Εργασία μήτηρ πάσης κακίας

 

Nick Daskalopoulos

·

H φίλη μου η Π. με πήρε μετά από κρίση πανικού να μου πει για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Που θα περάσει, που κανείς δε θα το σταματήσει, που τι θα κάνουμε. Δεν έχει ασχοληθεί ποτέ ξανά με στενά εργασιακά θέματα. Είναι ένας προοδευτικός άνθρωπος, αλλά κάπως πάντα σκόνταφτε στις διατυπώσεις αυτού του τύπου των νομοσχεδίων και δεν είχε κάποια βοήθεια, της προέκυψε και κάπως "φυσικά" να μη συνδικαλιστεί, καθώς και ουδέποτε την πλησίασαν στον χώρο εργασίας της, και κανένας συνάδελφός της δε συνδικαλίζεται. Κανείς με κανέναν τρόπο. Εντούτοις εδώ και δύο χρόνια έχει μάθε πολύ καλά νέες ορολογίες από έναν αναδυόμενο κόσμο εργασιακής αντίστασης.

Η παρέα μας, δε, βίωσε φέτος το καλοκαίρι, τα πρώτα (τον λες πλέον και προνομιούχο) 12ωρα ενός φίλου μας. Ο άνθρωπος έβγαλε μήνα με 12ωρα, προφανώς πριν το νομοσχέδιο και προφανώς πέραν και των ορίων του νέου νομοσχεδίου που η κυβέρνηση εντούτοις υπόσχεται κάποια όρια on paper. Και έβγαλε Αύγουστο με 12ωρα. Εργάστηκε και 14 Αυγούστου και 16 Αυγούστου. Τις μέρες που έκλειναν ακόμη και καταστήματα εστίασης γειτονιάς. Η πιο δύσκολη ψυχική δοκιμασία. Η τελετουργία έχει ενδιαφέρον: "Θα σας πρήξω, να το ξέρετε. Να είναι κάποιος διαθέσιμος στο τσατ" κτλ. Κάπως να βγει αυτό το challenge. Σαν πίστα σε παιχνίδι. Κάθε μέρα 5μιση το πρωί ξύπνιος από στρες. Ασφαλώς όλο αυτό βρήκε ένα ταβάνι όταν ξέρασε εν ώρα εργασίας — ρουκέτα, ούτε καν πρόλαβε να πάει τουαλέτα.

Οι αντιθέσεις, δε, με αγαπημένα πρόσωπα σε διακοπές κι ακόμη ο βομβαρδισμός από θάλασσες αλλά και η αδυνατότητα να προσέχει κάποιος τα κατοικίδιά του, έφερε ας πούμε κομψά δυστροπίες όχι πέραν κατανόησης αλλά που δοκίμασαν σχέσεις.

Νεότερος φίλος από τη Gen Z που του το συζήτησα μου λέει ότι το χειρότερο είναι ότι και αυτό πάει στον φάκελο "θα το κρατήσουν". Αυτοί οι φάκελοι που έχει φτιάξει νοητικά έχουν ενδιαφέρον για μένα γιατί νομίζω προσφέρουν ιδεακά στη φοβία και αδυνατότητα να σκεφτείς πέραν αυτής της κυβέρνησης. Προσφέρει στο "δε θα φύγει ποτέ". Και νομίζω ότι έτσι συμβαίνει γιατί αυτή του η ιδέα, καταργεί την ανάγκη πολιτικής αλλαγής αφού ενδέχεται να υφίσταται συνέχεια κυβερνολογικής μεθόδου. Τι εννοεί δηλαδή ο φίλος; Ότι και το κέντρο να ανέβει, θα διατηρήσει τα μέτρα της κυβέρνησης. Εγώ αυτό θα το βάλω στον φάκελο "Συναινέσεις πανδημικής - μετα-πανδημικής περιόδου". Που ήταν κι ένα μεγάλο σημείο καταστροφής του πολιτικού που ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας και παρατήρησαν και άρθρωσαν.

Η νέα γενιά, άνθρωποι 18 και 19 θα εισέλθουν στις πρώτες δουλειές, από summer jobs μέχρι φοιτητικές, και θα βρουν ένα απόλυτο χάος. Που έχει όμως ένα ακλόνητο μαθηματικό κέντρο που στην πραγματικότητα, και είναι ενδιαφέρον, μιμείται τον διεθνή αυταρχισμό στο πολιτικό. Θα βρει δηλαδή αυταρχισμό στον χώρο εργασίας και απειράριθμα micro-aggressions από την πλευρά ουχί μόνων των αφεντικών, αλλά και των micro-managers που αφενός κι εκείνοι δέχονται όλη αυτή την τεράστια βία, αφετέρου φιλοδοξούν ότι μετά από 14 χρόνια στην ίδια εταιρεία, θα σβήσει, με το να μετατραπούν σε regional managers.

Η νέα γενιά συνδικαλίζεται το λιγότερο, αλλά εκφράζεται το περισσότερο μέσω της ψηφιακής meme culture. Φτιάχνει ένα ολόκληρο νέο λεξικό εργασιακής πραγματικότητας.

Δεν έχω ιδέα τι θα κάνουν τα κράτη, αλλά τα κράτη δε ζορίζονται όσο οι δείκτες παραγωγικότητας μένουν εκεί που είναι. Και οι δείκτες της Ελλάδας, είναι πολύ ψηλά. Που σημαίνει ότι -καθαρά- μέχρι στιγμής κερδίζει ο νέος κομφορμισμός και όχι το νέο λεξικό. Όμως αυτά είναι δυναμικά πράγματα.

