Πόσο εύκολο αλήθεια είναι να εξαπολύεις ένα χαρακτηρισμό προς
μια κατηγορία ανθρώπων και να ξεμπερδεύεις; Απ΄ ότι διαβάζουμε και παρατηρούμε,
πανεύκολο για πολλούς. Η γλώσσα και ο λόγος της εξουσίας και της κυριαρχίας
είναι γεμάτος αλαζονεία, υποτίμηση, γενικεύσεις και ψεύδη. Και εάν δεν μάς
καίγεται καρφί και δεν παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τα λόγια της
πολιτικής-οικονομικής ελίτ, δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπ’ όψη όσα
διατυπώνονται και λέγονται από την αντίπερα όχθη της. Όταν ο κυρίαρχος λόγος
έχει εισχωρήσει στον λόγο των καταπιεσμένων και χρησιμοποιεί την ίδια
φρασεολογία και μάλιστα με λίγη αργκό για να διαφέρει και λίγο από τον
πρωτότυπο, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ σοβαρά. Γιατί η γλώσσα μας είναι ο
καθρέφτης μας. Όταν σαν «χάπατα» αναπλάθονται οι όροι από τον κυρίαρχο λόγο και
μπαίνουν στο λεξιλόγιο των «εναλλακτικών», η εξουσία μπορεί να κάθεται
πραγματικά αμέριμνη και να απολαμβάνει.
Από την αρχή της πανδημίας (σε αυτό τον όρο μπορούν να μπουν πολλά εισαγωγικά, σύμφωνα με μια μη κυρίαρχη επιστημονική άποψη) οι κυβερνητικές εξουσίες διεθνώς ήθελαν διακαώς να σιγήσουν τις αντίθετες φωνές που πρόβαλλαν διαφορετική αντιμετώπιση στην εξάπλωση του covid-19. Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με επιτροπές επιστημόνων, γιατρών, επιδημιολόγων και ασφαλώς της συντριπτικής πλειοψηφίας των μμε ξεκίνησε το «κυνήγι μαγισσών» σε οποιονδήποτε σκέπτονταν, δρούσε και ενεργούσε διαφορετικά.
Το παράλογο ξεκίνησε με τη θέση της κυριαρχίας ότι καθετί το επιστημονικό ίσον ορθό. Το χαρακτηρίζουμε εξαρχής παράλογο, χωρίς να μπαίνουμε στην ουσία της τεκμηρίωσης, διότι όταν έχουμε τη θέση Α από την κυριαρχία διατυπωμένη από χ, ψ καθηγητές πανεπιστημίου και τη θέση Β, αντίθετη της Α, κατατεθειμένη επίσης από καθηγητές πανεπιστημίου, τι είναι αυτό που προσδίδει περισσότερη επιστημοσύνη στην Α από την Β; Οι φορείς της Α και Β στην κατηγορία των επιστημόνων εντάσσονται. Και τουλάχιστον μέχρι το Δεκέμβριο του 2019, η επιστήμη δεν αποτελούσε –απ’ ότι γνωρίζουμε– μια θέσφατη θεολογία αλλά αποτελούσε για την επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα, μια δυναμική διαδικασία με έρευνα, αμφισβήτηση, τεχνικές αναφορές και δημοσιεύσεις που αντικρούουν προγενέστερες ή σύγχρονες πεποιθήσεις, θέσεις και επιτεύγματα.
Άσχετα με το τι θέση διατηρούμε στο πολιτικό σκέλος της
αξιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, που πολλές φορές αποτελεί
συνέχιση της και εφαρμογή της, θεωρούμε ότι η επιστήμη εξαρχής φέρει κύτταρα
αμφισβήτησης εντός της. Δεν επιθυμούμε στο παρόν σημείωμα να επεκταθούμε σε
ζητήματα ορθολογισμού / ανορθολογισμού και κριτικής στην επιστήμη και την
τεχνολογία. Θέλουμε να δείξουμε, ανεξαρτήτως της σχέσης και σύνδεσης που μπορεί
να έχει ο καθένας με την επιστήμη και την τεχνολογία, ότι και ο Β επιστήμονας
που διαφωνεί με τον Α επιστήμονα δεν τοποθετείται σε χαμηλότερη αξιακή κλίμακα
επιστημονικότητας συγκριτικά με τον Α επειδή η κυριαρχία προπαγανδίζει τον Α.
