Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Emiliano Brancaccio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Emiliano Brancaccio. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Έξοδος ή μη από το ευρώ: οι επιπτώσεις στους μισθούς




Emiliano Brancaccio *, Nadia Garbellini **

19 Μαΐου, 2014 

Μια μελέτη για τις μισθολογικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις από την παραμονή ή την έξοδο από το ευρώ. Ο κίνδυνος για «υψηλό πληθωρισμό» σε περίπτωση εξόδου, που επικαλείται ο Draghi, δεν αποδεικνύεται με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία. Αλλά και η άποψη ότι το μισθολογικό κόστος και οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της εξόδου από το ευρώ δεν θα πρέπει να μας ανησυχούν διαψεύδεται από τα εμπειρικά στοιχεία. Αν θέλουμε να προστατεύσουμε την εργασία, η κριτική του ενιαίου νομίσματος θα πρέπει να συνοδεύεται από μια κριτική της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

Οι πολιτικές λιτότητας της ευελιξίας της εργασίας απέτυχαν να περιορίσουν τις διαφορές μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, αλλά κατά κάποιο τρόπο τείνουν ακόμη και να τις οξύνουν. [1]

Το άνοιγμα  της μακροοικονομικής ψαλίδας ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης κρατά ζωντανή τη συζήτηση για τη μελλοντική επιβίωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και τις επιπτώσεις που θα προέκυπταν από μια πιθανή διάλυσή της. Αλλά αν μια χώρα εγκαταλείψει τη ζώνη του ευρώ, ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθών και την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ μισθών και κερδών; Όπως συμβαίνει μερικές φορές, και ως προς αυτό το θέμα έχουν σχηματιστεί δύο αντίπαλα στρατόπεδα φανατικών οπαδών. 

Από τη μία, οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ οι οποίοι χωρίς κανένα ενδοιασμό εμπιστεύονται την γνώμη μιας μερίδας σχολιαστών που κατά τη γνώμη τους «η ιστορική εμπειρία δεν δικαιολογεί τις ανησυχίες»  για τους μισθούς και την κατανομή του εισοδήματος. [2] Από την άλλη, τους απολογητές της παραμονής στο ευρώ με κάθε κόστος που υποστηρίζουν ότι η έξοδος από το ευρώ θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εργαζομένων, κάτι που ενισχύεται από την πρόβλεψη του Μάριο Ντράγκι ότι «οι χώρες που εγκαταλείπουν την ευρωζώνη και υποτιμούν το νόμισμά τους έχουν μεγάλο πληθωρισμό». [3]

Ποια από αυτές τις αντίθετες απόψεις επιβεβαιώνεται  από τα δεδομένα; Μια ματιά στις  νομισματικές κρίσεις του παρελθόντος μπορεί να βοηθήσει στον να δοθεί μια απάντηση. Σε δύο μελέτες προσεχούς δημοσίευσης στο Περιοδικό Οικονομικής Πολιτικής (Rivista di Politica Economica) και στο European Journal of Economics and Economic Policy, επιλέξαμε τις περιπτώσεις  νομισματικών κρίσεων που εκδηλώθηκαν μέσα σε μια πορεία τριάντα και πάνω χρόνων, από το 1980. Από τα 28 περιστατικά που αναλύθηκαν  η εικόνα ήταν πολύ πιο σύνθετη από τις απλουστεύσεις των αντιπάλων ομάδων. [4]

Πρώτον, ο κίνδυνος ενός «μεγάλου πληθωρισμού» που επικαλείται ο Ντράγκι  δεν βασίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Από το σύνολο των δειγμάτων των περιστατικών, ο δείκτης του μέσου ποσοστού πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή στην πράξη αυξάνεται κατά δεκατέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, από 10,6 τοις εκατό ένα έτος πριν από την κρίση στο 24,6 το έτος της υποτίμησης.

 Η αύξηση είναι σημαντική. Ωστόσο, αν συγκριθούν οι μέσες τιμές τα πέντε έτη πριν από την κρίση με τις μέσες τιμές των πέντε χρόνων μετά την κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού είναι πιο μικρή: λιγότερο από τρεις μονάδες, από το 16,0 στο 18,9 τοις εκατό. Και το κυριότερο, αν δεν συμπεριληφθούν  οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες στο δείγμα, και εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο στις χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα,τότε η αύξηση του πληθωρισμού τη χρονιά της κρίσης είναι πολύ πιο περιορισμένη: μόλις πάνω από δύο ποσοστιαίες μονάδες, από το 4,5 στο 6,7 τοις εκατό.

 Επιπλέον, συγκρίνοντας τα πέντε έτη πριν από την κρίση με την επόμενη πενταετία, διαπιστώνουμε  ότι σε χώρες υψηλού εισοδήματος ο πληθωρισμός τείνει ακόμη και να μειωθεί, από το 6,4 στο 4,1 τοις εκατό. Έτσι, τουλάχιστον όσον αφορά την Ιταλία και τις σχετικά πλουσιότερες χώρες, ο μπαμπούλας που επικαλούνται συνεχώς ότι αν εγκαταλείψουμε  το ευρώ θα αναγκαστούμε να βγαίνουμε για ψώνια με ένα καρότσι γεμάτο υποτιμημένα νομίσματα , δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά δεδομένα.

