Στις 19 Φεβρουαρίου η Καθημερινή δημοσίευσε παρέμβαση δεκατεσσάρων Ελλήνων
πανεπιστημιακών οικονομολόγων, με τίτλο: «Το Grexit παραμένει καταστροφικό για
την Ελλάδα». Ο τόνος τους ήταν αυστηρός, αλλά η πληροφόρησή τους για τα
επιχειρήματα της άλλης πλευράς μάλλον ανύπαρκτη. Παρ’ όλα αυτά, μας
διαβεβαίωσαν ότι οι καταστροφές που θα συμβούν, αν η χώρα φύγει από την ΟΝΕ, θα
είναι απερίγραπτες. Είναι όντως έτσι;
Η επιμονή των οικονομολόγων στην πλευρά της προσφοράς
Η ουσία της παρέμβασης των δεκατεσσάρων έγκειται στην αντιμετώπιση της οξείας κρίσης της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης: «Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα [της ατέλειωτης λιτότητας]. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ.»
Οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», οι οποίες «είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε», έχουν ως εξής: «το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε […] η εφαρμογή των νόμων και [η] απονομή της δικαιοσύνης».
Ξαφνιάζει η βαθιά και ταυτόχρονη πίστη και στο ευρώ και στη νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» πανάκεια. Γνήσιοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Άλαν Γουόλτερς, ο Μάρτιν Φέλντσταϊν, έχουν ασκήσει καταλυτική κριτική στην ΟΝΕ, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Δεν συμφωνούμε με τη γενικότερη προσέγγισή τους, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα αποδείχθηκαν προφητικοί.
Η παρέμβαση των δεκατεσσάρων επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, θεωρούν ότι η πατρίδα τους είναι ανίκανη να προχωρήσει μόνη της στις απαιτούμενες, κατά τους ίδιους, «μεταρρυθμίσεις». Χρειάζεται η εποπτεία των ξένων και το θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ.
Οι «μεταρρυθμίσεις» που προτείνουν δεν είναι πειστικές. Η βαθύτερη αδυναμία της παρέμβασής τους όμως, είναι ότι οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής δεν πρέπει να αναλύονται μόνο με όρους προσφοράς, αλλά και ζήτησης. Ο Μάρσαλ τόνιζε ότι «το ψαλίδι κόβει μόνο και με τις δύο λεπίδες». Δεν είχε άδικο.
Τα αίτια κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας
Το κεντρικό επιχείρημα όσων προτείνουν έξοδο από την ΟΝΕ είναι απλό. Κατά την περίοδο 1980-2000, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ονομαστικής διολίσθησης της δραχμής ήταν ως προς το δολάριο ΗΠΑ περίπου 10%, ως προς το γερμανικό μάρκο επίσης 10%, ως προς την ιταλική λιρέτα 6% και, τέλος, ως προς το ECU 8%. Αυτοί οι ρυθμοί δεν απέκλιναν πολύ από τους αντίστοιχους διαφορικούς ρυθμούς πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας. Άρα η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) παρέμενε μέσα σε στενά όρια διακύμανσης.
Κατά την περίοδο 2002-2008, όταν η διολίσθηση έγινε αδύνατη, η ετήσια απόκλιση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία ήταν της τάξης του 2,5%. Αντίστοιχη – και λίγο μεγαλύτερη – ήταν και η απόκλιση του πληθωρισμού. Ο κύριος λόγος είναι πλέον γενικά αποδεκτός: οι παγωμένοι ονομαστικοί μισθοί στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανατίμησης του ευρώ ως προς το δολάριο ήταν 7%.