Και οι δυο επιστημονικές απόψεις εκφράζουν. Άρα το να ακούμε διαρκώς από την
συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων ότι οι επιστήμονες λένε τούτο και λένε
το άλλο (πάντα διαχέοντας την Α άποψη) είναι λειψό και αποκρύβει όλη την
εικόνα. Για εμάς όση επιστημονική βαρύτητα έχει η Α θέση τόση έχει και η Β.
Απλώς ερευνούμε, ελέγχουμε, αποφασίζουμε το τι θέλουμε και πως θα
διαχειριστούμε τα σώματα μας. Ας μάς επιτραπεί να τα διαχειριστούμε μόνοι μας
αυτόνομα και ελεύθερα.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η διαχείριση του covid δεν είναι
μια μάχη μεταξύ επιστημόνων και τσαρλατάνων αλλά μια μάχη μεταξύ επιστημόνων,
όπου εκφράζεται από τη μια πλευρά η κυρίαρχη άποψη και από την άλλη η
μειοψηφική. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε χαρακτηριστικά που μάς είναι
εξαρχής απωθητικά και κατακριτέα. Στη μεν κυρίαρχη άποψη πολλοί είναι υποταγμένοι
στο σύστημα εξουσίας-κυβερνητικής, πανεπιστημιακής, φαρμακοβιομηχανικής και άρα
για εμάς η άποψη τους εξαρχής είναι ύποπτη, στη δε μειοψηφική υπάρχουν
περιπτώσεις επιστημόνων που οι τεκμηριώσεις που εκφράζουν είναι προβληματικές
και συχνά συνοδεύονται και από θεωρήσεις και αντιλήψεις που μάς είναι
αποκρουστικές. Το ότι είμαστε de facto καχύποπτοι με ό,τι η εξουσία κομίζει δεν
σημαίνει ότι η κάθε αντικυρίαρχη και μειοψηφική άποψη έχει θέση στην
επιχειρηματολογία μας. Γιατί, όπως έχουμε γράψει αρκετές φορές, ο εχθρός του
εχθρού μου δεν είναι φίλος μου. Τι γίνεται, όμως, όταν βλέπουμε ότι ο εχθρός
του εχθρού μου γίνεται φίλος του;
Ο διάχυτος κυρίαρχος λόγος έχει εντάξει στο λεξιλόγιο του τον όρο «ψεκασμένοι» για να χλευάσει όλους ανεξαρτήτως εκείνους που έχουν αντίθετη άποψη στο ζήτημα διαχείρισης του covid19 και στα αντίστοιχα εμβόλια. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται από διάφορους αναρχικούς και αντιεξουσιαστές ως γλωσσικό δάνειο από την εξουσία και μάλιστα χρησιμοποιούμενος και με αργκό στυλ «ψέκες» για να χλευάσει, επίσης, τους φέροντες αντικυρίαρχες απόψεις. Για όσους δεν το γνωρίζουν, το ζήτημα των αεροψεκασμών το είχε θίξει επανειλημμένα ο, διορισθείς από το κράτος πρόεδρος του ΕΦΕΤ και επιστημονικός συνεργάτης του Δημόκριτου, καθηγητής Χημείας Νίκος Κατσαρός.
Ο ελληνικός ΕΦΕΤ είναι κάτι σαν τον αμερικάνικο FDA και αφορά στα τρόφιμα. Χωρίς καμία αμφιβολία είναι ένας δικός τους άνθρωπος, εντός του συστήματος, που συμμετείχε σε σημαντικά ερευνητικά προγράμματα του Δημόκριτου και προέδρευε σε έναν πάρα πολύ σημαντικό φορέα ελέγχου τροφίμων. Το ότι κάποια στιγμή ξώκοιλε από τον κυρίαρχο λόγο δεν σημαίνει αυτόματα ότι δεν είναι συστημικός. Ίσως, υποθέτουμε, θεώρησε ότι ισχύει η ελευθερία του λόγου χωρίς να λοιδορηθείς. Εννοείται ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε βάθος τι συνέβαινε ή συμβαίνει με το θέμα των αεροψεκασμών και τι περιέχουν τα σταγονίδια που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, όμως δεν θα γίνουμε και «παπαγαλάκια» της εξουσίας να αποκαλούμε «ψεκασμένο» όποιον διατυπώνει διαφορετική άποψη, η οποία κατά αυτούς δεν εδράζεται στον Ορθό Λόγο.
Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στο
Κράτος, ότι πολλές σελίδες της ιστορίας του είναι γραμμένες με ψεύδη, ότι αυτό
που φάνταζε και φαντάζει εξωφρενικό και παράλογο αποδεικνυόταν λίγα χρόνια μετά.
Όπως οι «φούρνοι» των ναζί. Την στιγμή που ασκούσαν την «τελική λύση» δεν
παραδέχονταν ότι εξολόθρευαν τους ανεπιθύμητους με Ζάϊκλον Β, αντιθέτως
καθησύχαζαν άπαντες. Εκατομμύρια θύματα του ναζισμού ψεκάστηκαν με το
συγκεκριμένο τοξικό αέριο, που αρχικά χρησιμοποιούταν ως
ψεκαστικό-απολυμαντικό, λέγοντας τους να γδυθούν για να πάνε για ντους.
Η χρήση του όρου «ψεκασμένοι», λοιπόν, έχει βαριά σκιά πίσω
της και εάν η κρατική και μη εξουσία τον χρησιμοποιεί ελαφρά τη καρδία, δεν
χρειάζεται να επαναλαμβάνεται και από όσους θέλουν να εκφέρουν έναν διαφορετικό
λόγο. Άλλωστε πολλοί αγωνιζόμενοι άνθρωποι είναι «ψεκασμένοι» από τους
ψεκαστήρες των ΜΑΤ συχνά-πυκνά… Ποιος είναι, όμως, ο λόγος που ένα κομμάτι
συλλογικοτήτων του κοινωνικού ανταγωνισμού, στο όνομα της δημόσιας υγείας,
πιστεύει τα λεγόμενα της εξουσίας και αναπαράγει τις απόψεις της; Θεωρούμε ότι
οι λόγοι είναι πολλοί και κυρίως έχουν να κάνουν με τις πεποιθήσεις σε ζητήματα
που αφορούν την επιστήμη, τον ορθό λόγο, το φόβο. Παρ’ ότι οι έννοιες της βιοπολιτικής
και βιοεξουσίας είναι γνωστές από τους περισσότερους, ανεξαρτήτως εάν κάποιος
συμφωνεί ή διαφωνεί με το θεωρητικό πλαίσιο, υπάρχει σίγουρα μια ιστορική
καταγραφή εξουσιαστικών πρακτικών σε αυτά τα μοντέλα, πολλοί εμφανίζονται στην
πράξη σαν να μην καταλαβαίνουν το τι συμβαίνει. Ζούμε διαχωρισμούς βάσει
ιατρικών πράξεων και παρ’ όλα αυτά ενοχλούνται από τη χρήση του όρου
«υγειονομικό απαρτχάιντ». Εάν δεν είναι απαρτχάιντ αυτό που ορθώνεται σταδιακά
τους τελευταίους μήνες από το Κράτος, τότε τι είναι; Είναι αυταπόδεικτο και δεν
χρειάζεται να επεκταθούμε.
Στο ζήτημα του εμβολιασμού ή μη, αποτελεί για εμάς δικαίωμα του κάθε ανθρώπου το πως θα διαχειριστεί το σώμα του. Δεν θα αποφασίσει καμία εξουσία για το ποια παρέμβαση θα γίνει πάνω στο σώμα του. Όμως, οι νέες βιοπολιτικές πρακτικές εκμεταλλεύονται στις μέρες μας τις βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές προόδους για να μετατρέψουν τη ζωή των ανθρώπων σε «γυμνή ζωή», για να χρησιμοποιήσουμε έναν εύστοχο όρο του Τ. Αγκάμπεν. Ο ίδιος έχει σημειώσει, επίσης, για την κυριαρχία το εξής: «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία».