Από την άλλη , τα περιστατικά που εξετάστηκαν αποκαλύπτουν ότι η έξοδος από καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών που συνδέονται με προσωρινές και σχετικά περιορισμένες αυξήσεις του πληθωρισμού, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους πραγματικούς μισθούς και την κατανομή των εισοδημάτων. Από το πλήρες δείγμα των περιστατικών, υπολογίζουμε ότι οι νομισματικές κρίσεις συνδέονται  με μια μέση μείωση των πραγματικών μισθών κατά 5,0 ποσοστιαίες  μονάδες τη χρονιά εξόδου από την κρίση, η οποία απορροφάται μόνο μετά από πέντε χρόνια.

Επιπλέον, οι κρίσεις συνδέονται με μια μέση πτώση του μεριδίου των μισθών - δηλαδή, το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στο εθνικό εισόδημα - που δεν υφίσταται ανατροπές και μετά από πέντε χρόνια ανέρχεται στις 5,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αν δούμε τι συμβαίνει μόνο στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη: ο μέσος πραγματικός μισθός μειώνεται κατά 4,0 μονάδες το έτος εξόδου από το καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά πέντε χρόνια μετά ανακάμπτει και υπερβαίνει κατά 1,7 μονάδες  τα προ κρίσης επίπεδα.

Το μερίδιο των μισθών εξακολουθεί να μειώνεται, και μετά από πέντε χρόνια παρουσιάζει  μια μείωση 5,2 ποσοστιαίων  μονάδων σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Τέλος, τόσο όσον αφορά τον πραγματικό μισθό όσο και το μερίδιο των μισθών, μετά την , οι τάσεις αυτών των μεταβλητών ακολουθούν μια πορεία σαφώς πιο καθοδική από την προηγούμενη, πριν την έξοδο από την νομισματική ζώνη. Όποιος  υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε ιδιαίτερα  για τις επιπτώσεις στους μισθούς και τις αναδιανεμητικές επιπτώσεις μιας πιθανής εξόδου από το ευρώ, καλά θα κάνει να δώσει μια ματιά στα ιστορικά στοιχεία.

Άλλωστε, αυτές είναι μέσες τιμές. Από χώρα σε χώρα η μεταβλητότητα των δυναμικών μπορεί να είναι πολύ υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι η αντίδραση των πραγματικών μισθών και του μεριδίου των μισθών εξαρτάται και από τα συστήματα διαπραγμάτευσης και από τις ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές. Αν τη στιγμή της εξόδου από τη νομισματική ζώνη μια χώρα αφήσει ανυπεράσπιστους τους μισθούς, και αναθέσει τη διακύμανση του εθνικού νομίσματος στις περιβόητες «δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς»,τότε ο κίνδυνος είναι να δούμε τους μισθούς να πέφτουν ακόμη περισσότερο.

Για να αναφέρουμε δύο αντίθετα παραδείγματα, το 2002, η Αργεντινή αντιμετώπισε την εγκατάλειψη της ισοτιμίας με το δολάριο ακολουθώντας  επεκτατική πολιτική μισθών, που αύξησε σημαντικά τους μισθούς και το μερίδιο των μισθών. Αντίθετα, μετά την έξοδο της από το SME (ΕΝΣ , Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) το 1992, η Ιταλία ακολούθησε  περιοριστική μισθολογική πολιτική, η οποία μέσα σε πέντε χρόνια συνέβαλε στη μείωση των πραγματικών μισθών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και την κατάρρευση του μεριδίου των μισθών κατά 6,3 μονάδες.

 Τελικά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, μπορούμε να πούμε ότι, ελλείψει των κατάλληλων πολιτικών διασφάλισης των εργαζομένων, το κόστος των μισθών και οι αναδιανεμητικές επιπτώσεις της εξόδου από το ευρώ θα μπορούσαν να αποδειχθούν ακόμα πιο σημαντικές και μόνιμες, σύμφωνα με το μέσο όρο των δεδομένων. Οι επιπτώσεις αυτές, εξάλλου, δεν φαίνεται  να μπορούν να δικαιολογηθούν με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας: η μελέτη μας συγκρούεται με την ορθόδοξη άποψη ότι η ανάκαμψη του ΑΕΠ θα είναι τόσο πιο μεγάλη, όσο πιο μεγάλη θα είναι η μείωση των πραγματικών μισθών λόγω της υποτίμησης. Αν υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της πορείας πραγματικών μισθών και του ΑΕΠ μετά από μια νομισματική κρίση, αυτή μας λέει ότι το ΑΕΠ αυξάνεται όταν αυξάνονται οι πραγματικοί μισθοί, και όχι το αντίστροφο. [5]