Πώς θα ήταν δυνατόν να μην αποσταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία, όταν εμφάνισε τέτοιο τεράστιο κενό ανταγωνιστικότητας ως προς τη Γερμανία εντός ΟΝΕ, και όταν χρησιμοποιούσε ένα νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο; Ας μην ψάχνουν οι δεκατέσσερις να βρουν την απάντηση στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας: στην Ελλάδα αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στη Γερμανία. Αλλά η κίνηση των τιμών εξουδετέρωσε αυτό το πλεονέκτημα κι έτσι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ το 2008. Η τεράστια διόγκωση του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους την ίδια περίοδο ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και όχι η αιτία της κρίσης.
Η σημασία της ζήτησης και οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Μετά το 2010, η εκτόξευση της ανεργίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, η έλλειψη δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, οφείλονται εν πολλοίς στη συντριβή της ζήτησης στα πλαίσια της «διάσωσης». Ας συμφωνήσουμε όλοι ότι η πατρίδα μας έχει χίλια στραβά, τα οποία επιθυμούμε να διορθωθούν. Όμως, 1.100.000 ανέργους δεν είχε ποτέ, ούτε ποτέ έδιωξε εκατοντάδες χιλιάδων άριστα εκπαιδευμένους νέους στο εξωτερικό.
Η καταστροφή ήταν το τίμημα όχι μόνο της συμμετοχής αλλά και της πεισματικής παραμονής μας στο ευρώ. Στις συνθήκες αυτές είναι εντελώς παράλογο να ζητάμε από τον ελληνικό λαό ακόμα περισσότερες θυσίες στο όνομα γενικόλογων «μεταρρυθμίσεων» στην πλευρά της προσφοράς. Λάθος στόχος, λάθος μείγμα πολιτικής, λάθος κατεύθυνση. Οι δεκατέσσερις παρακάμπτουν την «κάμηλο», αλλά θέτουν στο κβαντικό μικροσκόπιο τον «κώνωπα».
Η δική μας πρόταση, η οποία εκτίθεται αναλυτικά σε πρόσφατη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ, ξεκινάει από αυτές τις αναλυτικές διαπιστώσεις και προτείνει άλλη πορεία για τη χώρα. Η ανατομή της ελληνικής οικονομίας όντως καταδεικνύει θεμελιώδεις δομικές ανισορροπίες στην πλευρά της προσφοράς. Ο τομέας της βιομηχανίας είναι έντονα εξαρτημένος από τις εισαγωγές. Ο τομέας των υπηρεσιών, αλλά και της αγροτικής παραγωγής, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά κυρίως την ενεργό ζήτηση. Επομένως, απαιτείται ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα στοχεύει αρχικά στην αξιοποίηση των υφιστάμενων θετικών δυνατοτήτων προκειμένου να επιτύχει, τελικά, τη διόρθωση των αρνητικών πλευρών.
Η Ελλάδα χρειάζεται εσπευσμένα τόνωση της ζήτησης για τη γρήγορη μείωση της ανεργίας. Αυτό απλώς δεν γίνεται εντός ΟΝΕ. Η έξοδος έχει ακριβώς αυτή τη σημασία. Θα επιτρέψει ανάκτηση κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική και νέους βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική. Η υποτίμηση θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα και θα μεταβάλλει θετικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη βάση αυτή η χώρα θα μπορέσει να υιοθετήσει βιομηχανική και αγροτική πολιτική με στοχευμένη τομεακή και κλαδική σύνθεση. Απαραίτητο στοιχείο είναι η εξυγίανση του ουσιαστικά χρεοκοπημένου τραπεζικού συστήματος σε νέα, δημόσια βάση.
Αυτές είναι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και φυσικά περιλαμβάνουν μεταρρύθμιση και της Δημόσιας Διοίκησης. Μόνοι μας πρέπει να τις κάνουμε. Κανείς άλλος δεν πρόκειται να τις κάνει για μας, ούτε και να μας εποπτεύσει μεγαλόθυμα.
Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένας αναγκαίος, αλλά όχι ικανός, όρος για να διαρρήξει η χώρα τον καταστροφικό κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβιστεί. Δεν είναι απλή διαδικασία και σίγουρα δεν είναι εύκολη. Είναι όμως απολύτως εφικτή και μπορεί να γίνει με ομαλότητα, αν υπάρξει τεχνική προετοιμασία, κοινωνική συσπείρωση και αποφασιστικότητα.
Το ΕΔΕΚΟΠ κατέθεσε το περίγραμμα ενός προγράμματος εξόδου. Οι δεκατέσσερις θα πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες αν εξέταζαν το θέμα με επιστημονικούς όρους. Το ζήτημα δεν πρόκειται να φύγει από το προσκήνιο το επόμενο διάστημα. Εμείς ήδη καταθέσαμε επεξεργασμένες προτάσεις, ενώ έπονται άλλες. Επιζητούμε τον εμπεριστατωμένο αντίλογο.
Το ελληνικό οικονομικό τμήμα του ΕΔΕΚΟΠ
Ιωάννης Θεοδοσίου (University of Aberdeen)
Κώστας Λαπαβίτσας (School of Oriental and African Studies, University of London)
Θεόδωρος Μαριόλης (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Στέργιος Σκαπέρδας (University of California, Irvine)
Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο των 14 Ελλήνων Οικονομολόγων όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 19 Φεβρουαρίου 2017.
Η επιμονή των οικονομολόγων στην πλευρά της προσφοράς
Η ουσία της παρέμβασης των δεκατεσσάρων έγκειται στην αντιμετώπιση της οξείας κρίσης της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης: «Χρειαζόμαστε έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα [της ατέλειωτης λιτότητας]. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ.»
Οι «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», οι οποίες «είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από το τι νόμισμα θα έχουμε», έχουν ως εξής: «το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε […] η εφαρμογή των νόμων και [η] απονομή της δικαιοσύνης».
Ξαφνιάζει η βαθιά και ταυτόχρονη πίστη και στο ευρώ και στη νεοφιλελεύθερη «μεταρρυθμιστική» πανάκεια. Γνήσιοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Άλαν Γουόλτερς, ο Μάρτιν Φέλντσταϊν, έχουν ασκήσει καταλυτική κριτική στην ΟΝΕ, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Δεν συμφωνούμε με τη γενικότερη προσέγγισή τους, αλλά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα αποδείχθηκαν προφητικοί.
Η παρέμβαση των δεκατεσσάρων επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη περισσότερο, θεωρούν ότι η πατρίδα τους είναι ανίκανη να προχωρήσει μόνη της στις απαιτούμενες, κατά τους ίδιους, «μεταρρυθμίσεις». Χρειάζεται η εποπτεία των ξένων και το θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ.
Οι «μεταρρυθμίσεις» που προτείνουν δεν είναι πειστικές. Η βαθύτερη αδυναμία της παρέμβασής τους όμως, είναι ότι οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής δεν πρέπει να αναλύονται μόνο με όρους προσφοράς, αλλά και ζήτησης. Ο Μάρσαλ τόνιζε ότι «το ψαλίδι κόβει μόνο και με τις δύο λεπίδες». Δεν είχε άδικο.
Τα αίτια κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας
Το κεντρικό επιχείρημα όσων προτείνουν έξοδο από την ΟΝΕ είναι απλό. Κατά την περίοδο 1980-2000, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ονομαστικής διολίσθησης της δραχμής ήταν ως προς το δολάριο ΗΠΑ περίπου 10%, ως προς το γερμανικό μάρκο επίσης 10%, ως προς την ιταλική λιρέτα 6% και, τέλος, ως προς το ECU 8%. Αυτοί οι ρυθμοί δεν απέκλιναν πολύ από τους αντίστοιχους διαφορικούς ρυθμούς πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας. Άρα η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) παρέμενε μέσα σε στενά όρια διακύμανσης.
Κατά την περίοδο 2002-2008, όταν η διολίσθηση έγινε αδύνατη, η ετήσια απόκλιση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία ήταν της τάξης του 2,5%. Αντίστοιχη – και λίγο μεγαλύτερη – ήταν και η απόκλιση του πληθωρισμού. Ο κύριος λόγος είναι πλέον γενικά αποδεκτός: οι παγωμένοι ονομαστικοί μισθοί στη Γερμανία. Ταυτόχρονα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανατίμησης του ευρώ ως προς το δολάριο ήταν 7%.
Πώς θα ήταν δυνατόν να μην αποσταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία, όταν εμφάνισε τέτοιο τεράστιο κενό ανταγωνιστικότητας ως προς τη Γερμανία εντός ΟΝΕ, και όταν χρησιμοποιούσε ένα νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο; Ας μην ψάχνουν οι δεκατέσσερις να βρουν την απάντηση στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας: στην Ελλάδα αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στη Γερμανία. Αλλά η κίνηση των τιμών εξουδετέρωσε αυτό το πλεονέκτημα κι έτσι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 15% του ΑΕΠ το 2008. Η τεράστια διόγκωση του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους την ίδια περίοδο ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και όχι η αιτία της κρίσης.
Η σημασία της ζήτησης και οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Μετά το 2010, η εκτόξευση της ανεργίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, η έλλειψη δυναμισμού της ελληνικής οικονομίας, οφείλονται εν πολλοίς στη συντριβή της ζήτησης στα πλαίσια της «διάσωσης». Ας συμφωνήσουμε όλοι ότι η πατρίδα μας έχει χίλια στραβά, τα οποία επιθυμούμε να διορθωθούν. Όμως, 1.100.000 ανέργους δεν είχε ποτέ, ούτε ποτέ έδιωξε εκατοντάδες χιλιάδων άριστα εκπαιδευμένους νέους στο εξωτερικό.
Η καταστροφή ήταν το τίμημα όχι μόνο της συμμετοχής αλλά και της πεισματικής παραμονής μας στο ευρώ. Στις συνθήκες αυτές είναι εντελώς παράλογο να ζητάμε από τον ελληνικό λαό ακόμα περισσότερες θυσίες στο όνομα γενικόλογων «μεταρρυθμίσεων» στην πλευρά της προσφοράς. Λάθος στόχος, λάθος μείγμα πολιτικής, λάθος κατεύθυνση. Οι δεκατέσσερις παρακάμπτουν την «κάμηλο», αλλά θέτουν στο κβαντικό μικροσκόπιο τον «κώνωπα».
Η δική μας πρόταση, η οποία εκτίθεται αναλυτικά σε πρόσφατη μελέτη του ΕΔΕΚΟΠ, ξεκινάει από αυτές τις αναλυτικές διαπιστώσεις και προτείνει άλλη πορεία για τη χώρα. Η ανατομή της ελληνικής οικονομίας όντως καταδεικνύει θεμελιώδεις δομικές ανισορροπίες στην πλευρά της προσφοράς. Ο τομέας της βιομηχανίας είναι έντονα εξαρτημένος από τις εισαγωγές. Ο τομέας των υπηρεσιών, αλλά και της αγροτικής παραγωγής, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά κυρίως την ενεργό ζήτηση. Επομένως, απαιτείται ένα μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα στοχεύει αρχικά στην αξιοποίηση των υφιστάμενων θετικών δυνατοτήτων προκειμένου να επιτύχει, τελικά, τη διόρθωση των αρνητικών πλευρών.
Η Ελλάδα χρειάζεται εσπευσμένα τόνωση της ζήτησης για τη γρήγορη μείωση της ανεργίας. Αυτό απλώς δεν γίνεται εντός ΟΝΕ. Η έξοδος έχει ακριβώς αυτή τη σημασία. Θα επιτρέψει ανάκτηση κυριαρχίας στη νομισματική πολιτική και νέους βαθμούς ελευθερίας στη δημοσιονομική πολιτική. Η υποτίμηση θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα και θα μεταβάλλει θετικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη βάση αυτή η χώρα θα μπορέσει να υιοθετήσει βιομηχανική και αγροτική πολιτική με στοχευμένη τομεακή και κλαδική σύνθεση. Απαραίτητο στοιχείο είναι η εξυγίανση του ουσιαστικά χρεοκοπημένου τραπεζικού συστήματος σε νέα, δημόσια βάση.
Αυτές είναι οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και φυσικά περιλαμβάνουν μεταρρύθμιση και της Δημόσιας Διοίκησης. Μόνοι μας πρέπει να τις κάνουμε. Κανείς άλλος δεν πρόκειται να τις κάνει για μας, ούτε και να μας εποπτεύσει μεγαλόθυμα.
Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ένας αναγκαίος, αλλά όχι ικανός, όρος για να διαρρήξει η χώρα τον καταστροφικό κύκλο στον οποίο έχει εγκλωβιστεί. Δεν είναι απλή διαδικασία και σίγουρα δεν είναι εύκολη. Είναι όμως απολύτως εφικτή και μπορεί να γίνει με ομαλότητα, αν υπάρξει τεχνική προετοιμασία, κοινωνική συσπείρωση και αποφασιστικότητα.
Το ΕΔΕΚΟΠ κατέθεσε το περίγραμμα ενός προγράμματος εξόδου. Οι δεκατέσσερις θα πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες αν εξέταζαν το θέμα με επιστημονικούς όρους. Το ζήτημα δεν πρόκειται να φύγει από το προσκήνιο το επόμενο διάστημα. Εμείς ήδη καταθέσαμε επεξεργασμένες προτάσεις, ενώ έπονται άλλες. Επιζητούμε τον εμπεριστατωμένο αντίλογο.
Το ελληνικό οικονομικό τμήμα του ΕΔΕΚΟΠ
Ιωάννης Θεοδοσίου (University of Aberdeen)
Κώστας Λαπαβίτσας (School of Oriental and African Studies, University of London)
Θεόδωρος Μαριόλης (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Στέργιος Σκαπέρδας (University of California, Irvine)
Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο των 14 Ελλήνων Οικονομολόγων όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 19 Φεβρουαρίου 2017.
Η κυβέρνηση ξανάνοιξε τη συζήτηση ευρώ ή δραχμή. Το πραγματικό ερώτημα δεν
είναι «ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή», αλλά «ευρώ ή Grexit». Και Grexit με νέα
δραχμή δεν είναι λύση, είναι καταστροφή.
Κατ’ αρχάς, η ανάμνηση καλών εποχών με τη δραχμή δεν σημαίνει ότι οι εποχές
ήταν καλές εξαιτίας της δραχμής ούτε ότι θα επανέλθουν με Grexit και νέα δραχμή
ενώ οι εταίροι μας παραμένουν στο ευρώ. Οι δραχμιστές υπόσχονται λαγούς με
πετραχήλια: σβήσιμο του δημοσίου χρέους, σβήσιμο των ιδιωτικών χρεών και
ισοτιμία 1:1 νέας δραχμής με ευρώ. Τέτοιες υποσχέσεις είτε είναι εσκεμμένα
παραπλανητικές, είτε προδίδουν μια βαθιά άγνοια της οικονομικής
πραγματικότητας.
Στην επταετία της κρίσης, η Ελλάδα έχασε τη θέση που κατείχε ανάμεσα στις
οικονομίες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Η σημερινή της κατάσταση αντικατοπτρίζει την
παραγωγικότητά της, πράγμα που σημαίνει ότι η βελτίωση την πρώτη οκταετία του
21ου αιώνα ήταν απατηλή, αποτέλεσμα της τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης μέσω
δανεισμού. Τέτοιος δανεισμός θα είναι ανέφικτος επί πολλά χρόνια σε περίπτωση
Grexit.
Οι συνέπειες του Grexit θα είναι καταστροφικές για την Ελλάδα τόσο
βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας θα
επιφέρει γρήγορα βαθιά υποτίμηση της νέας δραχμής σε σχέση με το ευρώ και η
αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των συνταξιούχων θα συρρικνωθεί δραματικά.
Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε ευρώ θα γίνει πολύ μεγαλύτερο σε νέες δραχμές
και πολύ πιο δυσβάσταχτο. Οι καταθέσεις θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε νέες δραχμές,
με μείωση της αξίας τους τουλάχιστον στο μισό. Η αναστάτωση στο τραπεζικό
σύστημα θα έχει, επίσης, ως συνέπεια τη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων και την
επιδείνωση της ανεργίας. Βραχυπρόθεσμα, τα όποια πλεονεκτήματα μιας αυτόνομης
νομισματικής πολιτικής θα εξανεμιστούν υπό το βάρος της οικονομικής και
πολιτικής αστάθειας. Ελλείψεις σε βασικά αγαθά όπως φάρμακα και καύσιμα είναι
πολύ πιθανές. Η κυβέρνηση, αδυνατώντας να ισοσκελίσει έσοδα και δαπάνες, θα
τυπώνει πληθωριστικό χρήμα και θα καταφεύγει σε περαιτέρω λαϊκιστικές
πολιτικές, εξαλείφοντας τόσο τα κέρδη ανταγωνιστικότητας από το αδύναμο νόμισμα
όσο και τις όποιες ελπίδες για ξένες επενδύσεις.
Οι μακροχρόνιες συνέπειες του Grexit θα είναι ακόμη πιο δραματικές για το
βιοτικό μας επίπεδο. Το κατρακύλισμα της παραγωγικότητας έχει σταματήσει μόνο
και μόνο γιατί η χώρα παραμένει στη ζώνη του ευρώ. Εξω απ’ το ευρώ, η
παραγωγικότητα και το βιοτικό μας επίπεδο θα μειωθούν σημαντικά. Οι σύγχρονες
και ευημερούσες οικονομίες, στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, βασίζονται στην
αγορά και τον υγιή ανταγωνισμό, χρησιμοποιώντας τον πλούτο που παράγεται για να
χρηματοδοτήσουν ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Εχουν επίσης έναν αποτελεσματικό
δημόσιο τομέα που λειτουργεί ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση και, συνεπώς,
περιορίζει τις κομματικές επιρροές.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι εγχώριοι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν να
κάνουν τα απαραίτητα για τη μακροχρόνια ανάπτυξη και ευημερία της χώρας μας. Η
συμμετοχή της Ελλάδας στον πυρήνα της Ευρώπης συμβάλλει στη μακροχρόνια
σύγκλισή μας προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αντίθετα, η έξοδος της Ελλάδας από
το ευρώ θα ενδυναμώσει τη ροπή προς τις πελατειακές δομές και θα ενισχύσει τις
διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας. Αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε σε
μια κλειστή και φτωχή οικονομία με υψηλή διαφθορά.
Αντί για Grexit, η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από βαθιές διαρθρωτικές
αλλαγές, που θα την κάνουν πιο ανταγωνιστική, θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και
μακροχρόνια θα βοηθήσουν στην αποπληρωμή του συσσωρευμένου χρέους. Η αύξηση της
παραγωγικότητας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της
γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στο μέτωπο των επενδύσεων, η ιδιωτικοποίηση τομέων της
οικονομίας όπου το κράτος απέτυχε, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την
αναστροφή της κρίσης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από
το τι νόμισμα θα έχουμε. Εάν όμως έχουμε νέα δραχμή θα είναι πάρα πολύ πιο
δύσκολο να γίνουν, βυθίζοντας την χώρα σε μακροχρόνια φτώχεια.
Η σημερινή κυβέρνηση αρνείται σθεναρά να κάνει τις αναγκαίες
μεταρρυθμίσεις, οι προκάτοχοι καθυστερούσαν, και οι εταίροι έδωσαν πιο μεγάλη
έμφαση στα δημοσιονομικά παρά στις μεταρρυθμίσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές
αφορούν και το σύστημα διακυβέρνησης ευρύτερα – την εφαρμογή των νόμων και την
απονομή της δικαιοσύνης, τα οποία όλα χωλαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης. Οπως
έχουν αποδείξει πολλές οικονομικές μελέτες, η κακή διακυβέρνηση αποτελεί
τεράστιο αντικίνητρο στην προσέλκυση επενδύσεων, χωρίς τις οποίες δεν είναι
δυνατή η οικονομική ανάκαμψη.
Μειοψηφίες ακυρώνουν ή καθυστερούν σημαντικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που
θίγουν τα συμφέροντά τους, κατάφωρες παρανομίες όπως η καταστροφή δημόσιας η
ιδιωτικής περιουσίας παραμένουν ατιμώρητες, η φοροδιαφυγή καλπάζει και τα
φορολογικά χρέη συσσωρεύονται. Η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί στη «μαύρη τρύπα»
της ατέλειωτης λιτότητας χωρίς αναπτυξιακή προοπτική. Η κρίση τώρα στον όγδοο
χρόνο της έχει υποβάλει σε αφόρητη δοκιμασία άτομα και θεσμούς της χώρας. Η
υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου είναι ανελέητη και πρωτοφανής. Χρειαζόμαστε
έξοδο από αυτή τη μαύρη τρύπα. Αυτό απαιτεί αλλαγή πλεύσης και μεταρρυθμίσεις
μέσα στο ευρώ, όχι Grexit. Εκτός ευρώ και χωρίς την πίεση των θεσμών, οι
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν θα γίνουν ποτέ. Με Grexit, όλες οι θετικές
προοπτικές μηδενίζονται.
Η παραμονή στο ευρώ διασφαλίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας,
παρέχοντάς μας επίσης τη δυνατότητα να συνεχίζουμε να διαπραγματευόμαστε με
τους Ευρωπαίους εταίρους μας για καλύτερους όρους, για ανάπτυξη και προσαρμογή
του χρέους. Επειδή η νέα αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να τάσσεται εναντίον
της συνοχής της E.Ε. και του ιδίου του ευρώ, είναι ακόμη πιο σημαντικό να
εργασθούμε όλοι για τη σταθερότητά του και την επιτυχία της χώρας στο πλαίσιο
της Ευρωζώνης. Ετσι θα ικανοποιηθούν τα μακροπρόθεσμα ζωτικά συμφέροντα της
Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ισχυρές ευρωπαϊκές
οικονομίες οφείλουν επίσης να ανταποκριθούν τάχιστα, αναλαμβάνοντας το μερίδιο
ευθύνης που τους αναλογεί για τον περιορισμό της λιτότητας και τη στήριξη της αναπτυξιακής
τροχιάς της Ελλάδας.
Γιώργος-Μάριος Αγγελέτος, MIT, Κώστας Αζαριάδης, Washington University in St. Louis, Κώστας
Αρκολάκης, Yale University Γιάννης Ιωαννίδης, Tufts University, Γιώργος
Κωνσταντινίδης, University of Chicago, Κώστας Μεγήρ, Yale
University, Χάρης Ντέλλας, University of Bern, Νίκος Οικονομίδης,
New York University, Στυλιανός Περράκης, Concordia University, Εμμανουήλ
Πετράκης, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Χριστόφορος Πισσαρίδης, London School
of Economics, Nobel Prize in Economics, Βασιλική Σκρέτα, University
College London, Θανάσης Στέγγος, University of Guelph, Μιχάλης
Χαλιάσος, Goethe University Frankfurt.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου