Έξοδος από το ευρώ :μία πρόταση με αναπάντητα ερωτήματα





Η λύση του ελληνικού προβλήματος δεν μπορεί να επικεντρώνεται από την αριστερά στην αλλαγή του νομίσματος


 
Πραγματοποιήθηκε, στις 15 Φλεβάρη στην Αλκυονίδα, η παρουσίαση της πρότασης του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής (ΣΔΣΚΟΠ) για μιαν άλλη πορεία της Ελλάδας στον οικονομικό τομέα μετά την αποτυχία της Ευρωζώνης. Την πρόταση παρουσίασαν οι καθηγητές Κώστας Λαπαβίτσας και Θόδωρος Μαριόλης καθώς και ο περιφερει­ακός σύμβουλος Δυτικής Ελλάδας Κωνσταντίνος Γαβριηλίδης.
Η πρώτη παρατήρηση από την εκδή­λωση ήταν η πολύ μεγάλη συμμετοχή κόσμου, για τα δεδομένα επιστημο­νικής παρουσίασης ακόμα και για τον χώρο της Αριστεράς. Το στοιχείο αυτό δείχνει την ανάγκη ενός κόσμου για αναζήτηση τεκμηριωμένων λύ­σεων εξόδου από την πολυεπίπεδη κρίση της χώρας. Ενός κόσμου που δεν εγκαταλείπει τη διαδικασία ανα­ζήτησης, που δεν αποδέχεται ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στα μνημόνια, που δηλώνει και με αυτό τον τρόπο παρών σηματοδοτώντας με αισιο­δοξία δυνατότητες για το μέλλον.
 Ως δεύτερη παρατήρηση, πριν πάμε στην ουσία των θεμάτων, οφείλουμε να σημειώσουμε την έντονη δυσφορία αυτού του κόσμου στους μακρόσυρ­τους «χαιρετισμούς» των πολιτικών αρχηγών που παρευρέθηκαν στην εκδήλωση. Ο κόσμος ήθελε να ακού­σει την πρόταση, να κατανοήσει ότι υπάρχει διαδικασία για να βγει από το αδιέξοδο. Δεν βρέθηκε εκεί για να ακούσει «μία από τα ίδια», χωρίς καμία συμβολή και αξία στις αγω­νίες του. Από αυτή την άποψη οι παρεμβάσεις των Π. Λαφαζάνη και Ζ. Κωνσταντοπούλου όχι μόνο δεν προσέφεραν κάτι ουσιαστικό αλλά αντίθετα «εκνεύρισαν» το ακροατή­ριο, κάτι το οποίο φάνηκε και στο τέλος των ομιλιών τους...

Η πρόταση Λαπαβίτσα
Η εκδήλωση φιλοδοξούσε να προ­σφέρει επιστημονική τεκμηρίωση για το άνοιγμα ενός νέου δρόμου για την Ελλάδα που Θα οδηγεί σε πολιτική δράση. Παρακολουθώντας τις ομιλίες που αφορούσαν την πρό­ταση για την Ελλάδα το συμπέρασμα που προέκυψε, τουλάχιστον για τον γράφοντα, είναι ότι δεν δόθηκαν οι απαιτούμενες απαντήσεις στο ελληνικό πρόβλημα. Η εκδήλωση αν και έθεσε «ψηλά τον πήχη» τελικά κατέληξε σε μια προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο εάν η έξοδος από το ευρώ και η ανάκτηση της νομισμα­τικής κυριαρχίας της χώρας είναι εφικτή και αν τα όποια προβλήματα προκύψουν είναι αντιμετωπίσιμα. Χωρίς να υποβαθμίζουμε το περιεχόμενο της δουλειάς που παρουσιά­στηκε, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τελικά δεν έδωσε τις αναγκαίες ολοκληρωμένες απαντήσεις.