Η ανάλυσή μας, ωστόσο, δείχνει και μια άλλη πτυχή του ζητήματος. Η έρευνα για το κόστος μιας ενδεχόμενης εγκατάλειψης του ενιαίου νομίσματος θα πρέπει να γίνεται  πάντα συγκριτικά, δηλαδή συγκρίνοντας τα ήδη υπάρχοντα κόστη παραμονής στην ευρωζώνη. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το 2009 έχουμε φαινόμενα  αποπληθωρισμού των αποδοχών τα οποία σε ορισμένες περιφερειακές χώρες της ΕΕ έχουν πάρει ήδη σημαντικές διαστάσεις: μέσα σε πέντε χρόνια οι μέσοι  ακαθάριστοι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν 2,2 τοις εκατό στην Ιταλία, 3,8 στην Πορτογαλία, 3,9 στην Ιρλανδία, 5,4 στην Ισπανία και 22 τοις εκατό στην Ελλάδα. Το μερίδιο των μισθών μειώθηκε μόλις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στην Ιταλία, αλλά έπεσε 4,2 μονάδες στην Ισπανία, 4,4 μονάδες στην Πορτογαλία, 5,7 μονάδες στην Ιρλανδία και κυριολεκτικά κατάρρευσε κατά 7,7 μονάδες στην Ελλάδα.

Αυτές οι τάσεις δεν αποτελούν μόνο μια αντανάκλαση της ύφεσης. Είναι και καρπός ενός συγκεκριμένου δόγματος, το οποίο έχουμε περιγράψει αλλού ως «επεκτατική επισφάλεια». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της σχετικής φερεγγυότητας των περιφερειακών χωρών της Ένωσης μπορεί να  γίνει μόνο με περισσότερη ευελιξία στην εργασία  και περικοπές μισθών, ονομαστικών και πραγματικών. [6] Σύμφωνα με αυτή τη συνταγή, η Ιταλία υπό μία έννοια έχει καθυστερήσει, και θα πρέπει να  προσαρμοστεί  πιο γρήγορα στην πτώση των μισθών που καταγράφεται ήδη αισθητά σε άλλες περιφερειακές χώρες της ΕΕ. Με τον πρόσφατο νόμο για την εργασία (Jobs Act) , άλλωστε, δεν δημιουργούνται  άμεσα θέσεις εργασίας, αλλά γίνεται  προσπάθεια προσαρμογής στην επικρατούσα αποπληθωριστική πολιτική στην Ευρώπη. [7]

Τι μπορούμε να περιμένουμε από μια τέτοια πολιτική; Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική : την ίδια περίοδο που εφαρμοζόταν μια τρομακτική πολιτική αποπληθωρισμού των μισθών, η χώρα κατέγραφε μια περαιτέρω πτώση του εθνικού εισοδήματος και μια αύξηση της σχέσης εξωτερικού χρέους και δημόσιου χρέους από τη μία πλευρά και του εισοδήματος από την άλλη.

 Η περίπτωση της Ελλάδας, δείτε, είναι ακραία, αλλά δεν αποτελεί λογική εξαίρεση. Όπως γνώριζαν πολύ καλά ο Fisher και ο Keynes, και όπως μας επισημαίνει σήμερα ο ίδιος ο Krugman, η μείωση των μισθών δεν διορθώνει απαραίτητα τις ανισορροπίες, αλλά μάλλον τις οξύνει, και μπορεί να οδηγήσει κατ 'ευθείαν σε αποπληθωρισμό του χρέους. [8] .Παρ 'όλα αυτά, στις κατευθύνσεις των θεσμικών οργάνων και των κυβερνήσεων δεν διαφαίνεται η παραμικρή αλλαγή πλεύσης. Τα κυρίαρχα συμφέροντα, στη Γερμανία και όχι μόνο, είναι αντίθετα σε οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης, όπως για παράδειγμα μια πολιτική με βάση «τα ευρωπαϊκά πρότυπα μισθών» [9] ή με βάση μια γενικότερη πολιτική αναθέρμανσης της οικονομίας. Ετσι, επιμένουν στην ολέθρια άποψη ότι η εξίσωση προς τα κάτω των μισθών θα φέρει σε ισορροπία την Ένωση με αποτέλεσμα οι αρνητικές συνέπειες των αποπληθωριστικών τάσεων να συνεχίζονται. Με αυτό το ρυθμό, η «προειδοποίηση των οικονομολόγων»  προβλέπει ότι η έκρηξη της ευρωζώνης, αργά ή γρήγορα θα είναι αναπόφευκτη.

Οι επιπτώσεις είναι σαφείς: σε μακροπρόθεσμη βάση, όπως έχει ήδη συμβεί σε άλλες χώρες, μια επανάληψη των πολιτικών αποπληθωρισμού των μισθών μπορεί να προκαλέσει και στην Ιταλία μια πτώση των πραγματικών μισθών και του μεριδίου των μισθών ακόμη μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε να προκύψει με την εγκατάλειψη του ενιαίου νομίσματος. Όμως, η όξυνση του αποπληθωρισμού των μισθών σε μια μεγάλη χώρα όπως η Ιταλία θα μπορούσε να έχει ακόμη πιο αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στις συνολικότερες αντοχές της Ένωσης. Το συμπέρασμα έχει κάτι το ειρωνικό: οι μισθοί θα μπορούσαν να υποστούν μια διπλή μείωση, σε πρώτο χρόνο από τον αποπληθωρισμό στην ευρωζώνη, και σε δεύτερο χρόνο από την υποτίμηση εκτός της Ένωσης. Αν τα πράγματα πήγαιναν προς αυτή την κατεύθυνση,τότε για τους εργαζόμενους θα ήταν πραγματικά «αστείο».