Το νέο λεξικό περιλαμβάνει:

Το Bare Minimum Phenomenon. Οι εργαζόμενοι κατανοούν ότι είναι όπως λέγεται undervalued και overworked. Οπότε προσέρχονται, σκαρφιζόμενοι κάθε πιθανό τρόπο να "κόψουν" εργασιακή δραστηριότητα. Η μαρξιστική γραμματεία μένει στον πυρήνα της αποξένωσης, και η αποξένωση ακόμα τω όντι αποτελεί πυρήνα της εργασιακής δραστηριότητας, πολύ απλά κανείς δεν είναι ευτυχισμένος, δημιουργικός και δε νιώθει "σαν στο σπίτι του", αντίθετα ξαναγίνεται άνθρωπος όταν πάει σπίτι του. Όμως παίρνει νέες ρευστές μορφές. Η τηλεοπτική σειρά Severance το έδειξε αυτό, όπως και το White Lotus, και το εκφράζουν μαζικά οι εργάτες σε reels. Στη σύγχρονη πραγματικότητα απαιτείται "engagement" από τον εργάτη. Εδώ εμφανίζεται αυτό που έχει εντοπίσει και ο Zizek και μέσα από το υποκείμενο-απόδοσης ο Han. Η παράλληλη επιθυμία για αποξένωση. Η αποξένωση γίνεται τώρα ΕΠΙΘΥΜΙΑ ως ελάχιστη ανάκτηση ελέγχου.

Gen Z stare. Στα ίδια πλαίσια, οι νέοι εργαζόμενοι αρνούνται να είναι "εκεί", φιλικοί και εξυπηρετικοί. "Κατεβάζουν ρολά" και απλώς "είναι". Προφανώς αν έχεις 200 παραγγελίες υπερσύνθετων κατασκευών macha και όλα τα -chino σε -μία- ώρα, δεν μπορείς να δώσεις "αναγνώριση στη μοναδικότητα" του κάθε πελάτη όπως το ήθελαν τα Starbucks το '90 με το εύρημα της αναγραφής του ονόματός σου πάνω στη μοναδικά curated επιλογή ροφήματος συνήθως και με ένα σμαϊλάκι

Αct your wage. Μια ευφυής λογοπαιγνιακά απάντηση στο boomer mantra "Act your age". Να συμπεριφέρεσαι ως ενήλικας, δηλαδή υπεύθυνος δηλαδή ανέλαβε όσα σου αναθέτει το αφεντικό σου. Το να συμπεριφέρεσαι με βάση τον μισθό σου είναι η κορωνίδα όλων αυτών των μικρο-αντιστάσεων. Που τι είναι στ' αλήθεια; Απόπειρες -κοινωνικής- νομιμοποίησης κατ' αρχάς, δηλαδή απόπειρες συγκρότησης μιας νέας κουλτούρας, που θα λειτουργεί ως αντι-κουλτούρα, ως ανταγωνιστική κουλτούρα στη νέα εργασιακή κανονικότητα αλλά και στην Insta ευτυχία. Οι νέοι εργάτες ψάχνουν να φτιάξουν τρόπους για να δείχνουν τους όρους ζωής τους πέρα από τη συνθήκη της "Ντροπής" όπως έχει επισημάνει μοναδικά ο Εντουάρ Λουί. Αν όλοι στην ηλικιακή μου κατηγορία είναι ευτυχισμένοι στο Insta και παίρνουν μεγάλα τζιπ, πού χωράω εγώ σε όλο αυτό; Είμαι η μόνη που δεν τη βγάζω; Να γίνω influencer; Βγαίνει τίποτα;

Και μετά περνάμε στον πρωταγωνιστή των millennial ονείρων. Την Ιαπωνία. Συνηθίζω να λέω ότι οι millennials αντάλλαξαν το όραμα ενός βίου για ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. Παρατηρημένα, διεθνώς, η Ιαπωνία έλκει φυσικά και Gen X και Gen Z, ως επιτομή όλων των δυστροπιών της Δύσης, νομιμοποιημένα. Ταυτοχρόνως ένας εσωτερικισμός συνδυαστικά με μητροπολιτική εμπειρία, και η νομιμοποίηση της εξαφάνισης κοινωνικής διάδρασης. Αναζητούμε να μη μιλούμε πια με τους άλλους. Και αυτό δεν είναι ένα από το πουθενά φαινόμενο μιας προβληματικής γενιάς ή δύο προβληματικών γενεών. Είναι αποτέλεσμα της υπερ-απόδοσης στην εργασία που μετά δε θες να συνυπάρξεις κοινωνικά ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ. Εξ ου και περνούμε σε μέτρα για αυτόματα ταμεία στα σουπερμάρκετ, driverless taxi, αύξηση ανέπαφων συναλλαγών, online shopping των πάντων. Στην Ιαπωνία δεν είσαι αντικοινωνικός είσαι κανονικός. Αλλά είναι αλλιώς με το φίλτρο του επισκέπτη που επιτρέπει εστίαση στα minutiae ομορφιάς, όπως συμβαίνει με κάθε περιηγητή.

Στην πραγματικότητα η Ιαπωνία είναι το μέλλον: Φθίνουσα δημογραφική εξέλιξη, αδυνατότητα συγκρότησης νοικοκυριού, απόλυτη κανονικοποίηση στέγασης με τους γονείς ώς τα 40 και έπειτα

Hikikomori

Johatsu

και το τελευταίο στάδιο Karoshi

Οι Hikikomori αποσύρονται πλήρως από την κοινωνία, ζουν με φτηνές τροφές, χαρτζιλίκια, πολύ πέραν της παλιάς slacker attitude κατάστασης της δύσης. Το πάνε στο τέρμα, και βέβαια, συχνά οι άνθρωποι, νέοι άνθρωποι υποφέρουν από διάφορες ψυχικές διαταραχές. Επιστημονικά έχει παρατηρηθεί η υψηλή ευαισθησία στο αίσθημα ντροπής. Γιατί είναι άνθρωποι που ντροπιάστηκαν. Από ποιον; Το λέμε "social expectations" αλλά στην πραγματικότητα είναι συνδυασμός ακαδημαϊκών θεσμών, κρατικών θεσμών, εργασιακών χώρων και οικογένειας. Είναι κι αναμενόμενο. Όποιοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν γίνονται τα ευάλωτα παιδιά που ήδη ο Φρόυντ παρατηρούσε ότι θα μετατραπούν στο κυρίαρχο focus της οικογένειας με συνέπεια να δημιουργηθούν οι οικογένειες - βραχυκύκλωμα που λέμε σήμερα. Όλο αυτό είναι δυσλειτουργικό. Οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να ζήσουν, αυτά αδυνατούν, οπότε δύο κανονιστικά πλαίσια ένα από την κοινωνία, ένα από τους γονείς, ενώνουν δυνάμεις και φτάνουμε στην εκμηδένιση. Αφορά πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου.