 Η μελέτη ξεκίνησε σωστά με τη δι­ακλαδική ανάλυση της οικονομίας και το πως οι τομείς και οι κλάδοι της θα συμβάλλουν στη γρήγορη αύ­ξηση της απασχόλησης. Από εκεί και μετά όμως αποκλίνει από τις ανάγκες μιας ολοκληρωμένης πρό­τασης που Θα αγκαλιάζει όλη την οικονομία και δεν θα δίνει επιλε­κτικά κάποιες λύσεις σε επιμέρους πλευρές του προβλήματος. 'Ετσι η μελέτη διαπιστώνει την άμεση λύση με την αξιοποίηση των υπηρεσιών. Βολεύεται με αυτήν, θεωρώντας ότι σε πρώτη φάση Θα αντιμετωπίσει προβλήματα εσωτερικών κυρίως ανισορροπιών. Θεωρεί ότι λόγω της παρούσας κατάστασης (χαμηλή κατανάλωση) ο εξωτερικός τομέας βρίσκεται σε ισορροπία. Συνεπώς εστι­άζει στην επίλυση του προβλήματος πού θεωρείται η γενεσιουργός αιτία των ανισορροπιών και της κρίσης.

Και το πρόβλημα -σύμφωνα με τη μελέτη- είναι το νόμισμα, λόγω της μορφής, των στρεβλώσεων του ευρώ και της δομής της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Το αποτέλεσμα είναι να δίνεται π.χ. έμφαση στην αλλαγή στο νέο νόμισμα με σχέση 1 προς 1 και να δίνονται προφορικές διαβεβαιώσεις ότι η υποτίμηση 30%-5% που θα ακολουθήσει Θα οδηγήσει σε τελική υποτίμηση 30% αλλά σε πληθωρι­σμό μόνο 10% για το πρώτο έτος μειούμενο στη συνέχεια. Και από πού προκύπτουν αυτά; 

Η απάντηση είναι απλή: από τα οικονομετρικά μοντέλα. Βέβαια το που μας έχουν οδηγήσει ήδη αυτά τα μοντέλα και οι πολλαπλασιαστές, με διαχειριστή βέβαια το ΔΝΤ, είναι γνωστό. `Όμως δεν είναι δυνατόν να αναζητάς  πρόταση, που θα οδηγεί σε πολιτική δράση και να συζητάς το πού θα πάει η  κατάσταση στη βάση οικονομετρικών μοντέλων, λες και η οικονομία και οι  εξελίξεις δεν έχουν καμία δυναμική. Αγνοώντας ότι κάποιοι θα έχουν το σχέδιο και τις δυνατότητες να σε πιέ­σουν. Αγνοώντας τα «μαθήματα» που μας έδωσαν το α' εξάμηνο του τοις και η κατάληξη αυτών των πιέσεων. Το να καθησυχάζει κάποιος προκα­ταβολικά τον λαό, με νούμερα από οικονομετρικά μοντέλα, υποσχόμε­νος ότι η κατάσταση θα είναι άμεσα αντιμετωπίσιμη σε όλα τα επίπεδα προβλημάτων μοιάζει περισσότερο τις λογικές του παρελθόντος πού μας οδήγησαν εδώ και πολύ λίγο με ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη, επι­στημονική ανάλυση-πρόταση.

Τρεις σημαντικές  αποσυνδέσεις


Τελικώς η πρόταση που παρουσι­άστηκε εμφανίζει τρεις ιδιαίτερα σημαντικές 
 αποσυνδέσεις που καθορίζουν στην ουσία και το σύνολο των αποτελεσμάτων τα 
οποία θα έχει η εφαρμογή της.



 Πρώτη αποσύνδεση, από τη δυναμική της οικονομίας και της παραγωγής. Η χώρα έχει ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης αλλά και ενός σχεδιασμού που θα απαντά στα τέσσερα μεγάλα ελλείμματα που είναι άμεσα στην επιβίωση τον λαού και της οικονομίας. Είμαστε ελλειμματικοί σε τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια και πρώτες ύλες.Όταν βάζεις στόχο να αυξηθούν η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών και η κατανάλωση, δεν μπορείς να λες ότι παραμένεις στις ισορροπίες του ισοζυγίου με τα σημερινά δεδομένα (χαμηλή ζήτη­ση - κατανάλωση). Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τα 4 προαναφερθέντα ελλείμματα με γενικά οικονομετρικά μοντέλα.