Κατ 'αρχήν δεν είναι  καθόλου βέβαιο ότι τα πράγματα σε κάθε περίπτωση θα πάρουν αυτή τη κατεύθυνση. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι χώρες που αντιμετώπισαν τις νομισματικές κρίσεις με πολιτικές διασφάλισης των μισθών είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις  στους μισθούς και τα ποσοστά αναδιανομής από τις υπόλοιπες. Πέρα, όμως, ​​από τις μισθολογικές εξελίξεις μπορούν να βγουν γενικότερα συμπεράσματα. Με βάση τον Althusser, θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, ότι η κρίση μιας νομισματικής ζώνης αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα  «συγκυρίας» ενός ιστορικού προτσές που μπορεί να διέπεται από εναλλακτικούς τρόπους ρύθμισης ,ο καθένας από τους οποίους μπορεί να έχει πολύ διαφορετικές επιπτώσεις σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.

 Από αυτή την άποψη, είναι χρήσιμο να κάνουμε δικούς μας τους προβληματισμούς εκείνων  των επιστημόνων οι οποίοι, μετά από ένα ταραγμένο πνευματικό ταξίδι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, για τη διασφάλιση των εργαζόμενων οι  διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα πρέπει να αντικατασταθούν από μια πολιτική ελέγχου της ανταλλαγής κεφαλαίων και εμπορευμάτων. [10] .Όσοι πιστεύουν ότι αυτή η απόφαση είναι εκτός ιστορικού χρόνου καλά θα κάνουν να προσέξουν ότι από το 2008 έχουν παρθεί 700 νέα μέτρα προστατευτισμού παγκοσμίως. [11]

Και  αυτή είναι η απόδειξη των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το σημερινό παγκόσμιο μοντέλο συσσώρευσης με τις ακολουθούμενες  εν μέρει διαφορετικές πολιτικές ανάπτυξης. Αν εξαιρέσουμε τους κληρονόμους του εργατικού κινήματος του περασμένου αιώνα, την τάση αυτή φαίνεται να την έχουν κατανοήσει όλοι.

Τα διδάγματα που βγαίνουν από την τρέχουσα πολιτική συγκυρία, είναι σαφή. Πέρα από τη φασαρία που δημιουργούν τα μέσα ενημέρωσης, οι σημερινές μακροοικονομικές αποκλίσεις  μας  επιβάλλουν να προετοιμαζόμαστε για μια προοπτική ανάφλεξης της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ευρωπαϊστές που προτείνουν τη διατήρηση της Ευρωζώνης με πολιτικές αποπληθωρισμού των μισθών και τους γατόπαρδους που υποστηρίζουν την εγκατάλειψη  του ενιαίου νομίσματος, αλλά που δεν τολμούν με οποιονδήποτε τρόπο να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.

 Και οι μεν και οι δε, τελικά, είναι δημιουργήματα  μιας μανιχαϊστικής αντίληψης περί ελεύθερου εμπορίου που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια μια αδιάκριτη ελευθερία της διεθνούς κυκλοφορίας κεφαλαίων και εμπορευμάτων που έχει  κάνει τόσο μεγάλη ζημιά. Στο σημερινό σταυροδρόμι , η κριτική στο ελεύθερο εμπόριο δεν πρέπει να αφεθεί αποκλειστικά στις αντιδραστικές δυνάμεις. Μια τέτοια κριτική μπορεί να πάρει προοδευτική κατεύθυνση και θα μπορούσε να γίνει η βάση μια αλλαγής της οικονομικής πολιτικής ευνοϊκή την εργασία.

* Πανεπιστήμιο του Sannio, ** Πανεπιστήμιο του Μπέργκαμο



[1] AA.VV. (2013). The Economists’ Warning: Europeangovernments repeat mistakes of the Treaty of Versailles, Financial Times, 23September (Προειδοποίηση των οικονομολόγων : οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επαναλαμβάνουν τα λάθη της Συνθήκης των Βερσαλλιών, Financial Times, 23 Σεπτεμβρίου).

[2] Bagnai, A. (2012). Il Tramonto delleuro (Το τέλος του ευρώ). Imprimatur, Reggio Emilia.

[3] Draghi, M. (2011a). FT Interview Transcript, Financial Times, edited by Lionel Barber and Ralph Atkins, 18 December (Ντράγκι, M. (2011a). Απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης στους Financial Times, που δόθηκε στον Lionel Barber και τον Ralph Atkins στις 18 Δεκεμβρίου.

[4] Ο δικός μας ορισμός για τη «νομισματική κρίση» συνδυάζει δύο κριτήρια επιλογής που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιβλιογραφία. Έχουμε υιοθετήσει την ταξινόμηση των καθεστώτων ισοτιμιών που προτείνεται από το Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τον εντοπισμό περιστατικών μετάβασης από ένα σχετικά άκαμπτο καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών σε ένα πιο ευέλικτο, και από αυτά τα επεισόδια επιλέξαμε επιπλέον περιπτώσεις όπου είχαμε υποτιμήσεις πάνω από 25 τοις εκατό έναντι του δολαρίου το έτος αλλαγής του καθεστώτος ισοτιμιών, είτε το προηγούμενο έτος ή αμέσως μετά. Ο στόχος αυτού του διπλού κριτηρίου είναι η κάλυψη τόσο του φαινόμενου της υποτίμησης όσο και των αποφασιστικής σημασίας πολιτικών και θεσμικών αλλαγών που γενικά χαρακτηρίζουν την εγκατάλειψη των καθεστώτων συναλλαγματικών ισοτιμιών. 

Τα επεισόδια που επιλέξαμε είναι τα ακόλουθα. Επτά περιπτώσεις αφορούν χώρες υψηλού κατά κεφαλή εισοδήματος: Αυστραλία (1985), η Φινλανδία (1993), Ισλανδία (1985), Ιταλία (1993), Νότια Κορέα (1998), Ισπανία (1983), Σουηδία (1993). Οι άλλες 21 υποθέσεις έχουν να κάνουν με χώρες χαμηλού κατά κεφαλήν εισοδήματος: Αργεντινή (2002), Λευκορωσία (1999), Βραζιλία (1999), Χιλή (1982), Κόστα Ρίκα (1981), Κόστα Ρίκα (1991), Αίγυπτο (2003), Γουατεμάλα (1990), Ονδούρα (1990), Ινδονησία (1998), Καζακστάν (1999), Μεξικό (1995), Παραγουάη (1989), Περού (1988), Πολωνία (1990), Ρουμανία (1990), Νότια Αφρική (1984), Σουρινάμ (1994), Τουρκία (1999), Ουρουγουάη (1982), Ουρουγουάη (2002). Η χρονιά της «κρίσης» είναι αυτή όπου η υποτίμηση του νομίσματος είναι πάνω από 25%.

 Το όριο της υποτίμησης είναι αυτό που προτείνουν οι Frankel και Rose και χρησιμοποιείται ευρέως στη βιβλιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα των αναλύσεων μας δεν αλλάζουν αν κάποιος υιοθετήσει διαφορετική όριο, για παράδειγμα 20%, και εξακολουθούν να ισχύουν  αν αφαιρεθούν οι ακραίες τιμές (outliers) .

 Η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου (1992) δεν καλύπτεται διότι η υποτίμηση της στερλίνας ήταν μικρότερη από 20%. Τα μόνα επεισόδια που πληρούν τα κριτήρια επιλογής μας, αλλά δεν λήφθηκαν υπόψη αφορούν χώρες για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τους πραγματικούς μισθούς ή το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ (για παράδειγμα η περίπτωση της Ρωσίας το 1998).

 Για περισσότερα, ανατρέξτε στο  Brancaccio, E., Garbellini, N. (2014a), Sugli effetti salariali e distributivi  delle crisi dei regimi di cambio, Rivista di Politica Economica, luglio-settembre (Μισθολογικές και αναδιανεμητικές επιπτώσεις της κρίσης των καθεστώτων συναλλαγματικών ισοτιμιών, Περιοδικό Πολιτικής Οικονομίας, Ιούλιου-Σεπτεμβρίου) και Brancaccio, E. Garbellini, N. (2014b),Currency regime crises, real wages, functional income distribution and production, προσεχούς δημοσίευσης στο European Journal of Economics and Economic Policy: Παρέμβαση, ( Κρίσεις καθεστώτων συναλλαγματικών ισοτιμιών, πραγματικοί μισθοί, λειτουργική αναδιανομή εισοδημάτων και παραγωγής, Ευρωπαϊκή εφημερίδα Οικονομικών και Οικονομικής Πολιτικής: Παρέμβαση)

[5] Βλ. Brancaccio, Ε, Garbellini, Ν (2014b)

[6] Draghi, M (2011β), Introductory statement by Mr Mario Draghi, President of the European Central Bank, ECB press conference, Frankfurt am Main, 3 November. Blanchard, O. (2012), The Logic and Fairness of Greece’s Program, iMFdirect, 19 March. (Εισαγωγική δήλωση του κ Mario Draghi, προέδρου Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνέντευξη Τύπου ΕΚΤ, Φρανκφούρτη, 3 Νοεμβρίου. Blanchard, O. (2012), Η  λογική και η δικαιοσύνη του Ελληνικού Προγράμματος, iMFdirect, 19 Μαρτίου.

[7] Εξάλλου, ότι ο νέος  νόμος για την Εργασία (Jobs Act ) και γενικότερα οι πολιτικές ευελιξίας της εργασίας δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση είναι κάτι που επιβεβαιώνεται εδώ και  χρόνια από την εμπειρική έρευνα. Μια πρόσφατη συνεισφορά σχετικά με το θέμα, βλ. Realfonzo, R., Tortorella Esposito, G. (2014), Gli insuccessi nella liberalizzazione del lavoro a termine, Economia e politica, 13 maggio (Η αποτυχία της απελευθέρωσης της εργασία ορισμένου χρόνου, Οικονομία και Πολιτική, 13 Μαΐου.