Οι Johatsu εξαφανίζονται κιόλας. Δεν αποσύρονται απλά. Συχνά διαγράφουν και κάθε ψηφιακό ίχνος, και γίνονται απρόσιτοι σε οικογένεια και φίλους. Σημαίνει οι "Εξατμισμένοι". Εδώ, το "What is solid, melts into air" βρίσκει τη συστηματοποίηση και εκ νέου εμπορευματοποίησή του, καθώς έχουν δημιουργηθεί ακόμη κι εταιρείες που αναλαμβάνουν τη διαδικασία Johatsu. Από το να σε φυγαδεύσουν νυχτερινές ώρες, μέχρι να σε βοηθήσουν να απαλλαγείς από το ψηφιακό σου ίχνος.

Τέλος το Karoshi. Έχει τη σημασία του ότι ο όρος προέρχεται από την κοινωνιοϊατρική γραμματεία. Είναι όσοι πεθαίνουν στη δουλειά.

Αλλά και στην Κίνα που διεκδικεί να πάψει να είναι απλά regional hegemon, αντιμετωπίζουν το 摆烂 δηλαδή το "άστο να σαπίσει" ή ορθότερα "ας σαπίσουμε". Μια αντίσταση στο καθεστώς 996. Το 996 είναι το -επίσημα παράνομο- 9-με-9, 6 μέρες την εβδομάδα.

Ό,τι έκανε φέτος ο φίλος μου. Αύγουστο. Και 14 και 16 Αυγούστου.

Και όσο και να φαίνεται αλλόκοτο ή υπερβολή ή ξεκάθαρα λογοτεχνικό ψεύδος για τελείωμα με ένταση, καυγαδίσαμε όταν πάτησα άθελά μου σε αδιόρατα σημεία πίεσης γιατί οι εργαζόμενοι κατασκευάζουν κόσμους που να μπορούν να βιωθούν κι ενίοτε η πραγματικότητα το καταργεί αυτό χωρίς χειροπιαστή πρακτική αντιμετώπιση, όμως ανησυχούσα. Και έτσι, η τελική ομολογία του ότι ήταν "το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής του" πήγαινε παράλληλα με την απολύτως αντίθετη κατάθεση ότι "δεν ήταν και τόσο βαρύ το 12ωρο, έκατσα κάποιες έξτρα ώρες που δεν έκανα και τίποτα, δεν κουράστηκα και τόσο σωματικά αν και θα βόλευε μια άλλη καρέκλα που θα το κοιτάξω, μέχρι Netflix είδα. Μπορώ να σου πω ήταν υπέρ μου και τους κορόιδεψα".

Αυτή η ανάγκη να "βγει από πάνω" συνδυάζεται όμως και με την πλήρη απουσία διευθέτησης πληρωμής των ωρών. Είναι στον αέρα. Ως μια υπενθύμιση τουλάχιστον στους φίλους του που τα ακούμε αυτά, ότι δεν έχει καν σημασία τι θα πληρωθεί. Αποδέχτηκε το πλαίσιο και βγήκε διπλά ο αποδοτικότερος, τόσο στην εργασία του, όσο και στη νοητική μάχη να τους "νικήσει". Τους "κορόιδεψε".

 

[---->] 

JEFFRY D. SACHS : ΠΩΣ ΟΙ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΙ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΤΗΝ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '90

  

Στη δεκαετία του '90, οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ επέλεξαν την ηγεμονία αντί της συνεργασίας με τη Ρωσία, απορρίπτοντας την οικονομική βοήθεια και ευνοώντας την επέκταση του ΝΑΤΟ.

5 Σεπτεμβρίου 2024

από τον Jeffrey D. Sachs

 

 

https://www.vocedellasera.com/opinioni/come-i-neoconservatori-hanno-scelto-egemonia-al-posto-della-pace/?fbclid=IwY2xjawMZEmdleHRuA2FlbQIxMAABHhkwZB_OQM7VONIw8LY4nGdf8l6UIz3Ad1Iar02Eax4XKNkzU8pN8wmdsdZ8_aem_bd-Tu5tMVAUpe9SLPf7yuA

 

 

Το 1989 υπηρέτησα ως σύμβουλος της πρώτης μετακομμουνιστικής κυβέρνησης της Πολωνίας και βοήθησα στη διαμόρφωση μιας στρατηγικής χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης και οικονομικής μεταρρύθμισης. Οι συστάσεις μου το 1989 ήταν να υπάρξει ευρεία οικονομική στήριξη της Πολωνίας από τη Δύση, προκειμένου να αποφευχθεί ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, να καταστεί το νόμισμα μετατρέψιμο σε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και να ανοίξει το εμπόριο και οι επενδύσεις με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση). Οι συστάσεις αυτές έγιναν δεκτές από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, τη G7 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

 

 

 

 

Χάρη στις συστάσεις μου, δημιουργήθηκε ένα ταμείο σταθεροποίησης ύψους 1 δισεκατομμυρίου ζλότι για τη στήριξη της μετατρεψιμότητας του νέου πολωνικού νομίσματος. Στη Πολωνία χορηγήθηκε προσωρινή αναστολή της αποπληρωμής του σοβιετικού χρέους και, στη συνέχεια, μερική διαγραφή του χρέους αυτού. Η Πολωνία έλαβε σημαντική αναπτυξιακή βοήθεια υπό μορφή επιχορηγήσεων και δανείων από την επίσημη διεθνή κοινότητα.