Δεύτερη αποσύνδεση, από την τρέ­χουσα πολιτική κατάσταση και την κατάσταση του λαϊκού κινήματος. Ακόμα και αν όλα αυτά που προτεί­νει η μελέτη είναι απόλυτα σωστά. Ποιος θα τα κάνει; Ποιο λαϊκό κί­νημα, μέτωπο ή ό, τι άλλο; Με ποια προετοιμασία; Οι βεβαιότητες ότι θα αυξηθεί άμεσα η απασχόληση και η κατανάλωση, ενώ η υποτίμηση και ο πληθωρισμός θα είναι ελεγχόμενα μεγέθη και ότι δεν θα υπάρχουν προ­βλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο άρα θα έχουμε επάρκεια σε όλα τα είδη δεν είναι πειστικές. Δηλαδή, ενώ βρισκόμαστε σε πόλεμο, όπως λέει ο ίδιος ο Κ. Λαπαβίτσας, ξαφνικά θα «δούμε το φως» χωρίς θυσίες; Και   είναι αναγκαίες κάποιες θυσίες, ποιες είναι αυτές; Πότε και ποιος θα πει στον λαό για αστάθμητους παράγοντες που δεν μετρούνται στα μοντέλα;
Η όποια αλλαγή προσπαθήσει να επιβάλλει ο λαός δεν θα γίνει σε συνθήκες πολιτικής ηρεμίας, ούτε για την Ελλάδα ούτε για το εξωτερικό. Πολύ  δε περισσότερο όταν είσαι από παντού δεμένος με την Ευρωζώνη ,την Σ.Σ. , το ΝΑΤΟ κλπ. 'Όταν ο εξω­τερικός εχθρός αλλά και οι ντόπιοι υπηρέτες του κρατούν μια σειρά από θέσεις-κλειδιά στην οικονομία και το πολιτικό σύστημα. Το να περιμέ­νεις να τους αντιμετωπίσεις όλους έχοντας αναλυτική πρόταση για το νόμισμα, όταν αυτοί σε ελέγχουν επί της ουσίας και για αυτό το θέμα, μοιάζει με άλμα στο κενό.
Πολύ δε περισσότερο όταν αυτοί σε απειλούν με την αποπομπή από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή γιατί έχουν τον δικό τους σχεδιασμό.

Τρίτη αποσύνδεση, από το διεθνές περιβάλλον. Δεν μπορεί σε μια τέ­τοια μελέτη να μην κάνεις έστω κά­ποια αναφορά για τη διεθνή θέση της χώρας και κυρίως από που θα πρέπει να αναζητήσει βοήθεια και ποια, στα δύσκολα που σίγουρα θα έρθουν. Δεν μπορεί να αγνοείς τη γεωπολιτική και στρατηγική θέση της χώρας, τους κινδύνους και τις δυνατότητες που απορρέουν από αυ­τήν. Ούτε μπορείς να αγνοείς και τις αγωνίες άλλων λαών, όπως εκφρά­στηκαν και στην εκδήλωση από τους συμμετέχοντες από την Ιταλία και την Ισπανία, χωρίς να αναζητάς και να προτείνεις στον σύγχρονο κόσμο συμμαχίες και κοινές εναλλακτικές λύσεις σε κοινά προβλήματα.
Συνοψίζοντας, το ΣΔΣΚΟΠ έκανε μια καλή προσπάθεια η οποία αντιμετω­πίζει πλευρές του προβλήματος της κρίσης της χώρας, όμως σαν σύνο­λο αυτή η πρόταση δεν αποτελεί τη «λύση». Χρειάζεται να γίνουν πολλά σε πολλαπλά επίπεδα: μελετητικό, κινηματικό, πολιτικό για να διαμορ­φωθεί η «πρόταση-λύση». Σε κάθε περίπτωση αναζήτησης αυτή πρέπει να ξεκινά από την παραγωγική βάση της χώρας.
Να αποφασίζουμε ως χώρα τι μπο­ρούμε και θέλουμε να παράγουμε. Για αυτό και η ενδογενής παραγωγι­κή ανασυγκρότηση, με διαδικασίες κινήματος, είναι το βασικό σημείο εκκίνησης της λύσης του προβλήμα­τος. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί η καρδιά της λύσης των προβλημάτων.