[8] Eggertsson, G.B., Krugman, P. (2012). Debt, Deleveraging, and the Liquidity Trap: A Fisher-Minsky-Koo Approach, Quarterly Journal of Economics, 127, 3. (Χρέος, απομόχλευση, και παγίδα  ρευστότητας: Μια Προσέγγιση των Fisher-Minsky-Koo, Τριμηνιαία Εφημερίδα Οικονομικών, 127, 3.

[9] Brancaccio, E. (2012). Current account imbalances, the Eurozone crisis and a proposal for a “European wage standard”, International Journal of Political Economy, vol. 41, 1. Ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών , η κρίση της Ευρωζώνης και μια πρόταση για ένα «τα ευρωπαϊκά πρότυπα μισθών», Διεθνής εφημερίδα πολιτικής οικονομίας , τομ. 41, 1.

[10] Kaldor, Ν (1978). The effects of devaluations on trade in manufactures, in Further Essays on Applied Economics, Duckworth, London (Οι επιπτώσεις των υποτιμήσεων στο μεταποιητικό εμπόριο, Δοκίμια Εφαρμοσμένων  Οικονομικών, Duckworth, Λονδίνο). Για τα πιθανά οφέλη από τις σύγχρονες μορφές περιορισμού των ανταλλαγών πρβ και Rodrik, D. (2011). The Globalization Paradox: Democracy and the Future of the World Economy, W. W. Norton & Company (Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης: Δημοκρατία και το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, W. W. Norton & Company).

[11] European Commission (2013). EU Report: Trade protectionism still on rise across the world, 2 September (Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2013). Έκθεση της ΕΕ: ​​ Ο προστατευτισμός στο εμπόριο σε άνοδο σε όλο τον κόσμο, 2 Σεπτεμβρίου). Να επισημάνουμε την πρόσφατη επίκληση για ρήτρες πολιτικού ελέγχου του εμπορίου από τον Sergio Marchionne ως πρόεδρος του Συνδέσμου Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου (Reuters, European car market needs EU-led restructuring -Fiat boss, 10 October 2012) Reuters, η ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου χρειάζεται αναδιάρθρωση υπό την ηγεσία της ΕΕ  –δήλωσε το αφεντικό της Fiat, 10 Οκτώβριος 2012).

Η μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας δημιουργεί πράγματι περισσότερες θέσεις εργασίας;



Τι δείχνουν τα στοιχεία

των Emiliano Brancaccio, Nadia Garbellini e Raffaele Giammetti

Δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες των πιο σημαντικών διεθνών θεσμών καταρρίπτουν το επιχείρημα ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μείωση της ανεργίας. Η εμπειρική βιβλιογραφία μας δείχνει ότι η μείωση του δικτύου προστασίας των εργαζομένων δεν συνδέεται στατιστικά με την αύξηση της απασχόλησης, αλλά με την αύξηση των ανισοτήτων.

Η απελευθέρωση των απολύσεων και οι άλλες μορφές απορρύθμισης της εργασίας ευνοούν τις προσλήψεις; Αρκετά μέλη της κυβέρνησης και των ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι η αύξηση της απασχόλησης που καταγράφηκε τους τελευταίους μήνες στην Ιταλία οφείλεται στην μεγαλύτερη ευελιξία στις συμβάσεις εργασίας μετά την εφαρμογή του εργασιακού νόμου ( Jobs Act). Η θέση αυτή, όπως θα δούμε, δεν επιβεβαιώνεται από την πλειονότητα των επιστημονικών μελετών στον τομέα αυτό. Μια πρώτη αμφιβολία για μια υποτιθέμενη σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης εργασίας και απασχόλησης προκύπτει αν συγκριθούν τα επίσημα στοιχεία που αφορούν την Ιταλία με των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (Jobs Act) , η αύξηση της εξαρτημένης εργασίας υπήρξε πολύ μικρότερη από τη μέση αύξηση της απασχόλησης στην ευρωζώνη. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, επίσης, η Ιταλία δεν φαίνεται να πλησιάζει ιδιαίτερα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (στοιχεία Eurostat Ameco). Με άλλα λόγια, σε χώρες όπου τα τελευταία δύο χρόνια δεν άλλαξε η εργατική νομοθεσία, οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από ό, τι στην Ιταλία.

Το αποτέλεσμα αυτής της απλής σύγκρισης δεν είναι τυχαίο. Μετά από είκοσι χρόνια σχετικών ερευνών, οι οικονομικές αναλύσεις με τη μεγαλύτερη επιρροή δεν έδειξαν να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη στατιστική σχέση μεταξύ επισφαλούς εργασίας και απασχόλησης.
Οικονομολόγοι και θεσμικά όργανα που επί μακρόν υποστήριζαν θερμά τις πολιτικές απορρύθμισης της εργασίας, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι δεν είναι αρκετά τα στοιχεία για να υποστηριχτεί ότι αυτές οι πολιτικές ευνοούν τις προσλήψεις.

Ορισμένες αναφορές θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να πειστεί από μια τέτοια προσέγγιση της επιστημονικής έρευνας. Το 2006, σε αφιέρωμα πολύ γνωστού περιοδικού για το θέμα, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Olivier Blanchard δήλωνε ότι «οι διαφορές στα καθεστώτα προστασίας της απασχόλησης δείχνουν να μην συσχετίζονται ιδιαίτερα με τις διαφορετικά ποσοστά ανεργίας των διάφορων χωρών» [1]. Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και ο Tito Βoeri, ο οποίος μετά από διεξοδική ανάλυση των μελετών για το θέμα μαζί με τον Jan van Ours (The Economics of Imperfect Labor Markets, Οικονομικά της Εργασίας, Ανάλυση ατελών αγορών) που δημοσιεύθηκε το 2008, επισημαίνει ότι από δεκατρείς ερευνητικές εργασίες σχετικά με το στοκ των μισθωτών και των ανέργων που εξέτασαν, μόνο η μία έδειχνε να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ μείωσης του δείκτη προστασίας και αύξηση της απασχόλησης, ενώ άλλες εννέα κατέληγαν σε ασαφή συμπεράσματα και τρεις κατέληγαν κυριολεκτικά στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια συνδέεται στατιστικά με τη μείωση της απασχόλησης και την αύξηση της ανεργίας [2].

Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι παραδοχές εκείνων των διεθνών θεσμών που επί χρόνια καλούσαν τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν στο δρόμο της ευέλικτης εργασίας. Στην έκθεση για την απασχόληση ( Employment Outlook) του 1999, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει την έλλειψη συσχέτησης μεταξύ κανόνων προστασίας των εργαζομένων και ποσοστών ανεργίας [3]. Το τεστ του ΟΟΣΑ στη συνέχεια το αναπαρήγαγαν πολλοί με ενημέρωση των στοιχείων, και πάντα έδινε το ίδιο αποτέλεσμα. [4]

Το γράφημα που ακολουθεί αναπαράγει την εμπειρική ανάλυση του ΟΟΣΑ και την επεκτείνει  σε δεδομένα σχετικά με το χρονικό διάστημα 1985-2013 (Σχήμα 1). Στον κάθετο άξονα έχει μεταφερθεί το μέσο ποσοστό ανεργίας κάθε χώρας. Στον οριζόντιο άξονα, το μέσο επίπεδο του δείκτη προστασίας της απασχόλησης σε διάφορες χώρες όπως τον υπολογίζει ο ΟΟΣΑ. Αν υπήρχε μια αξιοσημείωτη στατιστική σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών, τότε τα αντιπροσωπευτικά σημεία της υπό εξέταση χώρας θα έπρεπε να συγκεντρώνονται γύρω από μια αύξουσα ευθεία (ΣτΜ, μια ευθεία που έχει σταθερό ρυθμό) από αριστερά προς τα δεξιά, που δείχνει μια σχέση μεταξύ επιπέδων πιο υψηλών του δείκτη προστασίας των εργαζομένων και επίπεδα πιο υψηλά της ανεργίας. Ωστόσο, όπως φαίνεται στο γράφημα, τα σημεία διασπείρονται στο διάγραμμα,κάτι που δείχνει την απουσία στατιστικής σχέσης μεταξύ προστασίας της εργασίας και  ανεργία.

Σχ. 1 -Το τεστ του ΟΟΣΑ για την ευελιξία και την ανεργία, που αναπαράγεται με ενημερωμένα στοιχεία (Πηγή: D. Suppa, Appendice, in E. Brancaccio, Anti-Blanchard, 2η έκδοση., Franco Angeli, Milano 2016, στοιχεία του ΟΟΣΑ





Πρόσφατα, η Έκθεση για την Παγκόσμια Ανάπτυξη (World Development Report) που δημοσιεύθηκε το 2013 από την Παγκόσμια Τράπεζα κατάληξε στο εξής συμπέρασμα: «Νέα δεδομένα και πιο αυστηρές μέθοδοι οδήγησαν σε ένα κύμα εμπειρικών μελετών τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αναφορικά με τις επιπτώσεις της απορύθμισης της εργασίας, [...] Με βάση τις νέες αυτές έρευνες, οι συνέπειες της μεγαλύτερης ευελιξίας της εργασίας παγκοσμίως, είναι μικρότερες από την ένταση που υπαγορεύεται από το διάλογο. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι εκτιμήσεις αυτές δείχνουν να είναι επουσιώδεις ή περιορισμένης εμβέλειας [5].Έρχεται όμως και πάλι, η Έκθεση για την παγκόσμια οικονομία (World Economic Outlook) του ΔΝΤ το 2016 για να υπογραμμίσει ότι «οι μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν την απόλυση των εργαζομένων αορίστου χρόνου έχουν, κατά μέσο όρο, σημαντικές στατιστικά επιπτώσεις στην απασχόληση και στις άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές» [6].