 

 

 

 

 

Οι μετέπειτα οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Πολωνίας μιλούν από μόνες τους. Παρά το γεγονός ότι η πολωνική οικονομία είχε βιώσει μια δεκαετία κατάρρευσης στη δεκαετία του '80, η Πολωνία ξεκίνησε μια περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης στις αρχές της δεκαετίας του '90. Το νόμισμα παρέμεινε σταθερό και ο πληθωρισμός χαμηλός. Το 1990, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πολωνίας (μετρούμενο με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) ήταν ίσο με το 33% του αντίστοιχου της γειτονικής Γερμανίας. Μέχρι το 2024, είχε φτάσει το 68% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας, μετά από δεκαετίες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.

Με βάση την οικονομική επιτυχία της Πολωνίας, το 1990 ήρθα σε επαφή με τον κ. Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, οικονομικό σύμβουλο του προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος μου ζήτησε να προσφέρω συμβουλές στη Σοβιετική Ένωση, ιδίως για να βοηθήσω στη κινητοποίηση οικονομικής στήριξης για τη σταθεροποίηση και την οικονομική μεταρρύθμιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας ήταν ένα σχέδιο του 1991, που ξεκίνησε στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ με τους καθηγητές Graham Allison, Stanley Fisher και Robert Blackwill. Μαζί, προτείναμε ένα «Μεγάλο Σύμφωνο» στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη G7 και στη Σοβιετική Ένωση, στο οποίο υποστηριζόταν η ευρεία οικονομική στήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις χώρες της G7 για τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είχε ξεκινήσει ο Γκορμπατσόφ. Η έκθεση δημοσιεύθηκε με τον τίτλο Window of Opportunity: The Grand Bargain for Democracy in the Soviet Union (1 Οκτωβρίου 1991).

 

 

 

 

 

Η πρόταση για μεγάλη δυτική υποστήριξη προς τη Σοβιετική Ένωση απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους «πολεμιστές του Ψυχρού Πολέμου» στο Λευκό Οίκο. Ο Γκορμπατσόφ εμφανίστηκε στη σύνοδο κορυφής της G7 στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1991 ζητώντας οικονομική βοήθεια, αλλά έφυγε με άδεια χέρια. Κατά την επιστροφή του στη Μόσχα, απήχθη στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. Εκείνη τη στιγμή, ο Μπόρις Γέλτσιν, πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανέλαβε την πραγματική ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης που βρισκόταν σε κρίση. Μέχρι τον Δεκέμβριο, υπό το βάρος των αποφάσεων που έλαβαν η Ρωσία και άλλες σοβιετικές δημοκρατίες, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, δημιουργώντας 15 νέες ανεξάρτητες χώρες.

 

 

 

 

 

Τον Σεπτέμβριο του 1991, ήρθα σε επαφή με τον Γεγκόρ Γκαϊντάρ , οικονομικό σύμβουλο του Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος το Δεκέμβριο του 1991θα έγινε προσωρινός πρωθυπουργός της νέας ανεξάρτητης Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτός μου ζήτησε να πάω στη Μόσχα για να συζητήσουμε την οικονομική κρίση και τους τρόπους σταθεροποίησης της ρωσικής οικονομίας. Εκείνη την εποχή, η Ρωσία βρισκόταν στο χείλος της υπερπληθωρισμού, της χρεοκοπίας έναντι της Δύσης, της κατάρρευσης του διεθνούς εμπορίου με τις άλλες δημοκρατίες και τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και της σοβαρής έλλειψης τροφίμων στις ρωσικές πόλεις λόγω της κατάρρευσης των προμηθειών τροφίμων από την ύπαιθρο και της διαδεδομένης μαύρης αγοράς τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών.

 

 

 

Στη Ρωσία συνέστησα να επαναλάβει το αίτημά της για ευρεία οικονομική στήριξη από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης αναστολής της εξυπηρέτησης του χρέους, μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους, ένα ταμείο σταθεροποίησης του ρουβλίου (όπως για το ζλότι στην Πολωνία), σημαντικές επιχορηγήσεις σε δολάρια και ευρωπαϊκά νομίσματα για τη στήριξη των επειγουσών εισαγωγών τροφίμων και φαρμάκων και άλλων βασικών ροών αγαθών, καθώς και άμεση χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους θεσμούς για την προστασία των κοινωνικών υπηρεσιών της Ρωσίας (υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.).

Τον Νοέμβριο του 1991, ο Γεγκόρ Γκαϊντάρ συναντήθηκε με τους αναπληρωτές υπουργούς Οικονομικών της G7 και ζήτησε αναστολή της εξυπηρέτησης του χρέους. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε κατηγορηματικά. Αντίθετα, ο Gaidar ενημερώθηκε ότι, εάν η Ρωσία δεν συνέχιζε να αποπληρώνει κάθε δολάριο του χρέους της κατά την ημερομηνία λήξης, η επείγουσα επισιτιστική βοήθεια που είχε ήδη αποσταλεί προς τη Ρωσία θα επιστρεφόταν αμέσως στους λιμένες προέλευσής της. Αμέσως μετά τη συνάντηση με τους αναπληρωτές υπουργούς της G7 συνάντησα έναν συγκλονισμένο Γκαϊντάρ

 

 

 

Τον Δεκέμβριο του 1991, συνάντησα τον  Γέλτσιν στο Κρεμλίνο για να τον ενημερώσω για την οικονομική κρίση της Ρωσίας και να επαναλάβω την ελπίδα μου για την παροχή επείγουσας βοήθειας από τη Δύση, ειδικά τώρα που η Ρωσία αναδυόταν ως ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Μου ζήτησε να γίνω σύμβουλος της οικονομικής του ομάδας, με αποστολή να προσπαθήσω να κινητοποιήσω την απαραίτητη οικονομική στήριξη. Δέχτηκα την πρόκληση και τη θέση του συμβούλου χωρίς καμία αμοιβή.

 

 

Επιστρέφοντας από τη Μόσχα, μετέβηκα στην Ουάσιγκτον για να επαναλάβω το αίτημά μου για αναστολή του χρέους, τη δημιουργία ενός ταμείου σταθεροποίησης της νομισματικής ισοτιμίας και την παροχή έκτακτης οικονομικής βοήθειας. Κατά τη συνάντησή μου με τον Ρίτσαρντ Ερμπ, αναπληρωτή γενικό διευθυντή του ΔΝΤ αρμόδιο για τις σχέσεις με τη Ρωσία, έμαθα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριζαν ένα τέτοιο πακέτο οικονομικών μέτρων. Άσκησα εκ νέου πιέσεις, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

 

 

 

Πράγματι, την περίοδο 1991-94 συνέχισα να ζητώ αδιάκοπα ευρεία δυτική στήριξη για την οικονομία της Ρωσίας που βρισκόταν σε κρίση και για τα άλλα 14 νέα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπέβαλα αυτά τα αιτήματα σε αμέτρητες ομιλίες, συναντήσεις, συνέδρια, άρθρα και editorials. Η φωνή μου ήταν η μόνη στις Ηνωμένες Πολιτείες που ζητούσε αυτού του είδους τη στήριξη. Είχα μάθει από την οικονομική ιστορία, κυρίως από τα κρίσιμα κείμενα του Τζον Μέιναρντ Κέινς (ιδίως Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, 1919), και από τις εμπειρίες μου ως σύμβουλος στη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη, ότι η εξωτερική οικονομική στήριξη της Ρωσίας θα ήταν καθοριστική για την επιτυχία της οικονομικής σταθεροποίησης.

 

 

 

Είναι χρήσιμο να παραθέσω εδώ ένα απόσπασμα από ένα άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Washington Post τον Νοέμβριο του 1991, για να παρουσιάσω το κύριο σημείο της επιχειρηματολογίας μου:

«Αυτή είναι η τρίτη φορά σε αυτό τον αιώνα που η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με τους ηττημένους. Όταν τα γερμανικά και τα αψβουργικά αυτοκρατορικά καθεστώτα κατέρρευσαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει οικονομικό χάος και κοινωνική αναταραχή. Ο Κέινς προέβλεψε το 1919 ότι αυτή η κατάρρευση στη Γερμανία και την Αυστρία, σε συνδυασμό με την έλλειψη οράματος εκ μέρους των νικητών, θα προκαλούσε μια σφοδρή αντίδραση προς τη στρατιωτική δικτατορία στην Κεντρική Ευρώπη. Ακόμη και ένας λαμπρός υπουργός Οικονομικών όπως ο  Γιόζεφ Σουμπέτερ στην Αυστρία δεν μπόρεσε να σταματήσει την πορεία προς τον υπερπληθωρισμό και τον ανεξέλεγκτο εθνικισμό, και οι Ηνωμένες Πολιτείες βυθίστηκαν στον απομονωτισμό της δεκαετίας του 1920 υπό την «ηγεσία» του Ουόρεν Χάρντινγκ  και του γερουσιαστή Χένρι Κάμποτ Λοτζ ».

  

 

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικητές φέρθηκαν πιο έξυπνα. Ο Χάρι Τρούμαν ζήτησε την οικονομική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία, την Ιαπωνία και την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Τα ποσά που διατέθηκαν στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ένα μικρό ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών που τα έλαβαν, δεν ήταν επαρκή για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Ωστόσο, αποτέλεσαν μια πολιτική σανίδα σωτηρίας για τους οραματιστές οικοδόμους του δημοκρατικού καπιταλισμού στη μεταπολεμική Ευρώπη.

 

 

 

Τώρα, ο Ψυχρός Πόλεμος και η κατάρρευση του κομμουνισμού έχουν αφήσει τη Ρωσία εξαντλημένη, φοβισμένη και ασταθή, όπως ήταν η Γερμανία μετά τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η δυτική βοήθεια θα είχε το ίδιο ψυχολογικό και πολιτικό αποτέλεσμα που είχε το Σχέδιο Μάρσαλ για τη Δυτική Ευρώπη. Η ψυχή των Ρώσων βασανίστηκε από 1.000 χρόνια βίαιων εισβολών, από τον Τζένγκις Χαν μέχρι τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ.

 

 

 

Ο Τσώρτσιλ χαρακτήρισε το Σχέδιο Μάρσαλ ως «την πιο ανιδιοτελή πράξη στην ιστορία», και η άποψή του συμμεριζόταν από εκατομμύρια Ευρωπαίους για τους οποίους αυτή η βοήθεια ήταν η πρώτη αχτίδα ελπίδας σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Σε μια διαλυμένη Σοβιετική Ένωση, έχουμε μια εξαιρετική ευκαιρία να ξυπνήσουμε τις ελπίδες του ρωσικού λαού μέσω μιας πράξης διεθνούς κατανόησης. Ο Δυτικός κόσμος μπορεί τώρα να εμπνεύσει τον ρωσικό λαό με μια άλλη ανιδιοτελή πράξη.

 

 

 

 

Αυτή η συμβουλή δεν εισακούστηκε, αλλά δεν με αποθάρρυνε από το να συνεχίσω την εκστρατεία μου. Το 1992, προσκλήθηκα να εκθέσω την άποψή μου στην τηλεοπτική εκπομπή The McNeil-Lehrer Report του PBS. Συμμετείχα στην εκπομπή μαζί με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Λόρενς Ιγκλμπουργκερ. Μετά την εκπομπή, μου ζήτησε να τον συνοδεύσω από το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια μέχρι την Ουάσιγκτον. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έλαβε χώρα η ακόλουθη συζήτηση: «Τζέφρι, επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ότι το αίτημά σας για βοήθεια μεγάλης κλίμακας δεν θα γίνει δεκτό. Ακόμα και αν συμφωνούσα με τα επιχειρήματά σου — και ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών [Λέσεκ Μπαλτσερόβιτς  ] μου έθεσε τα ίδια ζητήματα μόλις την περασμένη εβδομάδα — δεν θα συμβεί. Θέλεις να μάθεις γιατί; Ξέρεις τι χρονιά είναι αυτή;» «Το 1992», απάντησα. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» «Εκλογική χρονιά;», απάντησα. «Ναι, ακριβώς. Είναι εκλογικό έτος. Δεν θα γίνει.»