Δεν είναι καθόλου τυχαία αλλά συνάμα και πολύ ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση που αναπτύσσεται σχετικά με παρεμβάσεις του Αγκάμπεν, όπως και η επίθεση που ασκείται απέναντι σε κείμενα του Ίλιτς και του Φουκώ από τη δεκαετία του ’70. Για εμάς δεν διεξάγεται μια μάχη μεταξύ νόμου και φύσης, πολιτισμού και πρωτογονισμού, ορθού λόγου και new age. Όποιος ασκεί κριτική στη χρήση της επιστήμης δεν σημαίνει ότι είναι αντίθετος στην επιστήμη, στον ορθό λόγο κ.ο.κ. Άρα η ευκολία με την οποία ορισμένοι κήρυκες τοποθετούν τους κριτικούς στην υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους «ψεκασμένους», συνωμοσιολόγους, πλανεμένους και εξαπατημένους φανερώνει, όχι ένδεια επιχειρημάτων, γιατί από αυτά ξεπατικώνονται κατά το δοκούν λογιών-λογιών αναλύσεις, αλλά μια αλαζονεία περί κατοχής της αλήθειας.
Και επιπλέον, διαπιστώνουμε στα κείμενα τους την χρήση ιδιοτήτων και ρόλων, σε εκείνους τους οποίους ασκούν κριτική, η οποία δεν συνάδει με την ουσία της κριτικής τους. Απλά, με κάθε τρόπο θέλουν να αποδυναμώσουν το πρόσωπο που φέρει τα διαφορετικά με αυτούς επιχειρήματα.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 04/09/2021, σε κείμενο του Άρη Χατζηστεφάνου σχετικά με τον Ιβάν Ίλιτς, να αναφέρεται: «Ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιβάν Ίλιτς…» και αντίστοιχα ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος (https://alterthess.gr/anorthologikoimachites-tis-eleytherias-zilotes-tis-asfaloys-epistimis-kaizitimata-empistosynis/) «Ο Αυστριακός συγγραφέας –και πρώην Καθολικός ιερέας– Ιβάν Ίλιτς….». Ο Χατζηστέφανου αναφέρει μια προγενέστερη ιδιότητα του Ίλιτς πολύ προτού γράψει το βιβλίο του «Ιατρική Νέμεση» το 1975, ενώ ο Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος την επικαλείται για ευνόητους λόγους.
Κοινός στόχος με μισοαλήθειες-μισοψέματα να
αποδυναμωθεί ο συγγραφέας λόγω της προγενέστερης ιδιότητας του, παρ’ ότι είναι
γνωστό ότι είχε διαρρήξει χρόνια πριν τις σχέσεις του με την Εκκλησία. Σε αυτό
το σημείο, θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής: Σε μια καταπιεστική κοινωνία ο
αγώνας του ανθρώπου για αναζήτηση της αλήθειας και της ελευθερίας είναι
διαρκής. Για όλους υπάρχει διαφορετικό σημείο εκκίνησης της διαδρομής. Άλλοι
άνθρωποι μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα θρησκευτικά, άλλοι άθεα και άλλοι άθρησκα.
Το ζήτημα είναι ο κάθε άνθρωπος να αποτινάζει από πάνω του όλες αυτές τις
αόρατες αλυσίδες με τις οποίες είναι δεμένος. Και όταν το καταφέρνει, είναι
πολύ σημαντικό, όμορφο και ελπιδοφόρο. Όταν, όμως, στο τέλος αυτής της
διαδρομής κάποιοι επικαλούνται την προγενέστερη ιδιότητα του, τότε είναι βέβαιο
ότι ένας αήθης ζόφος έχει περιβάλλει τους επικριτές.
Σημειώνει, λοιπόν, ο Α. Χατζηστεφάνου στη στήλη infowar:
“Στα τέλη Αυγούστου έφυγε χωρίς πολύ θόρυβο, πλήρης ημερών, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Λικ Νανσί. Προσωπικός φίλος και συνεργάτης τού –περισσότερο γνωστού στην Ελλάδα– Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο Νανσί αποφάσισε να «αδειάσει» πριν από μερικούς μήνες τον παλιό του συνοδοιπόρο όταν ο τελευταίος άρχισε να μετατρέπεται σε αγαπημένο φιλόσοφο των απανταχού αντιεμβολιαστών. «Πριν από τριάντα χρόνια», έγραψε ο Νανσί, «οι γιατροί έκριναν ότι χρειάζομαι μεταμόσχευση καρδιάς. Ο Τζιόρτζιο (Αγκάμπεν) ήταν ο μόνος που με συμβούλευσε να μην τους ακούσω. Αν είχα ακολουθήσει τη συμβουλή του, πιθανότατα θα είχα πεθάνει σύντομα». Ο Αγκάμπεν όπως και ορισμένοι άλλοι φιλόσοφοι που μεσουράνησαν τη δεκαετία του ’60 και του ’70 επιχείρησαν να προσφέρουν θεωρητικό υπόβαθρο σε μορφές άρνησης της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης. Ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιβάν Ίλιτς, παραδείγματος χάριν (ο οποίος μέχρι τον θάνατό του αρνούταν να θεραπεύσει μια μορφή καρκίνου που παραμόρφωνε το πρόσωπό του), υποστήριζε στο βιβλίο του «Ιατρική Νέμεση» ότι τα σύγχρονα συστήματα υγείας των δυτικών κοινωνιών προκαλούν περισσότερα προβλήματα στους ασθενείς από αυτά που λύνουν(…)
Καθώς, σήμερα, ορισμένοι αντιεμβολιαστές σε όλο τον κόσμο αρνούνται να νοσηλευτούν (υποστηρίζοντας ότι οι μεταγγίσεις θα μολύνουν το αίμα τους με εμβόλια και τσιπάκια ή ότι οι γιατροί θα τους δολοφονήσουν στην εντατική για να επιβεβαιώσουν ότι ο κορονοϊός… υπάρχει!), επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για το πότε ένας ασθενής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την ιατρική περίθαλψη. Να σημειωθεί ότι δεν αναφερόμαστε σε ασθενείς σε τελικά στάδια, που αρνούνται τις τελευταίες δόσεις μιας θεραπείας για να διατηρήσουν τη διαύγειά τους ή να μείνουν κοντά στην οικογένειά τους, αλλά σε αυτούς που αρνούνται την ίδια την επιστήμη της Ιατρικής(…) Με την εισαγωγή πάντως της μοντέρνας Ιατρικής, αντίστοιχα περιστατικά άρνησης της θεραπείας άρχισαν να περιορίζονται σε πολύ μικρές ομάδες και θρησκευτικές σέκτες (όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που αρνούνται τις μεταγγίσεις αίματος).
Με εξαίρεση, όπως είπαμε, τις προσπάθειες ορισμένων διανοουμένων στη δεκαετία του ’60 να θεωρητικοποιήσουν το φαινόμενο στο όνομα της κριτικής στο κυρίαρχο σύστημα, η άρνηση της θεραπείας φάνηκε να περνά στο παρελθόν(…) Η άρνηση του ασθενή να δεχτεί ιατρική φροντίδα έκρυβε πάντα κάποιο είδος παραλογισμού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το παράλογο αφορούσε τον ασθενή, που ακολουθούσε θρησκευτικές δοξασίες, ψευδοφιλοσοφικές θεωρίες ή απλώς ό,τι διάβασε στο Facebook. Κάποιες άλλες φορές ο παραλογισμός κρυβόταν στο οικονομικό σύστημα που του στερούσε την περίθαλψη”.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στόχος του αρθρογράφου μετά την αποδόμηση του Ίλιτς είναι να αποδομηθεί και ο Αγκάμπεν.
Ως αναρχικοί και άτομα σε διαρκή εγρήγορση της κριτικής σκέψης δεν είμαστε οπαδοί κάποιου συγγραφέα, φιλόσοφου και στοχαστή. Διαβάζουμε κριτικά το καθετί και πορευόμαστε με αναλύσεις και αντιλήψεις που είναι σύμφωνες ή/και εμπλουτίζουν παλαιότερες μας θέσεις. Γίνεται μια διαρκής μελέτη και σύνθεση των κατατεθειμένων απόψεων με σκοπό στη συμβολή του απελευθερωτικού αγώνα.
Αυτό σημαίνει ότι όταν «υπερασπιζόμαστε» τον Ίλιτς, τον Αγκάμπεν και τον Φουκό δεν είναι γιατί είμαστε οπαδοί τους, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι η κριτική που τους ασκείται είναι εκ του πονηρού και δεν πραγματοποιείται συνήθως σε θεωρητικό/στοχαστικό επίπεδο. Αναμφίβολα, όμως, έχουν συμβάλει στη φώτιση πτυχών της εξουσίας που είναι πάρα πολύ σημαντικές για να καταλάβουμε όψεις άσκησης της πάνω στα σώματα μας, στην ασθένεια, στη φύση, στο περιβάλλον και στη διατροφή.