Στο ίδιο μήκος κύματος και Απασχόληση του ΟΟΣΑ Outlook 2016, η οποία έχει ως εξής: «Η πλειοψηφία των εμπειρικών μελετών που αναλύουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων της ευελιξίας της εργασίας, δείχνουν ότι έχουν μηδενική ή περιορισμένη επίπτωση στα επίπεδα απασχόλησης σε μακροπρόθεσμη βάση »[7]. Τέλος, με ειδική αναφορά στον Jobs Act, μελέτη των Sestito και Viviano που δημοσιεύτηκε από την Τράπεζα της Ιταλίας το 2015, αποδίδει στην μεγαλύτερη ελευθερία στις απολύσεις που εισήγαγε η νέα νομοθεσία μόνο το πέντε τοις εκατό της συνολικής αύξησης των συμβάσεων αορίστου χρόνου [8]. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η προσωρινότητα των συμβάσεων είναι πιθανό να οδηγεί τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργαζόμενους σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης, αλλά τους επιτρέπει να απαλλάσσονται εύκολα από αυτούς σε περιόδους κρίσης: τελικά, μεταξύ δημιουργίας και καταστροφής θέσεων εργασίας το καθαρό αποτέλεσμα της απορρύθμισης στην απασχόληση αποδεικνύεται ότι είναι σχεδόν μηδενικό.


Η επισφάλεια, αντίθετα, μπορεί να φέρει χειροπιαστά αποτελέσματα στην διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, και έτσι να συμπιέζει τους μισθούς και να διευρύνει τις ανισότητες των εισοδημάτων. Τη θέση αυτή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο οικονομολόγος Richard Freeman του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και πρόσφατα βρήκε ανταπόκριση και σε αρκετές εμπειρικές μελέτες [9]. Από μία ανάλυση για τις χώρες του ΟΟΣΑ την περίοδο 1991-2013 που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Ανώτατη Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, διαπιστώσαμε ότι μία μονάδα λιγότερο στα επίπεδα προστασίας της εργασίας δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τη συνολική αύξηση του ΑΕΠ, ενώ στατιστικά συνδέεται με ένα μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που διατίθεται για μισθούς, μικρότερο κατά μέσο όρο περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα.

Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι τυχόν κλυδωνισμοί στην εργατική νομοθεσία που να μειώνουν τους δείκτες προστασίας των εργαζομένων κατά περίπου μισή μονάδα, στα επόμενα πέντε χρόνια στατιστικά σχετίζονται με σωρευτικές μειώσεις του μερίδιου που διατίθεται για τους μισθούς μέχρι και τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες συνολικά και αυξήσεις αντίστοιχα του μεριδίου του εισοδήματος που διατίθεται σε κέρδη και προσόδους [10]. Προφανώς, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας δεν συνδέονται με την αύξηση της απασχόλησης και το εθνικό εισόδημα, αλλά μάλλον με τις συνέπειες της διανεμητικής σύγκρουσης για την κατανομή αυτού του τελευταίου.


Σημειώσεις
 
1] Blanchard, O. (2006). European Unemployment: The Evolution of Facts and Ideas, Economic Policy, 45.
[2] Boeri, T., van Ours J. (2008). Economia dei mercati del Lavoro imperfetti, Egea, Milano.
[3] OECD (1999), Employment Outlook, June.
[4] Suppa, D. (2016). Appendice statistica, in E. Brancaccio, Anti-Blanchard. Un approccio comparato allo studio della macroeconomia. Seconda edizione, Franco Angeli, Milano.
[5] World Bank (2013), World Development Report 2013: Jobs. Washington D.C.: World Bank Publications.
[6] International Monetary Fund (2016), Time for a supply side boost? Macroeconomic effects of labor and product market reforms in advanced economies. In World Economic Outlook 2016. Washington, DC: IMF.
[7] OECD (2016), OECD Employment Outlook 2016 (Paris: OECD).
[8] Sestito, P., Viviano, E. (2015). Hiring incentives and/or firing cost reduction? Evaluating the impact of the 2015 policies on the Italian labour market, Banca d’Italia, Occasional Papers, n. 325.
[9] Freeman, R. (2008). Labor market institutions around the world. London, LSE CEP Discussion Paper No 844. Cfr. anche Campos, N.F. and J.B. Nugent (2015), The Freeman Conjecture, IZA/World Bank Conference on Employment and Development: Technological Change and Jobs, Bonn.
[10] Brancaccio, E., Garbellini, N., Giammetti, R. (2016), Labour deregulation, gdp growth and functional income distribution, di prossima pubblicazione (draft presentato al seminario “La riforma del mercato del lavoro tra diritto ed economia”, Scuola Superiore della Magistratura, Scandicci (FI), 26 ottobre). Cfr. anche, Brancaccio, E., Garbellini, N., Giammetti, R. (2017), Dagli slogan alle evidenze: una rassegna sugli effetti delle deregolamentazioni del lavoro, in Buffa, F. (a cura di) (2017), La nuova disciplina del mercato del lavoro, Key Editore, Roma.