" για τους αλλοδαπούς και, πιο πρόσφατα, η δημιουργία μιας ψηφιακής βίζας που επιτρέπει σε εύπορους αλλοδαπούς να εργάζονται εξ αποστάσεως και να πληρώνουν φορολογικό συντελεστή μόλις 20% έχουν παίξει ρόλο. Το ίδιο – που ίσως είναι και το πιο προφανές - έχει κάνει και η μετατροπή διαμερισμάτων σε επικερδείς βραχυχρόνιες μισθώσεις.  Τώρα μόνο στη Λισαβόνα υπάρχουν 48.000 σπίτια που παραμένουν άδεια και 750.000 σε ολόκληρη την Πορτογαλία.  Οι Πορτογάλοι πολίτες έχουν απομακρυνθεί από την αγορά κατοικίας και υπάρχουν ελάχιστα κρατικά προγράμματα για την ενοικίαση κατοικιών. Η πραγματικότητα είναι ότι οι όλες οι κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα για την κρίση στέγης, τα επίμονα χαμηλά επίπεδα αμοιβών και τις αναξιόπιστες υπηρεσίες δημόσιας υγείας.

Ο μέσος μισθός είναι μόλις 1.300 ευρώ (1.466 δολάρια ΗΠΑ) το μήνα. Μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ, η Πορτογαλία έχει τον έκτο χαμηλότερο μέσο μισθό, αλλά και τη μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές των κατοικιών.  Το 2022, ο μισθός ενός μέσου άγαμου εργαζόμενου, μετά από φόρους και επιδόματα, ήταν 71,9% του ακαθάριστου μισθού του, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 75,4%. Ένας μέσος έγγαμος εργαζόμενος με δύο παιδιά στην Πορτογαλία είχε μισθό μετά από φόρους και οικογενειακές παροχές, το 84,6% του ακαθάριστου μισθού του, σε σύγκριση με το 85,9% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.

Η ανισότητα των εισοδημάτων και του πλούτου και τα επίπεδα φτώχειας στην Πορτογαλία είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.  Σύμφωνα με την Παγκόσμια Βάση Δεδομένων για την Ανισότητα, τον κορυφαίο ερευνητικό φορέα για τη μέτρηση της ανισότητας των εισοδημάτων και του πλούτου σε μια χώρα, στην Πορτογαλία το 2022, το 10% των ενηλίκων με το υψηλότερο εισόδημα κατείχε το 36% του συνολικού ατομικού εισοδήματος στη χώρα (προ φόρων και επιδομάτων), ενώ το φτωχότερο 50% των ενηλίκων μόλις το 19%.  Το πλουσιότερο  1% κατέχει το 10% του συνολικού ατομικού εισοδήματος.  Οι αναλογίες αυτές επιδεινώθηκαν με όλες τις κυβερνήσεις του 21ου αιώνα.

Η κατάσταση είναι ακόμη πιο άνιση όταν πρόκειται για τον προσωπικό πλούτο, δηλαδή την περιουσία, τις αποταμιεύσεις και τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές και ομόλογα.  Το 2022, το πλουσιότερο 10% των ενηλίκων κατείχε το 60% του συνολικού προσωπικού πλούτου στην Πορτογαλία, ενώ το φτωχότερο 50% μόλις το 3,6% !  Με άλλα λόγια, κατέχουν πολύ λίγα ή τίποτα.  Το πλουσιότερο 1% κατείχε το 25% του συνολικού προσωπικού πλούτου.  Και οι η ψαλίδα αυτή άνοιξε ακόμα περισσότερο τα τελευταία 25 χρόνια με όλες τις  κυβερνήσεις.

Η κυβέρνηση Κόστα ήρθε στην εξουσία με την υπόσχεση να αντιστρέψει τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από την Ευρωζώνη μετά την ύφεση του 2008.  Αλλά όπως και άλλες κυβερνήσεις στη νότια Ευρώπη την τελευταία δεκαετία, σημείωσε μικρή πρόοδο στην ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις, ακόμη και αν απέφυγε ακόμη χειρότερα μέτρα λιτότητας.  Η παραγωγικότητα παρέμεινε αμετάβλητη τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Η οικονομία της Πορτογαλίας υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ από το 2000.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι είχε βάλει στόχο να "εξισώσει" τις ασθενέστερες καπιταλιστικές οικονομίες με τον πιο πλούσιο πυρήνα της.  Το άνοιγμα του εμπορίου και των επενδύσεων μετά την ένταξη της Πορτογαλίας το 1986 φάνηκε να λειτουργεί, όπως και για άλλες αδύναμες χώρες της ΕΕ.  Αλλά η εισαγωγή του ευρώ όλα αυτά τα άλλαξε.  Ενώ μέχρι τότε οι πιο αδύναμες χώρες της ΕΕ είχαν τη δυνατότητα να υποτιμούν τα νομίσματά τους έναντι του γερμανικού μάρκου για να παραμείνουν ανταγωνιστικές.  Αυτό δεν αποτελούσε πλέον επιλογή της Ευρωζώνης.  Χωρίς περισσότερες επενδύσεις και παραγωγικότητα, τα ασθενέστερα καπιταλιστικά μέλη δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν οπότε η σύγκλιση μετατράπηκε σε απόκλιση.  Η Πορτογαλία, όπως και άλλα αδύναμα μέλη, εξαρτιόταν από τις άμεσες ξένες επενδύσεις από τη Γερμανία και τη Γαλλία.  Το εξωτερικό χρέος της αυξήθηκε απότομα και η κρίση χρέους του ευρώ το 2012 στον απόηχο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κραχ έσπρωξε τη χώρα στη φτώχεια και τη λιτότητα.  Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πορτογαλίας παραμένει λιγότερο από το μισό του ΑΕΠ της Γερμανίας.