 

 

 

Η οικονομική κρίση στη Ρωσία επιδεινώθηκε ραγδαία το 1992. Ο Γκαϊντάρ  κατάργησε τους ελέγχους των τιμών στις αρχές του 1992, όχι ως υποτιθέμενη θαυματουργή θεραπεία, αλλά επειδή οι επίσημες τιμές της σοβιετικής εποχής είχαν καταστεί άνευ σημασίας λόγω των πιέσεων της μαύρης αγοράς, του καταπιεσμένου πληθωρισμού (δηλαδή, η ραγδαία αύξηση των τιμών στη μαύρη αγορά, που μεγέθυνε το χάσμα με τις επίσημες τιμές), της πλήρους κατάρρευσης του σοβιετικού μηχανισμού σχεδιασμού και της διαδεδομένης διαφθοράς, που τροφοδοτούνταν από τα λίγα αγαθά που εξακολουθούσαν να ανταλλάσσονται σε επίσημες τιμές πολύ χαμηλότερες από αυτές της μαύρης αγοράς.

 

 

 

Η Ρωσία είχε επείγουσα ανάγκη από ένα σχέδιο σταθεροποίησης παρόμοιο με αυτό που υιοθέτησε η Πολωνία, αλλά ένα τέτοιο σχέδιο ήταν ανέφικτο από οικονομική άποψη (λόγω της έλλειψης εξωτερικής στήριξης) και από πολιτική άποψη (επειδή η έλλειψη εξωτερικής στήριξης σήμαινε επίσης την απουσία εσωτερικής συναίνεσης για το τι πρέπει να γίνει). Η κρίση επιδεινώθηκε από την κατάρρευση του εμπορίου μεταξύ των νέων μετασοβιετικών κρατών και από την κατάρρευση του εμπορίου μεταξύ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην δορυφόρων της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι πλέον λάμβαναν δυτική βοήθεια και ανακατεύθυναν το εμπόριό τους προς τη Δυτική Ευρώπη και μακριά από την πρώην Σοβιετική Ένωση.

 

 

 

 

Το 1992 συνέχισα, χωρίς επιτυχία, να προσπαθώ να κινητοποιήσω τη χρηματοδότηση της Δύσης σε μεγάλη κλίμακα, την οποία θεωρούσα όλο και πιο επείγουσα. Βάσιζα τις ελπίδες μου στη νέα προεδρία του Μπιλ Κλίντον, που μόλις είχε εκλεγεί. Και αυτές οι ελπίδες γρήγορα διαψεύστηκαν. Ο κύριος σύμβουλος του Κλίντον για τη Ρωσία, ο καθηγητής Μάικλ Μάντελμπαουμ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, μου είπε ιδιαιτέρως τον Νοέμβριο του 1992 ότι η ομάδα του Κλίντον είχε απορρίψει την ιδέα της μεγάλης κλίμακας βοήθειας προς τη Ρωσία. Ο Μάντελμπαουμ ανακοίνωσε σύντομα δημοσίως ότι δεν θα υπηρετούσε στη νέα κυβέρνηση. Συνάντησα τον νέο σύμβουλο για τη Ρωσία, Στρόμπε Τάλμποτ, αλλά διαπίστωσα ότι ήταν εντελώς ανυποψίαστος για τις περισσότερο πιεστικές οικονομικές πραγματικότητες. Μου ζήτησε να του στείλω υλικό για την υπερπληθωρισμό, πράγμα που έκανα.

 

 

 

Στα τέλη του 1992, μετά από ένα χρόνο ανεπιτυχών προσπαθειών να βοηθήσω τη Ρωσία, είπα στον Γκάινταρ ότι θα παραιτηθώ από τη θέση μου, καθώς οι συστάσεις μου δεν ακούγονταν ούτε στην Ουάσινγκτον ούτε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ωστόσο, γύρω στα Χριστούγεννα, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον νέο Ρώσο υπουργό Οικονομικών, Μπόρις Φιόντοροφ. Μου ζήτησε να τον συναντήσω στην Ουάσινγκτον στις πρώτες μέρες του 1993. Συναντηθήκαμε στην Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Φιόντοροφ, ένας ευγενής και εξαιρετικά έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πρόωρα λίγα χρόνια αργότερα, με παρακάλεσε να παραμείνω σύμβουλός του για όλο το 1993. Δέχτηκα και πέρασα ένα ακόμη έτος προσπαθώντας να βοηθήσω τη Ρωσία να εφαρμόσει ένα σχέδιο σταθεροποίησης. Παραιτήθηκα τον Δεκέμβριο του 1993 και ανακοίνωσα δημοσίως την απόφασή μου στις πρώτες ημέρες του 1994.

 

 

 

Η συνεχής δραστηριότητά μου ως λομπίστας στην Ουάσινγκτον, ακόμη και υπό την κυβέρνηση Κλίντον, δεν βρήκε ανταπόκριση και οι προαισθήματά μου επιδεινώθηκαν. Συνέχισα να υπενθυμίζω τα διδάγματα της ιστορίας στις δημόσιες ομιλίες μου και στα γραπτά μου, όπως σε αυτό το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο The New Republic τον Ιανουάριο του 1994, αμέσως μετά την αποχώρησή μου από τη θέση του συμβούλου:

 

Ο Κλίντον δεν πρέπει να παρηγοριέται με τη σκέψη ότι τίποτα σοβαρό δεν μπορεί να συμβεί στη Ρωσία. Πολλοί δυτικοί πολιτικοί έχουν προβλέψει με βεβαιότητα ότι, αν οι μεταρρυθμιστές απομακρυνθούν τώρα, θα επιστρέψουν σε ένα χρόνο, αφού οι κομμουνιστές αποδείξουν για άλλη μια φορά ότι δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην συμβεί. Η ιστορία πιθανώς έδωσε στην κυβέρνηση Κλίντον μία μόνο ευκαιρία να επαναφέρει τη Ρωσία από το χείλος του γκρεμού, και αποκαλύπτει ένα ανησυχητικό μοτίβο στην απλότητά του. Οι μετριοπαθείς Γιρονδίνοι δεν επέστρεψαν στην εξουσία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ροβεσπιέρο. Με την υπερπληθωρισμό, την κοινωνική αναταραχή και τη μείωση του βιοτικού επιπέδου, η επαναστατική Γαλλία επέλεξε τον Ναπολέοντα. Στη επαναστατική Ρωσία, ο Αλεξάντρ Κερένσκι δεν επέστρεψε στην εξουσία μετά την υπερπληθωρισμό που προκάλεσαν οι πολιτικές του Λένιν και ο εμφύλιος πόλεμος. Η αναταραχή των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1920 άνοιξε το δρόμο για την άνοδο του Στάλιν. Ούτε η κυβέρνηση του Χάινριχ Μπρύνινγκ στη Γερμανία είχε δεύτερη ευκαιρία μετά την άνοδο του Χίτλερ το 1933.

 

 

 

 

 

Αξίζει να διευκρινιστεί ότι ο ρόλος μου ως σύμβουλος στη Ρωσία περιοριζόταν στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και τη διεθνή χρηματοδότηση. Δεν συμμετείχα στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της Ρωσίας, το οποίο διαμορφώθηκε μεταξύ 1993 και 1994, ούτε σε άλλα μέτρα ή προγράμματα (όπως το περιβόητο σχέδιο «δάνεια σε αντάλλαγμα μετοχών» του 1996) που έδωσαν αφορμή για την εμφάνιση των νέων ρωσικών ολιγαρχών. Αντίθετα, αντιτάχθηκα σε διάφορα μέτρα που εφάρμοζε η Ρωσία, θεωρώντας τα γεμάτα αδικίες και διαφθορά. Το είπα τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά σε αξιωματούχους της κυβέρνησης Κλίντον, αλλά ούτε αυτοί με άκουσαν. Ορισμένοι συνάδελφοί μου στο Χάρβαρντ συμμετείχαν στο έργο της ιδιωτικοποίησης, αλλά με κράτησαν σχολαστικά μακριά. Δύο από αυτούς κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για insider trading στη Ρωσία, για το οποίο δεν είχα καμία γνώση ή συμμετοχή. Ο μόνος ρόλος μου σε αυτή την υπόθεση ήταν να τους απολύσω από το Ινστιτούτο Διεθνούς Ανάπτυξης του Χάρβαρντ για παραβίαση των εσωτερικών κανόνων κατά των συγκρούσεων συμφερόντων σε χώρες που λάμβαναν συμβουλές από το Ινστιτούτο.

Η αποτυχία του Δυτικού κόσμου να παράσχει έγκαιρη και μεγάλης κλίμακας οικονομική στήριξη στη Ρωσία και στα άλλα νέα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης επιδείνωσε αναμφίβολα τη σοβαρή οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που αντιμετώπισαν αυτές οι χώρες στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ο πληθωρισμός παρέμεινε πολύ υψηλός για αρκετά χρόνια. Το εμπόριο, και ως εκ τούτου η οικονομική ανάκαμψη, παρεμποδίστηκαν σοβαρά. Η διαφθορά εξαπλώθηκε χάρη στις πολιτικές άγριας ιδιωτικοποίησης των κρατικών πόρων.

 

 

 

 

Όλες αυτές οι δυσλειτουργίες αποδυνάμωσαν σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στις νέες κυβερνήσεις της περιοχής και στον Δυτικό κόσμο. Αυτή η κρίση κοινωνικής εμπιστοσύνης μου θύμισε τη διάσημη ρήση του Κέινς το 1919, μετά την καταστροφική Συνθήκη των Βερσαλλιών και την υπερπληθωρισμό που ακολούθησε: «Δεν υπάρχει πιο διακριτικός και σίγουρος τρόπος για να υπονομεύσεις τα θεμέλια της κοινωνίας από το να διαφθείρεις το νόμισμα. Αυτή η διαδικασία εμπλέκει όλες τις κρυφές δυνάμεις του οικονομικού νόμου από την πλευρά της καταστροφής, και το κάνει με έναν τρόπο που ούτε ένας στους εκατομμύρια δεν είναι σε θέση να διαγνώσει».

 

 

 

Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1990, οι κοινωνικές υπηρεσίες της Ρωσίας παρήκμασαν. Όταν αυτή η παρακμή συνδυάστηκε με την σημαντικά αυξημένη κοινωνική ένταση, σημειώθηκε έντονη αύξηση των θανάτων που σχετίζονταν με το αλκοόλ στη Ρωσία. Ενώ στην Πολωνία οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνοδεύτηκαν από αύξηση του προσδόκιμου ζωής και της δημόσιας υγείας, στη Ρωσία που βρισκόταν σε πλήρη κρίση συνέβη το αντίθετο.

 

 

 

Παρ’ όλες αυτές τις οικονομικές αποτυχίες και την χρεοκοπία της Ρωσίας το 1998, η σοβαρή οικονομική κρίση και η έλλειψη στήριξης από τη Δύση δεν αποτέλεσαν το τελικό σημείο ρήξης στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας. Το 1999, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έγινε πρωθυπουργός και το 2000 πρόεδρος, ο Πούτιν επιδίωξε φιλικές και αμοιβαία υποστηρικτικές διεθνείς σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο Ρομάνο Πρόντι, μίλησαν εκτενώς για τις καλές προθέσεις του Πούτιν και την ανοιχτή στάση του προς ισχυρές σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του.

 

 

 

Ήταν στον τομέα των στρατιωτικών υποθέσεων, και όχι στον οικονομικό, που οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης κατέληξαν να διαλυθούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Όπως και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Δύση ήταν στρατιωτικά κυρίαρχη στη δεκαετία του 1990 και είχε σίγουρα τα μέσα να προωθήσει ισχυρές και θετικές σχέσεις με τη Ρωσία. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την υποταγή της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ παρά για σταθερές σχέσεις με τη Ρωσία.

 

 

 

Τη στιγμή της γερμανικής επανένωσης, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Γερμανία υποσχέθηκαν επανειλημμένα στον Γκορμπατσόφ και στη συνέχεια στον Γέλτσιν ότι η Δύση δεν θα εκμεταλλευόταν την επανένωση της Γερμανίας και το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας για να επεκτείνει τη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Ο Γκορμπατσόφ και ο Γέλτσιν επανέλαβαν τη σημασία αυτής της δέσμευσης του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μέσα σε λίγα χρόνια, ο Κλίντον αθέτησε πλήρως την υπόσχεση του Δυτικού κόσμου και ξεκίνησε τη διαδικασία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Κορυφαίοι Αμερικανοί διπλωμάτες, με επικεφαλής τον μεγάλο πολιτικό και ακαδημαϊκό Τζορτζ Κένναν, προειδοποίησαν τότε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε σε καταστροφή: «Η άποψη, που εκφράζεται χωρίς περιστροφές, είναι ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο θανατηφόρο λάθος της αμερικανικής πολιτικής σε ολόκληρη την μεταψυχροπολεμική εποχή». Και έτσι αποδείχθηκε.

 

 

 

Δεν είναι εδώ το μέρος για να αναθεωρήσουμε όλες τις καταστροφές της εξωτερικής πολιτικής που προήλθαν από την αλαζονεία των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, αλλά αρκεί να αναφέρουμε εδώ μια σύντομη και μερική χρονολογία των βασικών γεγονότων. Το 1999, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε το Βελιγράδι για 78 ημέρες με στόχο να διαμελίσει τη Σερβία και να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο Κοσσυφοπέδιο, το οποίο σήμερα φιλοξενεί μια μεγάλη βάση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχώρησαν μονομερώς από τη Συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας. Το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ αγνόησαν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και εισέβαλαν στο Ιράκ με ψευδείς προφάσεις. Το 2004, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν την επέκταση του ΝΑΤΟ, αυτή τη φορά προς τις Βαλτικές χώρες και τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας (Βουλγαρία και Ρουμανία) και των Βαλκανίων. Το 2008, παρά τις επείγουσες και έντονες αντιρρήσεις της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποσχέθηκαν να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ στη Γεωργία και την Ουκρανία.

 

 

 

Το 2011, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέθεσαν στη CIA να ανατρέψει τον Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία, έναν σύμμαχο της Ρωσίας. Την ίδια χρονιά, το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Λιβύη για να ανατρέψει τον Μουαμάρ Καντάφι. Το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνωμότησαν με τις εθνικιστικές δυνάμεις της Ουκρανίας για να ανατρέψουν τον πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Το 2015, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να εγκαθιστούν αντιβαλλιστικούς πυραύλους Aegis στην Ανατολική Ευρώπη (στη Ρουμανία), σε μικρή απόσταση από τη Ρωσία. Μεταξύ 2016 και 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν την Ουκρανία στην παρεμπόδιση της εφαρμογής της συμφωνίας του Μινσκ II, παρά την ομόφωνη υποστήριξή της από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Το 2021, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Τον Απρίλιο του 2022, οι Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησαν από την Ουκρανία να αποσυρθεί από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.

 

 

 

Αναλογιζόμενοι τα γεγονότα του 1991-93 και τα μεταγενέστερα, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να απορρίψουν τις φιλοδοξίες της Ρωσίας για μια ειρηνική και σεβαστή ενσωμάτωση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Το τέλος της σοβιετικής περιόδου και η αρχή της προεδρίας του Γέλτσιν συνέπεσαν με την άνοδο στην εξουσία των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ. Οι νεοσυντηρητικοί δεν ήθελαν, και δεν θέλουν, μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού με τη Ρωσία. Επιδίωκαν και εξακολουθούν να επιδιώκουν έναν μονοπολικό κόσμο υπό την ηγεσία μιας ηγεμονικής δύναμης, των Ηνωμένων Πολιτειών, στον οποίο η Ρωσία και άλλα έθνη θα πρέπει να είναι υποτελή.

 

 

 

Σε αυτή την παγκόσμια τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, οι νεοσυντηρητικοί φαντάζονταν ότι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποφάσιζαν για τη χρήση του τραπεζικού συστήματος που βασίζεται στο δολάριο, την τοποθέτηση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό, την επέκταση της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ και την ανάπτυξη αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων, χωρίς κανένα βέτο ή γνώμη από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ρωσίας. Αυτή η αλαζονική εξωτερική πολιτική οδήγησε σε διάφορους πολέμους και σε ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ του μπλοκ των χωρών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και του υπόλοιπου κόσμου. Ως σύμβουλος της Ρωσίας κατά τη διετία μεταξύ του τέλους του 1991 και του τέλους του 1993, έζησα από πρώτο χέρι τις πρώτες ημέρες του νεοσυντηρητισμού που εφαρμόστηκε στη Ρωσία, αν και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μετέπειτα γεγονότα για να κατανοήσω πλήρως την επικίνδυνη στροφή που πήρε η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Racket News, 4 Σεπτεμβρίου 2024

 

https://www.racket.news/p/a-true-shock-economist-jeffrey-sachs