Είναι ξεκάθαρο σε όποιον έχει διαβάσει Ίλιτς, ότι δεν εναντιώνεται στην Ιατρική επιστήμη αλλά στο ιατρικό κατεστημένο και σε αυτό που ονομάζει «ιατρογένεση». Όπως, επίσης, το ότι επικαλούνται αντιεμβολιαστές, ακροδεξιοί και δεν ξέρουμε και ποιοι άλλοι, τον Ίλιτς, δεν σημαίνει ούτε ότι τον χαρίζουμε (δεν ανήκει σε κανέναν άλλωστε), ούτε ότι αυτά που δηλώνει είναι λαθεμένα. «Το ιατρικό κατεστημένο έχει γίνει σημαντικότατη απειλή για την υγεία. Το ιατρικό επάγγελμα εξουσιάζει την Ιατρική. Το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό κι έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας(…) Κατά τα χρόνια που έζησαν οι προηγούμενες γενιές, το ιατρικό μονοπώλιο επάνω στην υγειονομική περίθαλψη επεκτάθηκε ανεξέλεγκτα και σφετερίστηκε την ελευθερία μας όσον αφορά το ίδιο μας το σώμα.
Η κοινωνία
έχει εκχωρήσει σε γιατρούς το αποκλειστικό δικαίωμα να καθορίζουν τι είναι
αρρώστια και ποιος είναι άρρωστος ή εν δυνάμει άρρωστος, και τί θα πρέπει να
γίνει με τους αρρώστους». Επίσης, ο Ίβαν Ίλιτς απέδειξε ότι η εξαφάνιση των
θανατηφόρων επιδημιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, δεν οφείλεται στην
εξάπλωση της ιατρικής. Γράφει: «Η μελέτη της εξέλιξης των τύπων της αρρώστιας
μας δείχνει ότι, κατά τον περασμένο αιώνα, οι γιατροί δεν επηρέασαν τις
επιδημίες καθόλου πιο σοβαρά απ’ όσο τις είχαν επηρεάσει σε παλαιότερους
καιρούς οι παπάδες. Οι επιδημίες έρχονταν και παρέρχονταν, τις αναθεμάτιζαν και
οι δύο, μα δεν τις επηρέαζε κανένας». Οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην
καταπολέμηση των επιδημιών στον εικοστό αιώνα είναι η βελτίωση της στέγασης, η
καλύτερη διατροφή, ο καθαρισμός των υδάτων, το αποχετευτικό σύστημα και η χρήση
του σαπουνιού. Όπως, επίσης, και μια ποιοτικότερη και διαθρεπτική διατροφή σε
συνάρτηση με καλύτερες περιβαλλοντικές συνθήκες θα είχε καλύτερη αντιμετώπιση
του covid19.
Πριν από 15 χρόνια στη Χαλκίδα, από το 2006 συγκεκριμένα, δραστηριοποιόταν η «Κίνηση για την Επανοικιοποίηση της Υγείας-Ενάντια στην ιατρικοποίηση της ζωής». Μια Κίνηση που είχε μέλη της από τον αναρχικό-αυτόνομο και ελευθεριακό χώρο. Σημείωνε τότε η συγκεκριμένη Κίνηση: « Ένα ολόκληρο σύμπαν προσταγών, καταναγκασμών, ιδεολογιών, ηθικής και απαγορεύσεων επιβάλλεται στη ζωή. Η ύπαρξη οριoθετείται κάτω από την κυριαρχία ενός συστήματος εκμετάλλευσης (αγορά) και πολιτικής εξουσίας (κράτος).
Το σύστημα κινείται επιθετικά και αυτή η επιθετικότητα χαρακώνει τα υποκείμενα. Απαιτεί ακόμη περισσότερο έλεγχο στη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων και την προσαρμογή τους σε προκαθορισμένους ρόλους στα πλαίσια του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής με το διαρκές άγχος, το μολυσμένο περιβάλλον και τις νοσηρές συνήθειες χαλαρώνει τις άμυνες του οργανισμού.