                                                                                                              * Ο  Παύλος  Δερμενάκης    είναι  οικονομολόγος

 ΠΗΓΗ : δρόμος ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Παρασκευή 24-Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Έξοδος από την ΟΝΕ για νέα οικονομική πολιτική




Στις 19 Φεβρουαρίου η Καθημερινή δημοσίευσε παρέμβαση δεκατεσσάρων Ελλήνων πανεπιστημιακών οικονομολόγων, με τίτλο: «Το Grexit παραμένει καταστροφικό για την Ελλάδα». Ο τόνος τους ήταν αυστηρός, αλλά η πληροφόρησή τους για τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς μάλλον ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, μας διαβεβαίωσαν ότι οι καταστροφές που θα συμβούν, αν η χώρα φύγει από την ΟΝΕ, θα είναι απερίγραπτες. Είναι όντως έτσι;

Η επιμονή των οικονομολόγων στην πλευρά της προσφοράς

Η ουσία της παρέμβασης των δεκατεσσάρων έγκειται στην αντιμετώπιση της οξείας κρίσης της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης: «Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα [της ατέλειωτης λιτότητας]. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ.»

Οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», οι οποίες «είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε», έχουν ως εξής: «το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε […] η εφαρμογή των νόμων και [η] απονομή της δικαιοσύνης».

Ξαφνιάζει η βαθιά και ταυτόχρονη πίστη και στο ευρώ και στη νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» πανάκεια. Γνήσιοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Άλαν Γουόλτερς, ο Μάρτιν Φέλντσταϊν, έχουν ασκήσει καταλυτική κριτική στην ΟΝΕ, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Δεν συμφωνούμε με τη γενικότερη προσέγγισή τους, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα αποδείχθηκαν προφητικοί.

Η παρέμβαση των δεκατεσσάρων επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, θεωρούν ότι η πατρίδα τους είναι ανίκανη να προχωρήσει μόνη της στις απαιτούμενες, κατά τους ίδιους, «μεταρρυθμίσεις». Χρειάζεται η εποπτεία των ξένων και το θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ.

Οι «μεταρρυθμίσεις» που προτείνουν δεν είναι πειστικές. Η βαθύτερη αδυναμία της παρέμβασής τους όμως, είναι ότι οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής δεν πρέπει να αναλύονται μόνο με όρους προσφοράς, αλλά και ζήτησης. Ο Μάρσαλ τόνιζε ότι «το ψαλίδι κόβει μόνο και με τις δύο λεπίδες». Δεν είχε άδικο.


Τα αίτια κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας


Το κεντρικό επιχείρημα όσων προτείνουν έξοδο από την ΟΝΕ είναι απλό. Κατά την περίοδο 1980-2000, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ονομαστικής διολίσθησης της δραχμής ήταν ως προς το δολάριο ΗΠΑ περίπου 10%, ως προς το γερμανικό μάρκο επίσης 10%, ως προς την ιταλική λιρέτα 6% και, τέλος, ως προς το ECU 8%. Αυτοί οι ρυθμοί δεν απέκλιναν πολύ από τους αντίστοιχους διαφορικούς ρυθμούς πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας. Άρα η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) παρέμενε μέσα σε στενά όρια διακύμανσης.

Κατά την περίοδο 2002-2008, όταν η διολίσθηση έγινε αδύνατη, η ετήσια απόκλιση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία ήταν της τάξης του 2,5%. Αντίστοιχη – και λίγο μεγαλύτερη – ήταν και η απόκλιση του πληθωρισμού. Ο κύριος λόγος είναι πλέον γενικά αποδεκτός: οι παγωμένοι ονομαστικοί μισθοί στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανατίμησης του ευρώ ως προς το δολάριο ήταν 7%.

Πώς θα ήταν δυνατόν να μην αποσταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία, όταν εμφάνισε τέτοιο τεράστιο κενό ανταγωνιστικότητας ως προς τη Γερμανία εντός ΟΝΕ, και όταν χρησιμοποιούσε ένα νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο; Ας μην ψάχνουν οι δεκατέσσερις να βρουν την απάντηση στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας: στην Ελλάδα αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στη Γερμανία. Αλλά η κίνηση των τιμών εξουδετέρωσε αυτό το πλεονέκτημα κι έτσι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ το 2008. Η τεράστια διόγκωση του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους την ίδια περίοδο ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και όχι η αιτία της κρίσης.


Η σημασία της ζήτησης και οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις

Μετά το 2010, η εκτόξευση της ανεργίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, η έλλειψη δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, οφείλονται εν πολλοίς στη συντριβή της ζήτησης στα πλαίσια της «διάσωσης». Ας συμφωνήσουμε όλοι ότι η πατρίδα μας έχει χίλια στραβά, τα οποία επιθυμούμε να διορθωθούν. Όμως, 1.100.000 ανέργους δεν είχε ποτέ, ούτε ποτέ έδιωξε εκατοντάδες χιλιάδων άριστα εκπαιδευμένους νέους στο εξωτερικό.

Η καταστροφή ήταν το τίμημα όχι μόνο της συμμετοχής αλλά και της πεισματικής παραμονής μας στο ευρώ. Στις συνθήκες αυτές είναι εντελώς παράλογο να ζητάμε από τον ελληνικό λαό ακόμα περισσότερες θυσίες στο όνομα γενικόλογων «μεταρρυθμίσεων» στην πλευρά της προσφοράς. Λάθος στόχος, λάθος μείγμα πολιτικής, λάθος κατεύθυνση. Οι δεκατέσσερις παρακάμπτουν την «κάμηλο», αλλά θέτουν στο κβαντικό μικροσκόπιο τον «κώνωπα».

Η δική μας πρόταση, η οποία εκτίθεται αναλυτικά σε πρόσφατη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ, ξεκινάει από αυτές τις αναλυτικές διαπιστώσεις και προτείνει άλλη πορεία για τη χώρα. Η ανατομή της ελληνικής οικονομίας όντως καταδεικνύει θεμελιώδεις δομικές ανισορροπίες στην πλευρά της προσφοράς. Ο τομέας της βιομηχανίας είναι έντονα εξαρτημένος από τις εισαγωγές. Ο τομέας των υπηρεσιών, αλλά και της αγροτικής παραγωγής, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά κυρίως την ενεργό ζήτηση. Επομένως, απαιτείται ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα στοχεύει αρχικά στην αξιοποίηση των υφιστάμενων θετικών δυνατοτήτων προκειμένου να επιτύχει, τελικά, τη διόρθωση των αρνητικών πλευρών.

Η Ελλάδα χρειάζεται εσπευσμένα τόνωση της ζήτησης για τη γρήγορη μείωση της ανεργίας. Αυτό απλώς δεν γίνεται εντός ΟΝΕ. Η έξοδος έχει ακριβώς αυτή τη σημασία. Θα επιτρέψει ανάκτηση κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική και νέους βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική. Η υποτίμηση θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα και θα μεταβάλλει θετικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη βάση αυτή η χώρα θα μπορέσει να υιοθετήσει βιομηχανική και αγροτική πολιτική με στοχευμένη τομεακή και κλαδική σύνθεση. Απαραίτητο στοιχείο είναι η εξυγίανση του ουσιαστικά χρεοκοπημένου τραπεζικού συστήματος σε νέα, δημόσια βάση.

Αυτές είναι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και φυσικά περιλαμβάνουν μεταρρύθμιση και της Δημόσιας Διοίκησης. Μόνοι μας πρέπει να τις κάνουμε. Κανείς άλλος δεν πρόκειται να τις κάνει για μας, ούτε και να μας εποπτεύσει μεγαλόθυμα.

Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένας αναγκαίος, αλλά όχι ικανός, όρος για να διαρρήξει η χώρα τον καταστροφικό κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβιστεί. Δεν είναι απλή διαδικασία και σίγουρα δεν είναι εύκολη. Είναι όμως απολύτως εφικτή και μπορεί να γίνει με ομαλότητα, αν υπάρξει τεχνική προετοιμασία, κοινωνική συσπείρωση και αποφασιστικότητα.

Το ΕΔΕΚΟΠ κατέθεσε το περίγραμμα ενός προγράμματος εξόδου. Οι δεκατέσσερις θα πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες αν εξέταζαν το θέμα με επιστημονικούς όρους. Το ζήτημα δεν πρόκειται να φύγει από το προσκήνιο το επόμενο διάστημα. Εμείς ήδη καταθέσαμε επεξεργασμένες προτάσεις, ενώ έπονται άλλες. Επιζητούμε τον εμπεριστατωμένο αντίλογο.

Το ελληνικό οικονομικό τμήμα του ΕΔΕΚΟΠ
Ιωάννης Θεοδοσίου (University of Aberdeen)
Κώστας Λαπαβίτσας (School of Oriental and African Studies, University of London)
Θεόδωρος Μαριόλης (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Στέργιος Σκαπέρδας (University of California, Irvine)


Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο των 14 Ελλήνων Οικονομολόγων όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 19 Φεβρουαρίου 2017.



Η κυβέρνηση ξανάνοιξε τη συζήτηση ευρώ ή δραχμή. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή», αλλά «ευρώ ή Grexit». Και Grexit με νέα δραχμή δεν είναι λύση, είναι καταστροφή.

Κατ’ αρχάς, η ανάμνηση καλών εποχών με τη δραχμή δεν σημαίνει ότι οι εποχές ήταν καλές εξαιτίας της δραχμής ούτε ότι θα επανέλθουν με Grexit και νέα δραχμή ενώ οι εταίροι μας παραμένουν στο ευρώ. Οι δραχμιστές υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια: σβήσιμο του δημοσίου χρέους, σβήσιμο των ιδιωτικών χρεών και ισοτιμία 1:1 νέας δραχμής με ευρώ. Τέτοιες υποσχέσεις είτε είναι εσκεμμένα παραπλανητικές, είτε προδίδουν μια βαθιά άγνοια της οικονομικής πραγματικότητας.

Στην επταετία της κρίσης, η Ελλάδα έχασε τη θέση που κατείχε ανάμεσα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Η σημερινή της κατάσταση αντικατοπτρίζει την παραγωγικότητά της, πράγμα που σημαίνει ότι η βελτίωση την πρώτη οκταετία του 21ου αιώνα ήταν απατηλή, αποτέλεσμα της τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης μέσω δανεισμού. Τέτοιος δανεισμός θα είναι ανέφικτος επί πολλά χρόνια σε περίπτωση Grexit.

Οι συνέπειες του Grexit θα είναι καταστροφικές για την Ελλάδα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας θα επιφέρει γρήγορα βαθιά υποτίμηση της νέας δραχμής σε σχέση με το ευρώ και η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των συνταξιούχων θα συρρικνωθεί δραματικά. Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε ευρώ θα γίνει πολύ μεγαλύτερο σε νέες δραχμές και πολύ πιο δυσβάσταχτο. Οι καταθέσεις θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε νέες δραχμές, με μείωση της αξίας τους τουλάχιστον στο μισό. Η αναστάτωση στο τραπεζικό σύστημα θα έχει, επίσης, ως συνέπεια τη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων και την επιδείνωση της ανεργίας. Βραχυπρόθεσμα, τα όποια πλεονεκτήματα μιας αυτόνομης νομισματικής πολιτικής θα εξανεμιστούν υπό το βάρος της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Ελλείψεις σε βασικά αγαθά όπως φάρμακα και καύσιμα είναι πολύ πιθανές. Η κυβέρνηση, αδυνατώντας να ισοσκελίσει έσοδα και δαπάνες, θα τυπώνει πληθωριστικό χρήμα και θα καταφεύγει σε περαιτέρω λαϊκιστικές πολιτικές, εξαλείφοντας τόσο τα κέρδη ανταγωνιστικότητας από το αδύναμο νόμισμα όσο και τις όποιες ελπίδες για ξένες επενδύσεις.

Οι μακροχρόνιες συνέπειες του Grexit θα είναι ακόμη πιο δραματικές για το βιοτικό μας επίπεδο. Το κατρακύλισμα της παραγωγικότητας έχει σταματήσει μόνο και μόνο γιατί η χώρα παραμένει στη ζώνη του ευρώ. Εξω απ’ το ευρώ, η παραγωγικότητα και το βιοτικό μας επίπεδο θα μειωθούν σημαντικά. Οι σύγχρονες και ευημερούσες οικονομίες, στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, βασίζονται στην αγορά και τον υγιή ανταγωνισμό, χρησιμοποιώντας τον πλούτο που παράγεται για να χρηματοδοτήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Εχουν επίσης έναν αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που λειτουργεί ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση και, συνεπώς, περιορίζει τις κομματικές επιρροές.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εγχώριοι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν να κάνουν τα απαραίτητα για τη μακροχρόνια ανάπτυξη και ευημερία της χώρας μας. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρώπης συμβάλλει στη μακροχρόνια σύγκλισή μας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αντίθετα, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα ενδυναμώσει τη ροπή προς τις πελατειακές δομές και θα ενισχύσει τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε μια κλειστή και φτωχή οικονομία με υψηλή διαφθορά.

Αντί για Grexit, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές, που θα την κάνουν πιο ανταγωνιστική, θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και μακροχρόνια θα βοηθήσουν στην αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους. Η αύξηση της παραγωγικότητας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναστροφή της κρίσης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε. Εάν όμως έχουμε νέα δραχμή θα είναι πάρα πολύ πιο δύσκολο να γίνουν, βυθίζοντας την χώρα σε μακροχρόνια φτώχεια.

Η σημερινή κυβέρνηση αρνείται σθεναρά να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι προκάτοχοι καθυστερούσαν, και οι εταίροι έδωσαν πιο μεγάλη έμφαση στα δημοσιονομικά παρά στις μεταρρυθμίσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές αφορούν και το σύστημα διακυβέρνησης ευρύτερα – την εφαρμογή των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης, τα οποία όλα χωλαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης. Οπως έχουν αποδείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η κακή διακυβέρνηση αποτελεί τεράστιο αντικίνητρο στην προσέλκυση επενδύσεων, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατή η οικονομική ανάκαμψη.

Μειοψηφίες ακυρώνουν ή καθυστερούν σημαντικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θίγουν τα συμφέροντά τους, κατάφωρες παρανομίες όπως η καταστροφή δημόσιας η ιδιωτικής περιουσίας παραμένουν ατιμώρητες, η φοροδιαφυγή καλπάζει και τα φορολογικά χρέη συσσωρεύονται. Η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί στη «μαύρη τρύπα» της ατέλειωτης λιτότητας χωρίς αναπτυξιακή προοπτική. Η κρίση τώρα στον όγδοο χρόνο της έχει υποβάλει σε αφόρητη δοκιμασία άτομα και θεσμούς της χώρας. Η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου είναι ανελέητη και πρωτοφανής. Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ. Με Grexit, όλες οι θετικές προοπτικές μηδενίζονται.

Η παραμονή στο ευρώ διασφαλίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, παρέχοντάς μας επίσης τη δυνατότητα να συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για καλύτερους όρους, για ανάπτυξη και προσαρμογή του χρέους. Επειδή η νέα αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να τάσσεται εναντίον της συνοχής της E.Ε. και του ιδίου του ευρώ, είναι ακόμη πιο σημαντικό να εργασθούμε όλοι για τη σταθερότητά του και την επιτυχία της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Ετσι θα ικανοποιηθούν τα μακροπρόθεσμα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες οφείλουν επίσης να ανταποκριθούν τάχιστα, αναλαμβάνοντας το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί για τον περιορισμό της λιτότητας και τη στήριξη της αναπτυξιακής τροχιάς της Ελλάδας.

Γιώργος-Μάριος Αγγελέτος, MIT, Κώστας Αζαριάδης, Washington University in St. Louis, Κώστας Αρκολάκης, Yale University Γιάννης Ιωαννίδης, Tufts University, Γιώργος Κωνσταντινίδης, University of Chicago, Κώστας Μεγήρ, Yale University, Χάρης Ντέλλας, University of Bern, Νίκος Οικονομίδης, New York University, Στυλιανός Περράκης, Concordia University, Εμμανουήλ Πετράκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Χριστόφορος Πισσαρίδης, London School of Economics, Nobel Prize in Economics, Βασιλική Σκρέτα, University College London, Θανάσης Στέγγος, University of Guelph, Μιχάλης Χαλιάσος, Goethe University Frankfurt.