Εν τω μεταξύ, οι χαμηλοί μισθοί και η υψηλή ανεργία έχουν αυξήσει τη μετανάστευση.  Την τελευταία δεκαετία - μια περίοδο που περιλαμβάνει κυβερνήσεις τόσο των Σοσιαλιστών όσο και των "κεντροδεξιών" Σοσιαλδημοκρατών - περίπου 20.000 Πορτογάλοι νοσηλευτές έχουν φύγει για να εργαστούν στο εξωτερικό, σε μια άνευ προηγουμένου διαρροή ιατρικού ταλέντου ενώ το ποσοστό ανεργίας των νέων εξακολουθεί να είναι κοντά στο 25%.

Τα μεγαλύτερα κόμματα εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, το οποίο συγκεντρώνει κεφάλαια από τα πλουσιότερα μέλη για να βοηθήσει τις ασθενέστερες οικονομίες - για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ένα τέτοιο δημοσιονομικό πακέτο σε ολόκληρη την ΕΕ.  Αλλά τα χρήματα της ΕΕ δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί.  Και συνοδεύονται από όρους: συγκεκριμένα ότι η κυβέρνηση πρέπει να διατηρήσει μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και να διατηρήσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού σε χαμηλά επίπεδα αλλά κυρίως να αρχίσει να μειώνει το τεράστιο ποσοστό του δημόσιου χρέους της.

Παρόλο που η επόμενη κυβέρνηση θα λάβει αυτά τα κονδύλια από την ΕΕ για να χρηματοδοτήσει υποδομές και υπηρεσίες, είναι πιθανό να κάνει ελάχιστα προκειμένου να πείσει έναν πολύ αδύναμο καπιταλιστικό τομέα να επενδύσει, να επεκτείνει την απασχόληση και να αυξήσει τους μισθούς.  Αυτό συμβαίνει επειδή η κερδοφορία του κεφαλαίου στην Πορτογαλία είναι άθλια.  Είναι επίπεδη και χαμηλή εδώ και 40 χρόνια.  Η ΕΕ δεν έχει κάνει τίποτα για το πορτογαλικό κεφάλαιο μέχρι σήμερα.

Όποιος και αν νικήσει στις σημερινές εκλογές δεν έχει κανένα πραγματικό σχέδιο για να αλλάξει την θλιβερή τύχη των πορτογαλικών νοικοκυριών και η απελπισία θα μπορούσε να οδηγήσει στην άνοδο της νεοφασιστικής δεξιάς.

[---->]

Περιοριστική νομισματική πολιτική, πληθωρισμός και χρεοκοπίες τραπεζών

Michael Roberts

Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed των ΗΠΑ Τζέι Πάουελ έδωσε κατάθεση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ σχετικά με τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική της Fed.  Προκάλεσε τρόμο στις χρηματοπιστωτικές αγορές όταν εμφανίστηκε να λέει ότι τα τελευταία στοιχεία για την οικονομία πιθανόν να απαιτούν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό.  Ο Πάουελ υποστήριξε ότι, αν και ο γενικός πληθωρισμός είχε υποχωρήσει, ο "δομικός" πληθωρισμός, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει και ότι η αμερικανική αγορά εργασίας εξακολουθούσε να φαίνεται εξαιρετικά ισχυρή, γεγονός που δικαιολογούσε την ανάγκη ελέγχου των επιπτώσεων τυχόν αυξήσεων των μισθών. Αυτό που πρότεινε πάλι ήταν ότι θα χρειαστεί να αυξηθεί περαιτέρω το επιτόκιο της Fed (το οποίο θέτει το κατώτατο όριο για όλα τα άλλα επιτόκια δανεισμού) μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο το μισθολογικό κόστος.

 

 

Για άλλη μια φορά, ο Πάουελ, όπως και άλλοι διοικητές κεντρικών τραπεζών, υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην "υπερβολική ζήτηση" και στον κίνδυνο αύξησης των μισθών που θα προκαλέσει ένα σπιράλ "αύξησης μισθών-αύξησης τιμών".  Υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις ότι δεν είναι η υπερβολική ζήτηση ή οι αυξήσεις των μισθών που προκάλεσαν την επιτάχυνση του πληθωρισμού.  Σε προηγούμενες αναρτήσεις μου αυτό το έχω αποδείξει αρκετές φορές.  Και σε πρόσφατη ανάρτηση, αναφέρθηκα σε μια μακροσκελή μελέτη του Joseph Stiglitz ο οποίος με ολοκληρωμένα στοιχεία αποδείκνυε ότι ο πληθωρισμός προκλήθηκε από ελλείψεις στην πλευρά της προσφοράς και όχι από "υπερβολική ζήτηση".

Έκτοτε, εμφανίστηκαν περισσότερα στοιχεία που υποστηρίζουν την ιστορία της προσφοράς.  Σε πρόσφατη δημοσίευση διαπιστώνεται πως όταν η οικονομία βγήκε από τα λουκέτα της πανδημίας COVID και την ύφεση, υπήρξε μια στροφή προς την αγορά περισσότερων αγαθών.  Ωστόσο, οι παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αυτό το κύμα.  "Το κύριο συμπέρασμά μας είναι ότι η μετατόπιση της καταναλωτικής ζήτησης από τις υπηρεσίες στα αγαθά μπορεί να εξηγήσει ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μεταξύ 2019:Q4 και 2021:Q4. Αυτό το σοκ ανακατανομής της ζήτησης είναι πληθωριστικό λόγω του κόστους αύξησης της παραγωγής στους τομείς που παράγουν αγαθά και επειδή οι εν λόγω τομείς τείνουν να έχουν πιο ευέλικτες τιμές από εκείνους που παράγουν υπηρεσίες".

Και υπάρχουν περαιτέρω ενδείξεις ότι η πληθωριστική έξαρση οφείλεται κυρίως στο μη εργατικό κόστος (πρώτες ύλες, εξαρτήματα και μεταφορές) και στις απότομες αυξήσεις των περιθωρίων κέρδους.  Οι αυξήσεις των μισθών είχαν τη μικρότερη συμβολή.

 

Τα τελευταία στοιχεία για τις αυξήσεις των μισθών στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει πληθωρισμός που να οφείλεται στους μισθούς.

 

 

Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις ΗΠΑ.  Στην Ευρωζώνη, είναι ακόμη πιο εμφανές ότι το μη εργατικό κόστος και τα κέρδη είναι αυτά που επηρέασαν τον πληθωρισμό.  Σε πρόσφατη δημοσίευσή της η ΕΚΤ εκτιμά τη συμβολή των κερδών, των φόρων και του εργατικού κόστους στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης.

 

 

Αλλά,ακόμα και έτσι, είναι δυνατόν να υποστηρίζουμε ότι μια περισσότερο περιοριστική νομισματική πολιτική, δηλαδή αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να αυξηθεί το κόστος δανεισμού και να μειωθεί η προσφορά χρήματος με πώληση των αποθεμάτων ομολόγων των κεντρικών τραπεζών, μπορεί να μειώσει τον πληθωρισμό;  Λοιπόν, όχι, σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της ΕΚΤ.  Σε μελέτη της, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μειώνει τον πληθωρισμό μόνο κατά περίπου 0,1 έως 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η ΕΚΤ εκτιμά επίσης ότι η μεγαλύτερη αρνητική ετήσια επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στο ΑΕΠ θα φανεί μετά από εννέα τρίμηνα!

 

 

Το κλειδί για τον πληθωρισμό είναι η προσφορά και μακροπρόθεσμα, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της κάθε οικονομίας.  Εάν η αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο επιβραδυνθεί ή πέσει, τότε,το κόστος ανά μονάδα παραγωγής θα αυξηθεί και αυτό θα αναγκάσει τις εταιρείες να αυξήσουν τις τιμές. Σε άλλη πρόσφατηεπιστημονική εργασία υποστηρίζεται ότι "τα σοκ κόστους σε επίπεδο τομέα και οι φραγμοί στην  προσφορά" δημιουργούν τις προϋποθέσεις σε εταιρείες που έχουν κάποια δυνατότητα να διαμορφώνουν τις τιμές να αυξάνουν τις τιμές προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους.  Ο λεγόμενος "πληθωρισμός των πωλητών"(‘sellers inflation’) .

 

Το κλειδί για τον πληθωρισμό είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Παρατηρείται μια έντονη αντίστροφη συσχέτιση (0,45) μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και των ρυθμών πληθωρισμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

 

 

Ο Πάουελ υποστηρίζει τώρα ότι θα πρέπει να ανέβουν περισσότερο τα επιτόκια και ταχύτερα.  Όμως οι επιπτώσεις από τις προηγούμενες αυξήσεις ελάχιστα επηρέασαν τον πληθωρισμό.  Και αντίθετα με όσα πιστεύουν οι μονεταριστές ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος δεν φαίνεται να έχει μεγάλη επίδραση στον πληθωρισμό.  Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) είναι η διεθνής ένωση των κεντρικών τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο.  Οι οικονομολόγοι της σταθερά μονεταριστές και υποστηρικτές της αυστριακής σχολής της ελεύθερης αγοράς.  Σε πρόσφατημελέτη της, η BIS διαπίστωσε "μια στατιστικά και οικονομικά σημαντική συσχέτιση, σε μια σειρά από χώρες, μεταξύ της υπερβολικής αύξησης του χρήματος το 2020 και του μέσου πληθωρισμού το 2021 και το 2020".  Ο John Plender των Financial Times, ένας άλλος ειδήμων της αυστριακής σχολής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "δεν χρειάζεται να είναι κανείς απόλυτος θιασώτης της θεωρίας της ποσότητας του χρήματος για να διαπιστώσει ότι η άνοδος των τιμών των κατοικιών και των μετοχών στις ΗΠΑ πέρυσι οφειλόταν ουσιαστικά στο ότι μια ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα χρήματος το οποίο κυνηγούσε πολύ λίγα  περιουσιακά στοιχεία".

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθούν δύο πράγματα.  Πρώτον, υπάρχει μια αιτιότητα.  Όπως παραδέχεται η BIS "Η συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση της αιτιότητας στη σχέση μεταξύ χρήματος και πληθωρισμού δεν έχει διευθετηθεί πλήρως. Η παρατήρηση ότι η αύξηση του χρήματος σήμερα συμβάλλει στην πρόβλεψη του πληθωρισμού αύριο δεν συνεπάγεται από μόνη της κάποια αιτιότητα".  Θα μπορούσε "το εισόδημα και όχι το χρήμα να προκαλεί την αύξηση των δαπανών, με την εξέλιξη των χρηματικών υπόλοιπων να λειτουργούν ως σήμα".  Αλλά στη συνέχεια η BIS υποστηρίζει ότι "η αιτιότητα δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής για να έχει το χρήμα χρήσιμο πληροφοριακό περιεχόμενο για τον πληθωρισμό – που είναι ο στόχος μας ".  Αλήθεια;  Δεν είναι σημαντικό ότι η οικονομική δραστηριότητα, η παραγωγή και η αύξηση των δαπανών οδηγούν τη συνολική προσφορά χρήματος ή το αντίστροφο;

Δεύτερον, ο Plender σημειώνει ότι η αυξημένη προσφορά χρήματος συνδέεται με την άνοδο της  τιμής των κατοικιών και των μετοχών – χωρίς να κάνει καμία αναφορά στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.  Και αυτό είναι το ζητούμενο.  Η έντονη αύξηση της προσφοράς χρήματος και τα χαμηλά επιτόκια μέχρι την πανδημία δεν οδήγησαν σε αύξηση των τιμών και επιτάχυνση του πληθωρισμού στα καταστήματα.  Αντίθετα, η προσφορά χρήματος τροφοδότησε μια έκρηξη του δανεισμού που εκφράστηκε με μια αλματώδη άνοδο της αγοράς ακινήτων και των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

 

Αυτό που λείπει από το επιχείρημα των μονεταριστών είναι ότι οι μεταβολές στην προσφορά χρήματος μπορεί επίσης να σημαίνουν μεταβολές στην ταχύτητα του χρήματος, δηλαδή στον ρυθμό κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρηματικού αποθέματος.  Αν η ταχύτητα του χρήματος μειωθεί, αυτό θα σημαίνει ότι οι κάτοχοι μετρητών δεν τα ξοδεύουν για αγαθά και υπηρεσίες αλλά τα συσσωρεύουν σε καταθέσεις ή τα επενδύουν σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.  Έτσι, καθώς η αύξηση της προσφοράς χρήματος επιταχύνθηκε τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η ταχύτητα του χρήματος μειώθηκε, καθώς τα μετρητά χρησιμοποιήθηκαν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και την κερδοσκοπία σε ακίνητα.

 

 

 

Σημειώστε όμως την αλλαγή μετά την πανδημία.  Η Fed περιόρισε την προσφορά χρήματος για να ελέγξει τον πληθωρισμό και ενώ το 2020 κατά την κρίση της πανδημίας ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε, τώρα η προσφορά χρήματος συρρικνώνεται.

 

Αλλά, αντίθετα, αυξάνεται η ταχύτητα αυτού του χρηματικού αποθέματος εξισορροπώντας τις επιπτώσεις της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής.  Αυτό καθιστά αναποτελεσματική οποιαδήποτε περιοριστική νομισματική πολιτική ως προς την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αλλά όχι απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.  Η πολιτική της Fed δεν θα λειτουργήσει παρά μόνο για να επιταχύνει την όποια διολίσθηση στην οικονομική ύφεση.  Οι ερευνητές της Cleveland Fed ανέλυσαν τις τελευταίεςοικονομικές προβλέψεις της FOMC. Το μοντέλο τους προβλέπει ότι η τρέχουσα πρόβλεψη της FOMC για την ανεργία θα έριχνε τον δομικό πληθωρισμό PCE στο 2,75%, αλλά μόνο μέχρι το 2025 και για να επιτευχθεί η πρόβλεψη για πληθωρισμό 2,1% που επιδιώκει η Fed " θα χρειαστεί μια βαθιά ύφεση " .

 

Και τώρα έχουμε την κατάρρευση της τράπεζας SVB λόγω της αύξησης των επιτοκίων από την Fed. Αυτό, θα αναγκάσει τη Fed να αναστείλει το σχέδιό της για μεγαλύτερη και ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων.  Η Fed βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων θα ισοδυναμούσαν με περισσότερες χρεοκοπίες τραπεζών και ύφεση- αλλά αν σταματήσει να αυξάνει τα επιτόκια δεν θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.

 

Τα χειρότερα έρχονται για τον λεγόμενο παγκόσμιο Νότο.  Εάν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, τότε το αμερικανικό δολάριο θα ανακτήσει και πάλι την ισχύ του μετά την πρόσφατη σύντομη πτώση του  (ακολουθεί γράφημα).

 

 

Σήμερα το συνολικό παγκόσμιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 300 τρις δολάρια ή το 345% του συνδυασμένου ΑΕΠ τους, από 255 τρις δολάρια ή το 320% του ΑΕΠ, που ήταν πριν από την πανδημία του Covid-19.  Όσο πιο υπερχρεωμένος γίνεται ο κόσμος, τόσο πιο επώδυνες είναι οι αυξήσεις των επιτοκίων. Θέλοντας να εκτιμήσει τη συνδυασμένη επίδραση του δανεισμού και των υψηλότερων επιτοκίων, ο Economist , υπολόγισε τους τόκους που θα έπρεπε να πληρώσουν οι επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και οι κυβερνήσεις 58 χωρών. Ολες μαζί αυτές οι οικονομίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2021 το κόστος αποπληρωμής των τόκων ήταν 10,4 τρισ. δολάρια, ή 12% του συνδυασμένου ΑΕΠ τους.  Μέχρι το 2022 είχε φτάσει τα 13 τρισ. δολάρια, ή το 14,5%.  Καθώς ένα μεγάλο μέρος του χρέους που οφείλουν οι οικονομίες του Παγκόσμιου Νότου είναι σε δολάρια, η ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με τα νομίσματά τους αποτελεί ένα πρόσθετο βάρος.  Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ξοδεύουν πλέον περισσότερα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους παρά για την υγεία των πολιτών τους!

 

Έτσι, όχι μόνο η ύφεση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στις οικονομίες των G7, αλλά η χρεοκοπία και η ύφεση έχουν ήδη πάρει μπροστά στις "αναπτυσσόμενες" οικονομίες (π.χ. Σρι Λάνκα, Ζάμπια, Πακιστάν, Αίγυπτος).

 

https://thenextrecession.wordpress.com/2023/03/13/monetary-tightening-inflation-and-bank-failures/

 

Μικροτσιπς: Μια νέα κούρσα των εξοπλισμών

 

Του Michael Roberts

Στις 6 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε στην Αριζόνα με τον Μόρις Τσανγκ, τον ιδρυτή της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) σε τελετή, το τελευταίο βήμα επένδυσης της εταιρείας κατασκευής μικροτσιπ σε ένα νέο εργοστάσιό στις ΗΠΑ.  Η TSMC τριπλασιάζει την προγραμματισμένη επένδυση  για το νέο της εργοστάσιο στην Αριζόνα, στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια, μια από τις μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις στην ιστορία των ΗΠΑ.

 

Η TSMC είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής τσιπ υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να εισάγουν τα προϊόντα της εταιρείας στην παραγωγή τους.  Η TSMC έχει γίνει το πεδίο διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου και της τεχνολογίας – και λόγω αυτού του γεγονότος η Ταϊβάν αποτελεί εστία γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ της αυξανόμενης οικονομικής ισχύος της Κίνας και της (σχετικής παρακμής) της κυριαρχίας των ΗΠΑ παγκοσμίως.

 

 

 Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του ιστορικού της οικονομίας Κρις Μίλερ (Chris Miller) "Chip War",Ο πόλεμος των μικροτσιπ, έχει ιδιαίτερη αξία. Στο βιβλίο, ο Μίλερ περιγράφει την ανάπτυξη των ημιαγωγών [μικροτσιπ] και πώς η TSMC και μερικοί άλλοι κατασκευαστές έφτασαν να κυριαρχούν στην παγκόσμια προσφορά προηγμένων μικροτσίπ.  Το κύριο μήνυμά του είναι ανησυχητικό.  Ενώ κατά τη διάρκεια του "ψυχρού πολέμου" μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, τα πυρηνικά όπλα και η δυνατότητα αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής τους δημιουργούσαν ένα είδος ισορροπημένης ανακωχής που απέτρεπε την απόλυτη σύγκρουση, σε αυτόν τον "ψυχρό πόλεμο" μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, δεν υπάρχει ισορροπία, αλλά αντιθέτως ένας απεριόριστος αγώνας δρόμου.  "Υπάρχει ένα πολύ σαφές όριο στη χρήση των πυρηνικών. [Τα πυρηνικά όπλα] είτε χρησιμοποιούνται είτε δεν χρησιμοποιούνται, ενώ στον χώρο της οικονομικής αλληλεξάρτησης, δεν υπάρχει κάποιο όριο που να δείχνει ότι έχεις περάσει την κόκκινη γραμμή και πρακτικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές γραμμές που μπορεί κανείς να περάσει". (Μίλερ).

Ο Μίλερ υποστηρίζει με παραστατικό τρόπο ότι τα μικροτσίπ είναι το νέο πετρέλαιο - ο σπάνιος πόρος από τον οποίο εξαρτάται ο σύγχρονος κόσμος. Σήμερα, η στρατιωτική, η οικονομική και η γεωπολιτική κυριαρχία βασίζονται σε ένα θεμέλιο από τσιπ υπολογιστών. Σχεδόν τα πάντα, από πυραύλους έως μικροκύματα, από smartphones έως το χρηματιστήριο, λειτουργούν με τσιπ. Μέχρι πρόσφατα, η Αμερική σχεδίαζε και κατασκεύαζε τα ταχύτερα μικροτσιπ και διατηρούσε το προβάδισμά προκειμένου να διατηρήσει την παγκόσμια κυριαρχία.  Αλλά τώρα το προβάδισμα της Αμερικής υποχωρεί, υπονομευμένο από τους ανταγωνιστές στην Ταϊβάν, την Κορέα, την Ευρώπη και, πάνω απ' όλα, την Κίνα. Όπως αποκαλύπτει ο πόλεμος των τσιπ, η Κίνα, η οποία δαπανά κάθε χρόνο περισσότερα χρήματα για την εισαγωγή τσιπ απ' ό,τι για την εισαγωγή πετρελαίου, διοχετεύει δισεκατομμύρια σε μια πρωτοβουλία κατασκευής τσιπ για να φτάσει στα επίπεδα των ΗΠΑ. Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν είναι η στρατιωτική υπεροχή και η οικονομική ευημερία της Αμερικής.

Ο Μίλερ, εξηγεί πώς ο ημιαγωγός απέκτησε κρίσιμο ρόλο στη σύγχρονη ζωή και πώς οι ΗΠΑ κατέκτησαν κυρίαρχη θέση στον σχεδιασμό και την κατασκευή τσιπ και πώς εφάρμοσαν την τεχνολογία αυτή σε στρατιωτικά συστήματα.  Η νίκη της Αμερικής στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και η παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία της οφείλεται στην ικανότητά της να αξιοποιεί την υπολογιστική ισχύ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη δύναμη.  Αλλά και εδώ, λέει ο Μίλερ, η Κίνα πλησιάζει, με τις φιλοδοξίες της για την κατασκευή τσιπ και τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό να συμβαδίζουν.

 

Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ανάπτυξη των μικροτσιπ από την εφεύρεσή τους στην Αμερική, τη δεκαετία του 1950, τη χρυσή εποχή του αμερικανικού καπιταλισμού, μέχρι τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας με επίκεντρο την Ανατολική Ασία. Σήμερα, σχεδόν όλα τα προηγμένα τσιπ επεξεργαστών παράγονται στην Ταϊβάν, και ο Μίλερ προβάλλει το πειστικό επιχείρημα ότι η μετατόπιση του ελέγχου της βιομηχανίας θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει δραματικά τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες στον κόσμο.  Ακόμη περισσότερο από το παραδοσιακό εμπόριο και τη μεταποιητική παραγωγή, και ακόμη περισσότερο από την οικονομική ισχύ, ο Μίλερ υποστηρίζει ότι αυτός που θα ηγηθεί και θα κυριαρχήσει στην παραγωγή τσιπ θα κυριαρχήσει και στην παγκόσμια οικονομία.

Η ανάπτυξη και η παραγωγή τσιπ είναι πλέον ο βασικός τομέας στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απομονώσουν, να αποδυναμώσουν και να μειώσουν την οικονομική και στρατιωτική ισχύ της Κίνας και άλλων χωρών που θεωρούν ότι αντιτίθενται στα παγκόσμια συμφέροντα των ΗΠΑ.  Στο παρελθόν, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του δολαρίου για να αποκόψουν τους αντιπάλους τους από την παγκόσμια οικονομία.  Ο νέος νόμος για τα αμερικανικά τσιπ στοχεύει στην απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υψηλής τεχνολογίας και στην αναχαίτιση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων.  Ο νόμος αποτελεί μέρος ενός κύματος κυρώσεων των ΗΠΑ και της Δύσης σε αντίποινα για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Την πρόθεση του νόμου έκανε σαφή ο Κέβιν Γουλφ, ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εμπορίου. "Αυτό που έκανε η κυβέρνηση, είναι να αποφασίσει ένα τρόπο αποκοπής της Ρωσίας από τα μικροτσιπς και αυτό είναι μια πολιτική και μια υποχρέωσή μας", δήλωσε ο Γουλφ . "Και αυτό θα γίνει αφού υπάρχει μαζική συνεργασία με τους συμμάχους".

 

Ο νόμος για τα τσιπ είναι απλώς το επόμενο στάδιο μιας σειράς μέτρων για την αποδυνάμωση των τεχνολογικών δυνατοτήτων και της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας.  Η αρχή έγινε με τον έλεγχο στις εξαγωγές της κινεζικής εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ. Η Ουάσινγκτον, αφού πρώτα περιόρισε την πώληση αμερικανικής τεχνολογίας στη Huawei βάζοντάς την στη μαύρη λίστα εμπορικών συναλλαγών της, στη συνέχεια αύξησε την πίεση εφαρμόζοντας τον λεγόμενο κανόνα για τα ξένα προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό με αμερικανική τεχνολογία. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ να κινηθούν εκτός συνόρων τους και να ελέγχουν προϊόντα που κατασκευάζονται εκτός της χώρας, εφόσον έχουν σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί με τη χρήση αμερικανικής τεχνολογίας.  "Η Huawei ήταν μια δοκιμή", δήλωσε ο Κρίστοφερ Τιμούρα, δικηγόρος με εξειδίκευση στο Εμπορικό Δίκαιο του δικηγορικού γραφείου Gibson Dunn στην Ουάσιγκτον. "Οι ΗΠΑ δεν είχαν σοβαρά προβλήματα με τη Huawei μέχρι που τροποποίησαν τη νομοθεσία για τον έλεγχο της εξαγωγής αμερικανικών προϊόντων προς το εξωτερικό".

 

Η χρήση της ίδιας πρακτικής σε βάρος της Ρωσίας για ορισμένα είδη με πιο σοβαρές επιπτώσεις όπως ένας κατάλογος με 49 στρατιωτικά είδη, σημαίνει ότι ουσιαστικά η Ρωσία παύει να έχει πλέον πρόσβαση σε ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας και την εισαγωγή άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που είναι κρίσιμα για τη στρατιωτική της πρόοδο.  "Η Ρωσία είναι πολύ καλά προετοιμασμένη, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό θα υποβαθμίσει σοβαρά τις στρατιωτικές της δυνατότητες", δήλωσε η Julia Friedlander, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.

 

Αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η Κίνα και η μάχη για τη συντριβή της τεχνολογικής προόδου της Κίνας δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί.  Ήδη, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ημιαγωγών στον κόσμο. Ωστόσο, ο βαθμός αυτάρκειάς της στον τομέα κατασκευή των δικών της μικροτσιπ είναι εξαιρετικά χαμηλός.  Οι κινεζικές επιχειρήσεις που παράγουν στην Κίνα,το 2021 κάλυπταν μόνο το 6,6% των εγχώριων αναγκών σε μικροτσίπ , το οποίο αυξάνεται στο 16,7% αν συμπεριλάβουμε και τις ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός της.  Ακόμη,όμως, και αν συμπεριλάβουμε και τις θυγατρικές των πολυεθνικών στην Κίνα, η παραγωγή τσιπ της χώρας το 2026 είναι πιθανό να φτάσει μόνο το 6,6% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής μικροτσιπ.  Στον τομέα των μικροτσίπ που κατασκευάζονται σύμφωνα με το νέο μοντέλο παραγωγής, το επονομαζόμενο fabless, μέσω του οποίου ο σχεδιασμός μπορεί να γίνει σε μία χώρα αλλά η παραγωγή σε μία άλλη, η Κίνα συνεισέφερε κατά 16% στην παγκόσμια αγορά το 2020, αλλά το μερίδιό της μειώθηκε σε μόλις 9% το 2021 εν μέσω των κλιμακούμενων απαγορεύσεων εξαγωγών μικροτσίπ από τις ΗΠΑ.

 

 

Αλλά η πολιτική του Πεκίνου είναι μια προσπάθεια να γίνει αυτάρκης στον τομέα παραγωγής μικροτσιπ κάνοντας χρήση όλων των οικονομικών εξουσιών και των εξουσιών σχεδιασμού του κράτους. Το 2014 η Κίνα δημιούργησε ένα εθνικό επενδυτικό ταμείο ανάπτυξης ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Αργότερα, το 2015, το σχέδιο Made in China 2025 έθεσε έναν φιλόδοξο στόχο αυτάρκειας 70% έως το 2025, ο οποίος, με βάση τη σημερινή πρόοδο, δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Έτσι, η Κίνα θα συνεχίσει να εξαρτάται,ως προς τους ημιαγωγούς, κυρίως από την Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα, τη Μαλαισία και την Ιαπωνία- με κίνδυνο να διακοπούν εντελώς οι προμήθειες ημιαγωγών από τις ΗΠΑ.

 

Κύριος στόχος του αμερικανικού νόμου US CHIPS Act είναι η χρηματοδοτήσει με 52 δισεκατομμύρια δολάρια της παραγωγής και της έρευνας για μικροτσιπ με έκπτωση φόρου 25% στους παραγωγούς μικροτσιπ στις ΗΠΑ για τις επενδύσεις με τη προϋπόθεση, ότι όποιοι χρηματοδοτηθούν με βάση το νόμο  US CHIPS Act απαγορεύεται να "συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που αφορά την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας ημιαγωγών στην Κίνα".  Αλλά, οι ΗΠΑ σχεδιάζουν περισσότερες κυρώσεις κατά της Κίνας: την απαγόρευση εξαγωγής εξοπλισμού κατασκευής ημιαγωγών για τσιπ μνήμης με πάνω από 128 επιστρώσεις με το μοντέλο παραγωγής fabless, από την εταιρεία NAND. Ο στόχος τους είναι ότι να μπλοκαριστεί η μεγαλύτερη εταιρεία της Κίνας,η NAND, και τα εργοστάσια κατασκευής τσιπ μνήμης ξένων εταιρειών εταιρείες στην ηπειρωτική Κίνα, και έτσι να αναγκαστούν οι ξένοι κατασκευαστές τσιπ μνήμης να εγκατασταθούν εκτός Κίνας, όπως κάνει τώρα η TSMC. 

 

Παρ' όλα αυτά, η παραγωγή τσιπ στην Κίνα θα μπορούσε να αυξηθεί στο 21,2% έως το 2026 από 16,7% το 2021.  Επιπλέον, οι αμερικανικές κυρώσεις στα μικροτσιπ πλήττουν την παραγωγή και τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, με ορισμένους να εκτιμούν ότι θα μπορούσε να μειωθεί το παγκόσμιο μερίδιο των ΗΠΑ στην αγορά κατά 18% και μακροπρόθεσμα να πλήξουν το 37% των εσόδων τους.

 

  Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να περιορίσουν τις εξαγωγές τεχνολογίας τους στην Κίνα.  Επίσης, η TSMC μπορεί να επενδύει σε νέες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ, αλλά αυτές δεν έχουν ούτε την κλίμακα ούτε το τεχνολογικό επίπεδο των νεότερων εργοστασίων της TSMC στην Ταϊβάν.  "Η μείωση της εξάρτησης από την TSMC ... όσον αφορά πιο εξελιγμένες διεργασίες δεν θα μειωθεί σημαντικά μέχρις ότου η TSMC, η Samsung και η Intel εγκαταστήσουν όλες τους προηγμένες εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ", λέει ο Paul Triolo, ειδικός σε θέματα Κίνας και τεχνολογίας του Albright Stonebridge Group.

Ακόμη και τότε, μόνο ένα μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας θα επωφεληθεί. Τα εργοστάσια που κατασκευάζουν η Intel, η TSMC και η Samsung στις ΗΠΑ θα κατασκευάζουν όλα προηγμένα μικροτσιπ, και επομένως θα υποστηρίζουν κυρίως τη βιομηχανία υπολογιστών, smartphone και διακομιστών. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, όμως, που είδαν την παραγωγή τους να παγώνει λόγω των γνωστών προβλημάτων στον εφοδιασμό μικροτσιπ την περίοδο των λοκντάουν, χρησιμοποιούν λιγότερο προηγμένα τσιπ τα οποία δυσκολεύονται να πουληθούν στις ΗΠΑ, όπου το κόστος είναι υψηλότερο.

 

Αλλά αυτός ο πόλεμος των μικροτσιπ δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και την πολιτική εξουσία στον 21ο αιώνα - τουλάχιστον για τους ηγέτες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.  Ο Μίλερ αυτό το κάνει σαφές στο βιβλίο του και σε άλλα έργα του, όπου προσπαθεί να αποκαλύψει τις αυταρχικές και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας υπό τον Πούτιν. Ο αγώνας για τη διατήρηση της υπεροχής των ΗΠΑ και τη μείωση της ανάπτυξης της Κίνας (που ελπίζουμε να επιφέρει "αλλαγή του καθεστώτος") θα κοστίσει πολύ ακριβά στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά προφανώς αξίζει το κόστος σε βάρος του παγκόσμιου εμπορίου και της παγκόσμιας παραγωγής - ακόμα και της παγκόσμιας ειρήνης.

 

Οι ΗΠΑ δίνουν αυτή τη μάχη με όρους μάχης μεταξύ "δυτικής δημοκρατίας" και κινεζικής (και ρωσικής) "απολυταρχίας", μάχης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως εκπροσωπούνται από τις αμερικανικές αξίες) ενάντια στην καταστολή των μειονοτήτων και των αντιφρονούντων (στην Κίνα) και ακόμη και της "γενοκτονίας" (από τη Ρωσία) στην Ουκρανία.  Αυτό οδηγεί την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα υποκρισίας.  Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ.  Και αυτό είναι πιο σημαντικό από την επέκταση του εμπορίου και της τεχνολογίας προς όφελος όλων.

Οι στρατηγιστές των ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που της βάζουν οι ΗΠΑ.  Ο φόβος αυτός βασίζεται στον καθοδηγούμενο από το κράτος επενδυτικό σχεδιασμό της Κίνας, τον οποίο οι θεωρητικοί της Δεξιάς αποκαλούν "οικονομία της ωμής βίας" επειδή δεν βασίζεται στην "ελεύθερη αγορά".  "Στη βιομηχανία ημιαγωγών, για παράδειγμα, η στρατηγική του Πεκίνου είναι απόλυτα εμφανής. Αξιοποίηση των τεράστιων ποσών κρατικής υποστήριξης, στοχευμένη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας για να βοηθηθούν οι μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις, μεταφορά γνώσεων από ειδικούς που έχουν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις συμμαχικές χώρες, και προνομιακή μεταχείριση των εγχώριων επιχειρήσεων, για να γείρει την πλάστιγγα του ανταγωνισμού υπέρ της".  Αυτά υποστηρίζει η Λίζα Τόμπιν (Liza Tobin), πρώην διευθύντρια για την Κίνα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν και στη CIA.

 

Η άποψη αυτή συνοψίζεται και στο σχόλιο του κεϋνσιανού Larry Summers για τον πόλεμο των τσιπ του Μίλερ (η υπογράμμιση δική μου).  "Οι ημιαγωγοί μπορεί να είναι για τον εικοστό πρώτο αιώνα ό,τι ήταν το πετρέλαιο για τον εικοστό. Αν είναι έτσι, τότε η ιστορία των ημιαγωγών θα είναι η ιστορία του εικοστού πρώτου αιώνα."

 [----->]