Σε τέτοιες συνθήκες το άτομο καθίσταται πιο ευάλωτο σε προσβολές και εκφυλισμούς. Ο άρρωστος περιορίζεται σε αντικείμενο: είναι ένα κορμί που το επιδιορθώνουν˙ δεν είναι πια ένα υποκείμενο, που κάποιος το βοηθάει να γιατρευτεί. Τα αισθήματα του αρρώστου απέναντι στη θεραπεία και τους ειδικούς που την προτείνουν είναι γνωστά σε όλους μας: απομόνωση, υποβάθμιση της αξιοπρέπειάς του, η αίσθηση ότι έχει χάσει την αυτονομία του σώματός του, ότι έχει μετατραπεί σε πειραματικό αντικείμενο. Η ζωή στον καπιταλιστικό κόσμο σηματοδοτεί μια άρνηση των ουσιαστικών στιγμών της ύπαρξης. Η δημιουργικότητα, η φαντασία, ο έρωτας, η επικοινωνία θυσιάζονται και αναπαρίστανται με υποκατάστατα. Υποκατάστατα που αφήνουν ένα αίσθημα κενότητας και ανικανοποίητου. Οι ροές φράζονται και οι δυνάμεις του ατόμου μη βρίσκοντας χώρο να πραγματωθούν στρέφονται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.
Η εμφάνιση και η εξέλιξη μιας ασθένειας σχετίζεται άμεσα μ’
αυτή τη διαδικασία. Έτσι η αρρώστια αποκτά μια πολιτική διάσταση και μπορεί να
νοηθεί ως διαμαρτυρία του ατόμου στην επιθετικότητα του κόσμου(…) Η κολοσσιαία
ανάπτυξη των τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας, βρίσκει τα άτομα πιο
απομονωμένα, πιο ευάλωτα, πιο χειραγωγήσιμα από ποτέ. Η υπόσχεση της προόδου
οδηγεί στην άρνηση της ανθρώπινης κατάστασης(…) Ο ρόλος του γιατρού μέσα σε
αυτό το σύστημα εξακολουθεί να είναι κυριαρχικός. Είναι ο διευθύνων νους.
Κατέχει το λόγο, κατέχει και την εξουσία. Η θέση του γιατρού είναι εξουσιαστική
και ιδρύει μια ιεραρχική σχέση με τον ασθενή. Η επιστημονική γνώση που
διαχειρίζεται δεν τίθεται στη διάθεση και κυρίως προς όφελος της κοινωνίας.
Βρίσκεται σε θέση εξουσίας ως ειδικός, του οποίου η αυθεντία δεν αμφισβητείται,
αφού είναι υπεράνω ηθικής ευθύνης. Δεν αποτελεί πια κοινό τόπο, όπως λέει και ο
Ίλιτς, «το κοινό συμφέρον» γιατρού και ασθενούς. Αυτό πρέπει πια να αποδειχτεί.
Και ο ασθενής βέβαια τίθεται υπεράνω ηθικής ευθύνης. Εγκαταλείπεται στα χέρια
των ειδικών, δίνοντάς τους κάθε δικαίωμα να διαχειρίζονται το σώμα του, τη ζωή
του αλλά και το θάνατό του».
Αυτά γράφονταν και διακινούνταν πριν από 15 χρόνια, χωρίς να
υπάρχει ο χλευασμός περί «ψεκασμένων» από τα «κινηματικά παπαγαλάκια» της
κυριαρχίας. Αντίθετα, αναπτυσσόταν ένας λόγος περί αυτοδιάθεσης του σώματος,
όπως αυτός είχε αναπτυχθεί και από φεμινιστικές ομάδες πρωτύτερα. Τίθεται,
λοιπόν, ξανά σε διαπραγμάτευση το εάν ο ασθενής δικαιούται να αποφασίσει για το
μοντέλο θεραπείας του; Για το σώμα του και την περίθαλψή του; Ο γιατρός έχει
την υποχρέωση να ενημερώσει αναλυτικά και ο ασθενής να αποφασίσει. Ο ασθενής
είναι μια αυτεξούσια οντότητα που επιλέγει και για την ζωή και για τον θάνατο.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας