Γι’ αυτό μας ψηφίσατε!




Ο καπετάνιος Τίλλαρντ, αφηγείται ο Ταμπούκι, παρακολούθησε από τη γέφυρα του πολεμικού σκάφους «Σαμπρίνα» τη γέννηση ενός μικρού νησιού. Κατέβασε δύο άνδρες στο νησί με την εντολή να βάλουν την αγγλική σημαία και το βάφτισε «Σαμπρίνα». Πριν να σηκώσει άγκυρα την επόμενη μέρα, η νήσος Σαμπρίνα είχε εξαφανιστεί. Σκέφτομαι αυτόν τον καπετάνιο που έσπευσε να βάλει υπερήφανα τη σημαία του σε ένα νησί που βούλιαξε την άλλη μέρα και μου φαίνεται ότι είναι μια πολύ ισχυρή αλληγορία της Πρώτη-Φορά-Αριστεράς.


του Κωνσταντίνου Πουλή

Δεν θα σχολιάσω την ομιλία του πρωθυπουργού για τα αποτελέσματα του
Eurogroup, διότι αποφεύγω να γράφω σε οργίλο ύφος. Θα πω μόνο ότι διαθέτει πια όλα τα χαρακτηριστικά της κατεστημένης πολιτικής αγυρτείας, και κυρίως το απαραίτητο θράσος διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.

Με ενδιαφέρει, σε όσα έχει επιλέξει να επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ για την υπεράσπισή του, ένα επιχείρημα, το οποίο θεωρώ κομβικό ως προς την αποτίμηση αυτών που συμβαίνουν αυτή την περίοδο. Αντιγράφω από την
ομιλία του πρωθυπουργού:

Ποια είναι η λαθροχειρία η οποία (
sic) διαπράττετε διαρκώς στον πολιτικό σας λόγο, στην ρητορική σας; Με έναν μαγικό τρόπο ξεχνάτε το γεγονός ότι στον τόπο έγιναν εκλογές τον Σεπτέμβρη μετά τη συμφωνία. Και έρχεστε διαρκώς να συγκρίνετε τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ζήτησε εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές τον προηγούμενο Γενάρη.
[…]

Εμείς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τιμήσαμε την πρώτη εντολή, που ήταν εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης, μέχρις εκεί που δεν έπαιρνε. Και αμέσως μόλις καταλήξαμε σε συμφωνία, είχαμε την εντιμότητα, την ειλικρίνεια, τη δημοκρατική ευθιξία να πούμε στον ελληνικό λαό: «Αυτό καταφέραμε. Ματώσαμε και αυτό καταφέραμε. Έλα να μας κρίνεις».


Αυτή νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη λαθροχειρία όλων των εποχών, και όχι αυτή που διαπράττει ο Μητσοτάκης, υπενθυμίζοντας τις προεκλογικές υποσχέσεις των πρώτων εκλογών.

Θα εξηγήσω αμέσως γιατί. Κατ’ αρχάς αυτό που περιγράφει ο πρωθυπουργός ως έντιμη και ειλικρινή πράξη συνίσταται στο ότι πρώτα ελήφθη η κρίσιμη απόφαση της συνθηκολόγησης, προδίδοντας μαζί εκλογές και δημοψήφισμα, και μετά ζητήθηκε η γνώμη του ελληνικού λαού. Το επίδικο συνεπώς ήταν πια όχι τι πρέπει να γίνει, αλλά αν πιστεύουμε ότι πρέπει να συνεχίσει τη διεκπεραίωση ο Τσίπρας ή να αναλάβει πάλι ο Σαμαράς. Αυτό δεν είναι πολιτικό ερώτημα, είναι σιωπηρή αποδοχή των όρων των δανειστών, και μετά επιλογή διαχειριστή. Όταν οι πολίτες είχαν ερωτηθεί για το περιεχόμενο της πολιτικής, στο δημοψήφισμα, είχαν απαντήσει.

Το δεύτερο ζήτημα είναι πιο ουσιαστικό: ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι ο κόσμος τον ψήφισε γνωρίζοντας. Πράγματι, θα μπορούσε ο κόσμος να στραφεί μαζικά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τη ΛΑΕ και δεν το έκανε, συμφωνώντας έτσι εμπράκτως με τη θέση ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Αυτό είναι σωστό, αλλά δεν είναι για να καμαρώνεις, είναι η μεγαλύτερη ζημιά που θα μπορούσε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά.

Αυτό που περιγράφει κατ’ ουσίαν συνίσταται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όχι μόνο να υπογράφει μνημόνιο και μετά μνημόνια, (λέγοντας τα γνωστά καλαμπούρια για «Συμφωνία που θα υλοποιηθεί χωρίς να καταδικάζει την κοινωνία στην ύφεση» και «αξιοποίηση της ευελιξίας που προσφέρει το πρόγραμμα», όπως ο Σαμαράς μιλούσε για το «άλλο μείγμα πολιτικής»), αλλά να πάρει τον λαό με το μέρος των μνημονίων. 

Να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση. Αυτό, αντί να είναι το επιχείρημά τους, θα είναι το παντοτινό τους όνειδος.

Μέχρι τώρα, η πολιτική που ακολουθούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις συναντούσε ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κάνει κάτι που δεν θα κατάφερνε ποτέ η άλλη πλευρά: Ενσάρκωσε την αμφισβήτηση, την οδήγησε σε ένα απολύτως προβλέψιμο και προκαθορισμένο αδιέξοδο, και έκτοτε σέρνει τον χορό του διασυρμού κάθε αντίστασης λέγοντας «Προσπαθήσαμε και αποτύχαμε», άρα όλες οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες. 

Η αποτυχία όμως είναι δική τους, δεν είναι αποτυχία κάθε αντίστασης και κάθε αντίλογου. 
Λένε με απαράμιλλο θράσος πως ο κόσμος ήξερε τι ψήφιζε. Έχουν δίκιο. 
Παραλείπουν να αναφέρουν πως το γεγονός ότι κατάφεραν τον ελληνικό λαό να ψηφίσει μνημόνιο είναι το ιστορικών διαστάσεων χτύπημα που κατάφεραν εις βάρος της μάχης κατά των πολιτικών λιτότητας. Φτάσαμε στο «Δεν μπορείτε να αμφισβητήσετε την ειλικρίνεια των προθέσεών μας». Πραγματικά, νομίζετε ότι ενδιαφέρει κανέναν η πρόθεση του υπουργού, όταν θα υπογράψει απελευθέρωση των πλειστηριασμών;

Ρωτούν πολλές φορές οι συριζαίοι: μα το ίδιο είμαστε; Το ίδιο είναι να έχεις τον Τσακαλώτο ή τον Δρίτσα, το ίδιο να έχεις τον Δένδια και τον Σταϊκούρα; 

Δεν είναι. Να αντιστρέψω όμως το ερώτημα: τι σημασία έχει; Θα έλεγα πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο: από τη σκοπιά του κατεστημένου, είναι απείρως βολικότερο να έχεις έναν γλυκούλη κύριο να εφαρμόζει μνημόνια, παρά τον Σαμαρά. 
Η εμμονή τους λοιπόν στο πόσο διαφέρουν κάνει τα πράγματα χειρότερα, για τον ίδιο λόγο. 
Για τους υπουργούς έχει διαφορά αν είναι εκείνοι ή άλλοι που διαχειρίζονται την κατάσταση. 
Για μας όχι. Για μας σημασία έχει ο Δρίτσας μόνο στο βαθμό που συζητούμε για το λιμάνι του Πειραιά, ο Τσακαλώτος στο βαθμό που συζητούμε για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί στην προσωρινή (!) προστασία της πρώτης κατοικίας και την πώληση των δανείων σε κοράκια, μετά δεν μένει τίποτα να συζητήσουμε. 
Μόνο πόσο γρήγορη είναι η εξαχρείωση που προκαλεί η εξουσία.
Το ότι κάθονται και παριστάνουν ότι κυβερνούν οφείλεται στο ότι η εξουσία είναι γλυκιά, υπό οποιουσδήποτε όρους. Όποιος έχει τσίπα, δεν γλείφει εκεί που έφτυνε. Δεν ταυτίζεται με όσους έκρινε, δεν επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά τους.

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερο δώρο στους δανειστές από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος είναι απλός και εκείνοι τον ήξεραν από την αρχή. Ο κόσμος που αντιστεκόταν και διαδήλωνε ήταν πραγματικό εμπόδιο, το ίδιο και η άνοδος των αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων. Η επιλογή να πιεστεί να συνθηκολογήσει η ίδια η πλευρά που διαφωνούσε, αντί να συνεργάζονται οι πρόθυμοι, ήταν στρατηγική επιλογή των δανειστών, εξ ου και η απόσυρση της στήριξης προς τον Σαμαρά. 
Με αυτή την έννοια, το ίδιο το γεγονός για το οποίο ο πρωθυπουργός επαίρεται είναι ότι εκμηδένισε κάθε αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική, εντός και εκτός βουλής. Τελευταία πράξη αυτής της αποπολιτικοποιημένης διαδικασίας είναι η αυτόματη λήψη πρόσθετων μέτρων που παρακάμπτει το κοινοβούλιο, με προεδρικό διάταγμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στη βουλή επιδόθηκε στην αναίρεση της κριτικής που του ασκεί η Νέα Δημοκρατία, λέγοντας ότι:

«Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι οδηγούμε τη χώρα εκτός ευρώ και να κατηγορείτε ακόμα και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τις ζυγές μέρες ότι τα υπογράφουμε όλα και έχουμε γονατίσει στους δανειστές. Δεν μπορεί να λέτε τις μονές μέρες ότι είμαστε ταξικοί αποστάτες και τις ζυγές ιδεοληπτικοί Αριστεριστές».

Όντως, η επικοινωνιακή στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας είναι αφελής και αντιφατική. Η αλήθεια βρίσκεται στις ζυγές μέρες για το πρώτο δίλημμα και στις μονές για το δεύτερο, δηλαδή: τα υπογράφουν όλα και είναι ταξικοί αποστάτες.

Επιμένουν ότι το ζήτημα είναι πώς φτάσαμε ως εδώ. Πόσον καιρό διαρκεί αυτό το επιχείρημα; Ως πότε θα μπορούν να επικαλούνται ότι οι προηγούμενοι ήταν χειρότεροι; Αντί για απάντηση, κλείνω με μία τελευταία ιστορία βύθισης, σαν αυτή με την οποία ξεκίνησα:

Το έτος 1790 στο Καράκας, στη διάρκεια ενός σεισμού, ένα μέρος του γρανιτώδους εδάφους βυθίστηκε και σχηματίστηκε μια λίμνη διαμέτρου εφτακοσίων μέτρων και βάθους 24-30 μέτρων. Ήταν μέρος του δάσους του Αριπάο αυτό που βυθίστηκε και τα δέντρα παρέμειναν πράσινα κάτω από το νερό για αρκετούς μήνες.

Αρκετούς μήνες, αγαπητοί συριζαίοι, θα πει «όχι για πάντα». Όσο και να κρατήσει αυτό το παραμύθι με το «τι κακοί που ήταν οι προηγούμενοι», κάποια στιγμή αυτό το δέντρο θα σαπίσει.

Υ.Γ.: Για το ότι ο κόσμος των διαδηλώσεων είναι μπερδεμένος και αμήχανος ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε την εξαπάτηση αυτή με χαμόγελα και κέφια, χωρίς καμία τσίπα, αλλά οπωσδήποτε και ο ίδιος ο κόσμος, που πόνταρε τις ελπίδες του σε όποιον του έλεγε ότι τα πράγματα γίνονται χωρίς ρίσκο. 

Ο pitsirikos με τα κείμενά του επέμενε να σπάει ένα ταμπού που είναι απαράβατο για όποιον θέλει να είναι αρεστός: έβριζε τον κόσμο που ψηφίζει, χάφτει και λέει ασυναρτησίες. Το βρισίδι στους πολιτικούς και τους τραπεζίτες είναι κοινός τόπος, δεν ωφελεί από ένα σημείο και μετά. Είναι χρήσιμο να υπάρχουν άνθρωποι που με ταλέντο και αιχμηρότητα θα υπενθυμίζουν ότι ο πολυαγαπημένος μας λαός δεν είναι αλάνθαστος.

Τι πανηγυρίζει ο ανόητος;



Συγχαρητήρια! Πετύχαμε Μνημόνιο
«Η Ελλάδα πέτυχε μια σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία στην Ευρώπη. Σε μια σκληρή και δύσκολη, ίσως για πρώτη φορά αληθινή διαπραγμάτευση, θέσαμε τους στόχους, ήμασταν συγκροτημένοι, δείξαμε αποφασιστικότητα αλλά και ευελιξία και πετύχαμε στο τέλος τον βασικό μας σκοπό». Αυτή ήταν η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα μετά το τέλος του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου πέρυσι. Τότε χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να καταλάβουν όλοι τι ακριβώς πετύχαμε εκείνο το βράδυ. Αυτή τη φορά θα χρειαστεί ακόμα λιγότερος.

του Κώστα Εφήμερου

Το
crawl που περνούσε κάτω από τις δηλώσεις Τσακαλώτου στην ΕΡΤ έγραφε «Συμφωνία χωρίς νομοθέτηση επιπρόσθετων μέσων» και αυτό είναι απόλυτα ακριβές. Απλά οι λέξεις δεν λένε πάντα την αλήθεια, γιατί εκτός από τη λέξη «συμφωνία» που από καιρό έχουμε βαλθεί να την μετατρέψουμε σε κακόσημη, οι υπόλοιπες λέξεις της πρότασης περιγράφουν ένα δυσοίωνο άμεσο μέλλον.

Ας πάρουμε πρώτα τη φράση «χωρίς νομοθέτηση». Είναι επιτυχία αυτό; Θα ήταν αν σήμαινε ότι δεν θα χρειαστεί να πάρουμε τα μέτρα αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό: Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υποστήριξε ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο «κατάλαβε ότι δεν μπορεί να γίνει οτιδήποτε δεν έχει νομική βάση» και ότι «δεχτήκανε ότι η ελληνική πρόταση θα είναι η βάση της συμφωνίας» (κάπου θα το έχετε ξανακούσει αυτό). 

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι -όπως ήταν φυσικό- το ΔΝΤ δεν έκανε πίσω στις απαιτήσεις του για ξεκάθαρα νέα μέτρα. Αυτά θα τα συζητήσει τις επόμενες 10 ημέρες, θα τα βάλει σε ένα χαρτί το οποίο θα χρησιμοποιεί ο νέος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Σταθερότητας και όποτε ο προϋπολογισμός θα πέφτει έξω θα τα εφαρμόζει χωρίς να χρειαστεί να τα περάσει από τη Βουλή, μόνο με την υπογραφή Παυλόπουλου.

 Όταν λέμε λοιπόν «χωρίς νομοθέτηση» εννοούμε «χωρίς να χρειάζεται να περνάνε τα μέτρα από τη Βουλή με κίνδυνο να καταψηφιστούν» και όταν λέμε «βάσει της ελληνικής πρότασης» εννοούμε ότι «φυσικά ο Τσίπρας δεν ήθελε να κοψοχολιάζει κάθε φορά μετρώντας ψήφους».

Για να πάθουμε όμως ακόμα μεγαλύτερη κατάθλιψη να σημειώσω και το εξής: Ο Τσακαλώτος λέει ότι ο Κόφτης «δεν θα περιλαμβάνει μείωση δαπανών στους ευαίσθητους τομείς της άμυνας και του κοινωνικού κράτους». 

Αν ξεπεράσουμε του που έχω γραμμένη προσωπικά την ευαισθησία για την άμυνα και τα εξοπλιστικά που συνεχίζουμε κανονικά, καλό θα ήταν να γνωρίζετε ότι όπως φαίνεται μια απλή ανάγνωση στο ήδη υπάρχον Μνημόνιο και στο αναθεωρημένο που βρίσκεται στο Open Project  η κατηγορία «κοινωνικό κράτος» δεν περιλαμβάνει τους μισθούς και τις συντάξεις, όπως πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν.
 Σε αυτό το κεφάλαιο θα βρείτε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και άλλες ρυθμίσεις για το «ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας» για τα οποία προβλέπεται έτσι και αλλιώς μείωση κατά 50% στη συμφωνία που θα ψηφιστεί πριν τις 24 Μαΐου.

Πάμε όμως τώρα στο σημαντικό στοιχείο, αυτό της «μη λήψης επιπρόσθετων μέτρων»: Όταν λέμε όχι στα επιπλέον μέτρα δεν εννοούμε ότι δεν θα πάρουμε καινούρια μέτρα. Ακριβώς το αντίθετο! 

Η αναφορά γίνεται μόνο για τα μέτρα του «Κόφτη». Αλλά μέχρι το βράδυ της 23ης Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση θα έχει ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων που θα περιλαμβάνει μια ντουζίνα νέους φόρους, αύξηση στο ΦΠΑ, περικοπές δημοσίων δαπανών, προστασία 1ης κατοικίας μόνο για 6 μήνες ακόμα, πώληση όλων των δανείων (πράσινων και κόκκινων) στα κοράκια και δεσμεύσεις για μαζικές απολύσεις.

 Η πλειοψηφία αυτών των μέτρων βρίσκεται ήδη στην διαρροή της ενδιάμεσης συμφωνίας που δημοσιεύσαμε ως Μνημόνιο 3.5 πριν από περίπου ένα μήνα. Από την ανάλυση που έχουμε κάνει τα μέτρα και οι δημοσιονομικές περικοπές που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό φτάνουν τα 4 δισ. ευρώ. Άρα περιμένουμε να δούμε αρκετά μέτρα να προστίθενται τις επόμενες ημέρες.

Εκτός αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά την ομιλία του έκανε για πρώτη φορά λόγο σε 5,7 δισ. και όχι 5,4 που ξέραμε μέχρι σήμερα ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε «πιστεύω ότι έχουμε έρθει σχεδόν σε συμφωνία για ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων (
sic) αξίας 3,5% του ΑΕΠ (αυτό σημαίνει 5,4 δισ. ευρώ) και νομίζω ότι έχουμε πετύχει και ακόμα μεγαλύτερο στόχο από αυτό (αυτά είναι τα 5,7 δισ. ευρώ). 

Γιατί όμως ο Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας να προσφέρει περισσότερα ακόμα και από αυτά που ζητάνε οι δανειστές; Η απάντηση κρύβεται σε άλλο σημείο της δήλωσης του, εκεί που είπε «τον Οκτώβριο κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού θα δούμε αν υπάρχει κάποια απόκλιση μικρή, π.χ. της τάξης του 0,3% και μόνο αν χρειαστεί θα ενεργοποιηθεί ο νέος μηχανισμός για κάποιες περικοπές». 

Μπίνγκο! 

Ο προγραμματισμός της κυβέρνησης είναι να περάσουν λίγα μέτρα παραπάνω τώρα προκειμένου να μην υπάρχει μεγάλη απόκλιση στο τέλος της χρονιάς και αν όλα πάνε καλά να έχει «κάβα» προκειμένου να αποδείξει ότι ο μηχανισμός δεν θα είναι απλά «κόφτης» αλλά θα μπορεί να λειτουργεί και ως «ανακούφισης», πληρώνοντας ίσως κάποια παραπάνω από τα χρωστούμενα του Ελληνικού Δημοσίου (επίσης μνημονιακή υποχρέωση).  

Αυτό που συμφωνήσαμε σήμερα είναι ένα ακόμα σκληρό μνημόνιο, ίδιας λογικής με όλα τα προηγούμενα αποτυχημένα. Μόνο που αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να το περάσει από τη Βουλή σε 13 ημέρες, υποσχόμενος στους βουλευτές του ότι θα είναι το τελευταίο και ότι δεν θα τους υποβάλει ξανά στη βάσανο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
 Για όσους θέλουν να τα αμφισβητήσουν όλα αυτά θα πρέπει να εξηγήσουν τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ανακοίνωση του Eurogroup που αναφέρει:  «In this context, the Eurogroup looks forward to receive rapidly the draft supplemental MoU, including the final full list of prior actions». Το rapidly σημαίνει άμεσα, το draft supplemental σημαίνει προσχέδιο συμπληρωματικού και το MoU ξέρετε πολύ καλά τη σημαίνει.

Όσο για το χρέος. Αυτό που συμφώνησε η κυβέρνηση, όπως το αντιλαμβάνομαι, είναι το εξής: Θα πάρει μια γενναία πρώτη δόση από το νέο πρόγραμμα του
ESM, ίσως και μεγαλύτερη από ότι ήταν συμφωνημένο πέρυσι (και αυτή είναι η μόνη επιτυχία της Ελλάδας αφού φαίνεται να αποφεύγει την υπο-δόση), προκειμένου να πληρώσει κάποια από τα χρωστούμενα του Ελληνικού δημοσίου (αν ακολουθήσετε το χρήμα θα δείτε που θα καταλήξουν αυτά τα χρήματα) και εφόσον περάσει τα μέτρα, συμφωνήσει τα συμπληρωματικά και νομοθετήσει τον Μηχανισμό Δημοσιονομικής Προσαρμογής, τότε του χρόνου τον Μάιο θα μπορεί να ελπίζει σε μια αναπροσαρμογή των δόσεων του ελληνικού χρέους μέχρι το 2018 (ότι έγραφα χθες στο άρθρο μου The Endgame ) και αν φτάσει στο εξωγήινο 3,5% τότε σε δύο χρόνια μπορεί να γίνει μια συζήτηση για την ανακούφιση (με κάποια επιμήκυνση ή αναπροσαρμογή επιτοκίων και σε κάθε περίπτωση χωρίς κούρεμα) αλλάζοντας την ωρίμανση του.

Τις επόμενες 13 ημέρες θα μάθετε για το νέο Μνημόνιο. Τον Μάιο του 2017 θα δείτε ότι δεν άξιζε τον κόπο και στο τέλος του 2018... ε λοιπόν κανείς δεν ξέρει πως θα είναι η Ελλάδα στο τέλος του 2018. Πάντως δεν θα είναι επενδυτικός παράδεισος για τους Έλληνες, παρά μόνο για τους ξένους.

Υ.Γ. Ό,τι
έγραψα χθες το υποστηρίζω και σήμερα 100%

[--->] 

  46m46 minutes ago
Μα τι γίνεται... 5,4 δισ είχαν κλειδώσει τα μέτρα. 5,7 είπε χθες ο Τσακαλώτος. 5,8 δισ. λέει τώρα ο Ντάισεμπλουμ.

Οι 20 τρόποι λεηλασίας σε συντάξεις και κοινωνική ασφάλιση

Η κυβέρνηση με το νέο αντιασφαλιστικό νόμο λεηλατεί με 20 τρόπους τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση. Σύμφωνα με τον κ. Δημήτρη Στρατούλη, μέλους Π.Γ. της ΛΑΕ και πρώην Αν. Υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, από τα μέτρα αυτά, που συμπεριλήφθηκαν στο νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό, θα αφαιρεθούν από τα εισοδήματα ασφαλισμένων και συνταξιούχων από 1-1-2016 μέχρι 31-12-2019 8,2 δισ ευρώ.

Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά κωδικοποιούνται από τον κ. Στρατούλη ως εξής: - Καταργείται το ΕΚΑΣ, που χορηγείται σε 370.000 χαμηλοσυνταξιούχους.
- Οριστικοποιείται το σπάσιμο της κύριας σύνταξης σε εθνική και αναλογική - ανταποδοτική
- Με την εθνική σύνταξη στα 345 ευρώ μηνιαία στα 15 χρόνια ασφάλισης και στα 384 στα 20 χρόνια, θα έχουμε ουσιαστικά κατάργηση της κατώτερης σύνταξης, που μέχρι τώρα ήταν 486 ευρώ με 15 χρόνια ασφάλισης και 4500 ένσημα.
- Η εθνική σύνταξη, θα χορηγείται ακόμα πιο μειωμένη στα ΑΜΕΑ με ποσοστά αναπηρίας κάτω από 80%.
 - Σφαγιαστικές μειώσεις 20-30% στις κύριες συντάξεις, για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά την ψήφιση του νέου αντιασφαλιστικού νόμου.
 - Μειώσεις με διάφορους τρόπους και στις καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις, και παράκαμψη με το νέο τρόπο υπολογισμού τους των αποφάσεων του ΣτΕ, που έκριναν αντισυνταγματικές όλες οι μειώσεις των συντάξεων μετά την 1η Αυγούστου 2012.
 - Μεγάλο μέρος από τις ήδη καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις θα μειωθεί από τώρα, όπως γι’ αυτούς που μπαίνει πλαφόν 2000 μικτά (1820 καθαρά) στην σύνταξή τους. - Μείωση των προσωρινών συντάξεων από 80% στο 50%.
 - Μειώσεις 15 - 20% στις νέες επικουρικές συντάξεις και νέες διαρκείς μειώσεις τους με την εφαρμογή του κανόνα βιωσιμότητας.
 - Μειώσεις μέχρι 40% στις καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις, με το τρικ ότι αυτές θα κοπούν σε όσους παίρνουν κύρια και επικουρική σύνταξη μικτά πάνω από 1300 ευρώ μηνιαία, δηλαδή πολύ λιγότερο καθαρά.
 - Μειώσεις 10 – 30% στις εφάπαξ παροχές, λόγω αλλαγής του μαθηματικού τύπου τους και 32% μεσοσταθμικά, που μπορεί να φτάσει ατομικά και μέχρι 45%, στα μερίσματα του Μετοχικού Ταμείου δημοσίων υπαλλήλων.
 - Κατάργηση συντάξεων λόγω Θανάτου (χηρείας) για τους δικαιούχους κάτω των 55 ετών.
 - Θέσπιση μόνιμου αυτόματου μηχανισμού νέων μειώσεων και στις καταβαλλόμενες και στις νέες κύριες, επικουρικές συντάξεις καθώς και στις εφ’ άπαξ παροχές από 1-1-2017, μετά από υποχρεωτική εκπόνηση αναλογιστικών μελετών ανά τριετία, ώστε να διασφαλιστεί ο στρατηγικός μνημονιακός στόχος για την μη αύξηση της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης μέχρι το 2060 πάνω από 2,5% σε σχέση με τα επίπεδά της το 2009. Παρότι μέχρι τότε οι συνταξιούχοι θα έχουν αυξηθεί κατά 70%.
 - Μείωση κατά 60% των συντάξεών για όσους εργάζονται. - Αύξηση 0,5% εργοδοτικών εισφορών για την επικουρική ασφάλιση και 0,5% των εισφορών των εργαζομένων, που μειώνονται αντίστοιχα οι μισθοί τους, για τα πρώτα 3 έτη και 0,25% αντιστοίχως για τα τρία επόμενα χρόνια.
 - Εξοντωτικές αυξήσεις ασφαλιστικών εισφορών (20% επί του φορολογητέου εισοδήματός τους), για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες και τους εργαζόμενους με μπλοκάκια, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη φορολογική αφαίμαξή τους, τους οδηγούν σε έξοδο από το επάγγελμά τους και την ανεργία. Ακόμα και η έκπτωση που δίνεται για τους νέους επαγγελματίες χαρακτηρίζεται ως ασφαλιστική οφειλή, που πρέπει να εξοφληθεί έως και το έτος συνταξιοδότησής τους.
 - Ενοποίηση όλων των ταμείων κύριας σύνταξης σ’ ένα «Υπερταμείο», με ισοπέδωση παροχών προς τα κάτω, οργανωτικό και λειτουργικό χάος και πρόσθετη ταλαιπωρία ασφαλισμένων και υπαλλήλων.
 - Ενοποίηση και του ΟΓΑ στο Υπερταμείο και σταδιακό τριπλασιασμό από 1-7-2015 μέχρι το 2022 των ασφαλιστικών εισφορών για όλους τους αγρότες (από 7% στο 20% του φορολογητέου εισοδήματός τους), οδηγώντας στο ξεκλήρισμά τους.
 - Ακόμα μεγαλύτερη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, αφού πλέον το κράτος θα χρηματοδοτεί μόνο το κομμάτι της σύνταξης που αναλογεί στην εθνική σύνταξη.
 - Μετατροπή του δημόσιου, καθολικού, αναδιανεμητικού χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό – ατομικό, λόγω του προσωπικού, αναλογικού τμήματος της σύνταξης, που είναι στη λογική του ατομικού κουμπαρά.

www.dikaiologitika.gr

Κρίση, συγκεντροποίηση και νέος διεθνισμός της εργασίας



 


Εκτενή αποσπάσματα από συνέντευξη του Emiliano Brancaccio  που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή πολιτική επιθεώρηση  Contropiano” στις 19 Φεβρουαρίου 2016

Vincenzo Maccarone :
Το 2003, ο Robert Lucas, κορυφαίος εκφραστής της ορθόδοξης οικονομικής σκέψης, και βραβείο Νόμπελ, δήλωνε θριαμβευτικά ότι «το κεντρικό πρόβλημα της πρόληψης των υφέσεων έχει πλέον λυθεί». Από τότε δεν πέρασε πολύς καιρός, και η αισιοδοξία φαίνεται πως ανήκει σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η εμφάνιση αυτής που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ονομάζει «μεγάλη ύφεση» ανέδειξε ένα εναλλακτικό όραμα, τυπικό των σχολών κριτικής σκέψης, για το οποίο οι κρίσεις είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. 
Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ αυτών που ασκούν κριτική στην ορθοδοξία οι εκτιμήσεις για τις αιτίες της σημερινής καταστροφής δεν είναι μονοσήμαντες. Μιλάμε με τον Emiliano Brancaccio, Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Sannio, συγγραφέα πολλών δοκιμίων με θέμα τη μαρξική «συγκεντροποίηση του κεφαλαίου», που δημοσιεύθηκαν στο Cambridge Journal of Economics  και άλλα διεθνή περιοδικά. 
 Ο Brancaccio είναι ο συγγραφέας της νέας επαυξημένης έκδοσης του Anti-Blanchard, δοκίμιο κριτικής του μακροοικονομικού μοντέλου που διδάσκει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρντ και οι άλλοι εκπρόσωποι της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας.

Πριν λίγα χρόνια η εφημερίδα Il Sole 24 Ore σε χαρακτήρισε ερευνητή «μαρξιστικής προσέγγισης, αλλά ανοιχτό σε καινοτομίες επηρεασμένες από το έργο των Κέυνς και Σράφα». Εσείς συμφωνείτε με αυτό το χαρακτηρισμό;

Θα πρέπει πριν απ’ όλα να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «μαρξιστική προσέγγιση». Ο μαρξισμός του εικοστού αιώνα διαπερνάται από διάφορα ρεύματα σκέψης, πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους. Με κάποιους μελετητές που αυτοχαρακτηρίζονται μαρξιστές ομολογώ ότι θα δυσκολευόμουν να ταυτιστώ. 

Προσωπικά αισθάνομαι κοντά στην κεντρική θέση του Αλτουσέρ, ότι παρά τις τυπικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν όλους τους πρωτοπόρους, ο Μαρξ άνοιξε στην επιστημονική έρευνα νέα πεδία, αυτά της Ιστορίας. Είναι καλό να διευκρινιστεί ότι η θεωρία αυτή του Αλτουσέρ είναι ασυμβίβαστη με το μαρξιστικό ρεύμα του ιστορικισμού. 

Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, στον πυρήνα της ανάλυσης του Μαρξ δεν υπάρχει τίποτα το τελεολογικό, δεν υπάρχει κανένα προδιαγεγραμμένο σενάριο για το πεπρωμένο της ιστορίας του ανθρώπου. 
 Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ο πυρήνας της ανάλυσης του Μαρξ, που περιγράφεται λεπτομερώς, έχει να κάνει με τον μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και ειδικότερα με τους όρους της αναπαραγωγής ,κρίσης και μετασχηματισμού του. 

Τους όρους αυτούς τους μελετώ, ακολουθώντας μια μέθοδο ανάλυσης που απορρίπτει τις κοινοτοπίες, τυπικές του παλιού μεθοδολογικού ατομικισμού, αλλά αντίθετα ξεκινά από την αναγνώριση της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις: πρόκειται για μια πολύ σύγχρονη μέθοδο, που στηρίζεται στην επιστημολογία του Μαρξ, αλλά που σήμερα βρίσκει νέο πεδίο εφαρμογών στην εξέλιξη των νευροεπιστημών και την κοινωνική ψυχολογία.
 Φυσικά, από τη στιγμή που επιλέγεται το μαρξικό επιστημολογικό παράδειγμα ως σημείο αναφοράς, μπορούν να αντληθούν διδάγματα και μέσα από άλλους δρόμους αναζήτησης.

 Η διερεύνηση των συνθηκών αναπαραγωγής και κρίσης του καπιταλισμού είναι ένα τεράστιο συλλογικό έργο, όπως όλα τα επιστημονικά εγχειρήματα, και προχωρά χάρη και τη συμβολή των πρωταγωνιστών της οικονομικής σκέψης του εικοστού αιώνα, όπως ο Κέυνς, ο Σράφφα και άλλοι, όχι απαραίτητα μαρξιστικής κοπής [...].

Θα ήθελα να σταθούμε σε μερικές ετερόδοξες ερμηνείες για τη «μεγάλη ύφεση», οι οποίες συνδέονται σε διαφορετικό βαθμό με τη μαρξιστική συζήτηση του θέματος. Μία μάλλον διαδεδομένη θέση, που υποστηρίζεται για παράδειγμα από τους θεωρητικούς του περιοδικού Monthly Review, είναι αυτή που αποδίδει την κρίση της εποχής μας στον εξής μηχανισμό: η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση οδήγησε στη μείωση του μεριδίου των μισθών οπότε για να στηριχτεί η ιδιωτική ζήτηση χρειάστηκε να επεκταθεί σε υπερμεγέθη βαθμό η πίστωση και η φούσκα που έσκασε το 2007, διέκοψε τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού. 
Άλλοι στοχαστές, όπως ο Αμερικανός μαρξιστής Andrew Kliman, πιστεύουν ότι οι αιτίες της κρίσης δεν θα πρέπει να αναζητηθούν στην κατανομή του εισοδήματος και ότι η εξήγηση για την ύφεση θα πρέπει να αναζητηθεί στη θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Μία άποψη προσανατολισμένη προς την παραγωγή. Εσύ τι νομίζεις;

Η θεωρία του Kliman παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά πάσχει από θεωρητικές ανακολουθίες, τις οποίες έχει αναδείξει ο Gary Mongiovi και άλλοι. Μεταξύ των υποστηρικτών της θέσης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, θεωρώ πιο πειστική την έρευνα άλλων επιστημόνων, όπως ο Gerard Duménil και ο Dominique Levy.

Και στην Ιταλία έγιναν κάποιες ενδιαφέρουσες εργασίες για το θέμα αυτό, όπως για παράδειγμα, από τον Stefano Perri . Από εμπειρική άποψη, ωστόσο, η πιο συνεκτική άποψη, ότι δηλαδή η «μεγάλη ύφεση» των τελευταίων ετών οφείλεται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, διαψεύδεται από το γεγονός ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην καπιταλιστική Δύση πριν από το 2008 το ποσοστό του κέρδους κατέγραφε μια τάση, κάθε άλλο παρά πτωτική.

Όσον αφορά όμως μια άλλη θεωρία για την κρίση, η οποία αποδίδει την κρίση στην πτώση του μεριδίου των μισθών, αυτή είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη σε θεωρητικό επίπεδο και παρουσιάζει πιο θετικά εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία. Αλλά και αυτή αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα εμπόδια, αν  θεωρηθεί ότι εξαντλεί το θέμα: φτάνει να δούμε ότι η συμβολή των αλλαγών στην κατανομή του εισοδήματος πάνω στη μακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί από μόνη της την κατάρρευση που ξεκίνησε το 2008 .

Κατά τη γνώμη σου, λοιπόν, μια ενιαία ολοκληρωμένη αιτιολόγηση της κρίσης δεν υπάρχει;

Οι κρίσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι πολύπλοκα φαινόμενα. Ορισμένοι επίγονοι του Μαρξ επιμένουν στην αναζήτηση μιας ενιαίας αιτίας, γραμμικής, εύκολης ανάγνωσης, αλλά η φιλοδοξία τους είναι καρπός αφελούς σκέψης, τολμώ να πω μαγικής, η οποία έμενε πάντα στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας αιχμής. Επιπλέον, το Κεφάλαιο, δεν επιβεβαιώνει σε καμία περίπτωση μονοσήμαντες αναγνώσεις του φαινομένου της κρίσης.
Αρκεί να δει κανείς ότι ο Μαρξ αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της αντιφατικής σχέσης μεταξύ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και των αντίστοιχων αντίστροφων τάσεων.
 Όσο για την περιβόητη φράση του τρίτου βιβλίου, ότι «η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις  παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο  όριό τους», αυτή ορισμένες φορές ερμηνεύτηκε ως επιβεβαίωση της απόλυτης υπεροχής που ο Μαρξ απέδιδε στο πρόβλημα της πτώσης του μεριδίου των μισθών και την επακόλουθη υποκατανάλωση των εργαζομένων. 
Αλλά, όπως οι εκπρόσωποι του Monthly Review γνωρίζουν η φράση αυτή έχει στην πραγματικότητα μια πιο περιορισμένη βαρύτητα, η οποία, μεταξύ άλλων, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι γίνεται αναφορά για  «τελική» αιτία, που βρίσκεται δηλαδή στο κορυφαίο σημείο μιας ολόκληρης και πιο περίπλοκης διαδικασίας.

Σε πολλές εργασίες σου, ωστόσο, ακόμη και εσύ ο ίδιος φαίνεται να αναζητάς κάποιους επικρατούντες μηχανισμούς, κάποιους «νόμους των τάσεων» του καπιταλισμού προς την κρίση.

Σίγουρα. Το να αναγνωρίζεις την πολυπλοκότητα του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι σηκώνεις τα χέρια ψηλά μπροστά στην υποτιθέμενη ασάφεια του. Αν εγώ επικρίνω τις αντιλήψεις περί «ανθρώπινου πεπρωμένου» που είναι σύμφυτες στον ιστορικισμό και σε ορισμένες απλουστευμένες εκδοχές του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, είναι ακριβώς για να απελευθερώσω την μαρξιστική ανάλυση από ορισμένες κοινοτοπίες και να αναδείξω το τεράστιο επιστημονικό δυναμικό της. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να αναζητηθούν οι «νόμοι των τάσεων» του κεφαλαίου, χωρίς να υποπίπτουμε σε μία κοινότοπη ιστορικιστική τελεολογία: Νομίζω ότι αυτό είναι ένα καλό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε στην πολλά υποσχόμενη, αλλά κάπως ξεχασμένη, παλιά απόφαση, να ξαναδιαβάσουμε τον Μαρξ μετά τον Αλτουσέρ .

Σχετικά με την αναζήτηση των «νόμων των τάσεων του κεφαλαίου» μου έρχονται στο νου οι επιστημονικές σου εργασίες για τη «συγκεντροποίηση», δηλαδή, την τάση του κεφαλαίου να συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, ως αποτέλεσμα πτωχεύσεων, εκκαθαρίσεων και εξαγοράς περιουσιακών στοιχείων των ασθενέστερων από τους πιο ισχυρούς. Στην τάση αυτή αναφέρεσαι συχνά σε πολλές επιστημονικές σου εργασίες στο
Cambridge Journal of Economics και αλλού, και ακόμη και στο Anti-Blanchard, ένα κατεξοχήν εκπαιδευτικό δοκίμιο που προορίζεται ειδικά για τους φοιτητές.

Ναι, η «συγκεντροποίηση» είναι η απόλυτη έκφραση μιας σύγκρουσης στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης, η οποία βλέπει τους μικροϊδιοκτήτες να αντιτίθενται σε μια κίνηση αντικειμενική που τείνει να τους καταστρέψει ή να τους απορροφήσει στις δομές του μεγάλου κεφαλαίου. Με το θεμελιώδη «νόμο της τάσης» του κεφαλαίου έχω ασχοληθεί πολύ, και στο χώρο της εκπαίδευσης, επειδή ανακάλυψα, με κάποια «έκπληξη, ότι αν και ήταν ένα από τα πιο δυνατά και γόνιμα σημεία της ανάλυσης του Μαρξ, ωστόσο, είναι και από τα πιο παραμελημένα.
Σε έρευνα της Orsola Costantini και του Stefano Lucarelli, διαπιστώσαμε ότι ήταν ελάχιστες οι μελέτες με θέμα τους τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και τη σύνδεσή του με το φαινόμενο της κρίσης. Φυσικά δεν λείπουν οι ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα, ακόμα και από ιταλικής πλευράς: Αναφέρομαι, για παράδειγμα στην έννοια της «συγκεντροποίησης χωρίς συγκέντρωση» μια πρόταση του Riccardo Bellofiore  και άλλων  [Joseph Halevi,ΣτΜ]. Σε γενικές γραμμές, όμως, πιστεύω ότι είναι αισθητή η έλλειψη κάποιας οργανικής συλλογικής εργασίας για τη συγκεντροποίηση, ένα θέμα κρίσιμο αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη δυναμική του κεφαλαίου σήμερα, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Ποιοι θα πρεπε να είναι οι στόχοι ενός συλλογικού έργου για την καπιταλιστική συγκεντροποίηση;

Νομίζω ότι πρέπει να επανέλθουμε στην άποψη του Μαρξ αναφορικά με μια από τις κύριες αντιφάσεις που τροφοδοτούνται από τις διαδικασίες συγκεντροποίησης: την αντίφαση μεταξύ της αρχικής αποκεντρωμένης δομής της καπιταλιστικής αγοράς και την προοδευτική συγκέντρωση των οικονομικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό της.
Το αδιέξοδο αυτό, σύμφυτο στο μηχανισμό συγκεντροποίησης, αποτελεί την πηγή προέλευσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, που χαρακτηρίζεται περισσότερο από ποτέ από την ευπάθεια της διαδικασίας συσσώρευσης του και τον απίστευτο παραλογισμό των μηχανισμών διαμόρφωσης των τιμών, οι οποίοι δημιουργούν προβλήματα δεκάδες φορές σοβαρότερα από τις λεγόμενες σπατάλες του δημόσιου τομέα, για τις οποίες οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της επικοινωνίας μας βομβαρδίζουν καθημερινά.

Στη συγκεντροποίηση, με λίγα λόγια, συναντάμε ορισμένα από τα βαθύτερα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης. Σε αυτήν βρίσκουμε, όπως πίστευε ο Μαρξ, και τον προάγγελο ενός νέου τρόπου παραγωγής;

Θα έλεγα ναι, με τον όρο να μην υποπέσουμε στον τελεολογικό ευτελισμό του Χίλφερντινγκ, για τον οποίο η καπιταλιστική συγκεντροποίηση μας οδηγεί μηχανιστικά στο σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
 Πρόκειται για μία ακόμα ιδέα που βασίζεται στην ύπαρξη του πεπρωμένου, και μάλιστα εξελικτικού τύπου, ακόμα πιο αφελή από τον ιστορικισμό. Αυτό που μπορούμε να υποστηρίξουμε ρεαλιστικά είναι ότι η συγκεντροποίηση συμβάλει στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, να συρρικνώνουν τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να πολλαπλασιάζουν τις επιπτώσεις της κρίσης.

Για το που μπορεί να μας οδηγήσει η τάση αυτή, προς μια σύγχρονη και πολιτισμένη λογική σχεδιασμού ή προς την βαρβαρότητα, αυτό είναι ένα ερώτημα που παραμένει δραματικά ανοιχτό. Το γεγονός ότι ο σχεδιασμός της οικονομίας εξακολουθεί να θεωρείται πολιτικό ταμπού, και ότι για παράδειγμα δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για πιο πρόσφατες εργασίες σχετικά με το θέμα, όπως αυτές του νομπελίστα Βασίλι Λεοντίεφ, αυτή τη στιγμή δεν συνιστά επιχείρημα υπέρ της πρώτης επιλογής ...

Έχεις υποστηρίξει ότι η απουσία ενός κοινού προβληματισμού για την συγκεντροποίηση των κεφαλαίων αποτελεί μία από τις αιτίες του αδιεξόδου στο διάλογο «ετεροδόξων οικονομολόγων» σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την κρίση της ευρωπαϊκή ενοποίησης.

Είναι αλήθεια. Οι κριτικές στην παγκοσμιοποίηση και την τοπική φαινομενική μορφή της, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, φαίνεται πως έχουν υποβαθμιστεί σε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ μιας άκριτης παγκοσμιοποίησης από τη μία, και τους υποστηρικτές ενός τσαπατσούλικου αριστερού εθνικισμού και κάπως βιαστικού από την άλλη. Με τους πρώτους να προσπαθούν να υπερασπιστούν τις θέσεις τους επικαλούμενοι κάποια σημεία από την Ομιλία για το ελεύθερο εμπόριο του νεαρού Μαρξ, και τους δεύτερους, αντίθετα, να προσπαθούν να δικαιωθούν αναφέροντας τους επαίνους του ίδιου του Μαρξ στον αγώνα τον Ιρλανδών κατά του Βρετανού δυνάστη. Πρόκειται φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις, για αποσπασματικές αναφορές, οι οποίες αποστεώνουν τον Μαρξ και τον καθιστούν σχεδόν άχρηστο στην ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας.

Από τους θαυμαστές του Μαρξ που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «άκριτοι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης» ποιους θα μπορούσες να αναφέρεις;

Υπάρχουν για όλα τα γούστα, από τον Jacques Attali μέχρι τον Toni Negri, με τον πρώτο να έχει και μεγαλύτερη επίγνωση από τον δεύτερο για τους πραγματικούς μηχανισμούς λειτουργίας του τρόπου παραγωγής.

Και από τους μαρξιστές που προτείνουν ένα είδος εθνικισμού της αριστεράς ποιους βλέπεις; Σκέφτεσαι, για παράδειγμα, τον
Diego Fusaro;

Το Fusaro δεν θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρισουμε ως αριστερό, δεδομένου ότι, ο ίδιος,εσφαλμένα, θεωρεί ξεπερασμένες τις κατηγορίες δεξιά και αριστερά. Εξάλλου δεν πιστεύω ότι ο τρόπος σκέψης του έχει κάποια σχέση πραγματικά με τον Μαρξ, και σίγουρα όχι με τον ώριμο Μαρξ του Κεφαλαίου. Όχι, αν πρέπει να αναφέρω ένα όνομα σε αυτόν τον τομέα, από τους Ιταλούς θα μπορούσα να αναφέρω τον Domenico Losurdo, ένα μελετητή με πολύ σημαντικό έργο, από το οποίο ξεχωρίζει  Η ταξική πάλη, μια εργασία στην οποία επισημαίνονται σημαντικές ιστορικές συνδέσεις μεταξύ των διεργασιών της κοινωνικής χειραφέτησης και τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες.
Το πρόβλημα του Losurdo, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι επιμένει στη δυναμική της χειραφέτησης που ενυπάρχει στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, στη βάση ενός σκεπτικού το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με την οικονομική ανάλυση του Μαρξ, και το οποίο πιο συγκεκριμένα, είναι ξένο προς το σκεπτικό του Μαρξ για την τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.

 Ωστόσο, η τάση αυτή είναι κρίσιμη αν θέλουμε να κατανοήσουμε όχι μόνο την κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής: Σκέφτομαι ότι η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου υπονομεύει τη μικροαστική ιδιοκτησία και επιταχύνει την πόλωση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Αν υποτιμήσουμε αυτή την πλευρά της ανάλυσης του Μαρξ θα χαθούν σημαντικά κομμάτια του προβλήματος, αλλά εκτός από αυτό υπάρχει και ο κίνδυνος της σιωπής μπροστά σε ένα πιεστικό πολιτικό ζήτημα του καιρού μας ...

Ποιο είναι αυτό;
Αν ένας αγώνας χειραφέτησης, με διεθνείς διασυνδέσεις τεθεί υπό την ηγεμονία μόνο των εκπροσώπων ενός κατακερματισμένου και στριμωγμένου μικροκαπιταλισμού, τότε θα πάρει σχεδόν αναπόφευκτα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, και ενδεχομένως νεοφασιστικά.

 Στην πρώτη γραμμή αυτού του είδους αγώνα είναι σήμερα αυτοί που ενδεχομένως να κάνουν προπαγάνδα κατά των πολιτικών ελευθεριών και να κλείνουν το μάτι στον πιο αντιδραστικό καθολικισμό και που αγωνιούν, ίσως, να κλείσουν τα σύνορα για να φράξουν την είσοδο στους μετανάστες, οι οποίοι όμως ούτε που το σκέφτονται να δώσουν μάχη για τον έλεγχο τις διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων.

 Σ’ αυτά τα καθυστερημένα τμήματα της κοινωνίας και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, έχουμε παραδώσει το μονοπώλιο της κριτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της αδιάκριτης παγκοσμιοποίησης, και σήμερα πληρώνουμε τις συνέπειες.

Στα πλαίσια αυτά, εδώ και καιρό επιμένεις στην ανάγκη οικοδόμησης μιας αυτόνομης άποψης του στρατοπέδου της εργασίας για τα διεθνή ζητήματα, που να επιτρέπει όχι μόνο την ανάπτυξη μιας κριτικής στην ορθοδοξία της παγκοσμιοποίησης και του ευρωπαϊσμού που σήμερα ενσαρκώνεται πολιτικά από τον Renzi και τον Hollande, αλλά και την αντιμετώπιση του κύματος του ξενοφοβικού εθνικισμού, που εκπροσωπούν σήμερα δυνάμεις με επικεφαλής τον Salvini και τη Marine Le Pen. Αυτή η αυτόνομη άποψη του στρατοπέδου της εργασίας πάνω σε ποιες θεωρητικές βάσεις θα πρέπει να στηριχθεί; Και με ποια έννοια, ο νόμος της τάσης προς την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου μπορεί να συμβάλει στην οικοδόμηση τέτοιων βάσεων;

Νομίζω ότι αυτό το κρίσιμο σημείο θα πρέπει να εξεταστεί από δύο διαφορετικές πλευρές. Από τη μία πλευρά η συγκεντροποίηση των κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο πυροδοτεί ένα παγκόσμιο ανταγωνισμό που εμποδίζει βίαια τις δυνατότητες οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων και την οικοδόμηση ενός νέου εργατικού κινήματος.
Από την άλλη, η συγκεντροποίηση των κεφαλαίων συνθλίβει τους μικροϊδιοκτήτες, αλλάζει το μέγεθος της λεγόμενης μεσαίας τάξης, ξεκαθαρίζει το πεδίο από τα κοινωνικά υπολείμματα του παλιού καθεστώτος, αυξάνει το συνολικό μέγεθος της εργατικής τάξης και έτσι συμβάλλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την επανάκαμψη του ανταγωνισμού με το μεγάλο κεφάλαιο.
 Για τη μαρξιστική ανάλυση των πολιτικών διαδικασιών το θεωρητικό παζλ που πρέπει να επιλυθεί είναι ακριβώς αυτό: πρέπει να αναμετριόμαστε συνεχώς με αυτή την αντίφαση σύμφυτη στο νόμο της τάσης συγκεντροποίησης των κεφαλαίων, με τις οπισθοδρομικές και προοδευτικές πλευρές της, καθώς και με την επικράτηση αυτών ή των άλλων ανάλογα με την υπό εξέταση συγκεκριμένη κατάσταση.

Στην τρέχουσα ιστορική φάση, κατά τη γνώμη σας, ποια από τις δύο πλευρές της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης τείνει να κυριαρχήσει πάνω στην άλλη;

Τα στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα αυτό που κυριαρχεί είναι το πρώτο σκέλος της αντίφασης, με την έννοια ότι οι διαδικασίες συγκεντροποίησης των κεφαλαίων τροφοδοτούν ένα διεθνή πόλεμο μεταξύ των εργαζομένων που τείνει να καταπνίξει κάθε διεκδικητικό αίτημα.
Πάντως, το να επισημαίνουμε ότι σε αυτό το στάδιο η συγκεντροποίηση παίζει κυρίως ένα ρόλο οπισθοδρομικό δεν σημαίνει ότι  ξεχνάμε πως, κάτω από τις στάχτες που δημιουργεί υπάρχει και η προοδευτική της δύναμη, αυτή που αναδεικνύει την αντίθεση μεταξύ αποκεντρωμένης αγοράς και αποκέντρωσης της καπιταλιστικής εξουσίας και η οποία προοπτικά ενισχύει  και ανεβάζει το επίπεδο της κοινωνικής σύγκρουσης. 

Ετσι,τα προγράμματα και οι πολιτικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να σχεδιάζονται ανά διαστήματα παίρνοντας υπόψη αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση. Μόνο σε αυτή τη βάση, πιστεύω, ότι ένας «νέος διεθνισμός της εργασίας» θα μπορούσε να μπει σφήνα στη σύγκρουση μεταξύ μεγάλων και μικρών κεφαλαίων, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Διαφορετικά, δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από το να μαϊμουδίζουμε εχθρικές ιδεολογίες, είτε υπέρ της παγκοσμιοποίησης είτε εθνικιστικές και σε κάθε περίπτωση, αντίθετες με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Πρόσφατα, στη Διάσκεψη για την εκπόνηση ενός «Σχεδίου Β» για την Ευρώπη στο Παρίσι, πρότεινες την εισαγωγή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και τον περιορισμό των εμπορευμάτων από και προς τις χώρες που συσσωρεύουν πλεονάσματα στο εξωτερικό εφαρμόζοντας πολιτικές αποπληθωρισμού και ανταγωνισμού των μισθών προς τα κάτω. Ποιές είναι οι εννοιολογικές  βάσεις αυτής της πρότασης;

Η ιδέα δεν γεννήθηκε από το πουθενά: Ίχνη της θα βρούμε σε μελέτες της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τα λεγόμενα «πρότυπα εργασίας» (labour standards), αλλά ακόμα και στο καταστατικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. 
Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως μία πρόταση για τα «διεθνή πρότυπα εργασίας για το νόμισμα», επειδή επανεξετάζει με κριτική ματιά ένα παλιό ορισμό του Guido Carli για το θέμα. Φυσικά, μια τέτοια επιλογή δεν εξαντλεί το θέμα σε καμία περίπτωση αλλά θα πρέπει να την δούμε μόνο ως ένα πλαίσιο, που μπορεί να περιγράψει τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες θα ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί μια γενικότερη αλλαγή εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής.

Αυτή είναι, πρακτικά, η στρατηγική γύρω από την οποία θα μπορούσαν να τεθούν οι βάσεις για ένα νέο διεθνισμό της εργασίας;

Η πρόταση για «διεθνή πρότυπα εργασίας για το νόμισμα» είναι μια προσπάθεια να ληφθούν υπόψη και οι δύο πλευρές της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης, και κατά κάποιο τρόπο προτείνεται ως ενδεχόμενη σύνθεση τους. Γι αυτό και μπορεί να ειδωθεί ως εργατική και διεθνιστική κριτική, σε αντίθεση με τις επικρατούσες ιδεολογίες της παγκοσμιοποίησης και του εθνικισμού. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να μιλάμε για τις βάσεις ενός νέου διεθνούς εργατικού κινήματος θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση ... 

Η αλήθεια είναι ότι οι απόψεις των μεμονωμένων ατόμων δεν αλλάζουν τίποτα, από μόνες τους δεν μετράνε καθόλου. Αντί να στηριζόμαστε σε αυτές, νομίζω ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μια συλλογική εργασία μεγάλης πνοής, να βάλλουμε σε κίνηση μια συλλογική διανοητική εργασία η οποία μακροπρόθεσμα θα συμβάλει στην επιστημονική ανάγνωση του παρόντος, σε μια αυστηρή κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας και ίσως, τελικά, στο συντονισμό των αγώνων της κοινωνικής χειραφέτησης [...].

Όταν μιλάς για συλλογική νοημοσύνη αναφέρεσαι σε ένα κόμμα ... ένα μαρξιστικό κόμμα;

Για το μόνο που μπορώ να μιλήσω είναι για τον επιστημονικό χαρακτήρα του έργου του Μαρξ, το οποίο είναι πολιτικά σύγχρονο.
 Πιστεύω ότι είναι  σημείο των καιρών το Κεφάλαιο σήμερα  να το αναφέρουν  και να το εγκωμιάζουν ακόμα και μεγάλοι επιχειρηματικοί κύκλοι, ενώ διάφοροι εκπρόσωποι της Αριστεράς να επαίρονται πως ούτε καν το έχουν πιάσει στα χέρια τους και σπεύδουν να προτείνουν άλλα πολιτιστικά πρότυπα, που όμως στις περισσότερες περιπτώσεις είναι διαποτισμένα με ιδεαλισμό, για να μην πούμε με δεισιδαιμονία. 
Πρόκειται για ένα θέαμα θλιβερό, ένα επίπεδο πνευματικής υποταγής που θυμίζει Μεσαίωνα, όταν στην πλέμπα μοίραζαν αηδιαστικές εικόνες με το διάβολο και τους αγίους, ενώ οι ίδιες οι ελίτ επέστρεφαν στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Με τέτοια λογική, αυτό που μπορούμε να μοιραστούμε είναι το πολύ μια συλλογική βλακεία, παρά μια συλλογική νοημοσύνη.

[--->]